Πληθαίνουν απειλητικά τα δημοσιεύματα που μιλούν πλέον ανοιχτά για απολύσεις στις τράπεζες προκειμένου αυτές να «εξυγιανθούν» και να αναδιαρθρωθούν ώστε να είναι αρεστές στους επενδυτές και να εναρμονιστούν με τον αναπτυξιακό άνεμο που φέρνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Για πολλές δεκαετίες η λέξη «απολύσεις» ήταν ταμπού για τις τράπεζες, εν μέρει χάρη στο στιβαρό κάποτε συνδικαλιστικό κίνημα του χώρου, με κατακτήσεις σημαντικές, που άντεξαν στο χρόνο, εν μέρει εξαιτίας της ιδιαιτερότητας του τραπεζικού χώρου, όπου οι απολύσεις αποφεύγονταν για να μη θεωρηθούν «πιστωτικό γεγονός», ενδεικτικό αδύναμης και προβληματικής επιχείρησης.
Έκτοτε πολύ νερό έχει κυλήσει, η κρίση του 2008 έβγαλε στη φόρα πολλούς σκελετούς διεθνώς και οι ελληνικές τράπεζες πέρασαν, ιδιαίτερα τη μνημονιακή δεκαετία, μεγάλη φουρτούνα , από την οποία δεν έχουν βγει, παρά τις αλλεπάλληλες συγχωνεύσεις και τις γενναίες κρατικές ενέσεις με τις διαβόητες κεφαλαιοποιήσεις -και όχι μόνο- που φορτώθηκαν στην πλάτη των συνήθων υποζυγίων, του ελληνικού λαού, σαν να μην έφτανε η φτωχοποίηση που υπέστη και ακόμα υφίσταται και η σαρωτική κατάσταση που βίωσε στο εργασιακό τοπίο.
Το περιβάλλον όμως εξακολουθεί να είναι άγριο, η μεταμνημονιακή εποπτεία είναι απαιτητική, το δε συνδικαλιστικό κίνημα στο χώρο των τραπεζών έχει μετατραπεί σταδιακά σε αμιγώς κυβερνητικό-εργοδοτικό, όπου τίποτα πια δεν θυμίζει τις λαμπρές του παραδόσεις.
Έτσι φτάσαμε στην εποχή όπου πλέον και τα ταμπού καταρρίπτονται. Η αρχή είχε γίνει καιρό βέβαια με διάφορους τρόπους: Εισαγωγή εργαζομένων πολλών ταχυτήτων και διαφορετικού εργασιακού καθεστώτος, κυρίως με τη μέθοδο του ενοικιαζόμενου προσωπικού, που σταδιακά έτεινε να υποκαταστήσει το μόνιμο προσωπικό, γενίκευση της μεθόδου του λεγόμενου outsourcing, της ανάθεσης δηλαδή ολόκληρων κομματιών σε ιδιωτικές εταιρείες αρχικά μη αμιγώς τραπεζικές, όπως η καθαριότητα, η φύλαξη κλπ, αλλά που σταδιακά επεκτάθηκε και σε καθαυτές τραπεζικές εργασίες, με το προσωπικό που απασχολούνταν σ΄αυτές να «πλεονάζει» και να εξωθείται σε δυσμενείς μετακινήσεις ή πιεστικά σε εθελούσια έξοδο.
Οι εθελούσιες έξοδοι στην πραγματικότητα ήταν καλυμμένες απολύσεις, απλώς η μέθοδος αυτή έσωζε τα προσχήματα προς πάσα κατεύθυνση, προσφέροντας επιπλέον ικανά οικονομικά οφέλη στους εργαζόμενους, τουλάχιστον στην προ μνημονίων εποχή. Σταδιακά, και ιδιαίτερα στη διάρκεια της δεκαετίας που διανύουμε, οι εθελούσιες πύκνωσαν, τα οικονομικά οφέλη συρρικνώθηκαν έως μηδενισμού, για να φτάσουμε σήμερα να υπάρχει μια κυριολεκτική φρενίτιδα εθελούσιων εξόδων σε όλες τις τράπεζες, που πλέον απροσχημάτιστα τρομοκρατούν και πιέζουν αφόρητα τους εργαζόμενους για να αποχωρήσουν.
Καθώς φαίνεται, όμως, ούτε αυτό δεν είναι αρκετό. Με τους διάφορους «θεσμούς» να στέκουν σαν κοράκια ενόσω η διεθνής κατάσταση γίνεται όλο και πιο περίπλοκη, οι ελληνικές τράπεζες καλούνται όχι μόνο να επιβιώσουν, αλλά και να στηρίξουν τα «αναπτυξιακά σχέδια» της κυβέρνησης σ΄αυτό το εξαιρετικά δυσμενές και ασταθές περιβάλλον.
Οι λύσεις στην πραγματικότητα δεν είναι πολλές και συνοψίζονται σε δυο-τρεις άξονες:
-Απαλλαγή από τα κόκκινα δάνεια, με ένταση και επίσπευση των πλειστηριασμών, με παράλληλη πώληση των κομματιών τους που διαχειρίζονται τα δάνεια αυτά σε –ξένα κατά βάση- funds .
-Δραστική περικοπή λειτουργικών εξόδων με κλείσιμο καταστημάτων και κυρίως μείωση με κάθε κόστος του μόνιμου προσωπικού.
-Τεράστιες αυξήσεις στις προμήθειες των τραπεζικών εργασιών και θεσμοθέτηση νέων προμηθειών, ακόμα και σε συναλλαγές υποχρεωτικές για τον κόσμο, όπως για παράδειγμα η υποχρεωτική μισθοδοσία μέσω τραπεζών με χρήση κάρτας.
Βέβαια, η απαίτηση του συστήματος από τις τράπεζες να συνδράμουν χρηματοδοτώντας το «αναπτυξιακό όραμα» θα ανταμειφθεί με μια νέα κρατική ενίσχυση, που για να μην ξεσηκώσει θύελλα στην κοινωνία που χειμάζεται και που ακόμα μια φορά θα πληρώσει στην ουσία τις τράπεζες βαφτίστηκε «Ηρακλής», περιβλήθηκε με περισπούδαστους τραπεζικούς όρους και πλασάρεται σαν σχέδιο «εξυγίανσης χαρτοφυλακίων», με τις ευλογίες όμως αυτή τη φορά της Κομισιόν και των θεσμών!
Η επίπτωση όλης αυτής της επιχείρησης στήριξης, διάσωσης και «αναβάπτισης» των τραπεζών στους εργαζόμενους έχει ήδη γίνει ορατή. Το χορό έσυρε η Τράπεζα Πειραιώς, με την πώληση μιας ολόκληρης μονάδας διαχείρισης δανείων σε σουηδική ιδιωτική εταιρεία, προσπαθώντας να «πουλήσει» ταυτόχρονα και τους 1.500 υπαλλήλους της που απασχολούνταν εκεί, πιέζοντάς τους εν μια νυκτί να αλλάξουν εργοδότη!
Τα αντανακλαστικά του σωματείου ήταν γρήγορα και έδωσαν αποφασιστική μάχη για να αποκρούσουν αυτή την πρωτοφανή εργοδοτική μεθόδευση, καταφέρνοντας έστω μισή νίκη, καθώς πάνω από τους μισούς υπέκυψαν στις πιέσεις και δέχτηκαν να μεταφερθούν στο νέο εργοδότη, με άδηλο προφανώς το εργασιακό τους μέλλον. Το μήνυμα ήταν σαφές: η μεταβίβαση των δανείων σε εταιρείες που δεν είναι τράπεζες σημαίνει ότι κι οι εργαζόμενοι σε αυτές δεν θα είναι τραπεζοϋπάλληλοι. Αποκαλυπτικό για το καθεστώς ζούγκλας που πλέον έχει κυριαρχήσει και στον τραπεζικό χώρο είναι ότι τα παραπάνω διαδραματίζονταν ενώ ήταν φρέσκια η υπογραφή νέας κλαδικής ΣΣΕ, η οποία πολύ διαφημίστηκε από την τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και πανηγυρίστηκε από την ΟΤΟΕ. Χαρακτηριστική είναι η αποστροφή σχετικής ανακοίνωσης του οικείου Συλλόγου εργαζομένων: «Μα καλά, με τη νέα κλαδική σύμβαση δεν θωρακίστηκε θεσμικά η απασχόληση για την επόμενη τριετία;». Η απάντηση είναι μάλλον προφανής.
Το τελευταίο διάστημα ήταν η σειρά της Εθνικής Τράπεζας, που προχώρησε σε απολύσεις ενοικιαζόμενου προσωπικού -τυπική περίπτωση σύγχρονου δουλεμπορίου- καθώς πρόκειται για κομμάτι των εργαζομένων που μπορεί να εργάζονται 10 και 15 χρόνια, αλλά γίνονται αντικείμενο της πιο στυγνής εκμετάλλευσης, με την ηγεσία του Σωματείου Εργαζομένων της Εθνικής να φέρει ακέραια την ευθύνη. Παρά το χρόνιο αίτημά τους, ουδέποτε δέχτηκε να τους εντάξει στο Σωματείο, ώστε να τους καλύψει συνδικαλιστικά με την κλαδική σύμβαση των τραπεζοϋπαλλήλων, αντίθετα μάλιστα, η στάση της υπήρξε στην ουσία ανοιχτά εχθρική και φιλοεργοδοτική: όχι μόνο έκλειναν τα μάτια στο φαινόμενο της ενοικιαζόμενης εργασίας, αλλά αποδέχονταν και τη συνεχή αύξηση του ποσοστού της. Κάπως έτσι οι ενοικιαζόμενοι γίνονται τώρα τα εύκολα θύματα στην προσπάθεια περιστολής του κόστους για την τράπεζα.
Όσον αφορά δε το μόνιμο προσωπικό της, η Εθνική Τράπεζα τρέχει εδώ και πάνω από τρία χρόνια ανοιχτό πρόγραμμα εθελούσιας εξόδου! Καθώς η ηλικιακή βάση όλο και χαμηλώνει και κίνητρα αποχώρησης δεν υπάρχουν πια, έχουν επιστρατευτεί πιο «κλασικές» μέθοδοι. Σ΄ αυτή την ξέφρενη διαδικασία πάση θυσία μείωσης κόστους και προσωπικού, οι πιέσεις, οι απειλές και οι βλαπτικές μεταβολές είναι στην ημερήσια διάταξη. Παράλληλα, στο πλαίσιο συρρίκνωσης του δικτύου –επιταγή των θεσμών κι αυτό- κλείνει το ένα κατάστημα μετά το άλλο, μετακινεί αυθαίρετα υπαλλήλους, αφήνει μετέωρους άλλους που χάνουν την οργανική θέση τους, χάνουν επιδόματα, αναγκάζονται να δουλεύουν χωρίς ωράρια για να καλύψουν τις συνεχείς αποχωρήσεις, ενώ συχνά μετακινούνται σε αναντίστοιχες θέσεις μακριά από το σπίτι τους. Σωματείο και ΟΤΟΕ ασχολούνται με πολιτιστικά, αθλητικά και ημερίδες όπου χαριεντίζονται με τη Διοίκηση…
Το πιο πρόσφατο κρούσμα συνέβη στην Τράπεζα Αττικής, τη μόνη μη «συστημική» τράπεζα, με την απόλυση τριών εργαζομένων, ένας εκ των οποίων μάλιστα αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα υγείας! Εδώ, εν αντιθέσει με τις προηγούμενες περιπτώσεις όπου έγιναν κάποιες κινητοποιήσεις με την εμπλοκή των σωματείων, η υπόθεση έχει μείνει μόνο σε επίπεδο ανακοινώσεων από το Σωματείο και το ΕΚΑ -ενώ εκκωφαντική είναι η σιωπή της ΟΤΟΕ- και έχει πάρει το δρόμο για τα δικαστήρια.
Τα πρώτα αυτά κρούσματα είναι δυστυχώς σκηνές από ταινία προσεχώς, όπου ενδέχεται να δούμε πογκρόμ απολύσεων στις τράπεζες, καθώς παρόμοια μηνύματα έρχονται και από το εξωτερικό, με πρόσφατες ανακοινώσεις για χιλιάδες απολύσεις σε μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες. Με δεδομένη την κατάσταση στο συνδικαλιστικό χώρο των τραπεζών –και όχι μόνο- η προοπτική είναι δυσάρεστη. Παρόλα αυτά, δεν παύουν να υπάρχουν μικρές αλλά ζωντανές δυνάμεις στο χώρο –συμπεριλαμβανομένων και των νέων συνταξιούχων- που εξακολουθούν να παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις, να παρεμβαίνουν όπου χρειάζεται και να δίνουν αγώνες, προσπαθώντας να σπάσουν ή και να αντιστρέψουν το κλίμα που επικρατεί.