01 ΑΠΡΙΛΗ 1998

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ-ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Με δεδομένο ότι οι διεθνείς πολιτικές εξελίξεις καθορίζουν σήμερα αποφασιστικά το σύνολο των εξελίξεων σε κάθε μια χώρα ξεχωριστά. Με δεδομένο ότι οι δείκτες και τα μεγέθη της οικονομικής, της πολιτικής και κοινωνικής κ.λπ. δραστηριότητας κάθε κοινω-νικού συνόλου, κάθε χώρας στην Ευρώπη και στον κόσμο, επηρεάζεται άμεσα από το ζοφερό περιβάλλον της νέας ιμπεριαλιστικής τάξης πραγμάτων, ας κάνουμε μια προσέγγιση του κόσμου και της χώρας μας από μια οικονομικο-πολιτική σκοπιά.

Το βάρος της ήττας του κομμουνιστικού κι επαναστατικού κινήματος στον κόσμο, ο αρνητικός συσχετισμός που διαμορφώθηκε στη συνέχεια για το εργατικό και το ευρύτερα λαϊκό- απελευθερωτικό κίνημα, ολοκληρώθηκε με τον πιο καθαρό τρόπο το 1989 και αυ-τό καθόρισε αποφασιστικά, καθοριστικά τις σημερινές εξελίξεις.

Μια αστική εφημερίδα έγραψε πριν από λίγο καιρό ότι για να πραγματοποιηθεί αυτή η αλλαγή στις χώρες του (αν)ύπαρκτου σοσιαλισμού απαιτήθηκαν 10 χρόνια για την Πο-λωνία, 10 μήνες για την Ουγγαρία, 10 βδομάδες για την Ανατολική Γερμανία, 10 μέρες για την Τσεχοσλοβακία. 10 ώρες για την Ρουμανία και εμείς θα προσθέταμε …10 λεπτά για την Βουλγαρία, όσο δηλαδή διήρκεσε το διάλειμμα του συνεδρίου του ΚΚΒ για να ανακοινωθεί ιδιαιτέρως, στον άλλοτε κραταιό Ζίβκοφ, ότι παύεται.

Γνωρίζουμε όμως πολύ καλά ότι οι αλλαγές, καλύτερα οι στροφές των 180?, είχαν γί-νει σ’ αυτές τις χώρες στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ωστόσο ολοκληρωνόταν απλώς με τον πιο δραματικό τρόπο η αλλαγή (προς το χει-ρότερο) που είχε ήδη συντελεστεί κι άνοιγε τον δρόμο για την ζούγκλα της (αν)ελεύθερης αγοράς, της άγριας, βάρβαρης επίθεσης του κεφαλαίου και της ιστορικής ρεβάνς που μεθοδικά προωθούσε η αστική τάξη σε βάρος των λαών.

Ζούμε, λοιπόν, αυτή την εποχή. Την εποχή του αρνητικού συσχετισμού για τις λαϊκές δυνάμεις, αλλά και της αγιάτρευτης κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο παρά την γενικευμένη επίθεση που έχει εξαπολύσει στους λαούς, αδυνατεί να ξεπερά-σει την δομική κρίση που αντιμετωπίζει.

Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της επίθεσης είναι γνωστά και δεν χρειάζεται να επιμείνουμε. Από μόνο του το καπιταλιστικό σύστημα, με την κυβερνητική και κρατική πολιτική που ακολουθεί αποκαλύπτει το αποκρουστικό του πρόσωπο. Το «κράτος πρόνοιας» ποδοπατείται από τους στυλοβάτες του και μια σειρά κοινωνικά προβλήματα αναδεικνύονται μ’ εκρηκτικό τρόπο. Ανεργία, απολύσεις, υποαπασχόληση με δραστική μείωση μισθών και δικαιωμάτων, όλα αυτά τα αγαθά της καπιταλιστικής «εξυγίανσης κι αναδιάρθρωσης» τα βιώνουμε καθημερινά και τα γνωρίζουμε πολύ καλά.

Συμμετέχει και η χώρα μας ενεργά στον χορό της καπιταλιστικής «εξυγίανσης- εκσυγ-χρονισμού- αναδιάρθρωσης». Από την μεταπολίτευση και μετά κι αφότου εντάχθηκε ως πλήρες μέλος στην ΕΟΚ προσπαθεί να συγχρονίσει τον βηματισμό της με τις άλλες ευ-ρωπαϊκές χώρες κι όλο τελευταία μένει. Μόνο σε κάτι αρνητικούς δείκτες πρωτεύει συ-νήθως. Ωστόσο, η λιτότητα σ΄ όλα αυτά τα χρόνια της μεταπολίτευσης καλά κρατεί, η ε-πίθεση ολοένα εντείνεται γνωρίζοντας νέες μεθόδους και ημέρες «δόξας» πρωτοφανούς αγριότητας, ενώ οι ντιρεκτίβες της ΕΕ (συνθήκη του Μάαστριχ) καθώς και οι συμφωνίες που προηγήθηκαν κι ακολούθησαν αυτήν, σφίγγουν στην μέγγενή τους την χώρα, την οικονομία της, τον εργαζόμενο λαό.

Σήμερα με τις νέες ταραχές κι αναταραχές στα Βαλκάνια και στην ευρύτερη περιοχή επιδιώκεται από πλευράς άρχουσας τάξης, σε πλήρη ευθυγράμμιση με τα ιμπεριαλι-στικά συμφέροντα της Δύσης, να αναβαθμισθεί ο ρόλος της Ελλάδας με δεδομένο ότι δεν υπάρχει άλλη χώρα των Βαλκανίων που να είναι μέλος της ΕΕ κι αν εξαιρέσεις την Τουρκία, ούτε μέλος του ΝΑΤΟ. Αυτή η «πλεονεκτική» (τρομάρα τους!) θέση της Ελλάδας επικαλείται από πλευράς άρχουσας τάξης, για να αναλάβει, κυρίως για λο-γαριασμό των δυτικών ιμπεριαλιστών, ένα πιο ενεργό, δραστήριο, αποτελεσματικό, επωφελή και κερδοφόρο (απ’ όλες τις απόψεις) ρόλο. Για την μερίδα βέβαια της μεγαλοαστικής τάξης που έχει συνδέσει- διαπλέξει τις τύχες της με τα δυτικοευρωπαϊκά συμφέροντα κάτι τέτοιο να είναι επωφελές και κερδοφόρο. Δεν είναι όμως έτσι για τον εργαζόμενο λαό και για τη χώρα μας.

Τα βήματα που έγιναν προς αυτήν την κατεύθυνση στην βαλκανική ενδοχώρα, καθώς και στην παρευξείνια περιοχή, την ευρύτερη ανατολικοευρωπαϊκή περιοχή και την Μέση Ανατολή έδωσαν το δικαίωμα σε ορισμένες πλευρές (όχι μόνο κατ’ ανάγκη εθνικιστικές, αλλά ενίοτε και ριζικά αντίθετες δυνάμεις) να μιλούν για «ιμπεριαλιστική» Ελλάδα, συμ-βάλλοντας αποκλειστικά και μοναδικά στην ανάπτυξη της ήδη υπάρχουσας σύγχυσης κι αποπροσανατολισμού, που επικρατεί στο κίνημα, ως προς αυτό το ζήτημα.
Είναι η Ελλάδα ιμπεριαλιστική χώρα;
Είναι η Ελλάδα ιμπεριαλιστική χώρα; Να ένα ερώτημα που τίθεται ξανά και που συνο-δεύεται πολλές φορές από αναλύσεις, από στατιστικά στοιχεία κι οικονομικούς δείκτες προκειμένου ν’ αποδειχθεί ο παραπάνω ισχυρισμός.

Δεν ήταν λίγες φορές που στα παραπάνω συνηγόρησαν δηλώσεις κυβερνητικών πα-ραγόντων και μη, όπως και στάσεις της ίδιας της ελληνικής κυβέρνησης, οι οποίες κατέ-τειναν ν’ αποδείξουν «του λόγου το αληθές» του παραπάνω ισχυρισμού. Μάλιστα, μερι-κοί φτάνουν και στο σημείο να μιλούν και για τον «περιούσιο» ελληνικό λαό, ευλογώντας τις όποιες εξορμήσεις, προς τα έξω, της άρχουσας τάξης του τόπου μας. Και είναι αλήθε-ια ότι τέτοιες σειρήνες ηχήσανε στην χώρα μας, ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση του ανα-τολικού μπλοκ και την διάλυση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, των δραματικών εξελίξεων στην Αλβανία κι έπεται συνέχεια.
Το αν η Ελλάδα ωστόσο είναι ή δεν είναι ιμπεριαλιστική χώρα δεν είναι απλό ζητημα-τάκι, αλλά μια σοβαρή πολιτική θέση καίριας σημασίας, η οποία για ν’ αποδειχθεί έχει ανάγκη από πολλά ιστορικά, οικονομικά, πολιτικά, στρατιωτικά, κοινωνικά και πολιτισμι-κά στοιχεία κι αποδεικνυόμενη ως τέτοια θα πρέπει να συναχθούν τα αναγκαία συμπε-ράσματα και να διαμορφωθούν, σε αντιστοίχηση μ’ αυτό, οι πολιτικές θέσεις, η στρατηγι-κή και η τακτική του κινήματος.
Μερικά στοιχεία για τον ιμπεριαλισμό
Ας πάρουμε ως τον πλέον σαφή, ολοκληρωμένο και τεκμηριωμένο ορισμό του ιμπερι-αλισμού τον ορισμό, που έδωσε ο Λένιν: «Ο ιμπεριαλισμός αποτελεί το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού». Μάλιστα στην γνωστή μπροσούρα περί ιμπεριαλισμού αναφέρει την παρακάτω χαρακτηριστική συνόψιση, διευκρινίζοντας ότι: «… Οι πολύ σύντομοι όμως ορισμοί, αν και είναι βολικοί, γιατί συνοψίζουν το κυριότερο, είναι ωστόσο ανεπαρκείς, όταν πρόκειται να συναγάγουμε απ’ αυτούς ειδικά τα πιο ουσιαστικά γνωρίσματα του φαινομένου που έχουμε να καθορίσουμε. Γι αυτό, χωρίς να ξεχνάμε τη συμβατική και σχετική σημασία που όλων των ορισμών γενικά, που ποτέ δεν μπορούν ν’ αγκαλιάσουν τις ολόπλευρες σχέσεις του φαινομένου στην πλέρια ανάπτυξη του, πρέπει να δώσουμε ένα τέτοιο ορισμό του ιμπεριαλισμού, που θα περιέκλεινε τα παρακάτω πέντε βασικά του γνωρίσματα: 1) συγκέντρωση της παραγωγής και του κεφαλαίου, που έχει φτάσει σε τέτοια υψηλή βαθμίδα ανάπτυξης, ώστε να δημιουργεί μονοπώλια που παίζουν αποφα-σιστικό ρόλο στην οικονομική ζωή. 2) συγχώνευση του τραπεζιτικού κεφαλαίου με το βι-ομηχανικό και δημιουργία μιας χρηματιστικής ολιγαρχίας πάνω στη βάση αυτού του «χρηματιστικού κεφαλαίου». 3) εξαιρετικά σπουδαία σημασία αποκτά η εξαγωγή κεφα-λαίου, σε διάκριση από την εξαγωγή εμπορευμάτων. 4) συγκροτούνται διεθνείς μονοπω-λιακές ενώσεις των κεφαλαιοκρατών, που μοιράζουν τον κόσμο. και 5) τέλειωσε το εδα-φικό μοίρασμα της γης ανάμεσα στις μεγαλύτερες κεφαλαιοκρατικές δυνάμεις. Ο ιμπερι-αλισμός είναι ο καπιταλισμός στο στάδιο εκείνο της ανάπτυξης, στο οποίο έχει διαμορ-φωθεί η κυριαρχία των μονοπωλίων και του χρηματιστικού κεφαλαίου, έχει αποκτήσει εξαιρετική σημασία η εξαγωγή κεφαλαίου, έχει αρχίσει το μοίρασμα του κόσμου από τα διεθνή τραστ και έχει τελειώσει το μοίρασμα όλων των εδαφών της γης από τις μεγαλύ-τερες κεφαλαιοκρατικές χώρες».

Έλεγε λοιπόν ο Λένιν για τον ιμπεριαλισμό ότι είναι η εποχή όπου τα μονοπώλια αντι-καθιστούν τον ελεύθερο συναγωνισμό, είναι η εποχή όπου η συγκέντρωση της παραγω-γής και η συγκεντρωποίηση του κεφαλαίου φθάνει σε πολύ υψηλά επίπεδα, σε σύγκριση -πάντα- με τα προϋπάρχοντα δεδομένα κ.λπ. κ.λπ. Την εποχή αυτήν της εμφάνισης του ιμπεριαλισμού άλλοι οικονομολόγοι την ορίζουν περί το 1880, άλλοι λίγο νωρίτερα κι άλ-λοι στα τέλη του προηγούμενου αιώνα.

Δεν έχει βέβαια και τόση σημασία η ακριβής εμφάνιση του φαινομένου αυτού και ποι-κίλλει η χρονολογία στους διάφορους οικονομολόγους είτε γιατί διαφέρουν -για τον κα-θένα- τα στοιχεία που συνθέτουν το φαινόμενο αυτό, είτε γιατί ο καθένας θέλει να εξυπη-ρετήσει διάφορες ομολογημένες ή ανομολόγητες σκοπιμότητες.

Από μια άποψη, ιστορική, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι ιμπεριαλισμός (imperium romano) ήταν και η ρωμαϊκή αυτοκρατορία, ιμπεριαλιστής ήταν κι ο Μεγαλέξανδρος και πάει λέγοντας. Όμως μιλήσαμε για τον ιμπεριαλισμό ως «ανώτατο στάδιο του καπιταλισ-μού» κι εδώ πρέπει να σταθούμε, γιατί το ενδιαφέρον μας δεν είναι ετυμολογικό, μήτε τόσο χρονικό-ιστορικό, όσο προσδιοριστικό.

Η εμφάνιση, λοιπόν, των μονοπωλίων (στα οποία σημειωτέον αναφέρεται κι ο Μαρξ, ακριβώς γιατί ο ιμπεριαλισμός δηλαδή τα στοιχεία που τον συνθέτουν προϋπήρχαν στην προηγούμενη εποχή) συμπίπτει με την εποχή που η χώρα μας ούτε υπήρχε καλά-καλά. Και είναι γνωστός ο ρόλος των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης για την υπόσταση του ελληνικού κράτους και το πως αυτό υποθηκεύτηκε από τη γέννηση του. Όμως εδώ δεν μας ενδιαφέρουν τόσο τα ιστορικο-πολιτικά στοιχεία, όσο τα οικονομικά δεδομένα. Και τα οικονομικά δεδομένα είναι συγκεκριμένα, για την χώρα μας και για τις άλλες μεγάλες κι αναπτυγμένες (καπιταλιστικά) χώρες της Ευρώπης και των ΕΠΑ στα τέλη του προηγούμενου αιώνα και στις αρχές του δικού μας αιώνα.

Αν πάρουμε τις ΕΠΑ οι οποίες μπαίνουν ορμητικά στο παιχνίδι της παγκόσμιας ιμπε-ριαλιστικής λείας στις αρχές του αιώνα μας (και βγαίνουν πανίσχυρες και πρώτες σε δύ-ναμη και με διαφορά από τις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στα μισά και ιδιαίτερα στα τέλη του αιώνα, για να επιβεβαιώσουν το ιστορικό προτσές της ακμής και της παρακμής όλων των αυτοκρατοριών, μηδεμιάς εξαιρουμένης μέχρι…) κι αποτελούσε την ανερχόμε-νη ιμπεριαλιστική δύναμη τότε θα διαπιστώσουμε ότι:
Το 1901 υπήρχε μόνο μία εταιρία της τάξης του ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων, ενώ το 1939 έγιναν 31, το 1960 πέρασαν στις 96 και στα 1970 φθάσανε στις 282. Σήμερα τα μεγαλύτερα μονοπώλια και τα περισσότερα είναι αμερικανικά.
Πάντα στις ΕΠΑ εταιρίες που ξεπέρασαν τα 10 δισεκατομμύρια δολάρια ήταν το 1960 μόνο 6, το 1965 έγιναν 9 και το 1970 πέρασαν στις 15. Να σημειωθεί ότι σ’ αυτές δεν συμπεριλαμβανόταν τότε η εταιρία FORD, η οποία διέθετε 9,9 δισεκατομμύρια δολάρια κι όχι 10 δισ. Από το 1970 μέχρι σήμερα το τι έγινε η FORD, που κατέκλυσε όλο τον κόσμο μη εξαιρουμένης της Ευρώπης (Αγγλία, Γερμανία κ.ά.) και πόσο γιγαντώθηκαν άλλες εταιρίες στις ΕΠΑ, στην Ευρώπη και την Ιαπωνία είναι εύκολο να το φανταστούμε και να το διαπιστώσουμε από την σύγκριση του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) χωρών σαν την Ελλάδα, που είναι μικρότερο από τον τζίρο αυτών των εταιριών.
Αντίστοιχο προτσές ακολουθήθηκε και στις ιμπεριαλιστικές χώρες της Δυτικής Ευρώ-πης, προτσές που εντάθηκε μετά τις αρχές του 1970 αφότου ξεσπάει η κρίση η οποία οδηγεί τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις στο ραγδαίο κλείσιμο και τα μονοπώλια στην ραγ-δαία ισχυροποίηση. Σήμερα, για παράδειγμα, τα 500 μεγαλύτερα μονοπώλια στον κόσμο καθορίζουν τις τιμές, την εκμετάλλευση και τον έλεγχο των πρώτων υλών. Κι απ’ αυτά τα 50 μεγαλύτερα είχαν το 1985 πωλήσεις 1 τρις 335 δισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή πολύ μεγαλύτερο ποσό απ’ ότι το ΑΕΠ αρκετών χωρών παρμένο μαζί.
Η μονοπώληση δεν περιορίζεται μόνο στις πρώτες ύλες, αλλά σ’ όλη την παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα.
Ο αριθμός των μονοπωλίων το 1970 ήταν 19000 και το 1993 ανέβηκε στις 37000. Απ’ αυτά τα μονοπώλια τα 26000 δηλαδή το 70% προέρχονται από 14 καπιταλιστικά αναπ-τυγμένες χώρες. Οι συνολικές πωλήσεις τους ανέρχονται σε 4,8 τρισ. δολάρια δηλαδή μεγαλύτερο ποσό κι απ’ αυτό του διεθνούς εμπορίου. Αυτά τα μονοπώλια απασχολού-σαν το 1975 40 εκατομμύρια άτομα και το 1992 73 εκατομμύρια. Οι θυγατρικές αυτών των μονοπωλίων σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης κι ανέρχονται στις 200000.

Με την ισχυροποίηση του μονοπωλίου και τον έλεγχο των πρώτων υλών, της τεχνογ-νωσίας, των μέσων παραγωγής, της παραγωγικής διαδικασίας και της διάθεσης-εμπορίας των προϊόντων τους άρχισε, παράλληλα με το παραπάνω προτσές της ονομα-ζόμενης (καθετοποίησης), και η «οριζόντια» επέκταση του μονοπωλίου σε δραστηριότη-τες συναφείς και μη, με την αρχική δραστηριότητα της εταιρίας. Έτσι έχουμε τους ομίλο-υς εταιρειών, τις συγχωνεύσεις, τις υπερεθνικές ενώσεις. κι αλλιώς πολυεθνικές εταιρίες, πολυκλαδικά μονοπώλια ή καλύτερα παγκόσμια-διεθνική δραστηριότητα του κεφαλαίου θα λέγαμε εμείς. Έχουμε κοντολογίς τη σημερινή «διεθνοποίηση», αυτήν την ενιαία – παγκόσμια αγορά, για την οποία μίλησε ακόμη κι ο Λένιν στις αρχές του αιώνα. Όμως παλιά βρίσκονταν σε μια κατώτερη βαθμίδα ανάπτυξης και με καθορισμένους διεθνείς συσχετισμούς και σχέσεις, ενώ σήμερα βρίσκεται σε μια ανώτερη βαθμίδα και με τροπο-ποιημένους και ρευστούς διεθνείς όρους, συσχετισμούς και σχέσεις.

Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (Β’ ΠΠ) το φαινόμενο της διεθνοποίησης των μονοπω-λίων ενισχύθηκε παραπέρα και πολλοί αστοί οικονομολόγοι μιλούσαν για τις δραστηριό-τητες αυτών των «πολυεθνικών» ή «υπερεθνικών» εταιριών όπως τις αποκαλούσαν.

Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία το 1970 υπολόγιζαν ότι υπήρχαν 200 με 300 διεθνή – γιγάντια μονοπώλια. Και ίσως η Τριλατεράλ αυτή η «διεθνής του χρηματιστικού κεφαλαί-ου» που αποτελείτο από 300 περίπου αντιπροσώπους, να ήταν η αντιστοίχηση των διε-θνών μονοπωλίων. Σήμερα, παράλληλα με τους διεθνείς οργανισμούς (GATT- ΔΝΤ- ΟΟΣΑ- Διεθνής Τράπεζα κ.ά.) που ελέγχονται από τα ισχυρά ιμπεριαλιστικά κράτη, συ-νυπάρχουν κι άλλοι σχηματισμοί όπως G7 και φυσικά οι οικονομικοπολιτικές ενώσεις τύπου ΕΕ – NAFTA, APEC κ.ά.

Το 1968 πάντα, λίγο πριν το ξέσπασμα της παρατεταμένης μέχρι τα σήμερα κρίσης του συστήματος, μέσα στις 100 μεγαλύτερες διεθνείς μονοπωλιακές εταιρίες οι 67 ήταν αμερικάνικες, 25 της Δυτικής Ευρώπης, 7 ιαπωνικές και 1 αυστραλιανή. Οι υπολογισμοί που έγιναν πριν 30 χρόνια ότι ορισμένοι κλάδοι όπως η βιομηχανία ελαστικών, πετρε-λαίου, φαρμακοβιομηχανία, αυτοκινήτων κ.λπ. ελέγχονται από τα διεθνή μονοπώλια κι ότι στα τέλη του αιώνα θα ελέγχεται από τις 200-300 διεθνείς μονοπωλιακές εταιρίες το 50% της παγκόσμιας παραγωγής επαληθεύεται για να επιβεβαιώσει τον νόμο της συγ-κέντρωσης και συγκεντρωποίησης της παραγωγής και του κεφαλαίου. Νόμος, που χα-ρακτηρίζει τον καπιταλισμό και που οδηγεί την κοινωνία σε μια νέα βαρβαρότητα. Νόμος που οξύνει στο έπακρο την ανισόμετρη ανάπτυξη και δημιουργεί κοινωνικές αντιθέσεις. Νόμος που δημιουργεί τις υλικές προϋποθέσεις για την ανατροπή του ίδιου του καπιτα-λιστικού – ιμπεριαλιστικού συστήματος από τις στρατιές των ανέργων, εξαθλιωμένων, πεινασμένων, οργισμένων της γης.

Η ΕΞΑΓΩΓΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΙΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Χαρακτηριστικό γνώρισμα επίσης του ιμπεριαλισμού είναι η εξαγωγή κεφαλαίων. Και μόνο απ’ αυτό το στοιχείο θα μπορούσαμε πολύ εύκολα να συμπεράνουμε ότι η χώρα μας όχι μόνο δεν χαρακτηρίζεται σαν τέτοια, αλλά ότι έχει υποστεί μια πραγματική ΕΙΣΒΟΛΗ από ξένα κεφάλαια, ιδίως δυτικοευρωπαϊκά κι αμερικάνικα. Ο προμονοπωλι-ακός καπιταλισμός χαρακτηρίζονταν από την εξαγωγή εμπορευμάτων και την εισαγωγή αποικιακών προϊόντων (τα γνωστά «αποικιακά»). Με το μονοπώλιο και την ίδρυση των μεγάλων μονοπωλιακών ενώσεων περνάμε στην περίοδο του ιμπεριαλισμού όπου το κεφάλαιο εξάγεται, όχι μόνο σαν εμπόρευμα (αναζητώντας την πραγμάτωση της υπερα-ξίας) αλλά κι ως παραγωγικός συντελεστής (σταθερό κεφάλαιο – μηχανές – τεχνογνωσία).

Σήμερα το κεφάλαιο εξάγεται από τις μητροπόλεις, αλλά και τις χώρες δορυφόρους, προς διάφορες κατευθύνσεις είτε, με την μορφή εμπορεύματος (εμπορικό κεφάλαιο), κε-φαλαιουχικών αγαθών (εργοστάσια) ή δανείων (πιστωτικό κεφάλαιο).

Είναι όμως ενδεικτικός ο παρακάτω πίνακας που φθάνει μέχρι το 1970 και δείχνει α-νάγλυφα πως άλλαξαν οι όροι και οι σχέσεις των ιμπεριαλιστικών χωρών σχετικά με την εξαγωγή κεφαλαίων, πράγμα που εντάθηκε τα κατοπινά χρόνια προς την ίδια κατεύθυν-ση.

ΕΞΑΓΩΓΗ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΧΩΡΩΝ
(μονάδα: 100 εκατομμύρια δολάρια)
Χρονιά 1914 1938 1961 1968 1970
Σύνολο 440 – 480 528 1400 2400 – 2600 3000 – 3200
ΕΠΑ 35 115 750 1358 1555
Αγγλία 145 – 193 210 210 – 255 450 500
Γαλλία 116 60 110 – 120 200 235
Γερμανία 85 20 31 130 240
Ιαπωνία 3 12 5 20 67
Άλλες 55 111 294 – 296 242 – 442 403 – 603

Εξαγωγή κεφαλαίων σημαίνει αμύθητα κέρδη για τις μονοπωλιακές επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται με βαναυσότητα τον ορυκτό πλούτο κάθε χώρας, που πέφτει στη μέγγενη τους, εκμεταλλεύονται με στυγνότητα τους εργαζόμενους της χώρας αυτής, τις υπαγορεύουν την πολιτική που πρέπει ν’ ακολουθήσει και την εντάσσουν στην σφαίρα της ιμπεριαλιστικής τους κυριαρχίας.

Οι χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής αποτέλεσαν το πεδίο του έντονου ανταγωνισμού ιμπεριαλιστικής διείσδυσης και κυριαρχίας. Οι χώρες αυτές πλο-ύσιες σε πρώτες ύλες δέχθηκαν την πιο άγρια επίθεση όχι μόνο την εποχή της αποικιο-κρατίας, αλλά και μετά τον Β’ Π.Π., αφότου άρχισαν (ιδίως οι χώρες της Αφρικής) ν’ α-ποκτούν την τυπική τους ανεξαρτησία και να παύουν να είναι οι γνωστές αποικίες των ιμπεριαλιστικών χωρών. Δέχθηκαν λοιπόν την αρπακτική μανία του ιμπεριαλισμού, μ’ ένα νέο καθεστώς, αυτό της νεοαποικιοκρατίας. Με την νεοαποικιοκρατία η εκμετάλλευ-ση των φυσικών πόρων και των εργαζομένων στις χώρες αυτές προσλαμβάνει ένα χα-ρακτήρα εντατικό κι εκτατικό, ένα χαρακτήρα πραγματικής καταστροφής της οποίας τις συνέπειες τις πληρώνουν σήμερα οι λαοί αυτοί με την πείνα, την δίψα, τις αρρώστιες, την εξαθλίωση, την μεγάλη θνησιμότητα, τους πολέμους, την προσφυγιά, τα μύρια όσα δεινά που τους οδηγούν στον αφανισμό.

Αυτές οι χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Λ. Αμερικής αντί να ευημερούν από τα πλούσια κοιτάσματα πρώτων -πολύτιμων- υλών που διαθέτουν, βρίσκονται βουτηγμένες στην χρεοκοπία, στην μιζέρια και στην ανέχεια. Το πετρέλαιο, το καουτσούκ, ο βωξίτης, τα μεταλλεύματα μαγγανίου, ο κασσίτερος, ο χαλκός και τόσα άλλα από ευλογία της φύ-σης μετατρέπονται σε δυστυχία των λαών, που υφίστανται τα πάνδεινα. Ακόμα και τα αποθέματα ουρανίου, τιτανίου ή και του χρυσού, διαμαντιών και τόσων άλλων πολύτι-μων λίθων που διαθέτουν αντί να περισώσουν κάπως την κατάσταση τους, την περιπλέ-κουν περισσότερο μιας και το ενδιαφέρον των ιμπεριαλιστών συνεχίζει να παραμένει αμείωτο και ο ανταγωνισμός στο ποιος θ’ ανακηρυχθεί επικυρίαρχος ανάβει, με ολέθριες συνέπειες για ολόκληρες, όχι μόνο χώρες, αλλά και ηπείρους.

Σήμερα, σ’ όλες αυτές τις χώρες της «ζώνης των θυελλών» όπως έλεγε ο Μάο, πέρα απ’ όλα τα’ άλλα, έχει επιβληθεί μέσω των μηχανισμών που διαθέτουν οι ιμπερια-λιστικές δυνάμεις (Διεθνής Τράπεζα- ΔΝΤ κ.ά.) ένα δυσβάστακτο χρέος το οποίο χρόνο με το χρόνο γίνεται ασύλληπτο ακόμη και… λογιστικά. Πρόκειται για μια στην κυριολεξία θηλιά την οποία -σε συνδυασμό και με τα τόσα άλλα νήματα ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ- σφίγγουν ή ανοίγουν οι ιμπεριαλιστές κατά πως τους συμφέρει, κατά πως μπορούν να εδραιώνουν, να επεκτείνουν, να αναδιανέμουν τις σφαίρες επιρροής και τον κόσμο ολάκερο.
Μ’ αυτή τη θηλιά στο λαιμό οι περισσότερες χώρες του κόσμου και οι λαοί τους είναι καταδικασμένοι να υφίστανται την ληστρική επιδρομή των ιμπεριαλιστικών χωρών και να γίνονται ολοένα και περισσότερο εξαρτήματά τους. Δεν είναι τυχαίο ότι σ’ αυτές τις χώρες συνήθως το εμπόριο όπλων ανθεί, όπως ανθεί κι αναπτύσσεται η… βιομηχανία των ναρκωτικών ουσιών, πάντα ελεγχόμενη από τους ισχυρούς της γης και κυρίως από τους αμερικάνους. Άνισες λοιπόν σχέσεις κι άνισες συναλλαγές, εμπόριο όπλων και ναρκωτικών, δυσβάστακτο χρέος και καταρρεύσεις-πτωχεύσεις χωρών, πάνε χέρι-χέρι με την αρπαγή του πλούτου, ορυκτού και μη, αυτών των χωρών και συνοδεύονται από την πλέον άγρια – βάρβαρη εκμετάλλευση των λαών. Σπέρνονται δηλαδή σ’ αυτές τις περιοχές οι ιμπεριαλιστικοί άνεμοι και το βέβαιο είναι ότι δεν θ’ αργήσουν να θερίσουν θύελλες και να ξαναγίνει αυτή η εκτεταμένη ζώνη της γης «ζώνη των θυελλών».

Αλλά ας επανέλθουμε στη σημασία του ελέγχου των πρώτων υλών και στο πως ο α-μερικανικός ιμπεριαλισμός επεδίωξε από τις αρχές του αιώνα μας αλλά κυρίως μετά το Β’ ΠΠ να κυριαρχήσει στον τομέα αυτόν για να μπορέσει ν’ ανακηρυχθεί ο «ηγεμόνας» του πλανήτη γη κι ο επικεφαλής του (πρόεδρος των ΕΠΑ) να ονομαστεί «πλανητάρχης» στα τέλη του αιώνα.

Ως κύριοι ανταγωνιστές (στο δεύτερο μισό του αιώνα μας) των ΕΠΑ αναδείχθηκαν και παραμένουν η ΕΣΣΔ με τον (αν)ύπαρκτο σοσιαλισμό και το αντίστοιχο μπλοκ της μέχρι το ’89 και σήμερα επίσης ως Ρωσία, καθώς η Ευρώπη (ΕΟΚ και σήμερα ΕΕ) και η Ια-πωνία. Ένας εν δυνάμει σοβαρός ανταγωνιστής των ΕΠΑ, αλλά και του κάθε ιμπεριαλιστή είναι και η ιμπεριαλιστικά εκδηλούμενη Κίνα.

Σήμερα, ο κάθε ανταγωνιστής των ΕΠΑ διαθέτει πλεονεκτήματα, σε σχέση μ’ αυτές, δεν τα διαθέτει όμως συνολικά κι αυτό είναι το σημείο που στερεί στον καθένα ή στην ομάδα ορισμένων απ’ αυτούς π.χ. ΕΕ ν’ αναγορευτούν αυτοί κυρίαρχοι του κόσμου. Αν η ΕΕ διαθέτει σήμερα αρκετά πλεονεκτήματα σε σχέση με τις ΕΠΑ στον οικονομικό τομέα, δεν διαθέτει όμως στο στρατηγικό-στρατιωτικό, κατά προέκταση πολιτικό-διπλωματικό, όπως δεν διαθέτει και στο ζήτημα της τεχνολογίας αιχμής, για να μη μιλήσουμε για τον -καίριας σημασία- έλεγχο των πρώτων υλών.

Εξάλλου και τα οικονομικά μεγέθη στα οποία πλεονεκτούν οι Ευρωπαίοι δεν είναι με-γάλων αποστάσεων από τις ΕΠΑ και με δεδομένο επίσης ότι η χώρα αυτή επένδυσε «ο-υκ ολίγα» κεφάλαια μεταπολεμικά κι ελέγχει «ουκ ολίγες» μονοπωλιακές εταιρίες στην Ευρώπη.

Παρόμοια και η Ρωσία, η οποία όμως βρέθηκε σε πλεονεκτικότερη θέση από την Ευ-ρώπη λόγω πρώτων υλών που η ίδια διέθετε, αλλά κι έβαλε στο χέρι άλλες, μεταπολεμι-κά, ιδιαίτερα στην δεκαετία ’50 – ’60, σε αρκετές περιοχές της γης. Διέθετε αφ’ εαυτού της μια τεράστια αγορά που μεγάλωνε ακόμη περισσότερο με το ανατολικό μπλοκ και με όλες εκείνες τις χώρες της Ασίας και της Αφρικής, ακόμα και της Λ. Αμερικής, που έμπαι-ναν στη σφαίρα επιρροής της ή διατηρούσαν στενές οικονομικές-εμπορικές σχέσεις. Α-κόμα και στο στρατηγικό-στρατιωτικό τομέα είναι η μόνη που μπορεί ν’ ανταγωνιστεί τις ΕΠΑ, αν και τα τελευταία χρόνια με την αποσυγκρότησή της έχασε αρκετή δύναμη κι αυ-τή είναι η μόνιμη κι επίμονη επιδίωξη των ΕΠΑ, για να μπορεί να αισθανθεί κυρίαρχη του κόσμου, όταν δεν θα υπάρχει δύναμη στον πλανήτη που να είναι σε θέση να την πλήξει ακόμα και με τους πυραύλους της (ατομικούς και μη) στο ίδιο της το σπίτι.

Η αποδυνάμωση της Ρωσίας δεν περιορίζεται μόνο στον στρατηγικό-στρατιωτικό το-μέα, αλλά επεκτείνεται και στον τομέα ελέγχου των πρώτων υλών (πετρέλαιο κ.ά.) της ίδιας της Ρωσίας και των γύρω ανεξάρτητων (πρώην σοβιετικών δημοκρατιών) χωρών. Η παράταση αυτής της κατάστασης πραγμάτων ισχυροποιεί τους δυτικούς ιμπεριαλισ-τές, ειδικά τους αμερικανούς, κι αποδυναμώνει παραπέρα την ίδια την Ρωσία και τις δυ-νατότητες ανάκαμψης της στο άμεσο μέλλον.

Ακόμα κι αν αρχίσει ν’ ανακάμπτει η Ρωσία οικονομικά, η ζημιά που θα έχει προκληθεί στους τομείς στρατιωτικο-στρατηγικής κι ελέγχου πρώτων υλών θα λειτουργούν σαν τροχοπέδη και για την ίδια την οικονομία, ενώ η μεγάλη κι αχανής αγορά της ως Ρωσία κι ως ανατολικό μπλοκ έχει απολεσθεί κι έχει γίνει πολύ μικρή, έτσι όπως είναι πολύ «στενή και μικρή» η παγκόσμια αγορά, για τους ιμπεριαλιστές, πράγμα που τους οδηγεί συνεχώς στον ανταγωνισμό, στην αναδιανομή, στους πολέμους. Έγραφε ο Λένιν στον «Ιμπεριαλισμό»: «Οι μονοπωλιακές ενώσεις των κεφαλαιοκρατών, τα καρτέλ, τα συνδι-κάτα, τα τραστ, μοιράζουν μεταξύ τους πριν απ’ όλα την εσωτερική αγορά, κατακτώντας περισσότερο ή λιγότερο ολοκληρωμένα την παραγωγή της δοσμένης χώρας. Στις συν-θήκες όμως του καπιταλισμού η εσωτερική αγορά συνδέεται αναπόφευκτα με την εξωτε-ρική. Ο καπιταλισμός από καιρό έχει δημιουργήσει την παγκόσμια αγορά. Και στο μέτρο που αναπτυσσόταν η εξαγωγή κεφαλαίου κι απλώνονταν με κάθε τρόπο οι εξωτερικές και οι αποικιακές σχέσεις και οι «σφαίρες επιρροής» των πιο μεγάλων μονοπωλιακών ενώσεων, τα πράγματα τραβούσαν «φυσιολογικά» προς την παγκόσμια συνεννόηση α-νάμεσά τους για τη δημιουργία διεθνών καρτέλ». Και συνέχιζε: «Οι κεφαλαιοκράτες μοι-ράζουν τον κόσμο όχι από κάποια ιδιαίτερη κακία τους, μα γιατί ο βαθμός συγκέντρωσης που έφτασαν τους αναγκάζει να πάρουν αυτόν τον δρόμο για να βγάζουν κέρδος. Συγ-κεκριμένα τον μοιράζουν «ανάλογα με τα κεφάλαια τους», «ανάλογα με τη δύναμη τους» -άλλος τρόπος μοιράσματος δεν μπορεί να υπάρχει μέσα στο σύστημα της εμπορευματι-κής παραγωγής και του καπιταλισμού. Η δύναμη όμως αλλάζει ανάλογα με την οικονομι-κή και πολιτική ανάπτυξη. Για να καταλάβουμε αυτό που γίνεται πρέπει να ξέρουμε ποια προβλήματα λύνονται με τις αλλαγές στο συσχετισμό των δυνάμεων, ενώ το ζήτημα, αν αυτές οι αλλαγές είναι «καθαρά» οικονομικές ή εξωοικονομικές (λ.χ. πολεμικές), είναι καθαρά δευτερεύον ζήτημα και δεν μπορεί ν’ αλλάξει καθόλου τις βασικές απόψεις για την νεότατη εποχή του καπιταλισμού. Όταν υποκαθιστά κανείς το ζήτημα του περιεχομέ-νου της πάλης και των συμφωνιών ανάμεσα στις ενώσεις των κεφαλαιοκρατών με το ζή-τημα της μορφής της πάλης και των συμφωνιών (σήμερα ειρηνική, αύριο όχι ειρηνική, μεθαύριο πάλι όχι ειρηνική) σημαίνει ότι ξεπέφτει στο ρόλο του σοφιστή».

Για τη σημασία ελέγχου των πρώτων υλών είπαμε κάποια πράγματα κι αυτό φάνηκε από την κρίση του ’74, τον πόλεμο του Κόλπου και του τι διαδραματίζεται σήμερα και παλιά στο χώρο της Μ. Ανατολής και της Καυκασίας.

Ας πάρουμε όμως ένα παράδειγμα, την Ιαπωνία, αυτό το «οικονομικό θαύμα» της με-ταπολεμικής περιόδου, για να δούμε την σημασία των πρώτων υλών, της ενέργειας και του πετρελαίου.
Ο Β’ ΠΠ ανέδειξε τις ΕΠΑ οικονομικά ισχυρές, γατί στην διάρκεια του, όχι μόνο δεν πλήγηκαν απ’ αυτόν (διεξαγόταν μακριά από τα εδάφη τους) αλλά ισχυροποιήθηκαν α-κόμη περισσότερο φθάνοντας σ’ απίστευτα ύψη απασχόλησης και παραγωγής αγαθών.
Στις αρχές, όμως της δεκαετίας του ’50 η κατάσταση άρχισε να μεταβάλλεται κι άρχισε να εξασθενίζουν οι ΕΠΑ και η Αγγλία, ενώ η Γερμανία και η Ιαπωνία όπως κι η Ιταλία κι η Γαλλία ν’ ανέρχονται.
Ο μέσος χρονιάτικος ρυθμός βιομηχανικής ανάπτυξης της Ιαπωνίας ήταν 14,1%, της Ιταλίας 8%, της Γερμανίας (Δυτική τότε) 7,5%, της Γαλλίας 5,9%, ενώ των ΕΠΑ ήταν 4,1% και της Αγγλίας 3%.
Αυτός ο ρυθμός ανάπτυξης είναι ενδεικτικός για το πως άρχισαν να διαμορφώνονται τα πράγματα στην δεκαετία του ’50, αλλά και στην δεκαετία του ’60 (με τις γνωστές δια-κυμάνσεις) για να φθάσουμε στα χρόνια του ’70, όπου αρχίζει από το ’73 – ’74 η γνωστή πολύπλευρη και παρατεταμένη κρίση του καπιταλιστικού συστήματος. (Θαύμα είναι και η Γερμανία λοιπόν ή και πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης, της Άπω Ανατολής, και τα θαύματα συνήθως χρήζουν θαυματοποιών τους οποίους θα πρέπει ν’ αναζητήσουμε και μάλλον δεν θα βρούμε. Θα διαπιστώσουμε αντίθετα ότι η τεράστια βιομηχανία της Ιαπω-νίας για παράδειγμα, αντιμετωπίζει ένα σοβαρό πρόβλημα πρώτων υλών και η έλλειψη αυτών, σε συνδυασμό με όλες τις αιρέσεις, δεσμεύσεις, περιορισμούς και όρους που έ-χουν προκύψει από την ήττα της στον Β’ Π.Π., την καθιστούν μια οικονομικά ισχυρή δύ-ναμη που εύκολα μπορεί να οδηγηθεί σε σοβαρή κρίση.

Η Ιαπωνία είναι μια χώρα, ουσιαστικά, τελικής επεξεργασίας προϊόντων κι εμπορίου. Οι κινέζοι λέγανε παλιότερα ότι αυτή η χώρα μαγειρεύει «πιλάφι δίχως ρύζι». Τα καύσι-μα για να κινηθεί η τεράστια βιομηχανία της είναι κυρίως το πετρέλαιο (δεν γίνεται σοβα-ρός λόγος για πυρηνική ενέργεια). Το 1970 έχει υπολογιστεί ότι το 99,5% του πετρελαίου που καταναλώθηκε σ’ αυτή την χώρα προερχόταν από τις εισαγωγές, επίσης το 86% του σιδηρομεταλλεύματος και εισάγει ακόμα το 70% και πλέον των αναγκών της σε χαλκό από χώρα του χαλκού που ήταν. Και μόνον ο πόλεμος του Κόλπου ήταν αρκετός για να δημιουργήσει σοβαρά ενεργειακά προβλήματα στην Ιαπωνία και ν’ ανεβάσει το κόστος παραγωγής (των κατά τα’ άλλα) ανταγωνιστικών προϊόντων της.

Σε όλα αυτά που προαναφέραμε σχετικά με τους βασικούς παράγοντες, που συνθέτο-υν τον ιμπεριαλισμό, δυσκολευόμαστε να βρούμε την χώρα μας, δυσκολευόμαστε να την διακρίνουμε ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές χώρες. Όπως θα δούμε παρακάτω η χώρα μας είναι κι αυτή ένας τόπος που δέχθηκε, από την πρώτη στιγμή της ύπαρξης της, την ξενική ακρίδα και την επικυριαρχία των μεγάλων δυνάμεων της Δύσης. Από αυτή την άποψη δεν μπορεί να γίνει τίποτα περισσότερο από ένα εργαλείο των ιμπε-ριαλιστικών δυνάμεων, τέτοιο που ήταν όλα τα προηγούμενα χρόνια με όποια παρά-σημα κι αν έχει πάρει από τον πρότερο υποτελή βίο της άρχουσας τάξης απέναντι στους εκάστοτε επικυρίαρχους ιμπεριαλιστές. Μπορεί στα κεφάλαια λοιπόν που εξάγονται από τη χώρα μας ένα ποσοστό (μικρό φυσικά) να είναι ελληνικό, μπορεί το προτσές συγκέντρωσης παραγωγής και κεφαλαίου να εντείνεται και στη χώρα μας, μπορεί το χρηματιστικό κεφάλαιο ν’ αναδεικνύει και ν’ αναδεικνύεται με την ολιγαρχία του πλούτου και να συγχωνεύεται, να ενώνεται με ενώσεις κεφαλαιοκρατών (όρα ΕΕ), μπορεί ακόμα και να συμμετέχει σε κάποια ενδεχόμενη αναδιανομή ενός γειτονικού χώρου ή χώρας, όμως θα της είναι πολύ δύσκολο ν’ αναδειχθεί σε αυτοτελή ιμπεριαλιστική δύναμη για τους χίλιους κι ένα παρακάτω λόγους δηλαδή για τον εξής ένα: ΔΕΝ ΔΙΑΘΕΤΕΙ ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΑ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑ ΤΟΜΕΑ, ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΧΩΡΑ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΒΑΣΙΚΟΥΣ ΤΟΜΕΙΣ ΚΙ ΑΥΤΗ Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΚΙ ΕΠΙΔΕΙΝΩΝΕΤΑΙ.

Όποτε συμπεριφέρθηκε σαν «ιμπεριαλιστική» χώρα η Ελλάδα ήταν σε διατεταγμένη υπηρεσία των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων και τα συμφέροντα αυτά υπηρετούσε πρω-τίστως και δευτερευόντως τα δικά της, που πολλές φορές αντί ν’ αποβούν προς όφελος της ήταν σε βάρος της (όρα π.χ. Μικρασιατική καταστροφή ). Εξ’ άλλου ο μεταπρατικός, κοσμοπολίτικος, διαμετακομιστικός, εμπορομεσιτικός χαρακτήρας του ελληνικού καπιτα-λισμού πάει γάντι σε τέτοιους ρόλους που ανέλαβε στο παρελθόν και καλείται ν’ αναλά-βει και σήμερα.

ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΑΙ Μ.Μ.Ε.
Παράλληλα με την συγκέντρωση και την συγκεντρωποίηση παραγωγής και κεφαλαίου έχουμε την συγκέντρωση του τραπεζικού κεφαλαίου. Πριν περάσουμε όμως σε κάποια στοιχεία για τη χώρα μας ας δώσουμε ενδεικτικά τον παρακάτω πίνακα για τη θέση του δολαρίου στον κόσμο.

Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΔΟΛΑΡΙΟΥ
(σε δισεκατομμύρια δολάρια)
Αποθέματα χρυσού Ομολογίες στα χέρια αλλοδαπών
1960 17,8 40,9
1970 11,1 97,7
1980 11,2 202,9
Έχει καμιά αμφιβολία κανείς ότι στην διάρκεια της δεκαετίας του ’80 κι αυτής του ’90 η ψαλίδα ανάμεσα στα πραγματικά αποθέματα χρυσού και στα «πράσινα» χαρτιά που κυκλοφορούν οι αμερικανοί (δολάρια τα λένε) έχει ανυπολόγιστα ανοίξει, πράγμα που οδήγησε φυσικά στην αποδέσμευση του ενός από το άλλο.

Η συγχώνευση του βιομηχανικού με το τραπεζικό κεφάλαιο δημιούργησε -ως γνωσ-τόν- το χρηματιστικό κεφάλαιο. Το χρηματιστικό κεφάλαιο είναι η ψυχή του ιμπεριαλισ-μού. Μετά τον Β’ Π.Π. η δύναμη των χρηματιστικών μονοπωλιακών οργανισμών, όλων των ιμπεριαλιστικών χωρών ενισχύθηκε σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο, δημιο-υργώντας την πανίσχυρη χρηματιστική ολιγαρχία.

Το δολάριο, λοιπόν, κυριαρχεί στην διεθνή χρηματαγορά από το τέλος του Β’ Π.Π. και η κατάσταση, παρ’ όλες τις νομισματικές θύελλες που ξέσπασαν, παραμένει αμε-τάβλητη. Οι προσπάθειες που καταβάλλουν οι άλλες ιμπεριαλιστικές χώρες της Ευ-ρώπης, καθώς κι η Ιαπωνία τις επέτρεψαν να πλασαριστούν στην διεθνή χρηματαγορά, όχι όμως και να προσεγγίσουν, πολύ περισσότερο να υποκαταστήσουν το δολάριο. Έτσι η θέση κυριαρχίας του δολαρίου μόνο με άλλη κυριαρχία μπορεί να παραμεριστεί και τέτοια για να υπάρξει απαιτείται συνδυασμός ισχυρότερων οικονομικο-πολιτικο-στρατιωτικών δεδομένων.

Και στη χώρα μας εντάθηκε, από τη μια, το προτσές συγκεντρωποίησης του τραπεζι-κού κεφαλαίου, από την άλλη όμως μεγάλωσε η παρουσία του ξένου τραπεζικού κεφα-λαίου. Με δεδομένη την σημαντικότατη λειτουργία του πιστωτικού συστήματος στη ση-μερινή διαδικασία αναπαραγωγής του κεφαλαίου, δίχως αυτό να σημαίνει ότι κάτι τέτοιο δεν είχε διαφανεί ακόμη κι από την εποχή του Μαρξ, ο οποίος εύστοχα παρατηρούσε: «Μαζί με την κεφαλαιοκρατική παραγωγή σχηματίζεται μια τελείως καινούργια δύναμη, το πιστωτικό σύστημα, που στις αρχές του εισχωρεί λαθραία σαν μετριόφρων βοηθός της συσσώρευσης, προσελκύει με αόρατα νήματα στα χέρια ατομικών ή συνεταιρισμέ-νων κεφαλαιοκρατών τα μεγαλύτερα ή μικρότερα χρηματικά ποσά που είναι σκόρπια πάνω στην επιφάνεια της κοινωνίας, γίνεται όμως σε λίγο ένα καινούργιο και τρομερό όπλο στην πάλη του συναγωνισμού». (Το Κεφάλαιο, τομ. 1, σελ. 649).

Αυτά έγραφε ο Μαρξ για την διαδικασία διαμόρφωσης του τραπεζικού και κατά προέκταση πιστωτικού συστήματος το οποίο αναπτυσσόμενο, συγκεντρωποιούμενο και συγχωνευόμενο με το βιομηχανικό μας έδωσε το χρηματιστικό κεφάλαιο, τα γιγαντιαία μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό του χτες και του σήμερα. Ας δώσουμε όμως ενδεικτικά ορισμένα στοιχεία για τις ελληνικές και τις ξένες τράπεζες στη χώρα μας.

ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΞΕΝΕΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ
Στη χώρα μας οι 28 ελληνικές τράπεζες που υπάρχουν έχουν ένα συνολικό ενεργητικό 31820,5 δις δρχ. το οποίο είναι υπερδιπλάσιο του ΑΕΠ, ενώ οι καταθέσεις τους ανέρ-χονται σε 15,5 τρις. δρχ. Ανάμεσα στις παραπάνω τράπεζες ξεχωρίζουν η Τράπεζα της Ελλάδας με ενεργητικό 11,7 τρις δρχ. η Εθνική, Αγροτική, Εμπορική, Κτηματική, Πίστε-ως, ΕΤΒΑ και Ιονική, με ενεργητικό από 1 μέχρι 7 τρις δρχ. Εκτός από την Τράπεζα της Ελλάδας, ισχυρός τραπεζικός όμιλος είναι η ΕΘΝΙΚΗ, η οποία συμμετέχει στο συνολικό ενεργητικό των 27 τραπεζών με 35,5%, στις καταθέσεις με 40,4% και στις χορηγήσεις με 20,7%. Πρώτη στις χορηγήσεις ήταν η Αγροτική με 24,7% των συνολικών χορηγήσεων.

Σ’ ότι αφορά τις ξένες τράπεζες αυτές άρχισαν να εκδηλώνουν το ενδιαφέρον τους για στη χώρα μας στην δεκαετία του 1960. Μέχρι το 1969 υπήρχε μόνον η AMERICAN EXPRESS, η οποία δρούσε από το 1921, στη συνέχεια μέχρι το 1979 εγκαταστάθηκαν 11 άλλες. Από το 1980 μέχρι το 1990 προστέθηκαν άλλες 7. Το συνολικό ενεργητικό τους (19 ξένες τράπεζες) ανέρχονταν σε 2725,8 δισ. δρχ., οι καταθέσεις τους σε 1572,8 δισ. δρχ. και οι χορηγήσεις τους σε 1026,7 δισ. δρχ. Απ’ αυτές η CITIBANK είχε το 19,9% του συνολικού ενεργητικού το 31,4% των καταθέσεων και το 9,1% των χορηγήσεων.

Οι ξένες τράπεζες σε σχέση με τις ελληνικές (πλην της Τράπεζας της Ελλάδας) συμμετείχαν ποσοστιαία στο ενεργητικό αυτών κατά 13,5%, κατά 10,1% στις καταθέσεις, κατά 15,1% στις χορηγήσεις και κατά 6,5% στην απασχόληση.
ΤΑ Μ.Μ.Ε
Αξιοσημείωτη δραστηριότητα των πανίσχυρων χρηματιστικών οργανισμών τόσο στο παρελθόν, όσο και σήμερα είναι αυτή που διεξάγεται στον τομέα της πληροφόρησης. Εφημερίδες, περιοδικά, έντυπα, εκδόσεις, ραδιόφωνο, τηλεοράσεις και γενικά «ηλεκτρο-νικός τύπος» βρίσκονται υπό τον έλεγχο αυτών των μεγιστάνων του πλούτου και του τύπου. Ελέγχουν δημοσιογράφους, ραφινάρουν τις ειδήσεις από τον κόσμο και διαμορ-φώνουν την κοινή γνώμη. Η μη πληροφόρηση περνάει μέσα από τον καταιγισμό «ειδή-σεων» και η ουσιαστική πληροφόρηση γίνεται από την διαδικασία της παραπληροφόρη-σης. Τα σκάνδαλα, ωστόσο, που αναδύονται μέσα από το δαιδαλώδες ραφινάρισμα που υφίστανται οι ειδήσεις, είναι αποτέλεσμα του οξύτατου ανταγωνισμού για κυριαρχία κι εξουσία που διεξάγουν οι διάφοροι χρηματιστικοί όμιλοι και καταπολεμούν τα σκάνδαλα με την πλημμυρίδα των σκανδάλων της κοινωνίας-σκάνδαλο, που ακούει στο όνομα καπιταλιστικό σύστημα.

Τα τελευταία χρόνια ο «ηλεκτρονικός τύπος» (δορυφορική τηλεόραση και μη, Internet κ.ά.) έχουν αποκτήσει μια ολοένα και μεγαλύτερη βαρύτητα στο μανιπουλάρισμα των μαζών κι ο χώρος εξουσίας τους διευρύνεται συνεχώς. Πίσω απ’ αυτά τα μέσα βρίσκον-ται γνωστοί κι άγνωστοι χρηματιστικοί όμιλοι, οι οποίοι φροντίζουν να εξαγοράσουν (σ’ αυτή την απόλυτα εμπορευματοποιημένη κοινωνία της «ελεύθερης αγοράς») τα πάντα. Διεισδύουν σε πολιτικούς οργανισμούς και θεσμούς, σε αθλητικές ενώσεις, σε εκπαιδευ-τικά ιδρύματα, σε καλλιτεχνικούς χώρους, για να πλασάρουν παντού τα δικά τους πρό-τυπα διαστρέφοντας ήθη, παραδόσεις, συνήθειες, τρόπους και στάσεις ζωής.

ΣΕ ΠΟΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΧΩΡΩΝ ΚΑΤΑΤΑΣΣΕΤΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ;
Αν η χώρα μας δεν έχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που περιέγραψε ο Λένιν για τον ιμπεριαλισμό, τότε μπαίνει το ερώτημα σε ποια κατηγορία χωρών ανήκει η Ελλάδα, διότι από τον προσδιορισμό αυτόν εξαρτάται κι η στρατηγική του κινήματος κι η τακτική του και τόσα άλλα.

Για την ιστορία αναφέρουμε ότι προπολεμικά η Ελλάδα μ’ εκείνη την καπιταλιστική ανάπτυξη που γνώριζε, κατατάσσονταν στις χώρες με μέσο επίπεδο ανάπτυξης. Το μέσο προφανώς αναφέρεται συγκρινόμενο με κάποιο ανώτερο (καπιταλιστικά ανα-πτυγμένες, ιμπεριαλιστικές χώρες) και κάποιο κατώτερο επίπεδο, αυτό της υπανάπτυ-ξης, δηλαδή με θέμα (γραμματικά μιλώντας) την ανάπτυξη του καπιταλισμού τοποθε-τούμε ως πρόθεμα την ανάλογη πρόθεση κι έχουμε ως προσδιορισμό, την καπιταλιστικά αναπτυγμένη ή υπεραναπτυγμένη (ιμπεριαλιστική) χώρα και την υπανάπτυκτη ή αλλιώς αναπτυσσόμενη.

Σε μια κατάσταση ανάπτυξης, ασφαλώς, βρέθηκε και η χώρα μας, δίχως όμως οι ρυθ-μοί οικονομικής ανάπτυξης, σε συνδυασμό πάντα με τα διεθνή κι εσωτερικά πολιτικο-ιστορικά δεδομένα, να είναι ικανά να της προσδώσουν ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά. Ίσα-ίσα, είχαμε πολιτικά γεγονότα, οικονομικές συμφωνίες με άλλες χώρες και στρατιω-τικά δεδομένα («στρατηγέ μου, ιδού ο στρατός σου») που καταμαρτυρούσαν την ΕΞΑΡΤΗΣΗ κι όχι την ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ, πολύ περισσότερο βέβαια την ιμπεριαλιστική ε-πέκταση και κυριαρχία αυτής.

Ας επανέλθουμε, όμως στο μέσο επίπεδο ανάπτυξης κι ας αναφέρουμε (όπως είπαμε για την ιστορία) ότι αυτή η θέση διαμορφώθηκε, εκφράστηκε και ψηφίστηκε στο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1928 κι αφορούσε (για την περίοδο εκείνη τέλη της δε-καετίας του ’20 κι αρχές του ’30 με τα οικονομικο-πολιτικά δεδομένα εκείνης της περιό-δου) τις χώρες των Βαλκανίων, συνακόλουθα και την Ελλάδα, αλλά επίσης σ’ αυτήν την κατηγορία τοποθετούνταν και η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Πολωνία και η Ουγγαρία. Είναι γνωστό ότι εκείνη η περίοδος χαρακτηρίζονταν, οικονομικά από μια βαθύτατη κρίση (κραχ του ’29) κι από μια πολιτικο-κοινωνική αναταραχή με την άνοδο του φασισμού-ναζισμού.

Δεν θεωρούμε όμως ότι στην κατηγοριοποίηση των χωρών, που προαναφέραμε, πρωταρχικό ρόλο να έπαιξε η πολιτικο-κοινωνική συγκυρία. Μπορεί σ’ ‘ένα βαθμό να επηρέασε στην συναγωγή των πολιτικών συμπερασμάτων, όχι όμως στον κοινωνικο-οικονομικό προσδιορισμό τους. Ο προσδιορισμός αυτός απορρέει από τον βαθμό ανάπ-τυξης των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων που έχει διαμορφώ-σει, η κάθε μια χώρα ξεχωριστά, αλλά κι από τις σχέσεις και τους συσχετισμούς που έχει με τον υπόλοιπο των χωρών του κόσμου. Καθορίζεται επίσης κι από άλλους παράγον-τες, που θα δούμε παρακάτω.

Είναι προφανές ότι ανάλογα με το που κατατάσσεται μια χώρα αντίστοιχος θα είναι κι ο χαρακτήρας της επερχόμενης επαναστατικής αλλαγής. Και οι χώρες με μέσο επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης έχουν μια ιδιομορφία όχι μόνο ως προς τις αναπτυγμένες και τις υπανάπτυκτες χώρες, αλλά κι ως προς το σε ποια πλευρά του μέσου βρίσκονται. Μέσο προς αναπτυγμένες ή μέσο προς υπανάπτυκτες. Αυτή η ιδιομορφία διαφοροποιεί σ’ ένα βαθμό και τις χώρες του μέσου επιπέδου ανάπτυξης και μεταξύ τους.

Δεν είναι τυχαίο ότι το ΚΚΕ από τη γέννηση του ταλαιπωρήθηκε και περιπλανήθηκε πολλές φορές γύρω από αυτό το ζήτημα. Αρκεί να θυμίσουμε ότι στο ξεκίνημα του υιοθε-τούσε άκριτα κι αβασάνιστα τις θέσεις κι αναλύσεις που αναφέρονταν στα καπιταλιστικά κράτη κι αβασάνιστα οδηγούνταν (στην αρχή) στη θέση περί «ιμπεριαλιστικής» Ελλάδας. Όταν μάλιστα σε κάτι τέτοιο συντελούσαν επίσης οι ανακατατάξεις που σημειώνονταν στα εθνικά κράτη της Βαλκανικής (Βαλκανικοί πόλεμοι) και η Μικρασιατική εκστρατεία της ελληνικής ολιγαρχίας.

Το ότι επιτίθεται ένα κράτος σε κάποιο γειτονικό του, ή κάποια φυλή σε άλλη, ή ένα έθνος κάνει επίθεση σ’ ένα άλλο κ.λπ. δεν σημαίνει ότι ο επιτιθέμενος (ο οποίος έχει άδι-κο κατά κανόνα) είναι κι ιμπεριαλιστής. Τέτοιες καταστάσεις γνώρισε, γνωρίζει και δυσ-τυχώς θα συνεχίσει να γνωρίζει η ανθρωπότητα μέχρις ότου περάσει στην πραγματική της ιστορία.
Το ΚΚΕ λοιπόν από την «ιμπεριαλιστική» Ελλάδα (λάθος «αριστερής» απόκλισης) πέρασε κι από λιγότερο αδιάλλακτες θέσεις προς την αστική τάξη, μέχρις ότου (μετά το Συνέδριο της Διεθνούς το 1928) το πρόγραμμα της Κόμιντερν υιοθετηθεί κι από το ΚΚΕ.

Από το 1934 και μετά αλλάζει η θέση του ΚΚΕ και υιοθετείται η Αντιιμπεριαλιστική-Λαϊκοδημοκρατική επανάσταση, ως χαρακτήρας της επερχόμενης επαναστατικής αλλα-γής. Αυτή η αλλαγή, που πέρασε κι από «γοργές» και λιγότερο γοργές μετεξελίξεις στον σοσιαλισμό βοήθησε το ΚΚΕ να δει πιο σωστά τα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά πράγματα της χώρας μας και να εδραιώσει την παρουσία του στο λαό. Αυτή η σχέση και οι δεσμοί με τον λαό, αποκτήθηκαν στο προηγούμενο από τον πόλεμο διάστημα, αναδε-ικνύοντας το ως κορυφαία πολιτική δύναμη, εκείνης της εποχής, στον τόπο μας.

Σήμερα, όμως διαπιστώνουμε ότι η θέση κι ο ρόλος πολλών χωρών με μέσο επίπεδο ανάπτυξης έχει διαφοροποιηθεί και πέρασε και περνάει από διάφορες φάσεις ξεκινώντας από το τέλος του Β’ ΠΠ και μετά. Άλλες χώρες μπήκαν στην διαδικασία του σοσιαλιστικού εγχειρήματος (Πολωνία, Ρουμανία, Ουγγαρία) και σήμερα έχουν την ι-διαιτερότητά τους ως χώρες του παλινορθωμένου καπιταλισμού. Άλλη επίσης ήταν η πορεία της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας κι αλλού βρίσκεται σήμερα, ενώ νέες χώρες σε Ασία και Λατινική Αμερική κατακτούν αυτό το μέσο επίπεδο, στα περιθώρια που επιτρέπει κι έχει ανάγκη η ίδια η ιμπεριαλιστική κυριαρχία. Η χώρα μας, με το τέλος του εμφυλίου, μπαίνει σε μια γοργή εξέλιξη με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ.
Αυτή η κατάσταση πραγμάτων διαφοροποιεί τον ρόλο και την θέση των χωρών με μέ-σο επίπεδο ανάπτυξης στον σημερινό κόσμο. Οι πολιτικο-οικονομικές διπλωματικές και στρατιωτικές τους σχέσεις με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και ιδίως με τις ΕΠΑ, που κυ-ριαρχούν, τις καθιστούν ως δυνάμεις με ειδικούς ρόλους στην περιοχή τους, ιδιαίτερα αν η περιοχή είναι στρατηγικής σημασίας, όπως π.χ. η χώρα μας.

Αυτός ο ρόλος ενόσω αναλαμβάνεται (αφού πρώτα δοθεί βέβαια) κι αρχίζει να ερμη-νεύεται, τότε παρουσιάζει κάποια ποσοτικά μεγέθη (οικονομικο-πολιτικά και κοινωνικά) τα οποία μπορούν να εκληφθούν απ’ ορισμένους (όπως εκλαμβάνονται) ως «ιμπερια-λισμός». Όμως δεν κρατάει πολύ αυτή η ιδεοληψία, διότι πολύ σύντομα από άλλα πολι-τικά, κοινωνικά, αλλά και στρατιωτικο-στρατηγικά στοιχεία και γεγονότα προκύπτει το ψευδεπίγραφο της «ιμπεριαλιστικής» Ελλάδας. Αλήθεια το 1922 ή το 1974 ήταν απλά η χώρα μας μια «ιμπεριαλιστική» χώρα που ηττήθηκε από μια άλλη «ιμπεριαλιστική» χώρα την Τουρκία ή ήταν κάτι άλλο, προπαντός άλλο;

Τα τελευταία χρόνια είναι πλούσια από τέτοια στοιχεία και δεν θα θέλαμε να επιμείνο-υμε περισσότερο. Απλώς να υπογραμμίσουμε ότι πολλές φορές αυτοί που μιλούν για «ιμπεριαλιστική» Ελλάδα έρχονται να υιοθετήσουν θέσεις του άλλου άκρου, της μαριονέ-τας, θέσεις δηλαδή που όχι μόνον υπογραμμίζουν την εξάρτηση, αλλά εξαλείφουν κι αυ-τήν την μέσα σε καθορισμένα πλαίσια, αυτοτέλεια που έχουν οι αστοί πολιτικοί και οι φορείς τους στον τόπο μας κι όχι μόνο στον τόπο μας. Ένα «αριστερό» λάθος, εξ’ άλλου, δεν είναι απαραίτητο πάντα να διορθώνεται με μια «δεξιά» παρέκκλιση. Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι οι κεφαλαιοκράτες όπου γης δεν θέλουν να ισχυροποιούνται κάθε μέ-ρα και να φθάνουν σε ιμπεριαλιστικές προδιαγραφές. Όμως θέση για όλους δεν υπάρχει όταν αυτές είναι λίγες και μοναδικές. Υπήρξε κι ο «κουρελής» ιμπεριαλιστής όπως ανέ-φερε ο Γκράμσι για την φασιστική Ιταλία στις αρχές του αιώνα και τέτοιοι υπάρχουν και θα υπάρχουν για να… επαναλαμβάνεται η Ιστορία.

Επειδή όμως αναφερθήκαμε πριν στο πρόγραμμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ας δώσουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα απ’ αυτό, για να δούμε και τι περιελάμβανε:
«Την πολυμορφία των συνθηκών και των δρόμων περάσματος προς την δικτατορία του προλεταριάτου στις διάφορες χώρες μπορεί κανείς σχηματικά να τις χωρίσει σε τρεις διαφορετικούς τύπους:
Χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού (ΕΠΑ, Γερμανία, Αγγλία κ.λπ.). Σ’ αυτές τις χώρες στον τομέα της πολιτικής βασική απαίτηση του προγράμματος είναι το άμεσο πέ-ρασμα στην δικτατορία του προλεταριάτου…
Χώρες με μέσο επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού (Ισπανία, Πορτογαλία, Πολω-νία, Ουγγαρία, Βαλκανικές χώρες κ.λπ.). Σε ορισμένες απ’ αυτές τις χώρες είναι δυνατή η διαδικασία μιας λίγο πολύ γοργής μετεξέλιξης της αστικοδημοκρατικής επανάστασης σε σοσιαλιστική. Σε άλλες είναι δυνατοί διάφοροι τύποι προλεταριακών επαναστάσεων, όμως με μεγάλο αριθμό καθηκόντων αστικοδημοκρατικού χαρακτήρα. Εδώ, κατά συνέ-πεια η δικτατορία του προλεταριάτου μπορεί και να μην επακολουθήσει αμέσως, αλλά στην πορεία του περάσματος από την δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς στη σοσιαλιστική δικτατορία του προλεταριάτου.
Αποικιακές και ημιαποικιακές χώρες (Κίνα, Ινδία κ.λπ.) και εξαρτημένες χώρες (Αργεντινή, Βραζιλία κ.λπ.). Το πέρασμα στη δικτατορία του προλεταριάτου είναι εδώ αδύνατο, κατά κανόνα μόνο μέσω μιας σειράς προπαρασκευαστικών βαθμίδων».

Βέβαια οι παραπάνω θέσεις της ΚΔ δεν αποτέλεσαν κεραυνό σε αίθριο ουρανό. Η Οκ-τωβριανή επανάσταση, ως ζωντανό δείγμα των περασμάτων (προεπαναστατικά και με-τεπαναστατικά) της επανάστασης από διάφορες φάσεις, φάσεις που επηρέαζαν ακόμα και τον χαρακτήρα της ίδιας της επανάστασης, δείχνουν πως αυτό το ζήτημα έχει μεγάλη σημασία , αλλά και πως δεν είναι μια εγκεφαλική διεργασία.

Τα ζητούμενα για μας είναι αν η Ελλάδα του σήμερα κατατάσσεται (σχηματικά πάντα) στις χώρες με μέσο επίπεδο ανάπτυξης κι αν είναι έτσι (όπως είναι κατά τη γνώμη μας) πρέπει να προσδιοριστούν επίσης οι ιδιομορφίες των σημερινών χωρών με μέσο επίπε-δο και ιδιαίτερα της χώρας μας από οικονομική και κοινωνική κυρίως σκοπιά.

Αν τα παραπάνω στοιχειοθετούν το πρώτο ζητούμενο, το δεύτερο έχει να κάνει με τις σχέσεις που διαμόρφωσε και διαμορφώνει η χώρα μας με τις χώρες του επάνω κόσμου (αναπτυγμένες) και τις χώρες του κάτω κόσμου (υπανάπτυκτες), για να παραφράσουμε και τον Δάντη.

Το τρίτο ζητούμενο αποτελεί συνδυασμό των δύο παραπάνω κι έχει να κάνει με το ποιος θα είναι ο χαρακτήρας της επερχόμενης κοινωνικής επαναστατικής ανατροπής. Για ποιο στρατηγικό στόχο θ’ αγωνιστεί η εργατική τάξη, το προλεταριάτο κι ευρύτερα τα λα-ϊκά στρώματα της χώρας μας. Είναι σωστό να επιμείνουμε σ’ αυτό που προσδιορίστηκε στην περίοδο (περί τα τέλη) του μεσοπολέμου ή επήλθαν αλλαγές που θα πρέπει να τις πάρουμε υπόψη μας και να συνάξουμε τα σωστά συμπεράσματα. Το σίγουρο είναι ότι πρόκειται για ένα ζήτημα σημαντικό εξαιρετικής πολιτικής σημασίας και η σωστή προ-σέγγισή του γίνεται -πέρα απ’ όλα τα’ άλλα- με όρους κινήματος κι από το ίδιο το κίνημα.

Αναμφίβολα βέβαια η Ελλάδα μετά τον πόλεμο γνώρισε μια ανάπτυξη σε σοβαρά οι-κονομικά μεγέθη τα οποία προσδιορίζουν και την εξέλιξη της. Όμως, και οι άλλες χώρες είτε αναπτυγμένες είτε υπανάπτυκτες, είτε αναπτυσσόμενες ή με μέσο επίπεδο ανάπτυ-ξης, δεν έμειναν στην ίδια θέση. Αν κάποιες έμειναν, οι περισσότερες όμως ή προχώρη-σαν ή υποχώρησαν. Κι αυτά είναι νέα δεδομένα. Γύρω από το οικονομικό προχώρημα της Ελλάδας και την ποιότητα αυτού του προχωρήματος, καθώς επίσης γύρω από το ζή-τημα της αγροτοβιομηχανικής ή βιομηχανοαγροτικής ελληνικής οικονομίας έγινε αρκετή συζήτηση μεταξύ των οικονομολόγων κι όπως ήταν φυσιολογικό η συζήτηση περιστρά-φηκε γύρω κι από τον ορισμό της εκβιομηχάνισης αυτής καθ’ εαυτής. Τι εννοείται δηλαδή εκβιομηχάνιση και σε ποιο βαθμό έχει προωθηθεί μια τέτοια διαδικασία, σε ποιους τομε-ίς, με ποιους ρυθμούς κι αν το σύνολο των παραγωγικών και μη, δραστηριοτήτων μιας χώρας, όλοι οι τομείς της οικονομίας της -κοντολογίς -βρίσκονται σ’ ένα επίπεδο τέτοιο που μπορούν να χαρακτηρίσουν την χώρα ως βιομηχανική ή αγροτική ή υπηρεσιών ή τέλος πάντων σε ποιο συνδυασμό βρίσκονται οι τρεις βασικές οικονομικές δραστηριότη-τες και ποιο είναι το κοινωνικό επίπεδο αυτής της χώρας (κατανομή αγαθών, βιοτικό και μορφωτικό επίπεδο κ.ά.).

Όλοι οι οικονομολόγοι συμφωνούν και είναι ένα αναμφισβήτητο γεγονός ότι μετά τον πόλεμο και στην εικοσαετία ’50 – ’70 γνώρισε η χώρα μας κάποιους γοργούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Δεν είναι μόνο το …σχέδιο Μάρσαλ μέσα στο οποίο εντάχθηκε η χώρα μας κι ούτε αποκλειστικά το στοιχείο της «φροντίδας» της Δύσης προς τους ακρίτες της, οι οποίοι βρίσκονταν στην μεθόριο του «σιδηρού παραπετάσματος» όπως αποκαλούσαν τα νέα σοσιαλιστικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης. Ήταν ότι η χώρα μας, σ’ αυτό το στρατηγικό σημείο που βρίσκεται, κι από οικονομική κι εμπορική πλευρά παρουσίαζε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους ισχυρούς της Δύσης κι ιδιαίτερα για τους Αμερικάνους. Να σκεφθεί κανείς (και μόνο) το ρόλο του διαμετακομιστή προς τις χώρες της Μ. Ανατο-λής και της Β. Αφρικής, αλλά και προς τους Βόρειους γείτονες από ένα σημείο και μετά, είναι αρκετό για να κατανοήσει μέσα σε τι πλαίσιο (πολιτικο-στρατιωτικό) έγινε η …ανάπτυξη.

Όταν θέλουμε να κατατάξουμε μια χώρα, του καπιταλιστικού κόσμου σήμερα, σε μία από τις τρεις κατηγορίες που προαναφέρθηκαν είναι αναγκαίο να παίρνονται υπόψη όλοι οι τομείς της οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής δραστηριότητας αυτής της χώρας, να συγκρίνονται με τις άλλες, ομοειδείς και μη, χώρες και να συγκρίνονται ομοειδή μεγέθη για να είναι προσεγγίσιμα προς την αλήθεια τα όποια συμπεράσματα συναχθούν.

Γνωρίζουμε ότι ο βαθμός ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγι-κών σχέσεων, η εναρμόνιση ή μη, αυτών των δύο συντελεστών της παραγωγικής διαδι-κασίας σε συνδυασμό με το επίπεδο ανάπτυξης της κοινωνίας (πολιτικό σύστημα διακυ-βερνήσεως, παροχή και κατανομή αγαθών, παιδεία, κοινωνικές σχέσεις κ.ά.) μπορούν να δώσουν το επίπεδο που βρίσκεται μια χώρα γενικά. Αν όμως θέλουμε να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα για τον βαθμό ανάπτυξης της οικονομίας μιας καπιταλιστικής χώρας, κατά προέκταση των κοινωνικών – πολιτικών δεδομένων της και κατά συνέπεια της ποι-ας κοινωνικής, επαναστατικής ανατροπής (χαρακτήρας επανάστασης και προσδιορισμός της κοινωνίας που μέλλει να οικοδομηθεί), τότε πρέπει ν’ αναφερθούμε σ’ ορισμένα συγκεκριμένα μεγέθη.

Πολλοί οικονομολόγοι ξεκινάνε με το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ), άλλοι με το κατά κεφαλήν (μέσο πάντα) εισόδημα του πληθυσμού μιας χώρας, άλλοι από το βάρος και την συμμετοχή της βιομηχανικής παραγωγής στο ΑΕΠ και πάει λέγοντας. Για μας σημασία έχει ο βαθμός ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων σε συνδυασμό με τις παραγωγικές και κοινωνικές σχέσεις που διαμορφώνονται και στο κα-τά πόσο οι δεύτερες λειτουργούν προωθητικά κι όχι ως φρένο στην ανάπτυξη των πρώ-των δηλαδή των παραγωγικών δυνάμεων. Γιατί είναι βέβαιο ότι σχέσεις που επιτρέπουν την παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων αναμφίβολα θα δεχθούν, θα επη-ρεασθούν ενεργητικά από αυτή την ανάπτυξη και οι ίδιες, μιας και βρίσκονται σε μια δια-λεκτική σχέση.
Πως όμως μπορούμε να προσδιορίσουμε τον βαθμό ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων; Είπαμε προηγουμένως ότι υπάρχουν πολλοί δείκτες και πολλοί οικονομολό-γοι, ερίζουν στο πως προσδιορίζεται αυτό ή κάποιο άλλο οικονομικό μέγεθος, προκειμέ-νου ν’ αποδείξουν ως συνήθως την …ευημερία των αριθμών και να πείσουν τους δύσμο-ιρους λαούς.

Ένα πρώτο συγκριτικό στοιχείο μας αποκαλύπτει ότι το 1850 (χίλια οκτακόσια πενήν-τα) η διαφορά των αναπτυγμένων χωρών σε σχέση με τις λιγότερο αναπτυγμένες ήταν 2:1 δηλαδή είχαμε ένα διπλάσιο μέγεθος. Αυτή η αναλογία πριν τον Β’ ΠΠ (1938) ήταν 8:1 και πέρασε το 1973 στο 12:1, για να γίνει στα τέλη του αιώνα περί το 18:1. Αυτό είναι ένα πρώτο εφιαλτικό μέγεθος.

Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με ακρίβεια αν αυτές οι αναλογίες ανταποκρίνονται στα πραγματικά μεγέθη γιατί δεν ελέγχουμε ούτε την πηγή των στατιστικών δεδομένων, μήτε πολλές από τις …επεξεργασίες αυτών. Αυτό που φοβόμαστε είναι όχι μη τυχόν και πέσουμε έξω στους υπολογισμούς και μας καταλογίσουν ευθύνη περί ανακρίβειας στοιχείων οι διάφοροι κονδυλοφόροι «επεξεργαστές», αυτό που φοβόμαστε, αυτό που βιώνουμε στις σχέσεις των χωρών είναι ότι τα πράγματα είναι ακόμη πιο δραματικά για λαούς πολλών χωρών του κόσμου, που πεινάνε, διψάνε, πεθαίνουν απ’ αυτές τις ελλείψεις, τις κακουχίες, τις αρρώστιες και τα τόσα δεινά που σώρευσε αυτό το άνοιγμα της ψαλίδας.

Να δημοσιεύσουμε, όμως, ένα πίνακα που πήραμε από το βιβλίο «Η Ελλάδα στην περιφέρεια των αναπτυγμένων χωρών» Εκδόσεις Θεμέλιο, στον οποίο απεικονίζεται η θέση της Ελλάδας στον κόσμο με συγκριτικό στοιχείο το κατά κεφαλήν εισόδημα και δια-χωρίζει τις αναπτυγμένες χώρες απ’ αυτές με μεσαίο επίπεδο κι από τις αναπτυσσόμε-νες χώρες.

Ο πίνακας βέβαια δεν περιλαμβάνει όλες τις χώρες του κόσμου. Λείπουν πολλές ευ-ρωπαϊκές και μη, που είναι πιο ψηλά από την Ελλάδα, όπως λείπουν άλλες του μέσου επιπέδου και καθώς των αναπτυσσόμενων (υπανάπτυκτες υπονοεί γιατί ταυτίζει τους δύο όρους).

Αν δεν προστεθούν όμως όλες αυτές οι χώρες δεν μπορούμε να έχουμε μια σαφή ει-κόνα για την ακριβή θέση της χώρας μας. Παίρνουμε λοιπόν σαν δεδομένο ότι αυτό το δείγμα χωρών είναι αντιπροσωπευτικό κι έτσι μπορούμε να σκεφθούμε ότι η χώρα μας κι από την άποψη του κατά κεφαλήν εθνικού εισοδήματος καταλαμβάνει ένα μέσο επίπε-δο, στις μεσαίου επιπέδου οικονομικής ανάπτυξης χώρες.

Η θέση της Ελλάδας στον κόσμο στο κατά κεφαλήν εθνικό εισόδημα το 1972
Σε τρέχουσες τιμές αγοράς
Χώρες Σε δολάρια Σε %
Ελλάδα = 100
Οικονομικά αναπτυγμένες χώρες
1 ΗΠΑ 4984 374,7
2 Σουηδία 4657 350,2
3 Δανία 3811 286,5
4 Δυτική Γερμανία 3769 283,4
5 Αυστραλία 3426 257,6
6 Γαλλία 3403 255,9
7 Βέλγιο 3346 251,6
8 Νορβηγία 3332 250,6
9 Ολλανδία 3165 237,9
10 Ιαπωνία 2446 183,9
Χώρες με μεσαίο επίπεδο οι-κονομικής ανάπτυξης
11 Ιρλανδία 1715 128,9
12 Ουγγαρία1 1600 120,3
13 Πολωνία2 1400 105,3
14 Βουλγαρία2 1120 140,0
15 Ρουμανία2 925 115,6
16 Ελλάδα 1330 100,0
17 Ισπανία 1241 93,3
18 Αργεντινή3 1191 89,5
19 Κύπρος 958 72,0
20 Πορτογαλία 956 71,9
21 Νότια Αφρική 750 56,3
Αναπτυσσόμενες χώρες
22 Ιράν 494 37,1
23 Βραζιλία3 425 31,9
24 Γουατεμάλα 382 28,7
25 Μαλαισία2 295 36,9
26 Σαλβαδόρ 287 21,6
27 Μαρόκο 285 21,4
28 Ταϊλάνδη 182 13,7
29 Κένυα 154 11,6
30 Ινδονησία 112 8,4
31 Τανζανία 107 8,1
1. Υλικό Εθνικό Προϊόν (εκτίμηση)
2. 1970. Η σύγκριση έγινε με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας που ήταν το 1970 800 δολάρια.
3. 1971.
Πηγές: «Statistical Yearbook of the United Nations 1974», σελ. 644 – 649. «World Bank Atlas. Population per capital product and growth rates», Washington 1972.

Ας παραθέσουμε επίσης έναν ακόμη ενδεικτικό πίνακα που αναφέρεται στη σημερινή ΕΟΚική Ελλάδα.

ΚΑΤΑ ΚΕΦΑΛΗΝ ΑΕΠ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ (ΕΕ)
(Σε δολάρια)
Α/Α ΧΩΡΕΣ της ΕΕ ΑΕΠ
1 Λουξεμβούργο 20904
2 Γερμανία 19687
3 Γαλλία 18152
4 Δανία 17603
5 Βέλγιο 17145
6 Ιταλία 16866
7 Ολλανδία 16453
8 Αγγλία 15608
9 Ισπανία 12714
10 Ιρλανδία 11480
11 Πορτογαλία 9180
12 Ελλάδα 7729
Πηγή: Ελευθεροτυπία 15/09/94.

Ένας άλλος ενδεικτικός δείκτης θα μπορούσε να είναι ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ. Η χώρα βέβαια μας γνώρισε λίγο-πολύ τις γνωστές διακυμάνσεις που γνώρισε η καπιταλιστική (ιδιαίτερα η δυτικοευρωπαϊκή) οικονομία μετά τον Β’ ΠΠ. Ωστόσο οι ρυθμοί της μεταπολεμικής περιόδου ήταν δύο και τρεις φορές μεγαλύτεροι σε σύγκριση με τους αντίστοιχους ρυθμούς του μεσοπολέμου.

Εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί κανείς ότι εφόσον αυτοί οι ρυθμοί είναι διπλάσια και τριπλάσιοι σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο, εφόσον αυτοί οι ρυθμοί διαρκούν για μια ολόκληρη περίοδο (20 χρόνια περίπου) και σε υψηλά επίπεδα, εφόσον -λοιπόν- αυτοί οι ρυθμοί επέβαλαν και την ανασύνθεση του ΑΕΠ μετατρέποντας την χώρα μας από αγροτοβιομηχανική σε βιομηχανοαγροτική, τότε η Ελλάδα μπορεί να έχει αγγίξει τα όρια της αναπτυγμένης (καπιταλιστικά) χώρας και ο ρόλος της αναβαθμίζεται στα πλαί-σια της Νέας Τάξης Πραγμάτων;

Όμως, θα πρέπει να μην εξετάσουμε μόνο τα στοιχεία της πρώτης εικοσιπενταετίας μετά τον πόλεμο, αλλά και το τι επακολούθησε στην διάρκεια της δεύτερης εικοσιπενταετίας, του δεύτερου μισού του αιώνα μας. Θα πρέπει επίσης να συγκρίνουμε τα μεγέθη ανάπτυξης της οικονομίας της χώρας μας με τα αντίστοιχα μεγέθη των αναπτυγμένων χωρών για να διαπιστώσουμε αν το «αναπτυγμένη- ιμπεριαλιστική» χώρα έχει μετατεθεί σε υψηλότερες προδιαγραφές, προϋποθέσεις και όρους.

Στο ζήτημα της δεύτερης εικοσιπενταετίας θα επανέλθουμε αλλού και γι αυτό δεν ε-πεκτεινόμαστε σ’ αυτό το σημείο, αυτό που θέλουμε να τονίσουμε είναι το δεύτερο συγ-κριτικό στοιχείο που προαναφέραμε.

Στο κεφάλαιο αυτό ένας πρώτος δείκτης μας δίνει τα εξής: Στην περίοδο από το 1936 ως το 1967 οι ρυθμοί αύξησης του κατ’ άτομο εθνικού εισοδήματος ήταν στην Ιταλία 4,7%, στην Γαλλία 4,9%, στον Καναδά 5,1% και στην Ελλάδα 5%.

Η χώρα μας το 1970 σε σχέση με το 1939 αύξησε την βιομηχανική της παραγωγή κατά 5,6 φορές, οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης το 1968 σε σχέση με το 1937 είχαν αυξήσει κατά 5 φορές περισσότερο την παραγωγή τους, ενώ οι υπόλοιπες αναπτυγμένες κατά 4 φορές. Το ίδιο φυσικά δεν συνεχίστηκε τα κατοπινά χρόνια. Ενδεικτικός είναι ο παρακά-τω πίνακας, που παρουσιάζει την εξέλιξη του δείκτη παραγωγής σε μερικούς κλάδους της μεταποίησης από το 1980 έως το 1993.

ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΔΕΙΚΤΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΣΕ ΜΕΡΙΚΟΥΣ ΚΛΑΔΟΥΣ
ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗΣ 1980 – 1993
(1980=100,0)
ΕΤΟΣ ΥΦΑΝΤΙΚΩΝ ΕΙΔΩΝ ΥΠΟΔΗΣΕΩΣ κι
ΕΝΔΥΜΑΣΙΑΣ ΔΕΡΜΑΤΟΣ ΤΕΛΙΚΩΝ
ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ
ΔΕΡΜΑΤΟΣ ΜΗΧΑΝΩΝ
και
ΣΥΣΚΕΥΩΝ
1980 100,0 100,0 100,0 100,0 100,0
1981 100,5 92,0 94,9 100,5 113,9
1982 93,8 86,8 81,9 102,9 115,9
1983 92,2 79,9 81,0 101,8 100,5
1984 92,2 78,5 76,1 100,7 93,0
1985 95,5 85,1 74,9 89,7 100,9
1986 102,0 84,0 75,8 96,3 90,3
1987 104, 77,9 89,8 82,0 81,0
1988 101,1 78,4 82,4 90,6 82,6
1989 99,1 74,3 74,9 83,8 101,8
1990 95,4 69,9 62,9 74,4 95,0
1991 85,8 70,3 58,8 73,8 92,6
1992 79,4 67,3 60,4 74,6 92,1
1993 74,7 66,5 57,0 74,5 81,0
Πηγή: Τα στοιχεία προέρχονται από τη Στατιστική Υπηρεσία και από τις τράπεζες.

Κι αυτά τα στοιχεία δεν μπορούν να δώσουν ενθαρρυντικά δείγματα «ιμπεριαλιστικής» Ελλάδας, γιατί ναι μεν συμβαδίζει -ως ένα… πτωτικό βαθμό- η χώρα μας στο ρυθμό των άλλων χωρών, μόνον που οι άλλες χώρες -εκτός των άλλων- είχαν σε σύγκριση με την Ελλάδα πολλαπλάσια (τουλάχιστον δεκάδες) μεγαλύτερη βιομηχανική υποδομή, άλλη αφετηρία κι όχι τυχαία κατατάσσονται στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες.

Ας ανοίξουμε μία παρένθεση περί αναπτυγμένων χωρών. Όταν λέμε αναπτυγμένες εννοούμε, πάντα, οικονομικά, όμως ανάπτυξη μιας χώρας και πολύ περισσότερο ενός λαού δεν είναι μόνον ή τουλάχιστον μόνον οικονομικό μέγεθος. Γίνεται αυτή η διευκρίνι-ση για να μην επαναλαμβάνουμε συνεχώς δίπλα στο ανάπτυξη και την διευκρίνιση ότι εννοούμε στην καπιταλιστική οικονομία και γι αυτό δεν πρέπει να συγχέεται η ανάπτυξη με την ανάπτυξη γενικά. Αν θα θέλαμε όμως ν’ ακριβολογήσουμε κι ο όρος ανάπτυξη της οικονομίας δεν είναι δόκιμος, γιατί ανάπτυξη σημαίνει ότι αναπτύσσω την οικονομία ο-λόπλευρα, δίνω ώθηση σε όλους τους τομείς των παραγωγικών δυνάμεων. Τι είδους ανάπτυξη γνώρισε η χώρα μας και μάλιστα την θεαματικότερη στην πορεία της, όταν σ’ αυτήν την περίοδο ερήμωνε η ορεινή κι ημιορεινή ύπαιθρος και σ’ ένα βαθμό και τα ασ-τικά κέντρα με τις εκατοντάδες χιλιάδες (ενεργού πληθυσμού της) να σχηματίζουν καρα-βάνια για την Γερμανία και τις άλλες χώρες της Ευρώπης, την Αυστραλία και την Αμερι-κή; Θα ‘ταν πιο σωστό, λοιπόν, να μη λέγαμε ανάπτυξη γιατί δεν ήταν τέτοια, αλλά επέκταση της οικονομικής δραστηριότητας σε άλλους τομείς και κλάδους κι εντατικοποίηση της παραγωγής είτε μέσω της αύξησης των ρυθμών παραγωγής, είτε με την εισαγωγή νέων μηχανημάτων και τεχνολογίας. Όμως ας κλείσουμε την παρένθεση κι ας επανέλθουμε σ’ ορισμένα ακόμη συγκριτικά στοιχεία της Ελλάδας με τις αναπτυγμένες χώρες.
Η καθυστέρηση της Ελλάδας φαίνεται κι από τον γενικό δείκτη παραγωγικότητας της συνολικής ετήσιας αξίας του κάθε εργαζόμενου στο ΑΕΠ Το 1968 είχαμε στις ΕΠΑ 7175 δολάρια, στον Καναδά 5087 δολάρια, στη Σουηδία 3378 δολάρια, στη Γαλλία 3071 και στην Ελλάδα μόλις 795 δολάρια. Σήμερα με την υψηλή τεχνολογία (ρομποτική κ.ά.) που διαθέτουν οι αναπτυγμένες χώρες μεγαλώνει περισσότερο.

Η παραγωγικότητα στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχει να κάνει με τους ρυθμούς δουλειάς, την διάρκεια του μεροκάματου και τον βαθμό εκμετάλλευσης των εργαζομέ-νων στη χώρα μας, αλλά με την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, με την προηγμένη τεχνολογία που διαθέτουν οι αναπτυγμένες χώρες, την τεχνογνωσία, οργάνωση κ.λπ. Σε κάθε περίπτωση ένα νέο πιο παραγωγικό μηχάνημα θα χρησιμοποιηθεί έτσι κι αλλιώς πρώτα από τις εταιρίες (και τις θυγατρικές τους) των αναπτυγμένων χωρών και στην συνέχεια θα φθάσει σε χώρες σαν την Ελλάδα. Δεν είναι τυχαίο ότι από γερασμένο παραγωγικό και στρατιωτικό υλικό των προηγμένων κι επικυρίαρχων κρατών τροφοδοτείται η Ελλάδα και η κάθε αντίστοιχη χώρα.

Ένα άλλο στοιχείο είναι επίσης αυτό που αναφέρεται στην κάλυψη της κατανάλωσης βιομηχανικών προϊόντων της χώρας μας από την δική της βιομηχανία. Το 1948 ικανο-ποιούνταν το 90,1% και στις αρχές της δεκαετίας του 1960 (δίχως πολέμους και μέσα στην καρδιά της οικονομικής ανάπτυξης) έπεσε στο 76,1%. Το ίδιο συνέβηκε και με την κατανάλωση «κεφαλαιουχικών» αγαθών που από 83,5% το 1948 έγινε 61,9% στις αρχές του ’60. Η ολοένα μικρότερη κάλυψη των αναγκών της εγχώριας αγοράς από τις ελληνι-κές επιχειρήσεις όχι μόνον σε κεφαλαιουχικά αγαθά, αλλά και η εισβολή ξένων προϊόν-των στην ελληνική αγορά προκύπτει κι από τα ελλείμματα των εμπορικών συναλλαγών της χώρας μας. Παραθέτουμε τους παρακάτω πίνακες.
ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ 1980 – 1994
(Σε εκατ. Δολάρια)
ΕΤΟΣ ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ ΕΞΑΓΩΓΕΣ ΕΛΛΕΙΜΜΑ
1980 10903 4094 -6809
1981 11468 4771 -6697
1982 10068 4141 -5927
1983 9491 4105 -5386
1984 9745 4394 -5351
1985 10561 4293 -6286
1986 10198 4512 -5686
1987 12556 5613 -6943
1988 13565 5934 -7631
1989 15115 5994 -9120
1990 18693 6365 -12328
1991 19015 6797 -12307
1992 19902 6009 -13893
1993 17616 5034 -12581
1994 18739 5215 -13524
Πηγή: Επιλογή, Δεκέμβριος 1988, σελ. 782, Σεπτέμβριος 1994, σελ. 122. Η Καθημερι-νή, 29/03/95

ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ 1980 – 1993
(Σε εκατ. δρχ.)
ΕΤΟΣ ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ ΕΞΑΓΩΓΕΣ ΕΛΛΕΙΜΜΑ
1980 159389 105263 54126
1981 235313 102979 132334
1982 296876 132651 164225
1983 392128 206070 186058
1984 498086 293757 204986
1985 647949 335587 467958
1986 906949 501963 584986
1987 1056908 588950 467958
1988 1084034 499048 584986
1989 1614373 802229 812144
1990 2001148 807068 119080
1991 2345531 1003107 1342424
1992 2751277 1165147 1586130
1993 3019420 1081459 1937961
Πηγή: Επιλογή, Δεκέμβριος 1988, σελ. 784, Σεπτέμβριος 1994, σελ. 120 Μάρτιος 1995, σελ. 142.

Η πτωτική τάση αυτής της διαδικασίας συνεχίστηκε κι εντάθηκε μετά την κρίση του ’73 – ’74, δίχως να μπορούμε αυτή τη στιγμή να μιλήσουμε για ποσοστά, αλλά για μια χιονο-στιβάδα που βιώνουμε σήμερα και που σαρώνει είτε μέσω των θυγατρικών των πολυεθ-νικών, είτε μέσω συγχωνεύσεων, αγορών πακέτων μετοχών ή ολόκληρων εταιριών, είτε εμπορικών παραρτημάτων, αφανισμού, δημιουργίας προβληματικών και ξεπουλημάτων, είτε μέσω οποιουδήποτε μέσου της «ελεύθερης αγοράς» και των επιταγών της ΕΕ και των άλλων τρωκτικών διεθνών οργανισμών (ΠΟΕ, ΔΝΤ, κ.λπ.).

Οι επιχειρήσεις που μπορούν κι επιβιώνουν στη χώρα μας αρχίζουν να είναι μόνον αυτές που αποτελούν τμήματα, κλάδοι ή θυγατρικές πολυεθνικών γιγάντων, που όταν γλιτώνουν από την «αναδιάρθρωσή» τους τότε παράγουν, όχι μόνον για την εσωτερική αγορά, αλλά και για το εξωτερικό, καθιστώντας τη χώρα μας, χώρα …εξαγωγής προϊόν-των και κεφαλαίων προς άλλες χώρες, ακόμα και στις βιομηχανικά αναπτυγμένες, καθιστώντας την έτσι και …ιμπεριαλιστική προς αυτές!

Και για να ‘ρθουμε σ’ ένα ακόμη στοιχείο. Έχουμε στις αρχές της δεκαετίας του 1960, κατ’ άτομο, συνολικές επενδύσεις σε πάγιο κεφάλαιο στη χώρα μας 71 δολάρια, στη Γερμανία (Δυτική) 275 δολάρια, στην Ολλανδία 200 δολάρια και στον Καναδά 427 δολά-ρια. Σε αντίστοιχα ποσοστά έχουν κινηθεί κι οι επενδύσεις βιομηχανικού κεφαλαίου σε σχέση με τις συνολικές επενδύσεις για να καταμαρτυρήσουν τελικά ότι η χώρα μας δεν μπόρεσε να πλησιάσει τις βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες, γιατί αυτές μπορεί να κινο-ύνταν, για ένα διάστημα, στους ίδιους ρυθμούς σε ορισμένες οικονομικές δραστηριότη-τες, όμως το χάσμα που προϋπήρχε, όχι μόνο δεν καλύφθηκε, αλλά από ένα σημείο και μετά άρχισε να μεγαλώνει συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια.

Αναφέρεται το παραπάνω στοιχείο για να δειχθεί επίσης ότι στη χώρα μας οι ρυθμοί εξέλιξης της οργανικής δομής του κεφαλαίου ήταν και παρέμειναν πολύ πιο πίσω από αυτούς των αναπτυγμένων χωρών τόσο για ιστορικούς λόγους και για λόγους μεγεθών, όσο για τις σημερινές πραγματικές δυνατότητες και (μη) δυναμικές του ελληνικού κεφα-λαίου.

Η σύνθεση εξ’ άλλου του κεφαλαίου δηλαδή η σχέση μεταξύ πάγιου (σταθερού) και μεταβλητού κεφαλαίου σε συνδυασμό με τις επενδύσεις σε πάγια κεφάλαια και τις δυνα-τότητες παραγωγής μέσων παραγωγής (εργαλειομηχανές – τεχνολογία) από την ίδια την χώρα αποτελεί ένα σοβαρό δείκτη εκβιομηχάνισης και συνακόλουθα ανάπτυξης της χώ-ρας αυτής. Κατά πόσο δηλαδή μια χώρα αντικαθιστά τη χειρωνακτική της εργασία με μη-χανοποιημένη (αυτό σ’ όλους τους τομείς της οικονομίας) ανάλογη θα είναι και η ανάπ-τυξη της. Κατά πόσο είναι σε θέση να δημιουργεί έργα υποδομής μακράς πνοής και προοπτικής κι όχι άρπα-κόλλα και τυχάρπαστα, κατά πόσο οι υπηρεσίες της και οι μη-χανισμοί της (κρατικοί και μη) είναι σύγχρονοι και βοηθούν την εξέλιξη, κατά πόσο τα ε-νεργειακά, επικοινωνιακά, συγκοινωνιακά της προβλήματα είναι επιλυμένα ικανοποιητι-κά και διαθέτουν μια αυτοτέλεια, κατά πόσο η κοινωνική πρόνοια, η παιδεία, η υγεία και οι κοινωνικές παροχές είναι επιπέδου, κατά πόσο υπάρχει περιφερειακή ανάπτυξη κι αποκέντρωση, άμβλυνση αντίθεσης πόλης – χωριού, κατά πόσο υπάρχει σχεδιασμός χωροταξικός, κατά πόσο δεν έμεινε τέλος, η χώρα μας μόνο στις γνωστές διακηρύξεις, περί αυτών, στα λόγια τα παχιά και τα μεγάλα και στα έργα τα μικρά και τα ισχνά. Εξ’ άλλου οι πίνακες που απεικονίζουν τον βαθμό αξιοποίησης του παραγωγικού δυναμικού και των επενδύσεων είναι ενδεικτικοί.

ΒΑΘΜΟΣ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ
Σε ποσοστά (%)
ΕΤΟΣ ΣΥΝΟΛΟ
ΒΙΟΜ/ΝΙΑΣ ΚΑΤΑΝ/ΤΙΚΑ ΚΕΦΑΛ/ΧΙΚΑ ΕΝΔΙΑΜΕΣΑ ΤΡΟΦΙΜΑ
ΠΟΤΑ
ΚΑΠΝΟΣ ΚΛΩΣΤ/ΡΓΙΑ ΧΗΜΙΚΕΣ ΒΙΟΜ/ΝΙΕΣ ΜΗ ΜΕΤΑΛΛΙΚΑ ΟΡΥΚΤΑ ΒΑΣΙΚΗ ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΙΑ
1981 79,7 72,9 78,3 83,3 69,2 86,0 76,3 85,3 87,4
1982 75,2 68,6 66,9 79,1 72,4 79,6 71,4 83,8 81,7
1983 75,1 68,6 65,2 79,4 69,9 77,6 76,6 83,5 84,4
1984 73,9 69,7 69,4 78,0 67,3 78,8 77,6 79,7 76,9
1985 73,8 70,4 70,8 77,5 66,8 86,7 75,8 75,6 72,4
1986 76,3 70,8 67,0 80,0 71,4 85,6 74,6 84,1 73,4
1987 75,2 67,7 67,7 79,0 72,7 84,8 74,6 84,4 65,8
1988 76,3 66,3 76,8 79,0 72,1 83,0 76,5 86,8 68,7
1989 78,4 68,8 79,3 81,7 73,1 80,4 78,1 88,8 79,8
1990 77,4 74,5 74,8 80,7 73,7 83,6 77,2 89,6 73,2
1991 77,2 75,1 83,0 79,6 73,0 82,8 77,7 87,8 72,8
1992 77,9 76,9 76,8 80,1 74,0 84,7 78,7 89,6 68,2
1993 74,2 76,4 72,3 74,9 72,5 82,3 77,5 89,4 67,3
Πηγή: Η Ελληνική Οικονομία, ΙΟΒΕ. αρ. τεύχους 4, Νοέμβρης 1993

ΑΕΠ ΚΑΙ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ
(Σε δισ. δρχ. και σε σταθερές τιμές του 1970)
ΕΤΟΣ ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΠΑΓΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Σε εκατ. δρχ. % Σε εκατ. δρχ. %
1980 417510 100,0 92705 22,2
1981 418271 100,0 85750 20,5
1982 420641 100,0 84100 19,9
1983 422351 100,0 83000 19,6
1984 434726 100,0 78300 18,0
1985 449419 100,0 82360 18,3
1986 457214 100,0 77234 16,9
1987 454998 100,0 73315 16,1
1988 477170 100,0 79831 16,7
1989 494950 100,0 87873 17,7
1990 487633 100,0 96139 19,7
1991 504744 100,0 91895 18,2
1992 508681 100,0 92969 18,2
1993 506261 100,0 91600 18,0
Πηγή: Μηνιαίο Στατιστικό Δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδας, Οκτώβρης 1985, σελ. 87, Νοέμβρης 1988, σελ. 87, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 1994, σελ. 87, Επιλογή, Απρίλης 1994, σελ. 347.

Αυτή η κατάσταση συνεχίζει και σήμερα οδηγώντας τη χώρα μας από αγροτοβιομηχα-νική που ήταν στην περίοδο του μεσοπολέμου κι έγινε μεταπολεμικά βιομηχανοαγροτική (άλλαξε δηλαδή η σχέση βιομηχανικής κι αγροτικής παραγωγής στο ΑΕΠ όπου είχαμε 1,5 φορά μεγαλύτερο μερίδιο στην βιομηχανία κι όπου στην ίδια την βιομηχανία αυξήθη-κε η βαριά σε σχέση με την ελαφριά), οδηγώντας λοιπόν, τη χώρα μας (λένε με σχέδιο, με πρόγραμμα, με όραμα, με έμπνευση, με ιδέες, με ελπίδα, με προοπτική και τόσα άλλα ηχηρά) σε μια …απροσδιόριστη κατάσταση για να αποτελέσει κι αυτή (όπως κι άλλες χώρες των Βαλκανίων και του κόσμου) εύπλαστη ύλη για άλλα σχέδια, για άλλες ιδέες, για άλλες προοπτικές, αυτές του ενεργούμενου των κυρίαρχων ιμπεριαλιστών της Δύσης.

Ποια βιομηχανία λοιπόν που οι μεν ελληνικές αν δεν συγχωνευθούν, αγοραστούν, παραρτηματοποιηθούν, «προβληματισθούν», κλείσουν δεν έχουν μέλλον, ενώ οι ξένες αν δεν αναδιαρθρωθούν, αν δεν συγκεντρωθούν σε στρατηγικότερα σημεία, αν δεν πε-ράσουν οι αποικιοκρατικοί όροι τους, αν δεν εκβιάσουν, απαιτήσουν, αποσπάσουν προ-νόμια ασύλληπτης υποταγής δεν μένουν στη χώρα μας για να την καθιστούν …ιμπεριαλιστική!

Ποια γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία, ποιος ορυκτός πλούτος, όταν ο τελευταίος μόνο με συμβάσεις αποικιακές εξορύσσεται από τις ξένες επιχειρήσεις, ποια αλιεία όπου ακόμη κι οι θάλασσες μας αυτοί οι απέραντοι γαλάζιοι, υδάτινοι όγκοι (όταν δεν μετατρέπονται σε υγρούς τάφους για τους ψαράδες και τους ναυτικούς) έχουν πάψει να αποτελούν ευ-λογία της φύσης και μετατράπηκαν σε τιμωροί κι αμείλικτοι εκδικητές. Η εισαγωγή ακόμη και ψαριών, όχι μόνο κονσερβοποιημένων, αλλά και νωπών είναι ενδεικτικό μήνυμα των σημερινών καιρών.

Τα αγκωνάρια της ελληνικής, παραδοσιακής και μη, οικονομίας δηλαδή η ζωική και φυτική παραγωγή αφανίζονται στον τόπο μας. Ακόμη και παραδοσιακά προϊόντα για τα οποία η χώρα μας διακρινόταν και στην εξαγωγή, έχουν αρχίσει ν’ αφανίζονται και τη θέση τους να παίρνουν τα εισαγόμενα. Έτσι η χώρα μας από …βιομηχανοαγροτική τείνει να γίνει στα τέλη του 20ου αιώνα μέσα στα πλαίσια της ΕΕ «απροσδιόριστη» ή από μια άλλη άποψη σαφώς προσδιορισμένη.

Και η αλήθεια είναι πως στα πλαίσια της «παγκοσμιοποίησης» της οικονομίας και της αγοράς («διεθνή αγορά» αναφέρει ο Λένιν στον ιμπεριαλισμό κι επανάσταση) γενικά αλ-λά και ειδικά στα πλαίσια της ΕΕ, η ελληνική ολιγαρχία έχει αναλάβει ένα γνωστό ρόλο, αυτό που ήξερε να παίζει από γεννησιμιού της στον τόπο μας. Ο εμπορομεσιτικός, δια-μετακομιστικός, υπεργολαβικός, παραπληρωματικός, υποτελικός, εξαρτημένος (ή όπως αλλιώς θέλουμε να τον ονομάσουμε) ρόλος της ολιγαρχίας. Είναι αυτός που την ανέστη-σε σε σύμφυση και με παρέμβαση των μεγάλων δυνάμεων στις αρχές του προηγούμε-νου αιώνα, αυτός που την στήριξε σ’ όλες τις δύσκολες στιγμές της κι αυτός που συνεχί-ζει να την στηρίζει στέλνοντας στην βαθύτερη εξάρτηση τον τόπο και στην εξαθλίωση τον λαό.

Η Ελλάδα βρίσκεται σ’ ένα στρατηγικής σημασίας σταυροδρόμι. Βρίσκεται στο σημείο που η ανατολή συναντάει την Δύση και τούμπαλιν. Βρίσκεται σε περιοχή όπου ακόμη και οι χώρες της Β. Αφρικής είναι στην εμβέλεια του οικονομικο-εμπορικού βεληνεκούς της κι όχι μόνο (ας θυμηθούμε το ρόλο των αμερικανικών βάσεων στον πόλεμο των 7 ημερών Ισραήλ – Αιγύπτου και τον πριν μερικά χρόνια βομβαρδισμό της Λιβύης).

Το αρχιπέλαγος του Αιγαίου, αυτός ο σημαντικός δρόμος σε συνάρτηση με τα στενά των Δαρδανελίων γίνεται ακόμη πιο σημαντικός. Δίνει θαλάσσια διέξοδο σε τόσες και τόσες βόρειες χώρες και σήμερα αποκτάει ακόμη μεγαλύτερη σημασία ενόσω ο «μαύρος χρυσός» λιγοστεύει και η αξία του πολλαπλασιάζεται.

Δεν επιμένουμε σ’ αυτά τα στοιχεία γιατί για την σημασία τους έχουμε αναφερθεί αρκετές φορές, απλώς θέλουμε να τονίσουμε ότι η σημερινή (όπως και στο παρελθόν) οικονομική κατάσταση της χώρας πρέπει να ειδωθεί πρώτα απ’ όλα πολιτικά, να ερ-μηνευθεί ιστορικά, για να κατανοηθεί το που βρίσκεται και το που μπορεί να φθάσει.

Μέσα στα πλαίσια του «διεθνούς καταμερισμού» και της «παγκοσμιοποίησης» (όπως συνηθίζεται να λέγεται τελευταία), μέσα στα πλαίσια της ΕΕ και της συνθήκης του …αναθεωρημένου Μάαστριχ, των συμφωνιών της ΚΑΠ και της GATT, μέσα λοιπόν σ’ αυτόν τον διεθνή και τοπικό περίγυρο, η χώρα μας καλείται να παίξει το ρόλο που της ανατίθεται κι ευελπιστούν οι άνθρωποι της ολιγαρχίας με το …εκσυγχρονισμένο πολιτικό προσωπικό που ανέδειξαν κι αναδεικνύουν (Σημίτης, Καραμανλής) ν’ ανταποκριθούν καλύτερα απ’ ότι στο παρελθόν. Αναζητούν και θα συνεχίσουν ν’ αναζητούν μια στρατη-γική, που να είναι εθνική, ενιαία και τελεσφόρα. Όμως, τα συμφέροντά τους πολλές φο-ρές συγκρούονται σε άμεσες αντανακλάσεις με τα ανταγωνιζόμενα συμφέροντα των ιμ-περιαλιστών, κυρίως αυτών της Δύσης (ΕΠΑ – ΕΕ). Ωστόσο είναι υποχρεωμένοι ν’ ακο-λουθούν μια κοινή οικονομικο-κοινωνική πολιτική και να την παρουσιάζουν σαν διαφορε-τική. Και είναι κοινή γιατί αποβλέπει στο να επιφέρει τις αναγκαίες «διορθώσεις» στις «ανορθογραφίες» της κοινωνίας (π.χ. αφανισμός μεσοστρωμάτων της πόλης και του χωριού).

Η ελληνική εμπορική ναυτιλία βρίσκεται ωστόσο στις πρώτες (αν όχι στην πρώτη θέ-ση) θέσεις των εμπορικών στόλων των χωρών του κόσμου. Κι αποτελεί μία από τις πρώτες προτεραιότητες της ελληνικής ολιγαρχίας. Υπάρχουν κι εδώ κάποιες «ανορθογ-ραφίες» ως προς τις συνθήκες και τους όρους του απασχολούμενου προσωπικού στο βαθμό που υψώνεται η ελληνική σημαία στο πλοίο. Μ’ αυτές τις «ανορθογραφίες» θέλο-υν, ουσιαστικά, να τελειώνουν οι «εκσυγχρονιστές» για να καταστήσουν την ελληνική σημαία καλύτερη σημαία ευκαιρίας κι έτσι όχι μόνο να ικανοποιήσουν τους εκβιασμούς και τις απειλές των εφοπλιστών, αλλά να προσελκύσουν κι άλλα εφοπλιστικά κεφάλαια. Σ’ αυτή την προσπάθεια τους συνάντησαν την σθεναρή αντίσταση των ναυτικών και την αντιμετώπισαν με τον τρόπο που γνωρίζουν και γνωρίζουμε.

Ο αγώνας των ναυτεργατών θα συνεχισθεί, όμως και η ολιγαρχία με την κυβέρνηση της θα επιμείνει στον «εκσυγχρονισμό» της ναυτιλίας, γιατί προέταξε αυτόν τον κλάδο σε σχέση (ακόμα) και με τον όποιο παραγωγικό ιστό απέκτησε στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα στην μεταπολεμική περίοδο.

Βέβαια, την ιδιαιτερότητα του εφοπλιστικού κεφαλαίου την γνωρίζουμε, όπως γνωρί-ζουμε επίσης πως οι διάφοροι μεγαλοεφοπλιστάδες (Λαιμός, Λάτσης, κ.ά.) επενδύουν τα κεφάλαια τους με έδρα το Λονδίνο ή τη Ζυρίχη και πως συντελούν στην …ανάπτυξη (ό-πως διευκρινίζαμε κι αυτόν τον όρο προηγούμενα) μιας χώρας και συγκεκριμένα της δι-κής μας.

Αν μια πρώτη προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής της ελληνικής ολιγαρχίας είναι η εμπορική ναυτιλία, μια δεύτερη (διακηρυσσόμενη) είναι αυτή του τουρισμού.

Η χώρα μας, χώρα του ήλιου, των γαλάζιων ακτών, του πολιτισμού και μάλιστα της κοίτης του ευρωπαϊκού πολιτισμού, χώρα ιδιότυπη, παράξενη και με αρχαιολογικούς θησαυρούς, χώρα ξεγνοιασιάς κι αστείρευτης ψυχαγωγίας και διασκέδασης, χώρα που συνενώνει την δυτική κουλτούρα με τον ανατολίτικο μυστικισμό, χώρα τέλος πάντων για ΤΟΥΡΙΣΜΟ όλων των ποικιλιών κι όλων των βαλαντίων. Αυτή την φάμπρικα του του-ρισμού οφείλουμε -λένε- ν’ αξιοποιήσουμε και να διακριθούμε ως τα καλύτερα …γκαρσόνια της Ευρώπης και της υφηλίου.

Όμως ο τουρισμός, που πήρε αυτές τις μαζικές διαστάσεις από την δεκαετία του ’60 κι εντεύθεν, δεν μπόρεσε να αντέξει μπροστά στις δοκιμασίες της κρίσης του καπιταλιστι-κού συστήματος. Ένα σύστημα (ο καπιταλισμός) που έκανε αυτές τις παροχές προς το λαϊκό κίνημα στην μεταπολεμική περίοδο ακριβώς γιατί υποχρεώθηκε σε κάτι τέτοιο από την αναπτυσσόμενη διεκδικητική πάλη των εργαζομένων κι από την πίεση που δεχόταν από τις χώρες του ανατολικού μπλοκ, οι οποίες ξεκινούσαν το σοσιαλιστικό εγχείρημα (πέραν της ΕΣΣΔ) κι έδειχναν ένα δρόμο, δίχως την «αναγκαία» παρουσία των καπιτα-λιστών και των πολιτικών τους εκπροσώπων.

Σήμερα, οι όποιες κατακτήσεις – δικαιώματα των εργαζομένων αφαιρούνται – καταργούνται. Το βιοτικό τους επίπεδο πέφτει κατακόρυφα και οι σκέψεις για τουρισμό μόνο σκέψεις μπορούν να μένουν. Για τους λίγους κι εκλεκτούς μια Ελλάδα είναι μεγάλη για τουρισμό, όπως τους είναι μικρός ένας ολάκερος κόσμος. Το ότι τα τελευταία χρόνια ο τουρισμός στη χώρα μας, κι όχι μόνο σ’ αυτή, γνωρίζει μια αισθητή κάμψη και τα τουριστικά ρεύματα αντικαθίστανται από τα τραγικά οικονομικο-μεταναστευτικά ρεύματα στον κόσμο ολόκληρο, στις παρυφές των χωρών της Ευρώπης, αλλά και στην ίδια την Ευρώπη με πρώτα και καλύτερα τα …καθυστερημένα Βαλκάνια και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.

Μέσα σε τέτοιες συνθήκες να μιλάει κανείς για «τουριστική βιομηχανία» το λιγότερο εί-ναι αφελής, αν δεν είναι ένας συνειδητός πραματευτής της Ελλάδας «θέρετρο» των λί-γων κι εκλεκτών της Ευρώπης, που δεν χρειάζονται να ταξιδεύσουν μακριά για να γνω-ρίσουν «ιθαγενείς» με τις γνωστές …παραξενιές τους και πρόθυμους να τους υπηρετή-σουν, πάντα με το …χαμόγελο.
Αν το εφοπλιστικό κεφάλαιο είναι αυτό που είναι κι ο τουρισμός αυτό που περιγράψα-με παραπάνω, θα ’λεγε κανείς ότι η ελληνική ολιγαρχία εκτελώντας κι επιταγές των επι-κυρίαρχων επιθυμεί να επανέλθει στις παλιές καλές κομπραδόρικες εποχές. Να μετατ-ρέψει τη χώρα μας από βιομηχανοαγροτική που έγινε στις αρχές της δεκαετίας του ’60 (εξηγήσαμε τι σημαίνει αυτό) σε μια χώρα που να «περηφανεύεται» για τους α-δίστακτους εφοπλιστές της και να προσφέρει ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ, πολλαπλές υπηρεσίες ανάμεσα στις οποίες κι ο τουρισμός.

Επειδή όσο κι αν θέλουν να γυρίσουν τον τροχό της ιστορίας προς τα πίσω και να ο-δηγήσουν την ανθρωπότητα σε μια νέα βαρβαρότητα δεν πρόκειται να τα καταφέρουν, γιατί οι λαοί (όπως δίνουν μηνύματα και σήμερα) θα συνεχίσουν ν’ αντιστέκονται, να εξεγείρονται, να επαναστατούν κι αυτό θα τους κάνει να γίνονται πιο προσεκτικοί στα βήματα τους παρ’ ότι η επιθυμία τους είναι ο άμεσος εξανδραποδισμός των λαών κι αυτό το βλέπουμε να συντελείται σε μια σειρά χώρες, εκεί όπου κρίνουν ότι μπορεί κάτι τέτοιο να περάσει ανώδυνα ή με μικρό κόστος.

Στην Ελλάδα η Αντίσταση των μαζών δεν έχει σταματήσει, παρ’ όλες τις διακυμάνσεις που γνώρισε και θα γνωρίσει στο μέλλον. Αυτό σημαίνει ότι τα όποια κυβερνητικά, ΕΟΚικά, ΝεοΤαξικά πλάνα και σχέδια θα συναντούν ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ κι αυτό θα δημιουργεί αναστολές, αναβολές, εμπόδια κι ανατροπές ακόμη, αυτών των σχεδίων.

ΚΡΑΤΙΚΟ ΜΟΝΟΠΩΛΙΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Στις τελευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα έχουμε την εμφάνιση του μονοπω-λίου, το οποίο αρχίζει σιγά-σιγά να εκτοπίζει από την «ελεύθερη αγορά» όλες τις ομοει-δείς επιχειρήσεις που δεν μπορούσαν ν’ αντεπεξέλθουν στον οικονομικό ανταγωνισμό, που επέβαλε το ίδιο το μονοπώλιο.

Στη χώρα μας ακόμα και το σύνταγμα του 1864, το οποίο ίσχυσε μέχρι το 1911, έκανε νόμο την πολιτική «του οικονομικού συναγωνισμού και της μη παρέμβασης του κράτο-υς».

Ωστόσο η παρέμβαση του ελληνικού κράτους στην οικονομία και η διαδικασία δια-μόρφωσης του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού ξεκίνησε στην Ελλάδα από την πρώτη δεκαετία του αιώνα μας, αναπτύχθηκε στην διάρκεια του μεσοπολέμου και μετατ-ράπηκε σ’ ένα μεγάλο καπιταλιστή επιχειρηματία στην μεταπολεμική περίοδο.

Σ’ αυτή την περίοδο γνωρίζει μια γοργή ανοδική πορεία η ελληνική οικονομία και σ’ αυτό συνέβαλε αποφασιστικά η παρέμβαση του ελληνικού κράτους αναλαμβάνοντας να εκτελέσει σειρά έργων υποδομής και να παρέμβει σε οικονομικούς τομείς στους οποίους ο ατομικός καπιταλιστής δεν έδειχνε καμία διάθεση τόσο γιατί απαιτούνταν τεράστια πο-σά, όσο γιατί δεν διαγραφόταν άμεσο και μεγάλο κέρδος.

Έτσι ιδρύονται πάρα πολλές δημόσιες και κρατικές επιχειρήσεις, οι οποίες συμβάλλο-υν σημαντικά στο ΑΕΠ. Ο κρατικός τομέας της οικονομίας παίρνει διαστάσεις κι ο προϋ-πολογισμός του κράτους δεν περιορίζεται σε λειτουργίες ρυθμιστικές ως προς την κρατι-κή μηχανή, αλλά μετατρέπεται σ’ έναν ενεργό καπιταλιστή με μεγάλες δυνατότητες. Έχει την δυνατότητα να θεσπίζει νόμους τέτοιους που να ευνοούν αφ’ ενός τη δική του παρέμβαση, αλλά και την διείσδυση του ξένου κεφαλαίου, τη σύνδεση της χώρας με την ΕΟΚ και την ένταξη της σε άλλους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς.

Η εξωτερική (οικονομική) πολιτική του ελληνικού κράτους απορρέει από την παρέμ-βασή του σε όλους τους τομείς της ελληνικής οικονομίας, παίζοντας ρυθμιστικό και ση-μαντικό ρόλο. Στον τομέα της βιομηχανίας, του εμπορίου, των επικοινωνιών και μεταφο-ρών, στην αγροτική οικονομία και στην νομισματική και πιστωτική ζωή της χώρας. Σ’ ό-λους τους τομείς -κοντολογίς- παρεμβαίνει, συντάσσει οικονομικούς προγραμματισμούς του κράτους, όχι μόνο ετήσιας πνοής , και συμμετέχει στην οικονομική ζωή της χώρας σαν το τρίτο μέρος, ανάμεσα σε εργοδότες κι εργαζόμενους, με ίδια οικονομικά συμφέ-ροντα πέραν του ρυθμιστικού του ρόλου.

Η διόγκωση του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού στη χώρα μας έγινε για συγκεκ-ριμένους ιστορικούς και κοινωνικο-οικονομικούς λόγους. Δεν ήταν μόνον οι γενικές αντι-νομίες του καπιταλισμού, όπως το πέρασμα από τον «ελεύθερο συναγωνισμό» στο μο-νοπώλιο, η πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους του κεφαλαίου, το προτσές συγ-κέντρωσης της παραγωγής και η συγκεντρωποίηση του κεφαλαίου κ.λπ., αλλά ήταν και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του τόπου μας.

Η αυγή του ελληνικού καπιταλισμού βρήκε τις ευρωπαϊκές χώρες, από τις οποίες ε-ξαρτήθηκε ευθύς εξαρχής, να μεσουρανούν και να προπορεύονται κατά πολύ από την ανύπαρκτη και καχεκτική ελληνική οικονομία. Βρήκε επίσης δεδομένα διαμορφωμένα, κι άνισα φυσικά, στην ευρωπαϊκή και διεθνή αγορά και είχε στο εσωτερικό της πολύ δρόμο να διαβεί για να διαμορφώσει υποδομή τέτοια σε έμψυχο και άψυχο υλικό, που θα της επέτρεπε να ελπίζει σε κάτι καλύτερο στο μέλλον.

Η γεωφυσική και γεωπολιτική της θέση την ευνοούσε από μια σκοπιά στο να παίξει ένα ρόλο στην περιοχή, αλλά την καταδίκαζε από την άλλη, γιατί αποτελούσε ταυτόχρο-να και «μήλον της έριδος» στον ανταγωνισμό των ισχυρών της γης, οι οποίοι θέλανε τον έλεγχο της.

Ευλογία και δυστυχία ταυτόχρονα για μια χώρα, όπως και για τόσες άλλες, η θέση της, ο ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει στις πολυποίκιλες δραστηριότητες των επικυρίαρ-χων (από οικονομικο-εμπορικές μέχρι στρατιωτικές, κι από εκμετάλλευση του φυσικού της πλούτου και των φτηνών εργατικών χεριών μέχρι την μετατροπή της σε εργαλείο πο-λιτικο-πολιτιστικο-διπλωματικού προπομπού προς διάφορες κατευθύνσεις).

Με αυτά τα πολιτικο-ιστορικά και κοινωνικο-οικονομικά δεδομένα, με δεδομένη λοιπόν την βαθύτατη ξένη εξάρτηση σ’ όλους τους τομείς και με δεδομένο επίσης το μεταπολε-μικό γίγνεσθαι στην Ευρώπη και στη χώρα μας ιδιαίτερα, δεν αποτελεί ανακολουθία και αντίφαση το γεγονός της ύπαρξης, ανάπτυξης και διόγκωσης του κρατικού μονοπωλίου.

Αν λάβουμε υπόψη μας και τι πέρασε το ελληνικό αστικό κράτος στην δεκαετία του ’40, τότε μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα γιατί τόση πρεμούρα να ενωθεί το κρά-τος με το μονοπώλιο. Γιατί μόνον έτσι μπορούσε ν’ αντεπεξέλθει στα νέα καθήκοντα που αναλάμβανε τόσο απέναντι στο λαϊκό-επαναστατικό κίνημα της χώρας (χτύπημά του) όσο απέναντι στις γειτονικές χώρες του Βορρά πρωτίστως και δευτερευόντως στη γύρω περιοχή (Αραβικές χώρες, Τουρκία κ.ά.) Το πολιτικο-στρατιωτικό δόγμα της μεταπολεμι-κής κρατικομονοπωλιακής Ελλάδας, που άκουγε στο όνομα «ο από Βορρά κίνδυνος» μόλις τώρα αρχίζει να τροποποιείται, δίχως να σημαίνει ότι καταργείται κι ότι επανέρχε-ται ενίοτε για να μας αποδεικνύει ότι τα αντανακλαστικά της ελληνικής ολιγαρχίας και των φερέφωνών της ήταν και παραμένουν ίδια.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι ο προϋπολογισμός του κράτους διατίθεται τουλάχιστον κα-τά το 1/3 για στρατιωτικές δαπάνες (μυστικές και φανερές), λιγότερο από το 1/3 για κρα-τικές επενδύσεις και τα υπόλοιπα που περισσεύουν για μισθοδοσία δημοσίων υπαλλή-λων, ενώ τα έσοδα του κράτους έχουν σαν κύρια πηγή τους φόρους εκ των οποίων το 70% περίπου προέρχεται από έμμεσους και το 30% από άμεσους.

Ας παραθέσουμε όμως τον Πίνακα του Ακαθάριστου Εγχωρίου (ΑΕΠ) και του «εθνικού εισοδήματος» από το 1970 μέχρι τις προβλέψεις του 1994 (αυτά διαθέτει δημοσιευμένα η ΕΣΥΕ) για ν’ αποκτήσουμε μία γενικότερη εικόνα των αλλαγών που σημειώνονται στο ΑΕΠ, την τελευταία 25ετία, και για να προσεγγίσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια αυτές τις διαφοροποιήσεις που αναφέραμε. Κατ’ αρχήν το ΑΕΠ συνοπτικά, για να πάρουμε μια γενική εικόνα, διαμορφώνεται ως εξής:

ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΟ ΕΓΧΩΡΙΟ ΠΡΟΪΟΝ (ΑΕΠ)
(Σε εκατ. δρχ. και σε σταθερές τιμές του 1970)
ΕΤΟΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΣΥΝΟΛΟ ΑΕΠ
1980 60499 135486 221525 417510
1981 59516 133441 225314 418271
1982 60940 130388 229313 420641
1983 55518 130615 236218 422351
1984 59394 132244 243088 434726
1985 60523 137054 251842 449419
1986 62036 138463 256715 457214
1987 58761 137462 258775 454998
1988 62581 145526 269063 477170
1989 63180 149886 281884 494950
1990 53477 148234 285923 487633
1991 62883 147950 293911 504744
1992 61082 146732 300867 508681
1993 60223 143100 302938 506261

Πιο αναλυτικά:
Πίνακας Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος και «εθνικού εισοδήματος»
Σε εκατομμύρια δραχμές – Σε σταθερές τιμές 1970
1970 1980 1989 1990 19911 19921 19932 19942
1. Γεωργία κ.λπ. 47058 60499 63180 53523 62883 61082 60223 63749
α. Γεωργία, κτηνοτροφία 44555 58029 60827 51156 60415 58427 57493 61058
β. Δάση 1128 1202 989 975 1019 923 930 911
γ. Αλιεία 1375 1268 1364 1392 1449 1732 1800 1780
2. Ορυχεία 3541 6245 9372 8841 8841 9023 8761 8761
3. Μεταποίηση 49226 89125 93203 90761 90079 88693 84920 85939
α. Επιχειρήσεις Τροφίμων, πο-τών και καπνού 9317 16977 21086 20002 21034 22256 22092 22900
β. Υφαντικές 6937 15728 15245 15016 13539 12560 11801 11964
γ. Ενδύσεως και υποδήσεως 4627 7969 5725 5589 5740 5528 5551 4940
δ. Ξύλου και επίπλων 3051 3583 2638 2637 2556 2415 2256 2075
ε. Χάρτου, εκδόσεων και εκτυ-πώσεων 2268 3568 4833 4419 4522 4531 4252 4460
στ. Χημικές 5495 11384 15634 15359 14383 14077 14266 14700
ζ. Μη μεταλλικών ορυκτών 3736 7823 7337 7667 6762 6401 6358 6670
η. Βασικές μεταλλουργικές 3638 5396 5273 5170 5422 5536 5259 5580
θ. Αντικειμένων από μέταλλο, μηχανών και ηλεκτρικών μη-χανών 6298 10493 9207 8420 8829 8965 8807 8700
ι. Μεταφορικών μέσων 2595 4065 4328 4616 4972 5049 3267 3040
ια. Λοιπές 1304 2139 1897 1816 2320 1375 1011 910
4. Επιχειρήσεις ηλεκτρισμού, φωταερίου, ύδατος 5152 13724 20624 20102 21805 22766 23512 24899
5. Κατασκευές 23017 26392 26687 28186 27225 26250 25907 24871
6. Μεταφορές, επικοινωνίες 19761 39898 55594 56262 57181 60275 63100 63921
α. Θαλάσσιες μεταφορές 1823 3291 4726 4946 4873 5053 5205 5413
β. Σιδηρόδρομοι 556 601 636 571 559 546 541 530
γ. Λοιπές μεταφορές και απο-θηκεύσεις 13409 22106 25898 25808 24992 25849 26301 27238
δ. Επικοινωνίες 9973 13900 24334 24937 26757 28827 31053 30740
7. Εμπόριο 31050 50633 62410 62785 64983 65000 62000 61814
8. Τράπεζες, ασφάλειες, κτη-ματικές επιχειρήσεις 6088 11037 14853 16517 18449 20976 20304 20446
9. Κατοικίες 21099 38097 49750 51243 52729 54047 55952 56344
10. Δημόσια διοίκηση, ασφάλε-ια 22559 36708 44857 44179 45274 42459 41678 41561
α. Διοίκηση 13166 21808 22719 22661 23217 21876 20581 20527
β. Ασφάλεια 9393 14900 22138 21518 22057 20583 21097 21034
11. Υγεία, εκπαίδευση 11930 17503 24040 24332 24810 25393 26147 26061
α. Υγεία 4860 6397 8225 8341 8450 8462 8521 8493
β. Εκπαίδευση 7070 11106 15815 15991 16360 16931 17626 17568
12. Διάφορες υπηρεσίες 17479 27649 30380 31222 30485 32717 33757 35107
13. Ακαθάριστο εγχώριο προϊόν 258000 417510 494950 488296 504744 508681 506261 513473
14. Καθαρό εισόδημα από την αλλοδαπή 5503 11598 -6968 -3465 -2823 -3333 3000 4850
15. Ακαθάριστο εθνικό εισό-δημα 263503 429108 487982 484831 501921 505348 509261 518323
16. Μείον: Αποσβέσεις 16860 33761 42639 44156 45397 46799 48060 48845
17. Καθαρό εθνικό εισόδημα 246643 395347 445343 440675 456524 458549 461201 469478
1. Προσωρινά στοιχεία.
2. Εκτιμήσεις.
Πίνακας κατά κεφαλή ακαθαρίστου εθνικού εισοδήματος
Έτη Σε τιμές συντελεστών παραγωγής Σε αγοραίες τιμές
Σε δραχμές Σε $ ΕΠΑ Σε δραχμές Σε $ ΕΠΑ
Σε τρέχουσες τιμές
1970 29968 999 34622 1154
1980 163893 3844 183309 4299
1986 482235 3446 546673 3906
1987 542372 4005 621887 4592
1988 656117 4625 751231 5295
1989 772313 4755 868599 5347
1990 909218 5735 1041219 6568
19911 1080502 5928 1258646 6905
19921 1209972 6363 1433090 7537
19932 1394007 6067 1625605 7076
19942 1542987 6360 1819726 7501
Σε σταθερές τιμές 1970
1970 29968 999 34622 1154
1980 44502 1483 50309 1677
1986 45184 1506 50905 1697
1987 44848 1495 50541 1685
1988 47185 1569 52932 1760
1989 48614 1616 54450 1811
1990 48056 1596 54216 1794
19911 49207 1633 55548 1833
19921 48997 1628 55129 1828
19932 49118 1632 54949 1822
19942 49713 1652 55614 1844
1. Προσωρινά στοιχεία.
2. Εκτιμήσεις

Παραθέσαμε (εκτός από τον Πίνακα του ΑΕΠ) κάποια σειρά στοιχείων για να δείξουμε το επίπεδο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και συγκρίναμε αυτά τα στοιχεία με κά-ποιες ομοειδείς χώρες (αν και το ομοειδές, η ισομετρία και η αρμονική εξέλιξη για τον καπιταλισμό είναι ξένα πράγματα ακόμη και σε κάθε χώρα ξεχωριστή, πολύ περισσότερο βέβαια μεταξύ διαφορετικών χωρών) για να καταλήξουμε σε ορισμένα συμπεράσματα. Πριν καταλήξουμε όμως σ’ αυτά ας σταθούμε σ’ ορισμένα ακόμη στοιχεία κι ας κάνουμε κάποιες ακόμη διαπιστώσεις.

Τα στοιχεία και οι διαπιστώσεις αφορούν βέβαια την περίοδο πριν και μετά την έ-ναρξη της παρατεταμένης κρίσης, διότι η προσπάθεια μας αποβλέπει στο να αναδείξει, τουλάχιστον βασικές πλευρές των οικονομικο-κοινωνικών δεδομένων της χώρας μας πριν και μετά την κρίση, για να εκτιμηθεί, όσο γίνεται καλύτερα η σημερινή κατάσταση και να διαγραφούν οι προοπτικές εξέλιξης της κατάστασης.

ΜΕΡΙΚΕΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ
Τα δεδομένα του μεταπολεμικού κόσμου διαμορφώθηκαν από την ίδια την έκβαση του πολέμου και καθόρισαν για τις δύο δεκαετίες που ακολούθησαν (’50-’60) την τροχιά των πραγμάτων. ήταν δεκαετίες ανάπαυλας (αν κι ο πόλεμος ποτέ δεν σταμάτησε, Κορέα, Ινδοκίνα, Λατινική Αμερική, Αφρική κ.ά.) στην διάρκεια των οποίων οι λαοί της περιφέρε-ιας αναζητούσαν μέσα από τους αγώνες τους την ανεξαρτησία τους και την πρόοδο, ο καπιταλιστικός κόσμος ανασυντάσσονταν με την ηγεμονία πλέον των ΕΠΑ κι ο ανατολι-κός κόσμος (Ευρώπη, ΕΣΣΔ, Κίνα, κ.ά.) επιχειρούσε ν’ ακολουθήσει ένα νέο δρόμο, δι-αφορετικό απ’ αυτόν που ακολουθήθηκε προηγούμενα, με νέα δεδομένα και οραματισ-μούς, αλλά ναρκοθετημένο με πολλά κληροδοτήματα του παλιού κόσμου και με την ισ-χυρή πίεση του ανασυντασσόμενου καπιταλισμού.

Τα πράγματα θα μπορούσαν να εξελιχθούν και διαφορετικά απ’ ότι εξελίχθηκαν. Θα μπορούσε η ενιαία καπιταλιστική αγορά του σήμερα να μην είναι και τόσο ενιαία, όχι μό-νο χάρη του ανταγωνισμού που γεννάει ο ίδιος ο καπιταλισμός ακόμη και στην εξελιγμέ-νη μορφή του μονοπωλίου και του κρατικού μονοπωλίου, αλλά κι από την αναμέτρηση του με το σοσιαλιστικό στρατόπεδο. Δυστυχώς αυτό το τελευταίο άρχισε ν’ αποσυγκρο-τείται την ίδια στιγμή που φαινόταν ως η πιο κορυφαία στιγμή της πορείας του.

Τα γεγονότα λίγο – πολύ είναι γνωστά και παίρνουν μια μορφή ακόμη πιο έντονη με το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης, κρίση η οποία δεν αφήνει απ’ έξω το …σοσιαλιστικό κατά τ’ άλλα στρατόπεδο. Προφανώς η «παγκοσμιοποίηση» της κρίσης αποτελεί απόρ-ροια της «παγκοσμιοποιημένης» οικονομίας, η οποία τείνει να υιοθετεί κοινά μέτρα-γιατροσόφια και τα οποία σε κοινότητες όπως η ΕΕ αποτελούν τα «οικονομικά συντάγ-ματα» των χωρών μελών της.

Από την κρίση του το κεφαλαιοκρατικό σύστημα προσπάθησε και προσπαθεί να βγει μέσω της αναδιαρθρωτικής διαδικασίας που ξεκίνησε. Στα πλαίσια αυτά υπάρχουν πα-ράλληλες κι ανταγωνιστικές διαδικασίες σ’ επίπεδα ημισφαιρίων, NAFTA- ΕΕ κ.ά. αλλά και στις ίδιες τις ενώσεις. Οι παλιές ενώσεις των (τραστ – καρτέλ) μονοπωλίων δεν μπο-ρούσαν να καλύψουν τις νέες ανταγωνιστικές και κυριαρχικές επιθυμίες κι ανάγκες των γιγαντιαίων μονοπωλίων (ιδιωτικών και κρατικών) και γι αυτό έχουμε και θα έχουμε τις αντιφατικές …ανολοκλήρωτες ολοκληρώσεις.

Ισόμετρη – πολύπλευρη οικονομική ανάπτυξη και καπιταλισμός είναι δύο έννοιες α-συμβίβαστες και δεν πρόκειται ποτέ αυτή η κοινωνική τάξη πραγμάτων, που στηρίζεται και προάγει συγκεκριμένες κοινωνικές αξίες, να συνδυάσει την ισομετρία με την πολυεδρικότητα στην οικονομική ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας και της κάθε χώρας ξεχωριστά, ακόμη κι αυτών των μητροπόλεων.

Ανακεφαλαιώνοντας, αυτά που έχουμε πει μέχρι τα τώρα θεωρούμε ότι προκύπτει η διαπίστωση ότι η χώρα μας, ως χώρα με μέσο επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης έχει στοιχεία ανάλογα με αυτά των υπανάπτυκτων χωρών, όπως και στοιχεία των αναπτυγ-μένων.

Όμως βρισκόμαστε σε μια εποχή «εκκαθάρισης» εκκρεμοτήτων. Και μία από τις εκ-κρεμότητες αποτελεί όχι μόνο τα διογκωμένα μεσοστρώματα μέσα στις καπιταλιστικές χώρες, αλλά και οι χώρες με μέσο επίπεδο ανάπτυξης μέσα στην παγκόσμια οικονομική αγορά.

Δεν σημαίνει βέβαια ότι αυτή η «εκκαθαριστική» πορεία δεν έχει αντιφάσεις, δεν γνω-ρίζει σημειωτόν και στασιμότητα, ότι δεν συναντάει εμπόδια κι αντιστάσεις. Αυτό είναι βέβαιο και το βιώνουμε σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Όπως είναι βέβαιο όμως κι ότι το καπιταλιστικό σύστημα για να μπορέσει να επιβιώσει χρειάζεται να προχωρήσει σ’ αυτή την ισοπεδωτική πολιτική του με κάθε κόστος. Και το κόστος θα είναι ακριβό για τον καπιταλισμό, γιατί ο ίδιος θα δημιουργήσει ξανά, θα ωριμάσει τους όρους της ανα-τροπής του.

Έτσι δεν είναι τυχαίο ότι από τις χώρες του μέσου επιπέδου καπιταλιστικής ανάπτυ-ξης λίγες θα είναι αυτές οι οποίες μπορούν να κρατηθούν σ’ ένα επίπεδο και να μη γνωρίσουν μακρές περιόδους ύφεσης, οικονομικής κρίσης και συρρίκνωσης των πα-ραγωγικών δραστηριοτήτων τους. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι θα υπάρξει μια τέτοια αναλογία χωρών που θα περισωθούν κάπως αντίστοιχου ποσοστού μεσοστρωμάτων που είναι αναγκαίο να διασωθεί από την καπιταλιστική αναδιάρθρωση σε κάθε ξεχω-ριστή χώρα, για να μιλήσουμε σχηματικά.

Βλέπουμε, λοιπόν, σε χώρες μέσου επιπέδου ανάπτυξης να πραγματώνεται αυτό το προτσές και ν’ απομακρύνονται συνεπώς αυτές οι χώρες (της Ευρώπης, Λατινικής Αμε-ρικής κι Ασίας) από την απόκτηση χαρακτηριστικών αναπτυγμένων χωρών όπως:
α) Μεγάλη ανάπτυξη κι επέκταση των παραγωγικών δυνάμεων,
β) Υψηλά επίπεδα τεχνικής κατάρτισης εργαζομένων σε συνδυασμό με προηγμένη τεχνολογία κι έρευνα,
γ) Διάρθρωση και δομή της οικονομίας ικανή, όχι μόνο γι αυτοτελή ανάπτυξη, αλλά κι εξάρτηση άλλων οικονομιών γειτονικών και μη, χωρών και
δ) Ισχυρή εσωτερική αγορά, ανεβασμένο βιοτικό επίπεδο σε σχέση με τις άλλες χώρες, αποτελεσματικός κρατικός μηχανισμός σε όλα τα επίπεδα κ.ά.

Αντίθετα, λοιπόν, οι χώρες σαν την Ελλάδα χάνουν συνεχώς την δυνατότητα να κα-τακτήσουν τέτοια γνωρίσματα και περισώζονται μόνον αυτές που επιλέγονται για να δι-αδραματίσουν έναν ιδιαίτερο-παραπληρωματικό ρόλο σε σχέση με τις ισχυρές ιμπερια-λιστικές χώρες.

Από εδώ πηγάζει επίσης η όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ γειτονικών χωρών ανά τον κόσμο (όρα Ελλάδα – Τουρκία)και μ’ αυτό τον τρόπο εμπεδώνεται το ιμπεριαλιστικό δόγ-μα «διαίρει και βασίλευε», το οποίο στις μέρες μας ζει και βασιλεύει!

Για τα χρόνια της δεκαετίας του ’70 – ’80 και για τα οποία υπάρχουν πιο ολοκληρωμέ-νες μελέτες απ’ ότι στα κατοπινά (βρίσκονται ακόμα στο στάδιο της επεξεργασίας τα στατιστικά δεδομένα της τελευταίας απογραφής) έχουμε και πιο σαφείς τοποθετήσεις από διάφορους οικονομολόγους για το επίπεδο ανάπτυξης της χώρας μας και για τη θέση της στον κόσμο.
Αναφερόμενοι σ’ αυτή την δεκαετία κυρίως του ’70 οι Σ. Μπαμπανάσης και Κ. Σούλας αναφέρουν:
«Η Ελλάδα είναι μισοαναπτυγμένη κρατικομονοπωλιακή καπιταλιστική χώρα με μέσο βαθμό ανάπτυξης και τάση σχετικά γρήγορης εξέλιξης σε αναπτυγμένη χώρα, με μεγάλη εξάρτηση από το διεθνή ιμπεριαλισμό, με ισχυρές τάσεις οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής διεθνοποίησης της, με καθυστέρηση του πολιτικού της εποικοδομήματος σε σχέση με την οικονομική της βάση και με τις απαιτήσεις της σύγχρονης εποχής».
(Η Ελλάδα στην περιφέρεια των αναπτυγμένων χωρών Εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ)

Και συνεχίζουν παρακάτω:
«Σήμερα, ο μέσος βαθμός κεφαλαιοκρατικής ανάπτυξης των σχέσεων παραγωγής πηγάζει από την αριθμητική πλειοψηφία των μικροεμπορευματοπαραγωγικών στρωμά-των και της μικρής ιδιοκτησίας και κατά δεύτερο λόγο, σε συνάρτηση με το προηγούμε-νο, από τη γενική ταξική διάρθρωση του ελληνικού καπιταλισμού, που ανταποκρίνεται στα χαρακτηριστικά γνωρίσματα χωρών με μέσο επίπεδο ανάπτυξης και παρουσιάζει μεγάλη ρευστότητα, κινητικότητα και πολλές μεταβατικές μορφές. Η απόλυτη πλειοψηφία του πληθυσμού της Ελλάδας -γύρω στα 50%- αποτελείται από μικροεμπορευματοπαρα-γωγούς, μικροϊδιοκτήτες του χωριού και της πόλης. Η εργατική τάξη με αναλογία γύρω στο 40% αποτελεί την μεγαλύτερη ενιαία τάξη του πληθυσμού, ενώ η αστική τάξη αποτε-λεί ασήμαντη μειοψηφία».

Διαπιστώσαμε πως η Ελλάδα μετεξελίχθηκε από καθυστερημένη αγροτική χώρα σε βιομηχανο-αγροτική κι αυτό το στηρίξαμε σε διάφορα στοιχεία.

Σημαντικό κι αναμφίβολο στοιχείο αποτέλεσε κι αποτελεί η συμμετοχή της αγροτικής οικονομίας με λιγότερο από το 1/5 στο ΑΕΠ, ενώ η βιομηχανία, που συμμετέχει με μεγα-λύτερο ποσοστό, απασχολεί λιγότερο ενεργό πληθυσμό. Αξιοσημείωτο επίσης είναι στην καταγραφή των αντινομιών του κρατικομονοπωλιακού ελληνικού καπιταλισμού η ακόμη μεγαλύτερη, κι από τους δύο παραπάνω τομείς, συμμετοχή των υπηρεσιών στο ΑΕΠ, (σχεδόν το 50% του ενεργού πληθυσμού). Αυτός ο μεγάλος τομέας των υπηρεσιών συ-νεχίζει ν’ αυξάνεται, όχι μόνο λόγω της καπιταλιστικής εξέλιξης (τεχνολογική επανάστα-ση) αλλά και λόγω της ιδιορρυθμίας (μεταπρατισμός-κοσμοπολιτισμός) της ελληνικής οι-κονομίας.

Πριν περάσουμε σ’ άλλα στοιχεία θέλουμε να σταθούμε στα δεδομένα της αγροτικής οικονομίας, τα οποία σε συνάρτηση με το μέσο κλήρο κάθε αγρότη (στη Θεσσαλία π.χ. 40 στρέμματα) δίνουν το μέτρο του αγροτικού προβλήματος που αντιμετωπίζει η παρα-πέρα καπιταλιστική διείσδυση στην αγροτική οικονομία κι οι «διορθώσεις» που πρέπει να επιφέρει η ΚΑΠ σε συνδυασμό με την GATT και τις διεθνείς συμφωνίες για την αγρο-τική οικονομία.

Το σχέδιο Μανσόλτ για την αγροτική οικονομία των χωρών μελών της ΕΟΚ προδιέγ-ραφε το τι μέλλει γενέσθαι σ’ αυτόν τον τομέα. Σήμερα βιώνουμε την εφαρμογή αυτού του σχεδίου και η αναθεωρημένη ΚΑΠ προβλέπει μέχρι το 2000:
1) Μείωση των επιδοτήσεων κατά 36%,
2) Μείωση επιδότησης εξαγωγών κατά 21% στην ποσότητα,
3) Μείωση τιμών στήριξης γεωργικών εισοδημάτων (τιμές παρέμβασης, ελάχιστες τιμές παραγωγού),
4) Κατάργηση των εμποδίων στις εισαγωγές, οι οποίες απέβλεπαν στην προστασία της εγχώριας παραγωγής,
5) Μείωση των εισοδηματικών ενισχύσεων κατά 20% και
6) Αύξηση των ποσοστώσεων στα γεωργικά προϊόντα, καθώς και αύξηση των τε-λών συνυπευθυνότητας.

Αποτέλεσμα της νέας σκληρότερης ΚΑΠ (σύμφωνα με αναλυτές της ΕΟΚ) θα είναι η μείωση του αριθμού των αγροτών της ΕΕ μέχρι το 2000 από 8170000 άτομα, που είναι σήμερα, σε 5500000, ενώ στην Ελλάδα ο αριθμός των 900000 αγροτών προβλέπεται να μειωθεί σε 550000. Πρόκειται για πραγματικό διωγμό των φτωχών και μεσαίων αγροτών με μεταβίβαση της γης τους, είτε άμεσα είτε έμμεσα (ενοικίαση) και μετατροπή τους σε εργάτες γης, ή άνεργους των μεγαλουπόλεων.

Το πριν και το μετά από την απαρχή της κρίσης του ’73-’74 έχει μια ιδιαίτερη τροχιοδε-ικτική σημασία της ελληνικής οικονομίας. Το ότι ο δευτερογενής τομέας συνέβαλε στην διαμόρφωση του ΑΕΠ κατά 29,9% το 1985 απ’ ότι ήταν 31,5% το 1974, δείχνει πως η χώρα μας είχε μπει σ’ αυτή την τροχιά κι αυτή συνεχίστηκε κι εντάθηκε με την διαδικασία ένταξης ως πλήρους μέλους στην ΕΟΚ, για να φθάσει σήμερα σε ισοπεδωτικές καταστάσεις με τη μορφή λαίλαπας και να διαμορφώνει ένα ΑΕΠ όπου ο τριτογενής τομέας να κυριαρχεί και ως μερίδιο στο ΑΕΠ κι ως απασχολούμενα άτομα.

Ο τριτογενής τομέας ή τρίτος στην παράθεση των τομέων που απαρτίζουν το ΑΕΠ, ή ακόμη καλύτερα ο τομέας της μη υλικής παραγωγής, γνωρίζει μια διόγκωση σε όλες τις χώρες του κόσμου κι αυτό αποτελεί στοιχείο σύμφυτο του καπιταλιστικού συστήματος. Είναι ένας τομέας συναρτημένος με τους άλλους δύο, καθορίζεται από την ίδια την πα-ραγωγική διαδικασία κι αυτήν έρχεται να υπηρετήσει, προκειμένου να πραγματωθεί η παραχθείσα υπεραξία και ν’ αποκομισθεί το αναμενόμενο κέρδος του καπιταλιστή.

Η ίδια η παραγωγική διαδικασία, οι σχέσεις παραγωγής, η διανομή των αγαθών και της κατανάλωσης, η αδυναμία ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων από τις καπιτα-λιστικές σχέσεις που ισχύουν στην παραγωγή και στην κοινωνία, οδηγούν τα πράγματα στην κρίση και στον παρασιτισμό.

Κρίση και παρασιτισμός θ’ αλληλοτροφοδοτούνται στον σημερινό καπιταλιστικό κόσμο και θα σωρεύουν δεινά στους λαούς και τις αδύναμες κι εξαρτημένες χώρες. Κι όχι μό-νον. Ακόμη και στις ίδιες τις μητροπόλεις -όπως τονίστηκε- θα έχουμε τα ίδια πράγματα σε μικρότερη φυσικά ένταση-έκταση κι έκρηξη, δίχως αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ανατροπές κι εκπλήξεις στην ευθέως (;) ανάλογη κι ισόμετρη ανάπτυξη κοινωνικών αντιθέσεων και κοινωνικών εκρήξεων.

Και δεν είναι σίγουρα οι τομείς της κοινωνικής πρόνοιας, της υγείας, της παιδείας και της επιστημονικής έρευνας που διογκώνουν τον τριτογενή τομέα. Με την νεοφιλελεύθε-ρη-μονεταριστική πολιτική που εγκαινιάσθηκε από την Θάτσερ και τον Ρέιγκαν και υιοθε-τήθηκε (επεκτεινόμενη κι εντεινόμενη) από τις κυβερνήσεις όλων των χωρών, ανεξάρτη-τα από το χρώμα του κυβερνώντος κόμματος, το κράτος πρόνοιας πέθαινε, για να οικο-δομηθεί στα ερείπια του ένα αυστηρό, στιβαρό, σιδερένιας πυγμής, ανάλγητο και κατασ-ταλτικό κράτος, ικανό να εξυπηρετήσει με τον καλύτερο τρόπο τις ανάγκες των μονοπω-λίων. Γι αυτό ο τριτογενής τομέας θα ‘ναι λάθος να ισχυρισθεί κανείς ότι διογκώνεται εξα-ιτίας του κράτους πρόνοιας κι όχι κυρίως από τον ίδιο τον παρασιτισμό που παράγει, αναπαράγει και διευρύνει η ίδια η καπιταλιστική παραγωγή, αναπαραγωγή και διαιώνιση του συστήματος της εκμετάλλευσης.

Αυτό δεν σημαίνει ότι ακόμα κι οι κοινωνικοί τομείς που αναπτύσσονται δεν συναρ-τώνται και δεν αποσκοπούν στην αναπαραγωγή του συστήματος και των επιδιώξεών του. Αυτό φαίνεται καθαρά με την επιστημονική έρευνα και την επανάσταση στην τεχνολογία (πληροφορική, μικροηλεκτρονική, κ.ά.) που είναι κανοναρχισμένες να υπη-ρετούν το καπιταλιστικό κέρδος. Αλλά ακόμη κι οι «αθώοι» τομείς της παιδείας, της υγείας κ.λπ. δεν είναι μήπως εμπορευματοποιημένα αγαθά τα οποία διατίθενται στην «ελεύθερη αγορά» συνεπώς ο παρασιτισμός ή καλύτερα η διόγκωση του τριτογενή τομέα έχει σαν βάση την συγκεκριμένη παραγωγική διαδικασία, αυτήν εξυπηρετεί κι απ’ αυτήν επηρεάζεται.

Αναμφίβολα η τεχνολογική εξέλιξη εξοστράκισε μεγάλο αριθμό εργαζομένων από την καθ’ εαυτού παραγωγική διαδικασία και τους καναλιζάρισε στον τριτογενή τομέα. Για να υπηρετήσουν καλύτερα την παραγωγική διαδικασία (παραγωγικότητα) θα συμβάλλουν -οι εξοστρακισμένοι- στην ανάπτυξη της τεχνολογίας -αν απορροφηθούν στις υπηρεσίες που εντάσσονται έτσι κι αλλιώς στον τριτογενή-, η οποία με τη σειρά της θα εξοστρακίσει, περιορίσει, συρρικνώσει περισσότερο τον ενεργό πληθυσμό από την παραγωγική διαδικασία κ.ο.κ.

Η εξέλιξη αυτού του τομέα φαίνεται καθαρά κι από τους απασχολούμενους σ’ αυτόν. Το 1961 ήταν 694258 άτομα, το 1971 1001324, το 1981 πέρασαν στο 1377304 από 744222 που ήταν το 1951. Ας δούμε όμως πιο αναλυτικά πως κατανέμεται η απασχόλη-ση συγκρίνοντας το 1981 με το 1991.
ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΚΑΤΑ ΤΟΜΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
1981 1991
ΤΟΜΕΙΣ ΑΤΟΜΑ % ΑΤΟΜΑ %
ΑΓΡΟΤΙΚΟΣ 1083500 30,7 806499 22,2
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ 1022900 29,0 1000668 27,6
ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ 1422900 40,3 1825265 50,2
ΣΥΝΟΛΟ 3529300 100,0 3632432 100,0

Ο Μαρξ είχε αναφέρει ότι:
«Μια χώρα είναι τόσο πιο πλούσια, όσο πιο μικρός είναι ο παραγωγικός πληθυσμός της σε σχέση με το συνολικό προϊόν, ακριβώς όπως γίνεται με τον μεμονωμένο κεφαλαι-οκράτη, δηλαδή όσο λιγότερους εργάτες χρειάζεται, για να παραγάγει την ίδια υπεραξία, τόσο το καλύτερο γι αυτόν. Με την ίδια ποσότητα προϊόντων η χώρα είναι τόσο πιο πλο-ύσια, όσο μικρότερος είναι ο παραγωγικός πληθυσμός σε σχέση με τον μη παραγωγικό. Γιατί ο σχετικά μικρός αριθμός του παραγωγικού μηχανισμού θα αποτελούσε απλώς μια άλλη έκφραση για τον σχετικά υψηλού βαθμού της παραγωγικότητας της εργασίας».

Στο σημερινό κόσμο έχουμε μια μείωση του παραγωγικού πληθυσμού, μια διόγκωση του τριτογενή τομέα και των απασχολούμενων σ’ αυτόν, έχουμε μια αύξηση του παρα-γόμενου πλούτου σε σχέση με το παρελθόν, δεν έχουμε όμως μια ίση κατανομή του πλούτου ανάμεσα σε χώρες και σε κοινωνικά στρώματα και τάξεις. Όπως δεν έχουμε επίσης και τις ίδιες αιτίες που διογκώνουν αυτόν τον τομέα.

Βέβαια το να έχει μια χώρα ένα μικρό ενεργό πληθυσμό κι ένα δυσανάλογα μικρό ΑΕΠ σε σχέση με τον μεγάλο σε αριθμό πληθυσμό της, αυτό δεν αποτελεί στοιχείο πλο-ύτου αλλά φτώχειας. Όταν για παράδειγμα η χώρα μας φθάνει στο 0,5% του παγκόσμιου ΑΕΠ την στιγμή της καπιταλιστικής της ανόδου, αυτό μπορεί να μας δώσει ένα συγκριτι-κό στοιχείο με τις άλλες …200 χώρες του κόσμου με τις οποίες η χώρα μας είναι «ίση». Επειδή όμως οι χώρες δεν είναι διακόσιες ή δεν είναι όλες ίδιες ή ίσες, τότε γίνεται κατα-νοητό ότι στην περίπτωσή μας η πτώση του ενεργού πληθυσμού που ασχολείται με την παραγωγική διαδικασία δεν είναι γιατί αυξήθηκε η παραγωγή και μειώθηκαν τα απασχο-λούμενα χέρια σ’ αυτή, αλλά γιατί κάτι άλλο έχει συμβεί.

Στις ΕΠΑ για παράδειγμα, έχουμε ένα διογκωμένο τριτογενή τομέα διότι τα …διευθυντικά καθήκοντα της είναι πλανητικής κλίμακας και η στελέχωση ενός τέτοιου πολύμορφου, πολύπλευρου πολυεπίπεδου, πολυποίκιλου μηχανισμού απαιτεί στελέχη, απαιτεί μεγάλο αριθμό «απασχολούμενων». Από τα στρατεύματα κατοχής εγκατεσπαρ-μένα σ’ όλο τον πλανήτη, μέχρι το πολιτικο-διπλωματικό προσωπικό που απαιτείται για την λειτουργία αυτού του μηχανισμού κι από τους μηχανισμούς ελέγχου, επιβολής και καταστολής (αστυνομία, ΜΜΕ, διάφοροι κρατικοί οργανισμοί χειραγώγησης) μέχρι τους οικονομικούς και πιστωτικούς κολοσσούς και το προσωπικό διεύθυνσης και προώθησης της πολιτικής αυτών στο εσωτερικό της χώρας και κατά προέκταση σ’ όλο τον κόσμο, όλοι αυτοί σε συνδυασμό με την υγεία -παιδεία – επιστημονική έρευνα, ως εμπόρευμα, που αναζητεί ΕΜΠΟΡΟΥΣ και καταναλωτές, μας έδωσαν ένα διογκωμένο τριτογενή το-μέα. Διογκώθηκε επίσης αυτός ο τομέας κι από το γεγονός της μεταπολεμικής εντατικής διαδικασίας εξαγωγής κεφαλαίων προς Ευρώπη, Ασία, Λατινική Αμερική κι Αφρική.

Τυχαία δεν είναι η εμφάνιση μερικών δρακόντων (στην οικονομία και το εμπόριο) στην Ασία πρόσφατα και παλιότερα στην Λατινική Αμερική, οι οποίοι προέκυψαν από την εξαγωγή των κεφαλαίων ιμπεριαλιστικών χωρών, από τα φθηνά εργατικά χέρια που διέθεταν, από τις πρώτες ύλες που προσφέρονταν για ληστρική εκμετάλλευση, από την κυριάρχηση στην αγορά τους και στις αγορές των γειτονικών χωρών.

Αν αυτοί οι ενδεικτικοί λόγοι σε συνδυασμό με το παζλ εθνοτήτων και λαοτήτων που υπάρχουν σ’ αυτή τη χώρα (ΕΠΑ) και με δεδομένο ότι η έρευνα, η τεχνολογία και η αιχμή αυτής ανήκαν κι ανήκουν μονοπωλιακά σ’ αυτήν κι όχι σε κάποια από τις χώρες που ε-ξάγονταν το κεφάλαιο, τότε κατανοούμε κάπως την διόγκωση του τριτογενή τομέα στην χώρα αυτή. Στη χώρα μας αντίθετα υπάρχει μια άλλη αιτία ή αιτίες κι έχουμε άλλες συ-νέπειες απ’ αυτές που παρατηρούμε στις μητροπόλεις.

Για ιστορικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτικούς λόγους, αλλά και λόγους ψυχοσυνθετικούς, γεωφυσικούς, εθιμοτυπικούς και πολιτισμικούς, το προτσές της δια-μόρφωσης αυτού του φαινομένου στη χώρα μας είναι τελείως διάφορο απ’ αυτό που προαναφέραμε. Κι αυτό για να προλάβουμε κάποιους που θα βιαστούν να μας αποδεί-ξουν ένα ακόμη στοιχείο για του λόγου (περί «ιμπεριαλιστικής» Ελλάδας) το αληθές.

Ιστορικοί λόγοι είναι η χρονική περίοδος διαμόρφωσης του ελληνικού καπιταλισμού κι αυτοί είναι γνωστοί, όπως είναι γνωστά και τα κοινωνικά δεδομένα (διαμόρφωση τάξεων και κοινωνικών στρωμάτων στην ελληνική κοινωνία και τη μεταξύ τους σχέση, την συμ-περιφορά αυτών), τα οικονομικά (εμπορομεσιτικός, μεταπρατικός, διαμετακομιστικός, υπεργολαβικός, κοσμοπολίτικος καπιταλισμός), τα πολιτικά (κομματικό κράτος, κομμα-ταρχισμός, ρουσφέτι, εκλογική πελατεία κι αγυρτεία), κ.λπ., κ.λπ.

Αν αναφερθήκανε ενδεικτικά τα παραδείγματα των ΕΠΑ και της χώρας μας είναι γιατί το προτσές εξαγωγής κεφαλαίων-επενδύσεις από ιμπεριαλιστικές χώρες προς εξαρτη-μένες, λόγω της επιδείνωσης της κρίσης και των κοινωνικών εντάσεων που άρχισαν να δημιουργούνται σ’ αυτές και να ξεσπούν εξεγέρσεις (τύπου Λος Άντζελες, Λονδίνου κ.ά.) μέσα στις μητροπόλεις, άρχισε να μεταστρέφεται και να έχουμε εξαγωγή κεφαλαίου-επενδύσεις σε παρασιτικούς τομείς (τράπεζες, τουρισμός, υπηρεσίες) ενώ η καθ’ εαυτού παραγωγική διαδικασία με την σύγχρονη τεχνολογία να συγκεντρώνεται ολοένα και πε-ρισσότερο στις μητροπόλεις και σ’ επιλεγμένα σημεία εκτός αυτών, αφήνοντας στις εξαρτημένες χώρες να λειτουργούν εμπορικά υποκαταστήματα και μόνον (όρα GoodYear).

Το επίπεδο παραγωγής μειώθηκε το 1994 σε σύγκριση με το 1980 κατά:
45,4% στο δέρμα
38,7% στο ξύλο και φελλό
38,1% στο ρουχισμό και τα παπούτσια
33,0% στα τελικά προϊόντα
31,2% στη μεταποίηση μεταφορικών μέσων
26,1% στην υφαντουργία
20,2% στα έπιπλα
19,1% στις εκτυπώσεις- εκδόσεις
17,0% στις μηχανές και συσκευές
12,8% στα προϊόντα μη μεταλλικών ορυκτών
Βλέπουμε, λοιπόν, να διογκώνεται ο τριτογενής τομέας στην χώρα μας (αλλά να συρ-ρικνώνεται η παραγωγή) κι αυτό να οφείλεται στο ότι διαμορφώνεται ολοένα και περισ-σότερο σε εμπορικό – διαμετακομιστικό κέντρο, μιας και συμφέρει τον επιχειρηματία πα-ραγωγό να εμπορεύεται και να κερδίζει περισσότερα, τουλάχιστον για τώρα, απ’ ότι να παράγει, να ρισκάρει και να κερδίσει λιγότερα.

Εμπόριο, τράπεζες, τουρισμός, υπηρεσίες κ.ά. αντί ν’ αποτελούν παραπληρωματικές δραστηριότητες της οικονομικής και παραγωγικής διαδικασίας και να την υπηρετούν, την υποκαθιστούν και την συρρικνώνουν σε κατώτατα επίπεδα, αυτή είναι η σημερινή «εκ-συγχρονιζόμενη» Ελλάδα.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ
Οι μέχρι τα τώρα (καπιταλιστικές) κρίσεις αναδείκνυαν με τον πιο δραματικό τρόπο την αντίθεση ανάμεσα στην αυξανόμενη κοινωνικοποιημένη παραγωγή και την (καπιτα-λιστική) ιδιοποίηση της. Αυτή η βασική αντίθεση στη σφαίρα της παραγωγικής διαδικα-σίας γεννά και ξαναγεννά, παράγει κι αναπαράγει την κρίση και μάλιστα κάθε φορά σ’ ένα ανώτερο επίπεδο. Κι όσο αυτό το επίπεδο διευρύνεται, άλλο τόσο βαθαίνει η ίδια η κρίση κι οι συνέπειες της, αγκαλιάζοντας ολοένα και περισσότερα κοινωνικά στρώματα (ακόμα και σύμμαχα με τη μεγαλοαστική τάξη). Έτσι η αντίθεση ανάμεσα στο (καπιταλιστικά) ιδιοποιούμενο προϊόν και την κοινωνικοποιημένη παραγωγή, έρχεται και γενικεύεται, συνδυαζόμενο με την αντίθεση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις παραγωγικές σχέσεις.

Οι παραγωγικές σχέσεις πλέον όχι μόνο δεν είναι σε θέση να δώσουν ώθηση, ν’ α-ναπτύξουν παραπέρα τις παραγωγικές δυνάμεις, αλλά λειτουργούν ανασταλτικά, καταστροφικά για την ζωντανή εργασία. Οι συνέπειες είναι αλυσιδωτές και συμπαρασύ-ρουν το σύνολο της κοινωνίας, βοηθώντας να ξεκαθαρίσει το κοινωνικό τοπίο από τις πολιτικές διαμεσολαβήσεις και τα διάφορα τερτίπια των κρατούντων.

Τα παραπάνω αποτελούν τα βασικά στοιχεία προσέγγισης των κρίσεων από μια μαρ-ξιστική λενινιστική σκοπιά. Στη βάση αυτή τόσο ο Μαρξ όσο κι ο Λένιν αντικρούσανε τις θεωρίες περί υποκατανάλωσης, δυσαναλογίας κ.λπ. Εξάλλου αυτά είναι γνωστά και κα-λοδιατυπωμένα στα διάφορα μαρξιστικά εγχειρίδια πολιτικής οικονομίας. Σ’ αυτό που θέλουμε να σταθούμε εμείς είναι το γνώρισμα ή τα γνωρίσματα της τελευταίας κρίσης και να καταθέσουμε κάποιες πρώτες απόψεις ως προς αυτά.

1)Τονίστηκε ήδη ότι το πρώτο μισό του 20ου αιώνα γνώρισε δύο παγκόσμιους πολέ-μους, ενώ το δεύτερο κανένα. Αν ο πόλεμος (ιμπεριαλιστικός ή μη) είναι συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα κι αν η πολιτική του ιμπεριαλισμού γεννά τον πόλεμο (τόσο για την αναδιανομή των αγορών και των σφαιρών επιρροής, όσο και για το ξεπέρασμα της κρίσης του) μήπως αυτό σημαίνει πως στο δεύτερο μισό του αιώνα το καπιταλιστικό σύστημα δεν αντιμετώπισε κρίση, ή οι ιμπεριαλιστικές χώρες δεν επιδιώξανε να αναδια-νείμουν τον κόσμο; Ασφαλώς όχι. Τόσο ο πόλεμος (ο οποίος δεν σταμάτησε ποτέ αφό-του έληξε ο Β’ ΠΠ) όσο και η κρίση, είναι δεδομένα που σήμερα κανείς δεν αμφισβητεί. Μάλιστα ο πόλεμος μπορεί να μη γενικεύθηκε, αλλά περιφερειακά τουλάχιστον, πήρε διαστάσεις γενικευμένου πολέμου με άμεση ανάμειξη των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων π.χ. Κορέα, Ινδοκίνα, Μ. Ανατολή, Βαλκάνια κ.ά. Σ’ ότι αφορά την κρίση, αυτή έχει κάποια χαρακτηριστικά, τα οποία αξίζει να τονιστούν.

2)Οι κρίσεις του καπιταλιστικού συστήματος αναδεικνύουν -όπως αναφέραμε- τις βασι-κές αντιθέσεις του ίδιου του συστήματος και το οδηγούν σε κλυδωνισμούς. Όταν αυτές οι κρίσεις έχουν ν’ αντιμετωπίσουν ένα εργατικό-λαϊκό κίνημα με μια πολιτική επα-ναστατική πρωτοπορία που να καθοδηγεί τους αγώνες που ξεσπούν, τότε η κρίση μπορεί να μετεξελιχθεί σε επαναστατική κρίση και να έχουμε ανατροπές κι επαναστα-τικές διεξόδους. Όταν λείπει όμως το επαναστατικό υποκείμενο η κρίση από μόνη της δύσκολα μετεξελίσσεται σε κάτι θετικό για την εργατική τάξη ή τα ευρύτερα λαϊκά στρώ-ματα. Αντίθετα, μπορεί να οδηγήσει σε φασισμό, σε έξαρση της ξενοφοβίας και του ρατσισμού, σ’ εξανδραποδισμό των λαϊκών μαζών. Αυτό που έχει σημασία όμως είναι να δούμε το τι συμβαίνει στον τομέα της παραγωγικής διαδικασίας και των παραγωγι-κών και κοινωνικών σχέσεων.
Μετά από κάθε κρίση ή μετά από την κρίση του καπιταλιστικού συστήματος (αν δεν μεσολαβήσει επαναστατική ανατροπή ή ανάλογες καταστάσεις) η καπιταλιστική παρα-γωγή σ’ ορισμένες καπιταλιστικές χώρες γνωρίζει μια άνοδο. Η νέα άνοδος της παραγωγής σ’ ένα υψηλότερο επίπεδο σημειώνει μια μεγαλύτερη συγκεντρωποίηση του κεφαλαίου και μια ακόμη πιο υψηλή οργανική σύνθεση αυτού σε σχέση με το παρελθόν. Αυτό σημαίνει ότι το ξεπέρασμα της κρίσης από τον καπιταλισμό για τον καπιταλισμό ενέχει αυτό καθ’ εαυτό (το ξεπέρασμα) τα σπέρματα για να ξεσπάσει μια νέα, ακόμη μεγαλύτερη σε έκταση και βάθος κρίση, δηλαδή η παραπέρα συγκεντρωποίηση του κεφαλαίου κι η αύξηση της οργανικής σύνθεσης αυτού με την ενίσχυση του παγίου (σταθερού) μέρους του, έχει σαν αποτέλεσμα να εκδιώχνει, εξοστρακίζει, καταδικάζει στην ανεργία μεγάλα, ακόμη πιο μεγάλα τμήματα της ζωντανής εργασίας κι όχι μόνον, αλλά να εξοβελίζει από την ενεργό συμμετοχή της παραγωγής, της κυκλοφορίας των αγαθών και των προσφερομένων υπηρεσιών μεγάλα τμήματα του ενεργού πληθυσμού τα οποία μέχρι πρότινος δεν είχαν θιγεί από τις κρίσεις του συστήματος που είχαν ξε-σπάσει.

3)Διαπιστώνεται συνεπώς ένας φαύλος κύκλος από την ίδια την λειτουργία του καπι-ταλιστικού συστήματος που μπορεί να συνοψισθεί στο: κρίση – διέξοδος – νέα κρίση σε ανώτερη βαθμίδα, κ.ο.κ
Το κύριο γνώρισμα της πρόσφατης κρίσης που ξέσπασε το ’73 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα είναι ότι δεν διαφάνηκε διέξοδος για το καπιταλιστικό σύστημα και στο σύνολο του, παρά τις οργανωμένες (ΕΟΚ- NAFTA κ.ά.) προσπάθειες που κατέβαλε και κατα-βάλλει και παρά την χρήση των εφεδρειών του όπως το ανατολικοευρωπαϊκό μπλοκ, το οποίο ονοματίζονταν σοσιαλισμός και μάλιστα υπαρκτός, ενώ στην πραγματικότητα ήταν η εφεδρεία του καπιταλιστικού συστήματος και μια βαθιά ανάσα στην κρίση του.
Η τελευταία κρίση, λοιπόν, είναι μια παρατεταμένη κρίση, έχει αναδείξει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο τις βασικές αντιθέσεις του καπιταλισμού (κοινωνικοποιημένη παραγω-γή – ιδιοποίηση αγαθών κι την αντίθεση παραγωγικών -γερασμένων- σχέσεων και παραγωγικών -πάντα ανανεωμένων- δυνάμεων) και μπορούμε να πούμε ότι το βάθος και η έκταση, πέρα από την διάρκεια, αυτής της κρίσης την καθιστούν ως δομική κρίση του συστήματος.

Τέτοιες κρίσεις τις αντιμετώπιζε το σύστημα συνήθως με γενικευμένους, παγκόσμιους πολέμους. Σήμερα, όχι ότι δεν θα ’θελε κάτι τέτοιο κι ούτε ότι δεν προετοιμάζεται πυρε-τωδώς γι αυτό το ενδεχόμενο. Ίσα – ίσα, όλα δείχνουν ότι βαίνουμε ολοταχώς προς μια τέτοια αναμέτρηση (διεύρυνση ΝΑΤΟ για παράδειγμα κ.ά.). Όμως, συνεχίζει να υπάρχει η αβεβαιότητα για την έκβαση ενός γενικευμένου πολέμου. Ποιος θα ‘ναι ο νικητής και ποιος ηττημένος; Θα υπάρξει νικητής αν γίνει χρήση πυρηνικών όπλων; Ποια στρατόπε-δα θα διαμορφωθούν, ποιες συμμαχίες και ποια μέτωπα θα συμπτυχθούν, ποια θα ‘ναι τα ανταλλάγματα για την συμμετοχή σ’ αυτή ή την άλλη σημασία; Και το πιο σπουδαίο. Θα αποδεχθούν οι λαοί την μοίρα που τους επιφυλάσσει ο ανταγωνισμός των ιμπερια-λιστών ή θα επαναστατήσουν; Για να θυμηθούμε και τον Μάο: «Ή ο πόλεμος θα προκα-λέσει την επανάσταση ή η επανάσταση θα αποτρέψει τον πόλεμο». Και το σύστημα βιά-ζεται να προετοιμάσει και να εξαπολύσει τον πόλεμο (για να βρει διέξοδο η κρίση) κι όσο βιάζεται τόσο περισσότερο δημιουργεί όρους για επαναστατικά ξεσπάσματα.

Η γενικευμένη επίθεση στους λαούς έρχεται να μαρτυρήσει αυτήν την αναγκαιότητα του συστήματος. Οι λαοί έχουν όμως δώσει δείγματα ότι δεν θα δεχθούν αυτή την μοίρα. Όμως, μέχρις ότου αντιστρέψουν τον πολεμικό άνεμο των ιμπεριαλιστών θα χρειαστούν πολλά, πάρα πολλά ξεσπάσματα και προπαντός να διαφανεί, να ισχυροποιηθεί και να κυριαρχήσει η κομμουνιστική προοπτική.
Μέχρι τότε ο καπιταλισμός κουτσά-στραβά θα πορεύεται και θα προκαλεί ακόμη μεγα-λύτερη ζημιά στην ζωντανή εργασία, στους λαούς, στην φύση και το περιβάλλον, στην ανθρωπότητα ολάκερη.

Θα μπορεί να πορεύεται, διότι η επιστημονική έρευνα και η τεχνολογία δεν έχουν ση-μείο τελειωμού, όπως και η εφαρμογή τους. Αυτό σημαίνει ότι η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου μπορεί να εξελίσσεται με την μόνη διαφορά αυτό θα αποβαίνει σε βάρος της κοινωνίας κι όχι προς όφελός της. Η διατάραξη των κοινωνικών ιστών που διαμορφώθη-καν στην πορεία του καπιταλισμού και η προσπάθεια εξανδραποδισμού μεγάλων μερί-δων του πληθυσμού στο πλανητικό χωριό γη δείχνει ότι η κρίση δεν είναι απλώς αγιάτ-ρευτη, αλλά και προμήνυμα της αρχής του τέλους της κοινωνίας της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης. Τα πήλινα πόδια του ιμπεριαλισμού, η σαπίλα του καπιταλισμού και το τέλος των υβριδίων του σοσιαλισμού, έχουν ως κοινό παρανομαστή την κρίση. Κι αυτή η συνεχόμενη, εντεινόμενη κρίση αποκαλύπτει ότι η …κομμουνιστική ουτοπία είναι ότι ρε-αλιστικότερο υπάρχει στον κόσμο.

Η ΚΡΙΣΗ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΜΑΣ
Στους τελευταίους μήνες του 1973 άρχισαν να εμφανίζονται τα σημάδια της κρίσης και στην ελληνική οικονομία, κρίση που συνεχίστηκε, με τις γνωστές διακυμάνσεις, μέχρι τα σήμερα κι απ’ ότι φαίνεται δύσκολα θα εγκαταλείψει το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστη-μα με όσες τονωτικές ενέσεις κι αν του γίνουν και με όσες ανάσες κι αν του προσφερθο-ύν, όπως του προσφέρθηκαν από το ευρωπαϊκό ανατολικό μπλοκ, την πρώην Ε.Σ.Σ.Δ., Κίνα κι απ’ όλο το ρεφορμιστικό συρφετό ανά τον κόσμο.

Η ενεργειακή κρίση του ’73 ήταν η κορυφή του παγόβουνου της κρίσης. Σιγά – σιγά άρχισε να προβάλλει το μέγεθος της οικονομικής κρίσης, όχι μόνο με κάποιες σποραδι-κές νομισματικές θύελλες, αλλά με κάποια μόνιμα, επώδυνα, δυσεπίλυτα προβλήματα των σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνιών κι αποκαλυπτικά συγχρόνως του παραλογισ-μού αυτής της κοινωνίας.

Κρίση υπερπαραγωγής αγαθών, λοιπόν, σ’ ένα κόσμο που λιμοκτονεί, υποσιτίζεται κι έχει ανάγκη από αγαθά, αγαθά που έχουν υπερπαραχθεί, αλλά δεν γίνεται να κατανα-λωθούν από τους έχοντες την ανάγκη να τα καταναλώσουν, διότι δεν προσφέρεται η υ-ψηλή τιμή που απαιτείται για να υλοποιηθεί το υψηλό κέρδος αυτών που ιδιοποιήθηκαν τα, κοινωνικά παραγόμενα, προϊόντα και δεν προσφέρεται υψηλή τιμή, ή καμία τιμή απ’ αυτούς που έχουν την ανάγκη να τα καταναλώσουν, διότι δεν έχουν μισθό, ή μεροκάμα-το επειδή απολύθηκαν, ή είναι άνεργοι λόγω της υπερπαραγωγής που έχει παρουσιασ-τεί και η παραγωγική διαδικασία σταμάτησε απολύοντας τους εργάτες κ.ο.κ. Έτσι, ο φα-ύλος κύκλος συνεχίζεται και η κρίση με το ξεκίνημα της (τέλη ’73 αρχές ‘74) δίνει, αποκα-λύπτει την φαυλότητα του κύκλου.

Πολλές επιχειρήσεις αρχίζουν να γίνονται «προβληματικές» (νέος όρος) ή να κλεί-νουν, άλλες μειώνουν το προσωπικό. Όλες μαζί συμβάλλουν στην μείωση της απα-σχόλησης με τις αθρόες απολύσεις κι η ανεργία διογκώνεται. Οι άνθρωποι του μόχθου που είχαν την δυνατότητα με το μεροκάματό τους ή τον μισθό τους ν’ αναπαράγουν την εργατική τους δύναμη για να μπορέσουν να την ξαναδιαθέσουν (αναπαραγμένη) στην αγορά εργασίας δεν έχουν τα αναγκαία μέσα (ως άνεργοι) κι έτσι μειώνεται γενικά η αγοραστική δύναμη, στενεύει η αγορά και την ίδια στιγμή οι αυξήσεις των τιμών εκτινάσσονται στα ύψη, δημιουργώντας πληθωριστικές πιέσεις χωρίς προηγούμενο.

Το χρήμα αρχίζει να χάνει την αξία του υπό μορφή καλπασμού και την ίδια στιγμή βέ-βαια στα λαϊκά στρώματα συμβαίνει να περιορίζεται, κι αυτό το πληθωριστικό χρήμα, από τα χέρια του. Αυτά τα οικονομικά μεγέθη επηρεάζουν κι επηρεάζονται από τον γενι-κότερο ρυθμό ανάπτυξης της παραγωγής, από το τι και πόσο εισάγεται κι εξάγεται, από το τι χρήμα εισρέει και τι δαπανάται από το κράτος κι από τη χώρα σε σχέση με τις υ-ποχρεώσεις της με το εξωτερικό κ.λπ.

Μια πρώτη κοινωνική επίπτωση της παρατεταμένης κρίσης που αντιμετωπίζει η ελλη-νική οικονομία είναι ότι (με στοιχεία του 1992) κάτω από το όριο της φτώχειας βρίσκον-ταν 2,1 εκατομμύρια του ελληνικού πληθυσμού δηλαδή το 20,9%.

Τα κύρια χαρακτηριστικά ωστόσο αυτής της κρίσης είναι:
α) Η στασιμότητα ή και μείωση του ΑΕΠ, ιδιαίτερα της βιομηχανικής παραγωγής, αλλά και της αγροτικής πλέον,
β) Τα μεγάλα ελλείμματα του δημόσιου τομέα,
γ) Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου δηλαδή τι εισάγει και τι εξάγει η χώρα μας και το ισοζύγιο πληρωμών δηλαδή τι πληρώνει η χώρα μας στο εξωτερικό και τι πλη-ρώνεται (εισροές – εκροές),
δ) Το εξωτερικό χρέος και η διόγκωση του,
ε) Η μεγάλη και μακροχρόνια ανεργία και υποαπασχόληση (νεολαία, γυναίκες κυρίως) και
στ) Επενδυτική απραξία, κλείσιμο εργοστασίων, δημιουργία προβληματικών επιχειρή-σεων.
Η κρίση της ελληνικής οικονομίας έχει τα γενικά χαρακτηριστικά της κρίσης του καπι-ταλιστικού κόσμου, αλλά έχει και τα ιδιαίτερα δικά της διαρθρωτικά χαρακτηριστικά. Ένα χαρακτηριστικό δείγμα της διαρθρωτικής κρίσης που αντιμετωπίζει η χώρα μας είναι ότι οι βιομηχανικοί τομείς στρατηγικής σημασίας, που αναπτύχθηκαν μέχρι τις αρχές της δε-καετίας του ’70 δηλαδή πριν από την κρίση και την κατέστησαν βιομηχανο-αγροτική χώ-ρα, αυτοί οι τομείς συρρικνώνονται όταν δεν πωλούνται στους ξένους ή δεν κλείνουν τε-λείως. Έτσι η χαλυβουργία, η λιπασματοβιομηχανία, η χημική βιομηχανία, τα ναυπηγεία, η τσιμεντοβιομηχανία, η όποια αυτοκινητοβιομηχανία και η βιομηχανία ελαστικών οδεύ-ουν τον δρόμο που περιγράψαμε παραπάνω, αλλά και σ’ άλλα σημεία του κειμένου μας. Τα στοιχεία ως προς αυτή την πραγματικότητα βλέπουν το φως της δημοσιότητας στον καθημερινό και περιοδικό τύπο, για όποιον δεν μπορεί να τα αντιληφθεί με γυμνό μάτι.

Στα πλαίσια της ΕΕ αλλά και γενικότερα του καπιταλιστικού κόσμου καταβλήθηκε και καταβάλλεται μια προσπάθεια με ντιρεκτίβες, συντονισμό, συνθήκες (Μάαστριχ π.χ.) κ.ά. να εξευρεθούν διέξοδοι από την κρίση. Οι νέες τεχνολογίες, η πληροφορική, η μικροηλεκτρονική και η προσπάθεια αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου, της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής κι αναπαραγωγής, οδήγησαν μια σειρά από χώρες σε μια φάση «ορατής» ανάκαμψης. Στον ορίζοντα όμως της ελληνικής οικονομίας δεν φάνηκε κάτι τέτοιο και το χάσμα ανάμεσα στην Ελλάδα και τις βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες μεγάλωσε, όπως με χώρες που βρίσκονταν πάνω-κάτω στην ίδια θέση μ’ αυτήν (π.χ. Πορτογαλία, Ισπανία).

ΤΟ ΞΕΝΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΜΑΣ ΚΙ Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ
Η παρουσία του ξένου κεφαλαίου στη χώρα μας εντάθηκε στα μεταπολεμικά χρόνια. Οι πολυεθνικοί γίγαντες της καπιταλιστικής οικονομίας της δύσης βρήκαν πρόσφορο έ-δαφος στην Ελλάδα για να προωθήσουν την πραμάτειά τους στην ευρύτερη περιοχή και να εδραιώσουν την παρουσία τους και σ’ αυτήν εκτοπίζοντας τους ανταγωνιστές τους.

Ο γνωστός κύριος Μάνσχολντ, τέως πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της ΕΟΚ, είχε πει το 1974 σε μια συνέντευξή του ότι: «Το 80% των επενδύσεων τους (των πολυ-εθνικών) σε υπανάπτυκτες χώρες ουδεμία σχέση έχει με την παραγωγή αγαθών απαραίτητα για την οικονομία τους».

Στην Ελλάδα, από τα είκοσι εκατομμύρια παραγόμενων εμπορευμάτων, που συμπε-ριλαμβάνονται στο ονοματολόγιο εμπορευμάτων, παράγουμε ένα πολύ μικρό ποσοστό κι απ’ αυτό το ποσοστό ένα μεγάλο μέρος προορίζεται βέβαια για την εσωτερική αγορά, αλλά κυρίως τα προϊόντα των μονοπωλίων προορίζονται για την γύρω περιοχή, προκει-μένου να καλύψουν τις ανάγκες διείσδυσής τους στις γύρω αγορές.

Η δράση των πολυεθνικών επιχειρήσεων σύμφωνα με υπολογισμούς του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου της Νέας Υόρκης στα 1973 κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι: «Το 1978 οι πολυεθνικές θα καλύπτουν το 30% της δυτικής παραγωγής, το 1988 το 41% και το 1998 το 53%».

Αναμφίβολο είναι ότι αυτά τα ποσοστά όχι μόνον επαληθεύονται, αλλά και διευρύνον-ται, με δεδομένο τον παραπέρα γιγαντισμό των πολυεθνικών. Αυτό φαίνεται και στη χώ-ρα μας, πρόσφορο πεδίο όπως προαναφέραμε γι αυτές τις επιχειρήσεις, όπου περισσό-τερες από 100 ξένες μεγάλες εταιρίες λυμαίνονται τη χώρα και τη γύρω περιοχή είτε ά-μεσα, είτε μέσω πολλών θυγατρικών, μικτών ελληνοξενικών ή άλλων μορφών.

Οι πολυεθνικές αυτές καλύπτουν όλους τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας (πρωτογενής, δευτερογενής, τριτογενής) κι ασφαλώς η ληστρική, αρπακτική, ιμπεριαλισ-τική συμπεριφορά τους δεν αφορούν μόνο τη χώρα μας (εκμετάλλευση πρώτων υλών, εργατικού δυναμικού), αλλά και τις γύρω χώρες, χρησιμοποιώντας πολλές φορές ως ε-φαλτήριο την δική μας, κάνοντας χρήση του made in Greece ως αποδοτικότερη μορφή για την προώθηση των εμπορευμάτων τους, την οικονομική διείσδυση και παρουσία τους κι έπονται τα υπόλοιπα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του πως χρησιμοποιήθηκε η χώρα μας από τη Δύση προς τον αραβικό κόσμο, σ’ όλη τη μεταπολεμική περίοδο, μέχρι βέβαια και πρόσφατα (μη αναγνώριση του κράτους του Ισραήλ, καλές σχέσεις με τους Άραβες).
Σήμερα ο έλεγχος της ελληνικής οικονομίας, αλλά και των άλλων χωρών στις οποίες έχουν διεισδύσει κι εδραιωθεί, δεν αρκείται μόνο στους τομείς κλειδιά, αλλά επεκτείνεται σ’ όλους τους τομείς, εξοβελίζοντας ελληνικές επιχειρήσεις ακόμα κι από παραδοσιακούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας.

Αυτή η κατάσταση πραγμάτων, που γίνεται σήμερα φανερή και με γυμνό μάτι, ξεκίνη-σε από τις παραμονές του ξεσπάσματος της κρίσης και συνεχίστηκε κι εντάθηκε τα τελε-υταία χρόνια. Δεν είναι τυχαίο ότι το 1972 κι ο καθηγητής της Σορβόννης Timbor Mente σε μια συνέντευξη του στο Newsweek δήλωνε: «… Η σύμπτωση προστατευομένων συμφερόντων των πλούσιων χωρών κι εκείνων των αρχουσών τάξεων στις λιγότερο α-ναπτυγμένες χώρες, παρατείνει τις υπάρχουσες αδυναμίες και μεγαλώνει την εξάρτηση σε τέτοιο μέγεθος, ώστε αρχίζει να μοιάζει με οικονομική επαναποικιοποίηση».

Το τι συμβαίνει σήμερα στην οικονομία της χώρας μας και στον κοινωνικό της ιστό, που έχει διαμορφωθεί σ’ όλη τη μεταπολεμική περίοδο, δεν είναι κάτι που έχει να κάνει πάντα με υπόγειες, αφανείς, αθέατες κοινωνικές διεργασίες. Είναι κάτι που γίνεται ο-ρατό από τον καθένα κι αναδεικνύει ανάγλυφα την καταθλιπτική υπεροχή των πολυε-θνικών εταιριών οι οποίες έχουν υφάνει ένα θεσμικό, εμπορικό, οικονομικό, νομισματικό, χρηματιστικό και μέσω των κυβερνήσεων τους και της ΕΕ ένα πολιτικο-στρατιωτικό πλέγμα, που τους δίνει την ευχέρεια να χρησιμοποιούν τη χώρα μας κατά το δοκούν και να την έχουν έτοιμη για κάθε περίπτωση, ακόμη και για πολεμικές περιπέτειες όταν αυτές κρίνονται αναγκαίες κι αναπόφευκτες. Δεν είναι συνεπώς η χώρα μας μια ιμπεριαλιστική χώρα, όμως η χώρα μας υφίσταται την ιμπεριαλιστική σχέση πραγμάτων με τους ισχυρούς της Δύσης κι αυτή την σχέση επιδιώκει (η άρχουσα τάξη) να διαιωνίσει και να προωθήσει στο χώρο των Βαλκανίων, των παρευξείνιων χωρών, της Μεσογείου.

Η χώρα μας είναι -κοντολογίς- εργαλείο άσκησης ιμπεριαλιστικής, επεκ-τατικής πολιτικής, πολιτικής διείσδυσης κι εδραίωσης δραστηριοτήτων των πολυεθνικών, υπερεθνικών ή όπως αλλιώς θέλουμε να τα ονομάσουμε, μο-νοπωλίων, στη γύρω περιοχή, παίζοντας ένα ρόλο κομπάρσου. Η συνύ-φανση των συμφερόντων της ελληνικής ολιγαρχίας με τα συμφέροντα αυ-τών των μονοπωλιακών κολοσσών (πάντα με πήλινα πόδια) δεν είχε μόνο την οικονομική πλευρά στην ευρύτερη περιοχή, αλλά και την πολιτικο-στρατιωτική απέναντι στο «σιδηρούν» παραπέτασμα, που έπαψε να είναι βέβαια «σιδηρούν» κι έγινε πολύ απαλό «βελούδινο» κι ελκυστικό για τις πολύπλευρες δραστηριότητές τους.

Εδώ αναδεικνύεται ο ιδιαίτερος ρόλος της ελληνικής ολιγαρχίας, μόνο που αυτή η ιδιαιτερότητα δεν είναι μονοπώλιο της ελληνικής ολιγαρχίας, αλλά κι άλλων, γειτονικών ολιγαρχιών π.χ. τούρκικης. Εξάλλου, η δυνατό-τητα διείσδυσης στις νέες αγορές της Ανατολικής Ευρώπης για να κερδη-θούν έχουν κάποιο κόστος κι αυτό το κόστος κάποιος πρέπει να το πλη-ρώσει. Κι όταν μιλάμε για τέτοιου είδους πληρωμές ο κλήρος πέφτει στους «κασκαντέρ-ιμπεριαλιστές» κι όχι στους πραγματικούς επικυρίαρχους ιμ-περιαλιστές.

Η Ελλάδα, λοιπόν, που πέρασε από την οικονομική καθυστέρηση κι από τον αγροτοβιομηχανικό χαρακτήρα σ’ εκείνον του βιομηχανοαγροτικού, η Ελλάδα που υιοθέτησε από την περίοδο του μεσοπολέμου και ιδίως μετά τον πόλεμο, τον Κ.Μ.Κ., η Ελλάδα που γνώρισε την επέκταση (κι όχι την ανάπτυξη, για ν’ ακριβολογούμε) της οικονομικής της δραστηριότητας συν-δεόμενη, συνυφαζόμενη με το ξένο μονοπωλιακό κεφάλαιο και με τις συγ-κεκριμένες επιδιώξεις του στην χώρα μας, και στην γύρω περιοχή, πληρώ-νει σήμερα αυτό το τίμημα κι έπονται επώδυνες καταστάσεις.

Ο «Οικονομικός Ταχυδρόμος» της 16/10/1975 στη σελ. 5 έγραφε για την κυριαρχία του ξένου ιδίως του αμερικανικού χρηματιστικού κεφαλαίου στην …εθνική μας οικονομία:
«Ο αμερικάνικος όμιλος της First National City Bank, της Chase κ.λπ. αμερικανικών τραπεζών χρηματοδοτεί:
Το 30% του συνόλου των βιομηχανικών επιχειρήσεων της χώρας, το 50% των ναυτι-λιακών, το 40-45% των τουριστικών, το 40% των μεγαλύτερων εξαγωγικών μονάδων, το 40-50% των βιομηχανιών παραγωγής ηλεκτρικών ειδών, μεταφορικών μέσων, πλαστι-κών υλών και χημικών προϊόντων».
Αν αυτά ίσχυαν το 1975 μπορεί κανείς να φαντασθεί το τι έγινε τις επόμενες δεκαετί-ες. Στα 23 χρόνια από την μεταπολίτευση και ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια αυτής, οι ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις κέρδισαν πολιτικό έδαφος, σε σχέση με την αμερικανική υπερδύναμη, στη χώρα μας. Αυτό το πολιτικά κερδισμένο έδαφος επηρέασε τους συσχετισμούς σ’ όλους τους τομείς και φυσικό επόμενο ήταν να ενισχυθεί η οικονομική διείσδυση των Ευρωπαίων. Η ισχυροποίηση της παρουσίας του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού ενισχύθηκε με την πλήρη ένταξη της χώρας μας στην ΕΟΚ Όμως, στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στις αρχές της δεκαετίας του ’90 είχαμε νέες ανατροπές κι ο ανταγωνισμός (αμερικάνων κι ευρωπαίων) στη χώρα μας εκδηλωνόταν διαφορετικά. Ο καθένας, λοιπόν, καταλαβαίνει αυτό το «δυναμικό-εξαγωγικό-επεκτατικό-ιμπεριαλιστικό» ελληνικό κεφάλαιο, πόσο ελληνικό, πόσο ευρωπαϊκό, πόσο αμερικανικό μπορεί να είναι.

Δεν είναι μόνον η εξαρτημένη εκβιομηχάνιση της χώρας μας, αλλά όλοι οι τομείς του δευτερογενούς, καθώς επίσης κι ο τριτογενής τομέας, ο οποίος αλώθηκε σε μεγάλο βαθ-μό από το ξένο κεφάλαιο (τράπεζες, ασφάλειες, εξαγωγικό εμπόριο, τουρισμός και γενι-κά ο διογκωμένος τομέας των υπηρεσιών).

Σήμερα, με το βίαιο ξεκλήρισμα των μικρο-μεσαίων αγροτών επιχειρείται η λεγόμενη «ανταγωνιστικοποίηση» των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, ή αλλιώς ο παραπέρα ασφυκ-τικός έλεγχος κι αυτού του τομέα από τα συναφή μονοπώλια και τις τράπεζες, ιδίως της αγροτικής. Στα αναφερόμενα στοιχεία πριν την μεταπολίτευση (1973) ας συμπληρώσου-με ορισμένα ακόμη για να έχουμε μια πληρέστερη εικόνα και για να μπορούμε να φαν-ταστούμε το τι μεσολάβησε τα κατοπινά χρόνια, όπου η διείσδυση μέσω της ΕΟΚ και των άλλων διεθνών συμφωνιών γίνεται απροσχημάτιστα, κανονικά και με τους ελληνικο-ύς νόμους που την επιδιώκουν πάση θυσία προσφέροντας γη και ύδωρ.

Στα τέλη του 1973 είχαμε:
1000 περίπου ΑΕ με ξένα κεφάλαια (θυγατρικές και μικτές) που δρούσαν ανενόχλητες κι ασύδοτες με τις γνωστές υπερτιμολογήσεις κι υποτιμολογήσεις ιδιοποιούμενες το φι-λέτο της ελληνικής οικονομίας.
Υπήρχαν δηλαδή 500 βιομηχανικές εταιρίες, 250 εμπορικές, 100 ασφαλιστικές, 16 τράπεζες, 50 τεχνικές, 16 μεταλλευτικές κι οι υπόλοιπες μέχρι το 1000 δρούσαν στους άλλους τομείς, καταμαρτυρώντας όλες μαζί το πως η ελληνική οικονομία ήταν κι είναι δέσμια κάποιων ξένων κυρίως και δευτερευόντως ντόπιων μονοπωλίων, τα οποία κυρι-αρχώντας στην οικονομική ζωή επηρέαζαν σημαντικότατα και τις πολιτικές επιλογές της εκάστοτε κυβέρνησης.

Σήμερα οι πλέον γνωστές και ισχυρές πολυεθνικές εταιρείες στην Ελλάδα είναι:
Αμερικανικές: IBM, GILLETTE, COCA COLA, HEWLETT-PACKARD, JOHNSON & JOHNSON, DUPONT, HEINZ, NCR.
Γερμανικές: BAYER, BASF, SIEMENS, HOECHST.
Ελβετικές: NESTLE, SANDOZ, HOFFMANN – LA ROCHE.
Σουηδικές: VOLVO, ABB.
Ολλανδικές: PHILIPS.
Γαλλικές: MICHELIN, SAINT-GOBAIN.
Ιαπωνικές: CANON, SONY, HONDA.
Αγγλικές: ICI.

Σε μια τέτοια κατάσταση πραγμάτων, σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο όπου η προσέλκυση ξέ-νων επενδύσεων γίνεται πανάκεια, καθίσταται αδύνατη κι η οποιαδήποτε επιδίωξη, εάν υπάρχει κι όσο υπάρχει, από πλευράς ελληνικής πολιτείας, να προσδώσει «ανταγωνιστικότητα- αποτελεσματικότητα-προοπτική» στην ελληνική βιομηχανία, κατάσταση που χειροτερεύει, τόσο λόγω πλήρους ένταξης στην ΕΕ και την (αναζητούμενη) Ο.Ν.Ε., όσο λόγω διεθνούς ανταγωνισμού, βάσει των συμφωνιών της GATT και ιδιαίτερα μετά τον τελευταίο γύρο αυτής, αυτόν της Ουρουγουάης.
Με την αποδοχή των δεδομένων που προκύπτουν από τις παραπάνω συμφωνίες μπαίνει κι η ταφόπλακα σ’ όλο το μεταπολεμικό οικονομικό οικοδόμημα. Η μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη δεν στόχευε ούτε μια στιγμή στην αξιοποίηση και την ανάδειξη εθ-νικοοικονομικών δεδομένων, δηλαδή στην ανάπτυξη του πρωτογενή τομέα και στην δια-μόρφωση όρων και προϋποθέσεων για την εγχώρια αξιοποίηση των πρώτων υλών, του εργατικού δυναμικού, της ενίσχυσης κλάδων βαριάς βιομηχανίας, της κατασκευής έργων υποδομής με σχέδιο και προοπτική εξυπηρέτησης της παραγωγικής διαδικασίας και της κυκλοφορίας των αγαθών.

Είκοσι πέντε χρόνια περίπου, μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου και την αρχή της μεγάλης παρατεταμένης κρίσης του ’73 – ’74, η ελληνική οικονομία λειτούργησε δυναμικά για να εξυπηρετήσει ουσιαστικά με τον καλύτερο τρόπο τα ξένα και τα ντόπια μονοπώλι-α. Αυτός είναι κι ο ρόλος της.

Με το σχέδιο Μάρσαλ διαπλέχτηκε ο οικονομικός ιστός της χώρας μας, όπου η ντόπια πλουτοκρατία-ολιγαρχία, τα ντόπια μονοπώλια και οι άνθρωποι του χρήματος στον τόπο μας δεθήκανε, ακόμα πιο στενά, οικονομικά με τα αντίστοιχα μεγαθήρια του ξένου οικο-νομικού παράγοντα. Όμως ο ξένος οικονομικός παράγοντας (μονοπώλια-ιμπεριαλισμός) είναι και πολύ πιο ισχυρός, είναι πολυεθνικός, είναι κοντολογίς βιώσιμος, ως μεγάλο ψάρι στη ζούγκλα της αβύσσου της «ελεύθερης αγοράς».

Δεν είναι τυχαίο ότι χρόνο με το χρόνο ακόμα κι οι θεαματικές παρουσίες ντόπιων μο-νοπωλιακών μονάδων κι ελλήνων Κροίσων άρχισαν να μειώνονται και στη θέση τους να έχουμε κάποιες «προβληματικές» επιχειρήσεις ή να έχουμε «κρατικοποιήσεις» όταν δεν προηγούνταν η απορρόφησή τους από κάποια αντίστοιχη ξένη πολυεθνική επιχείρηση. Με το ξέσπασμα της κρίσης και μετά έχουμε μια χιονοστιβάδα παρόμοιων καταστάσεων σ’ όλους τους τομείς της οικονομικής ζωής, για να φτάσουμε σήμερα στο σημείο της με-γάλης συρρίκνωσης κάθε ντόπιας παραγωγικής δραστηριότητας, προς χάριν των ξένων μονοπωλίων που κυριάρχησαν παντού.

Η κυριαρχία των ξένων μονοπωλίων στη ζωή του τόπου μας δεν έχει καταστροφικές συνέπειες μόνο για τη χώρα μας, αλλά και για τη γύρω περιοχή. Η προσπάθεια διείσδυ-σης αυτού του ξένου μονοπωλιακού-ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου που εδρεύει και στη χώ-ρα μας και την χρησιμοποιεί ως ορμητήριο για τις επεμβάσεις του σε αγορές νέες, των γειτονικών Βαλκανικών χωρών, της ΕΕ και γενικότερα στις χώρες που βρέχονται από τη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα, αλλά κι αυτές της Μ. Ανατολής, οι προσπάθειες, λοι-πόν, που καταβλήθηκαν ή καταβάλλονται (με αρκετή επιτυχία ενίοτε) εκλαμβάνονται απ’ ορισμένους ως ιμπεριαλιστική διείσδυση της Ελλάδας κι όχι ως ιμπεριαλιστική διείσδυση των ισχυρών της Δύσης, των οποίων την εκμεταλλευτική και καταπιεστική τους παρου-σία υφίσταται και η χώρα μας.

Οπωσδήποτε η χώρα μας και η όποια αντίστοιχη παίξει ανάλογο ρόλο, στα διάφορα σημεία της γης, για λογαριασμό των ισχυρών ιμπεριαλιστικών χωρών κι ενώσεων, έχει μια ιδιαιτερότητα, μια διαφορά, με αυτή, ή αυτές, που δέχονται την ιμπεριαλιστική κατα-λήστευση και μέσω Ελλάδας. Εξάλλου κάθε χώρα μικρή ή μεγάλη έχει την ιδιαιτερότητα της σε σχέση με κάποια άλλη. Ακόμα – ακόμα και σε κάθε χώρα ξεχωριστή υπάρχουν τοπικές ιδιαιτερότητες και οι διαφορές πράγματι ποτέ δεν σταματούν. Και δεν σταματούν ακριβώς γιατί υπάρχουν οι μεγάλες ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ τις οποίες θέλει να συγκαλύπτει ο ιμπεριαλισμός και οι ισχυροί της γης, διότι διαφορετικά οι τόσο λίγοι δεν θα μπορούν να νέμονται, να κατέχουν, να ιδιοποιούνται, να απολαμβάνουν, να είναι κύριοι του πλούτου της γης και των προϊόντων των παραγωγών της.

Αν θέλουμε να συνοψίσουμε την οικονομική πολιτική που ακολουθήθηκε στα μεταπο-λεμικά χρόνια θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι όποιες προσπάθειες εθνικής οικονομικής ανάπτυξης δεν μπορούσαν να ευοδωθούν, διότι ήταν υποσκαμμένες στο ξεκίνημα τους (σχέδιο Μάρσαλ).

Οι Στ. Μπαμπανάσης και Κ. Σούλας στη μελέτη τους «Η Ελλάδα στην περιφέρεια των αναπτυγμένων χωρών», έτσι συνοψίζουν την εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας:
«Η «μισοανάπτυξη»της Ελλάδας εκφράζεται και στην ιμπεριαλιστική παθητική εξάρ-τησή της από την παγκόσμια οικονομία, εξάρτηση που εκδηλώνεται με πολλές συγκεκρι-μένες μορφές. Οι σημαντικότερες είναι:
Η μονόπλευρη (όχι αμοιβαία) και καθοριστική οικονομική και τεχνική εξάρτηση από το εξωτερικό.
Η αδύνατη ανταγωνιστικότητα.
Η δυσμενής διάρθρωση του εξωτερικού εμπορίου και η μεγάλη ελλειμματικότητα του.
Η υπερβολική εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τους ασταθείς άδηλους πόρους.
Ο καθοριστικός ρόλος των πολυεθνικών μονοπωλίων στην Ελλάδα.
Ο χαρακτήρας «βοηθητικού εργαστηρίου» της Ελλάδας.
Η υπερβολική ευαισθησία της ελληνικής οικονομίας στις διακυμάνσεις της παγκόσμιας οικονομίας, η ασταθής ισορροπία της και ο υπερδανεισμός του ελληνικού κράτους.
Τέλος, ο καθοριστικός ρόλος της εξαγωγής εργατικής δύναμης».

Και συνεχίζουν:
«Η ταχύρυθμη οικονομική μεγέθυνση όχι μόνο δεν οδήγησε στην εξάλειψη τη εξάρτη-σης από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, αλλά αντίθετα συμβάδισε με το βάθεμα της οικο-νομικής πολιτικής και στρατιωτικής εξάρτησης της Ελλάδας.»

Έτσι, η ανάπτυξη μεταφράζεται σε βαθμιαία ισχυροποίηση του ξένου μονοπωλιακού κεφαλαίου, κατάσταση που επιδεινώθηκε με την είσοδο κι ένταξη της χώρας μας στην ΕΟΚ Σ’ αυτά τα χρόνια δεν υπήρξε ελληνική παραγωγή στοιχειώδους κεφαλαιουχικού εξοπλισμού κι όχι τυχαία -σήμερα ακόμη περισσότερο- ο αναγκαίος κεφαλαιουχικός ε-ξοπλισμός προμηθεύεται στη χώρα μας από χώρες κυρίως της Δύσης (ΕΟΚ – Αμερική), αλλά και Ιαπωνία.

Η στρεβλή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, η αλλιώς η μη ολόπλευρη, η εξαιρετικά άνιση και με πολλές αντιθέσεις εξέλιξή της, φαίνεται επίσης κι από την μεγάλη μάζα ε-νεργού πληθυσμού που εξοστράκισε προς τις αγορές (σύγχρονα σκλαβοπάζαρα) της Γερμανίας κι αλλού. Σήμερα που η κατάσταση χειροτέρευσε και χειροτερεύει λόγω της έντασης και του βαθέματος της κρίσης, δεν υπάρχει πλέον αυτό το «θείον δώρο» της με-τανάστευσης, ίσα – ίσα υπάρχουν οι γνωστές επιστροφές των «αποδημητικών πουλιών» και η παρουσία νέων αποδήμων – μεταναστευτικών ρευμάτων και προς τη χώρα μας, από διάφορες χώρες του κόσμου, ιδίως τις γειτονικές.

Η απόγνωση που κυρίευσε όλα αυτά τα μεγάλα κοινωνικά στρώματα των ανατολικών χωρών που κατέρρευσαν μετά το ’89, συναντιέται με τους επιστρέφοντες μετανάστες και προπαντός με τους εσωτερικούς μετανάστες που διαμορφώνει η πολιτική του σήμερα. Πολιτική ξεκληρίσματος της αγροτιάς και συρρίκνωσης, δραστικής μείωσης των μεσοσ-τρωμάτων σ’ όλη την ελληνική κοινωνία.

Έτσι ο κοινωνικός (μεταπολεμικός) ιστός που διαμορφώθηκε στον τόπο μας, υπακού-οντας στις οικονομικές επιταγές του σχεδίου Μάρσαλ κι αργότερα της ΕΟΚ, υπακούον-τας στα πολιτικο-στρατιωτικά κελεύσματα των δυτικών ιμπεριαλιστών, έρχεται σήμερα να διαταραχθεί με μια βιαιότητα χωρίς προηγούμενο (δεν είναι τυχαίες φυσικά και οι αντιστάσεις που συναντάει). Τα μεσοστρώματα της πόλης και του χωριού, που μέσα σε μια μεταπολεμική πορεία αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν οικονομικά, να ταχθούν πολιτικά και να συμμαχήσουν κοινωνικά με την μεγαλοαστική τάξη του τόπου μας, δέχονται σήμερα εκείνη την σύνθλιψη που ένοιωσαν οι λαϊκές μάζες, από τις οποίες ένα αξιόλογο μέρος (εκατοντάδες χιλιάδες) υποχρεώθηκε στον ξενιτεμό.

Η μεγαλοαστική τάξη και ιδιαίτερα οι τυπικοί της οικονομικοί εκπρόσωποι δηλαδή το ντόπιο μονοπώλιο συμπορεύτηκε ή ακόμα και συγχωνεύτηκε με το ξένο κεφάλαιο και δημιούργησε με την αρωγή του ελληνικού κράτους (είτε ως οικονομικού παράγοντα είτε πολιτικο-θεσμικά είτε και τα δύο μαζί) μια τριπλή πολιτικο-οικονομικο-κοινωνική συμμα-χία (μπλοκ) που πήρε τα ηνία της χώρας στα χέρια της και την οδήγησε εδώ που την ο-δήγησε.

Σε περιόδους κρίσης, όμως, οι όποιες ενότητες, συμμαχίες συμπράξεις δοκιμάζονται και η φάση που διανύουμε είναι ακριβώς αυτή της δοκιμασίας για όλους και για όλα. Δο-κιμάστηκε και δοκιμάζεται η ενότητα των ιμπεριαλιστικών (οικονομικο-πολιτικο-στρατιωτικών) συνασπισμών κι ο ακήρυκτος πόλεμος τους διαμηνύει ότι ασφυκτιά στα πλαίσια τα εμπορικά, νομισματικά, ενεργειακά, οικονομικά, πολιτικά, διπλωματικά που υπάρχουν κι αναζητεί κι απειλεί ακόμα και με στρατιωτική αναμέτρηση (επέκταση ΝΑΤΟ προς ανατολάς και νέος ρόλος του κ.λπ.).

Ο ανταγωνισμός αυτός διαιρεί και τις μεγαλοαστικές τάξεις ανά τον κόσμο. Η ύπαρξη τουλάχιστον δύο καθαρόαιμων κομμάτων της κυρίαρχης αστικής τάξης σε κάθε χώρα, οι διαφωνίες των πολιτικών που πρέπει να υιοθετηθούν και ν’ ακολουθηθούν αποτελούν δείγμα της σοβαρότητας της κρίσης.

Στη χώρα μας φαίνεται ν’ αποτελεί μονόδρομο το «ανήκομεν εις την Δύσιν». Ποια Δύ-ση, όμως; Αυτό είναι ένα βασανιστικό ερώτημα που έχει σοβαρές επιπτώσεις και συνέ-πειες, όχι μόνο στην πολιτική ζωή και σταθερότητα του πολιτικού μεταπολιτευτικού συσ-τήματος, αλλά και στην οικονομία και την κοινωνία ευρύτερα.

Η «παγκοσμιοποίηση» της οικονομίας παγκοσμιοποιεί και την κρίση και οι συνταγές δεν είναι πολλές. Πληρώνουν τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα μιας έκαστης κοινω-νίας κι αυτό έχει την αντιστοίχηση του με τα ασθενέστερα έθνη κι εθνικές μειονότητες, με τις ασθενέστερες φυλές, κοινωνικές ομάδες, θρησκευτικές πεποιθήσεις, με κάθε τι -τέλος πάντων- ασθενέστερο, για να ισχυροποιηθούν παραπέρα οι …ισχυροί.
Το ίδιο δεν μπορούσε να μη συμβεί και στο μπλοκ της αστικής τάξης, όπου μαίνεται ο ανταγωνισμός, όχι μόνον ανάμεσα σε μερίδες της μεγαλοαστικής τάξης, αλλά συμπιέζονται όλα εκείνα τα αστικά στρώματα (μικρά και μεσαία) κι οδηγούνται στην κα-ταστροφή, στην βίαιη προλεταριοποίηση τους.

Το μπλοκ της κοινωνικής συμμαχίας ανάμεσα στο ανώτερο στρώμα της αστικής τάξης (την μεγαλοαστική ή αλλιώς οικονομική ολιγαρχία) και τα μεσαία και μικρά (για να κατε-βαίνουμε την πυραμίδα από πάνω προς τα κάτω) αρχίζει να σπάει κι αυτό έχει αλυσιδωτές επιπτώσεις σ’ όλη την κοινωνική, πολιτική οικονομική ζωή του τόπου (για να σταθούμε στους κύριους τομείς).

Στα 50 μεταπολεμικά χρόνια της χώρας μας διακρίνονται δύο κύριες φάσεις:
Η πρώτη ξεκινάει με το τέλος του εμφυλίου πολέμου, την επιβολή της οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής, πολιτισμικής τάξης πραγμάτων της αστικής τάξης στο λαϊκό (έ-νοπλο και μη) κίνημα μέσω της ανοικτής, ισχυρής στρατιωτικής παρουσίας των ιμπερια-λιστικών δυνάμεων της Δύσης (αρχικά, μετά την απελευθέρωση από την γερμανική κα-τοχή, από τους Άγγλους και στη συνέχεια από το 1947 και μετά, με την αδιάλειπτη πα-ρουσία των Αμερικανών). Σ’ αυτή την περίοδο έχουμε τους υψηλούς ρυθμούς επέκτασης της ελληνικής οικονομίας και την ανοδική πορεία των οικονομικών δεικτών και μεγεθών. Η παρουσία, βέβαια, του ξένου κεφαλαίου είναι καθοριστική κι αυτό φάνηκε και φαίνεται στην δεύτερη φάση της μεταπολεμικής περιόδου.
Στη δεύτερη φάση, που ξεκινάει από την εμφάνιση της κρίσης (1973-1974), αυτής της παρατεταμένης, πολύπλευρης, βαθιάς και αθεράπευτης δομικής κρίσης του καπιταλιστι-κού συστήματος σημειώνεται η «αναδιαρθρωτική» προσπάθεια του κεφαλαίου σε παγ-κόσμια κλίμακα, μιας και τα πλοκάμια του (ιμπεριαλισμός) έχουν αγκαλιάσει όλο τον πλανήτη γη, κι όχι μόνο, κι αυτό σημαίνει για οικονομίες χωρών (όπως κι η δική μας, που στηρίχτηκαν στο ξένο κεφάλαιο) όχι …αναδιάρθρωση, αλλά πραγματική και βίαιη ΕΞΑΡΘΡΩΣΗ. Το παράδειγμα της GoodYear είναι -όπως προαναφέραμε- από τα πλέον χαρακτηριστικά, ενώ οι μη καθαρόαιμες ξένες και πολύ περισσότερο οι ελληνικές, αδυ-νατούν ν’ αντεπεξέλθουν στον σκληρότατο ανταγωνισμό που επιβάλλει η κρίση, αδυνα-τούν ν’ αναδιαρθρωθούν και δεν είναι μόνο θεσμικό ή πολιτικό το πρόβλημα τους, αλλά κυρίως μεγέθους, βάθους, υποδομής, εμβέλειας και προοπτικής. Αν αυτά προϋπήρχαν σε μια αυτόνομη, αυτοδύναμη κι αυτοτελή βάση, τότε έγκαιρα θ’ αναζητούσε τις πολιτικο-στρατιωτικές συμμαχίες και τα κοινωνικά ερείσματα. Επειδή, ακριβώς, δεν υπάρχουν αυτές οι προϋποθέσεις για τούτο το λόγο βολοδέρνει η εκάστοτε ελληνική, μεταπολιτευτική, κυβέρνηση μέσα στην σύγχυση για τον προσανατολισμό που πρέπει ν’ ακολουθήσει κι όταν τα πράγματα χειροτερεύουν και στενεύουν τα περιθώρια δεν έχει άλλη επιλογή από το να σπάει και τις «συμμαχίες» που κοπιαστικά οικοδόμησε στην α-μέσως μεταπολεμική περίοδο κι υποτάσσεται στη …μοίρα της.

Η εξαρτημένη οικονομική δραστηριότητα του ελληνικού κεφαλαίου αφού γνώρισε, λοι-πόν, μια περίοδο αρχικής άνθησης, αφού το ξένο κεφάλαιο, το ελληνικό κράτος και οι άνθρωποι του μεγάλου κεφαλαίου (ολιγαρχία) επιδόθηκαν σ’ ένα μεγάλο φαγοπότι, εκ-μεταλλευόμενοι το φθηνό ελληνικό εργατικό δυναμικό, με τις μειωμένες, όχι μόνον, απο-δοχές, αλλά και μειωμένες κοινωνικές παροχές, επιδόθηκαν στην ληστρική εκμε-τάλλευση του φυσικού πλούτου της χώρας μας, πολιόρκησαν ασφυκτικά την ελληνική αγορά και χρησιμοποίησαν τη χώρα μας ως εφαλτήριο για τη διείσδυση τους στις γύρω περιοχές.

Η σχέση κράτους, ελλήνων μεγιστάνων και ξένου κεφαλαίου διαταράχθηκε με την α-παρχή της κρίσης και το ελληνικό δημόσιο άρχισε μια μεγαλύτερη (σε έκταση) πα-ρουσία, στον οικονομικό τομέα, αναλαμβάνοντας ότι προβληματικό δημιουργούσαν τα καρχαριοειδή του κεφαλαίου…
Άρχιζε η επιχείρηση «εξυγίανσης» κι «αναδιάρθρωσης» για να επιτευχθούν οι περί-λαμπροι στόχοι της «ανταγωνιστικότητας – παραγωγικότητας – αποτελεσματικότητας» κι άλλων ηχηρών. Κλείνουν επιχειρήσεις η μια πίσω από την άλλη, ενώ υπάρχουν εκείνες που εξυγιαίνονται δηλαδή καθαρίζεται η «κόπρος του Αυγεία» που δημιούργησαν οι προκάτοχοί τους δηλαδή τα τρωκτικά του μεγάλου κεφαλαίου κι ετοιμάζονται να επισ-τρέψουν στην «δυναμική – αποτελεσματική» ιδιωτική πρωτοβουλία δηλαδή από εκεί που ξεκίνησαν και φθάσανε εκεί που φθάσανε.

Όμως και σ’ αυτό το μέτωπο τα πράγματα δεν είναι και τόσο ευοίωνα για το ελληνικό δημόσιο και ιδιωτικό κεφάλαιο. Υπάρχουν άλλοι που προηγούνται για ν’ αρπάξουν την καλή φέτα της αγοράς κι αυτοί ξέρουν να επιβληθούν είτε με τις συμφωνίες της GATT είτε με τις κοινοτικές συμφωνίες στα πλαίσια της ΕΕ.

Η συγχώνευση, η διαπλοκή του ελληνικού βιομηχανικού, τραπεζικού, εμπορικού κε-φαλαίου (ιδιωτικού και δημόσιου ακόμα) με τα ξένα ισχυρά μονοπώλια της Ευρώπης και της Αμερικής, μέσα στα πλαίσια της «διεθνοποίησης- παγκοσμιοποίησης» του κεφαλαί-ου, της παραγωγής και της αγοράς έχει φθάσει σε τέτοιο σημείο, που να βρίσκεται η ελ-ληνική οικονομία σε καθεστώς ομηρίας από τους μονοπωλιακούς κολοσσούς.

Στα χρόνια πριν το ξέσπασμα της κρίσης και στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, υ-πήρξαν ανάμεσα σε μερίδες της μεγαλοαστικής τάξης έντονες διαμάχες, οι οποίες είχαν σαν υπόβαθρο και την περισσότερο ή λιγότερο ασφυκτική παρουσία του ξένου μονοπω-λιακού κεφαλαίου και πιο συγκεκριμένα ανάμεσα σε πολιτικούς φορείς ΕΡΕ- ΕΚ ή ΝΔ- ΠΑΣΟΚ. Επειδή, πράγματι, η πολιτική είναι συμπύκνωση της οικονομίας, στην διαμάχη αυτή αναδεικνύονταν οι μεγάλες ομοιότητες αυτών των φορέων, αλλά κι οι διαφορές. Θαρρούμε πως δεν χρειάζεται να επιμείνουμε στις μεγάλες ομοιότητες σ’ όλα τα καίρια ζητήματα που αφορούν τις τύχες της χώρας μας. Θα σταθούμε στις διαφορές έτσι όπως εκφράστηκαν στον πολιτικό στίβο και τις κοινωνικές συμμαχίες που ανέδειξαν.

Πολλοί οικονομολόγοι, ακόμη και της Αριστεράς, έφθασαν στην δεκαετία του ’60, τότε που εκφράζονταν με τον πιο ολοκληρωμένο τρόπο τα αποτελέσματα της πρώτης μετα-πολεμικής φάσης, φθάσανε στο σημείο να μιλήσουν για την δυναμική «εθνική τάξη» της χώρας μας η οποία άνοιγε τα φτερά της κι οδηγούσε τον τόπο στην ανεξάρτητη οικονο-μική ανάπτυξη και στην ευημερία.
Δεν είναι τυχαίες και οι πολιτικές περιπέτειες της ΕΔΑ πίσω από την ουρά της Ένωσης Κέντρου του Γ. Παπανδρέου.
Συγκρούονταν τότε, πράγματι, δύο διαφορετικοί προσανατολισμοί που διαμορφώνον-ταν στους κόλπους της μεγαλοαστικής τάξης του τόπου μας.

Από τη μια εκείνοι οι οικονομικοί παράγοντες που αναζητούσαν μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό (μέχρι πνιγμού) των αμερικάνικων μονοπω-λίων και στην προσπάθειά τους βρήκαν καταφύγιο στη σύνδεσή τους με την ΕΟΚ Αυτή η επιλογή, αυτός ο προσανατολισμός μερίδων της μεγαλοαστικής τάξης, γαλουχημένος και με τον φιλελευθερισμό του Ελ. Βενιζέλου, έπαιξε τον ρόλο του στο ν’ αποκτηθεί η ενιαία έκφραση αυτού του κατακερματισμένου πολιτικού χώρου, που βρίσκονταν ανάμεσα στη Δεξιά (Συναγερμός – ΕΡΕ) και στην Αριστερά (ΚΚΕ – ΕΔΑ). Εξάλλου, στη μεταπολεμική Ευρώπη ήταν η εποχή της σοσιαλδημοκρατίας («τρίτος δρόμος» ούτε κομμουνισμός ούτε καπιταλισμός, όπως λέγανε), ενώ στην Ελλάδα αυτό το φρούτο δεν είχε ακόμη καρ-ποφορήσει.

Έτσι δημιουργήθηκε η Ένωση Κέντρου για να εξυπηρετήσει αυτό το σκοπό με τον κα-λύτερο δυνατό τρόπο. Κατάφερε να μειώσει κατά πολύ τη δύναμη της ΕΔΑ, η οποία είχε αναδειχθεί κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης το 1958 με 25% των ψήφων περίπου. Κατάφερε να προχωρήσει την κοινωνική συμμαχία, αυτού του τμήματος της μεγαλοαστι-κής τάξης που εκπροσωπούσε, με τα μεσαία και μικρά αστικά στρώματα της πόλης και του χωριού. Έδωσε ένα σαφέστερο στίγμα του διεθνούς της προσανατολισμού, ενισχύ-οντας την σύνδεση της χώρας μας με την ΕΟΚ κι αντιστεκόμενη (όταν ήταν κυβέρνηση) στα σχέδια των αμερικανών για την Κύπρο (σχέδιο Άτσεσον).

Αντίθετα, ο πόλος της Δεξιάς, που έκφραζε το παραδοσιακό κομμάτι της μεγαλοαστι-κής τάξης, δεν έκρυβε την φιλοδυτική και μάλιστα φιλοαμερικανική προτίμησή του, ακό-μα και η σύνδεση με την ΕΟΚ αυτόν τον σκοπό εξυπηρετούσε, δεν έκρυβε το αντιλαϊκό πρόσωπο της όπως και την διάθεση της να εξυπηρετήσει οικονομικά και πολιτικο-στρατιωτικά τους αφέντες της.
Η διαμάχη αυτή οδηγήθηκε στην ανοικτή σύγκρουση των δύο μερίδων της μεγαλοασ-τικής τάξης κι επειδή οι προτεραιότητες των Αμερικανών στη Μ. Ανατολή (πόλεμος των 7 ημερών Ισραήλ – Αιγύπτου) και στη γύρω περιοχή, πίεζαν για κάτι διαφορετικό στον ελ-ληνικό χώρο, στον οποίο σπαράσσονταν οι μεγαλοαστικές μερίδες και διογκώνονταν η λαϊκή οργή και το λαϊκό κίνημα, επιβλήθηκε το στρατιωτικο-φασιστικό πραξικόπημα, που έβαλε στο ψυγείο όλες αυτές τις διεργασίες και τον λαό στον …γύψο.

Η κατάρρευση της φασιστικής χούντας συμπίπτει με την εμφάνιση της κρίσης κι εγκαι-νιάζει ουσιαστικά τη δεύτερη φάση της μεταπολεμικής περιόδου. Μια φάση ρευστότητας, αβεβαιότητας, σοβαρών ανακατατάξεων, μια φάση μετάβασης.

Σ’ αυτή τη μεταβατική φάση αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση, όχι μόνο για τους οικονο-μικούς δείκτες της χώρας μας, αλλά και για τους πολιτικούς σχηματισμούς και την κοινω-νία στο σύνολο της.
Η πολιτική συγκυρία επιβάλλει ένα μαχητικό πολιτικό σχηματισμό (ΠΑΣΟΚ) κι ένα αρειμάνιο ηγέτη (Α. Παπανδρέου) προκειμένου να τιθασευτούν τα λαϊκά ξεσπάσματα και να δημιουργηθεί ένα σοβαρό ανάχωμα προς την αριστερά, ένας πραγματικός κυματοθ-ραύστης, ικανός να καναλιζάρει την λαϊκή οργή σε ανώδυνα, για το σύστημα, μο-νοπάτια. Κι έτσι έγινε, για να γίνει το ΠΑΣΟΚ, με τον Α. Παπανδρέου, βασιλικότερο του βασιλέως και ν’ ακολουθήσει ο Σημίτης για να ολοκληρώσει, όχι απλώς την σμίκρυνση των διαφορών με τη ΝΔ, αλλά την ακόμη πιο μεγάλη ομοιότητα.
Και η ομοιότητα έχει μια οικονομική, κοινωνική, πολιτική βάση.

Δεν υπάρχει σήμερα μερίδα της μεγαλοαστικής τάξης που να πιστεύει στην (διακη-ρυγμένη κατά τ’ άλλα, απ’ όλους) ανάπτυξη. Ακόμα και τα «μεγάλα» έργα που έχουν ε-ξαγγελθεί και παρουσιάζονται ως έργα αναπτυξιακά (αεροδρόμιο Σπάτων, Εγνατία οδός, Μετρό Αθήνας και Θεσσαλονίκης, γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου, φυσικό αέριο) αποσκοπούν στο να διευκολύνουν τις δραστηριότητες των πολυεθνικών τόσο στον χώρο της Ελλάδας όσο και στη γύρω περιοχή κι ασφαλώς όλα αυτά τα έργα δεν έχουν καμία σχέση με ανάπτυξη πολύ περισσότερο μ’ εκείνη την ισόμετρη. Τυχαία βέβαια δεν είναι ότι ξένες εταιρίες ευρωπαϊκές και μη, αναλαμβάνουν με αποικιακούς όρους την εκτέλεση αυτών των «μεγάλων» έργων, που πρώτα και κύρια τα πληρώνει σε χρήμα ο ελληνικός λαός και στη συνέχεια με την υποβάθμιση της ζωής του και του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο πασχίζει να επιβιώσει. Όλοι γνωρίζουν πολύ καλά, ότι το μόνο που μπορεί ν’ αναπτυχθεί και να ευδοκιμήσει στον τόπο μας είναι ο παρασιτισμός. Όταν έχουν αυτό το κοινό …οικονομικό υπόβαθρο είναι πολύ φυσικό να μη μπορείς να ξεχωρίσεις την οικονομική τους πολιτική καθώς και την πολιτική που ακολουθούν στην οικονομία. Είναι φυσικό ν’ απευθύνονται με τον ίδιο τρόπο στα ίδια κοινωνικά στρώματα με την ίδια υποκρισία. Είναι επίσης φυσικό να συγκροτούνται, να λειτουργούν και να εκφράζονται πολιτικά – κομματικά ως συγκοινωνούντα δοχεία. Γι αυτό και το σύστημα, δίχως να εγκαταλείπει τους δύο αυτούς πολιτικούς – κομματικούς σχηματισμούς του (αγκωνάρια) αναζητάει – δημιουργεί και νέες εναλλακτικές λύσεις.

Το συμπέρασμα, λοιπόν, που μπορεί να βγει απ’ αυτή τη σύντομη πολιτική αναφορά, (για να κατανοήσουμε τις οικονομικές εξελίξεις, οι οποίες με τη σειρά τους μας οδήγησαν στην πολιτική αναφορά) είναι ότι σ’ ένα κόσμο που μεταβάλλεται ραγδαία, με τους τυφ-λούς νόμους της αγοράς να κυριαρχούν και να επιβάλλονται, σαρώνοντας κάθε τι δια-φορετικό, σ’ ένα κόσμο αβεβαιότητας, κινδύνων, βίαιων αναμετρήσεων, η μεγαλοαστική τάξη του τόπου μας είναι ενωμένη και διχασμένη.

Ενωμένη στο να διαφυλάξει και ν’ αναπτύξει το έχει της, τα παρασιτικά κέρδη της. Δι-χασμένη για το ποιος, ή ποιοι, συγκεκριμένα θα τα καρπωθούν.

Ενωμένη στο να υπερασπίσει την κοινωνική τάξη πραγμάτων, να χτυπήσει τις αντισ-τάσεις που δημιουργούνται και να καταστείλει το λαϊκό κίνημα. Διχασμένη, όμως, για το ποιος πολιτικός φορέας, ποια παράταξη θα αναλάβει αυτό το πολιτικό κόστος.

Ενωμένη στις γενικές διακηρύξεις περί πολιτικών – οικονομικών επιλογών (ΝΑΤΟ – ΕΕ κ.ά.) κι αναγκαίων μέτρων για την αντιμετώπιση της οικονομικής και πολιτικής κρί-σης. Διχασμένη, όμως, όταν ο ένας πολιτικός φορέας είναι κυβέρνηση κι ο άλλος αντιπολίτευση. Και δεν είναι μόνο η αντιπολιτευτική διάθεση και η δημαγωγία που διαπερνάει αυτούς τους φορείς από την κορυφή ως τα νύχια.

Ενωμένη στα πολλαπλά εθνικά ζητήματα, που την απασχολούν και μας ταλαιπωρούν επικίνδυνα, αλλά διχασμένη στο ποιος θα αναλάβει να βγάλει τα κάστανα από την φωτι-ά…
Μέσα σ’ αυτές τις αντιπαραθέσεις των μερίδων της μεγαλοαστικής τάξης πολλές φο-ρές μέχρι σήμερα ο εργαζόμενος λαός παγιδεύτηκε και μανιπουλαρίστηκε. Έγινε η εκλο-γική πελατεία των κομμάτων της κι αποτέλεσε το υλικό για τις διάφορες μανούβρες τους. Σήμερα, όμως, μη έχοντας πλέον περιθώρια ελιγμών το σύστημα, υποχρεώνεται να στραφεί ενάντια σε κοινωνικά στρώματα που όλα αυτά τα χρόνια αποτέλεσαν τους κοι-νωνικούς του συμμάχους και τη γέφυρα προς τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Αυτή η επί-θεση δημιουργεί νέα δεδομένα, ενεργοποιεί τον λαϊκό παράγοντα, ο οποίος αργά και βασανιστικά βρίσκει το δρόμο του δίνοντας μια απάντηση σ’ όλους τους ανθρώπους του συστήματος και στους απολογητές τους ότι: Τα πράγματα δεν ήταν έτσι κι ούτε πρόκειται να μείνουν όπως έχουν!

Αναζήτηση
Κατηγορίες
Βιβλιοπωλείο-Καφέ

Γραβιάς 10-12 - Εξάρχεια
Τηλ. 210-3303348
E-mail: ett.books@yahoo.com
Site: ektostonteixon.gr