(μέρος τρίτο) (το πρώτο εδώ, το δεύτερο εδώ)
Οι εξελίξεις στην Ουκρανία δημιουργούν εύλογες ανησυχίες σε όλο τον κόσμο. Ανησυχίες που αφορούν την τύχη του λαού της ανατολικής Ουκρανίας, συνολικά του λαού της Ουκρανίας, των λαών της περιοχής αλλά και του κόσμου όλου, καθώς αυξάνονται οι κίνδυνοι ακόμη και μιας γενικευμένης ανάφλεξης.
Υπάρχει μια τέτοια πιθανότητα; Μας διασφαλίζει το ότι η λεγόμενη «ισορροπία του τρόμου» λειτουργεί αποτρεπτικά απέναντι σ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο;
Αναμφίβολα αποτελεί έναν ισχυρό αποτρεπτικό παράγοντα που «συγκρατεί» τις διαθέσεις δυνάμεων που με άλλους όρους θα είχαν ήδη προχωρήσει σε πόλεμο. Μπορούμε συνεπώς να εφησυχάζουμε ως προς αυτή την πλευρά του πράγματος; Όχι, καθόλου. Γνωρίζοντας τη φύση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, ξέρουμε πόσο ισχυρή είναι στα πλαίσιά τους η αναζήτηση «λύσεων» με στρατιωτικά-πολεμικά μέσα. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που τέτοιου είδους ανησυχίες εκφράζονται και μέσα από αστικά ΜΜΕ που γενικά απέφευγαν να αναφέρονται σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Πριν από ένα διάστημα μάλιστα ο «πρωθυπουργός» της Ουκρανίας Γιατσενούκ δήλωσε ότι η Ρωσία επιδιώκει έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο. Το γιατί έκανε αυτές τις δηλώσεις ο Γιατσενούκ, που με τις ενέργειές του τροφοδοτεί ακριβώς τις πιο επικίνδυνες των εξελίξεων, είναι ένα ζήτημα.
Το δεύτερο και πιο σοβαρό αφορά την ίδια την άποψη και το κατά πόσο αυτή ευσταθεί. Το αν δηλαδή υπάρχει ένας τέτοιος κίνδυνος και από ποιες δυνάμεις προέρχεται. Αναμφίβολα την πληρέστερη απάντηση στο ζήτημα μας τη δίνει η συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, η εξέταση των εξελίξεων στην Ουκρανία και όσων συνδέονται με το «ουκρανικό ζήτημα».
Πριν φτάσουμε ωστόσο σ’ αυτό, θεωρούμε χρήσιμο και διαφωτιστικό να δούμε ορισμένες γενικότερες (και ιστορικές) διαστάσεις του ζητήματος.
Ποιος και γιατί υποκινεί τον πόλεμο
Ποιος υποκινεί λοιπόν τον πόλεμο, ποιος τον θέλει; Ποιες οι αιτίες και οι κύριες πηγές του πολέμου; Η απάντηση τουλάχιστον για τους κομμουνιστές είναι κατ’ αρχάς δεδομένη. Όταν έχουμε να κάνουμε με ιμπεριαλιστές δεν χρειάζεται να ψάξουμε και πολύ για αιτίες και ενόχους. Οι αιτίες βρίσκονται στην ίδια τη φύση του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος. Την ακόρεστη δίψα του κεφαλαίου για κέρδη. Την ασυγκράτητη τάση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για επέκταση και κυριαρχία.
Άλλωστε η ανθρωπότητα έχει κιόλας την πικρή εμπειρία δύο παγκόσμιων πολέμων και εκατοντάδων περιφερειακών (και πάντα τραγικών για τους λαούς) που επιδίωξαν, προκάλεσαν ή και πραγματοποίησαν άμεσα οι ιμπεριαλιστές. Ταυτόχρονα, και πέρα από αυτή τη γενική θέση, έχει και μια ορισμένη σημασία ο προσδιορισμός τού ποιος είναι ο πιο επιθετικός ιμπεριαλισμός ή ποιος είναι αυτός που κύρια υποκινεί τον πόλεμο. Αυτό όχι για να δώσουμε συγχωροχάρτι στους άλλους ιμπεριαλιστές που με τον δικό τους τρόπο και δυνατότητες ο καθένας τροφοδοτεί, δημιουργεί όρους για μια τέτοια εξέλιξη.
Από τη μεριά μας δεν έχουμε την παραμικρή αμφιβολία ότι η κάθε ιμπεριαλιστική δύναμη έχει -από τη φύση της- την τάση και τη διάθεση να προχωρήσει σε πόλεμο προκειμένου να έχει τα οφέλη που επιδιώκει και προσδοκά. Το μόνο κριτήριο και ο μόνος ανασταλτικός παράγοντας βρίσκεται στις εκτιμήσεις για το αν μπορεί να τον πραγματοποιήσει νικηφόρα. Αυτό, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η ασυγκράτητη τάση για επέκταση τους οδηγεί πολλές φορές και σε «λάθος» εκτιμήσεις ή η πίεση των άλλων ιμπεριαλιστών σε εμπλοκές όχι και τόσο επιθυμητές.
Η επιθετικότητα των ΗΠΑ και οι καταβολές της
Σε σχέση λοιπόν με το ποιος είναι ο πιο επιθετικός ιμπεριαλισμός, οι ΗΠΑ κατέχουν τα αδιαφιλονίκητα πρωτεία για το διάστημα από το 1945 μέχρι σήμερα και μάλιστα με τεράστια διαφορά από τις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Όχι ότι και οι άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις δεν εκδήλωσαν -στο μέτρο των δυνατοτήτων τους η κάθε μια- επιθετικές τάσεις. Η Αγγλία, η Γαλλία αλλά ακόμη και η Ολλανδία, το Βέλγιο έως και η Πορτογαλία ματοκύλησαν χώρες και λαούς στην προσπάθειά τους να διασώσουν τις αποικιακές τους κτήσεις. Αλλά και πιο πρόσφατα είχαμε την εκστρατεία της Αγγλίας στις Μαλδίβες (Φόκλαντ), της Γαλλίας στην Αφρική ή και τελευταία την αγγλογαλλική επέμβαση στη Λιβύη.
Ανάλογες τάσεις εκδήλωσε και η «άλλη πλευρά». Η μπρεζνιεφική σοσιαλιμπεριαλιστική πλέον ΣΕ, όπως στην περίπτωση της Τσεχοσλοβακίας το 1968 και ιδιαίτερα μετά το 1975, όταν επιχείρησε να αξιοποιήσει την ήττα των ΗΠΑ στο Βιετνάμ με επεμβάσεις στην Αφρική και το Αφγανιστάν, χωρίς ωστόσο επιτυχία. Όλα αυτά ωστόσο και άλλα που δεν αναφέρθηκαν δεν αναιρούν το ότι η κλίμακα της επιθετικότητας που ανέπτυξαν οι ΗΠΑ στο διάστημα αυτό δεν είναι συγκρίσιμη με κανενός άλλου.
Η βάση αυτής της επιθετικότητας που ανέπτυξαν σε τέτοια κλίμακα και διάρκεια οι ΗΠΑ βρίσκεται στην υιοθέτηση από μεριάς τους της στρατηγικής κατεύθυνσης για παγκόσμια κυριαρχία.
Αμέσως μετά τον πόλεμο επέβαλαν την ηγεμονία τους στους αποδυναμωμένους «συμμάχους» τους και τους υποκατέστησαν -όχι χωρίς τριβές- στις πρώην αποικιακές αυτοκρατορίες τους. Εγκατέστησαν ένα πλέγμα βάσεων σπαρμένων σε όλο τον πλανήτη και με τους στόλους τους ήλεγχαν και δυνάστευαν όλους τους θαλάσσιους δρόμους.
Ο μεγάλος στόχος βέβαια και το μεγαλύτερο εμπόδιο σ’ αυτή τη στρατηγική ήταν η ΣΕ και οι σοσιαλιστικές χώρες, απέναντι στις οποίες ανέπτυξαν τη στρατηγική της «ανάσχεσης»-«απελευθέρωσης». Αναρίθμητες στο διάστημα αυτό οι πολιτικές, οικονομικές και στρατιωτικές τους επεμβάσεις που ανέδειξαν τις ΗΠΑ σαν το μεγαλύτερο εχθρό των λαών και το μεγαλύτερο κίνδυνο για την παγκόσμια ειρήνη.
Από τη Χιροσίμα στην «ισορροπία του τρόμου»
Αξίζει να σταθούμε λίγο περισσότερο σ’ αυτό το τελευταίο, που άλλωστε αποτελεί και το ζήτημα που μας απασχολεί ιδιαίτερα σ’ αυτό το κείμενο.
Οι ΗΠΑ αποτελούν τη μοναδική δύναμη που χρησιμοποίησε σε ζωντανό στόχο την ατομική βόμβα, εξαφανίζοντας τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι και εξοντώνοντας εκατοντάδες χιλιάδες αμάχους.
Τη χρησιμοποίησαν μάλιστα χωρίς να υπάρχει σαφής στρατιωτική αναγκαιότητα, αλλά με στόχους: Την επίδειξη της ισχύος τους. Το ότι είναι αδίστακτοι στη χρησιμοποίησή της. Στην κατεύθυνση τρομοκράτησης των λαών και ιδιαίτερα της ΣΕ.
Αλλά υπήρξε και συνέχεια.
Αμέσως μετά την απόκτηση της ατομικής βόμβας αναπτύχθηκαν στους ιθύνοντες κύκλους των ΗΠΑ ισχυρές τάσεις που υποστήριζαν την αναγκαιότητα εξαπόλυσης ενάντια στη ΣΕ ενόσω είχαν το μονοπώλιο της ατομικής βόμβας. Αν δεν έγινε κάτι τέτοιο οφειλόταν κατ’ αρχάς στο ότι μια τέτοια μεταστροφή αμέσως μετά από έναν πόλεμο στον οποίο ΗΠΑ και ΣΕ ήταν σύμμαχοι δεν ήταν απλή υπόθεση. Ταυτόχρονα μέτρησε -ίσως και περισσότερο- το γεγονός οι ΗΠΑ την περίοδο εκείνη δεν διέθεταν ούτε το απόθεμα βομβών ούτε αεροπλάνα τέτοιου βεληνεκούς ώστε να γονατίσουν τη ΣΕ.
Παρ” όλα αυτά, παρόμοιες τάσεις και προτάσεις χρησιμοποίησης της πυρηνικής ισχύος των ΗΠΑ διατυπώθηκαν επανειλημμένα και στη συνέχεια.
Στη διάρκεια της κρίσης του Βερολίνου το 1948.
Στην περίοδο 1948-1949, όταν υποστηρίχθηκε ότι η χρήση ατομικών βομβών ήταν αναγκαία για να ανακοπεί η προέλαση των στρατιών του Κόκκινου Επαναστατικού Στρατού στην Κίνα.
Στον πόλεμο της Κορέας (1951-1953) όταν ο ίδιος ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τρούμαν σε συνέντευξη Τύπου δήλωσε ότι μέσα στο «λογαριασμό» είναι και η χρήση πυρηνικών όπλων.
Υπήρξαν ωστόσο και κάποιες «αλλιώτικες» εξελίξεις. Ήδη από το 1948 η ΣΕ είχε αποκτήσει και αυτή την ατομική της βόμβα, ενώ το 1953 φθάνει στην κατασκευή και της πυρηνικής. Περάσαμε έτσι στην περίοδο της λεγόμενης «ισορροπίας του τρόμου».
Θα έλεγε κανείς ότι αυτή η δυνατότητα αμοιβαίας καταστροφής και καταστροφής όλου του πλανήτη θα οδηγούσε σε ανάσχεση όλων των πολεμοκάπηλων αντιλήψεων και τάσεων. Μόνο που θα λογάριαζε χωρίς εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη φύση, τις τάσεις και διαθέσεις των ιμπεριαλιστών. Επειδή, παρ” όλα αυτά, οι ΗΠΑ δεν σταμάτησαν ποτέ να «ερωτοτροπούν» με την ιδέα χρήσης και των πυρηνικών όπλων. Όπως πριν από λίγα χρόνια αποκαλύφθηκε, ο τότε (1968) πρόεδρος των ΗΠΑ Νίξον είχε προτείνει ανάμεσα σε άλλα και τη χρησιμοποίηση ατομικών βομβών ενάντια στο Β. Βιετνάμ.
Αλλά και για να ‘ρθουμε πιο κοντά, είναι οι ΗΠΑ που χρησιμοποίησαν βόμβες και πυραύλους «απεμπλουτισμένου» ουρανίου στους πολέμους ενάντια στο Ιράκ (1991 και 2003) καθώς και στους βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας, δολοφονώντας χιλιάδες ανθρώπους και μολύνοντας το έδαφος, τον κόσμο, έως και τους δικούς τους στρατιώτες. Άλλωστε, μόνο συμπτωματικό δεν είναι το ότι οι ΗΠΑ αρνήθηκαν να αναλάβουν τη δέσμευση που ανέλαβε επίσημα η τότε ΣΕ (που συνεχίζει να δεσμεύει και τη Ρωσία) ότι ποτέ δεν θα χρησιμοποιήσει πρώτη το πυρηνικό όπλο. Ακριβώς επειδή οι επιτελείς των ΗΠΑ δεν σταμάτησαν ούτε στιγμή να αναζητούν τον τρόπο που θα έκανε τον πόλεμο «εφικτό» και «νικηφόρο» για τις ίδιες, διατυπώνοντας σειρά προτάσεων και «δογμάτων πολέμου».
Τα «δόγματα του πολέμου»
Για το ζήτημα αυτό από τη μεριά μας ήδη από το 1984 γράφαμε σε απόφαση του ΚΚΕ(μ-λ):
«Το πόσο ισχυρή είναι η τάση του συστήματος να αναζητά τη διέξοδό του στον πόλεμο (πέρα από τα όσα κιόλας αναφέραμε) φαίνεται στις αγωνιώδεις προσπάθειες, και παρά το φάσμα του πυρηνικού ολέθρου, να διατυπωθεί ένα δόγμα, να βρεθεί ένας δρόμος που θα κάνει τον πόλεμο εφικτό και πραγματοποιήσιμο.
Έτσι, κατά καιρούς είχαμε:
Εδώ, πριν προχωρήσουμε, θα θέλαμε να κάνουμε δύο παρατηρήσεις:
α) Ο όρος «αμυντικός» σήμερα είναι από τους πιο υποκριτικούς που έχουν υπάρξει στην ιστορία. Αν κάτι «αποτρέπει» (αναστέλλει) σήμερα την αναμέτρηση, είναι ακριβώς η δυνατότητα του αντιπάλου να «απαντήσει» (η λεγόμενη «ισορροπία του τρόμου»). Από την ώρα που μια υπερδύναμη διασφαλίσει την «άμυνά» της -πράγμα για την ώρα ανέφικτο- θα περάσει αμέσως στην επίθεση.
β) Η δεύτερη παρατήρηση είναι όσον αφορά το πόσο «σίγουρη» είναι αυτή η «ισορροπία του τρόμου» (και το αντίστοιχο δόγμα πάνω στο οποίο πορεύτηκε η «ύφεση») ως παράγοντας ειρήνης. Αλλά η πυραυλική ισορροπία αφορά ένα τεχνικό, στρατιωτικό, στρατηγικό ζήτημα. Σημαντικό πάντα -ιδιαίτερα σήμερα αποκτά πολύ μεγαλύτερη σημασία- ωστόσο, ποτέ δεν είναι (και ποτέ δεν ήταν) αυτό που «αποφασίζει». Ο πόλεμος είναι στη βάση του πολιτικό ζήτημα κι έτσι θα κριθεί».
Ως προς την πολιτική πλευρά του ζητήματος, στην ίδια απόφαση δινόταν ιδιαίτερη σημασία στη δήλωση του τότε προέδρου των ΗΠΑ Ρίγκαν με την οποία έθετε ζήτημα «Γιάλτας». Εκείνο που επισημαινόταν σε σχέση με αυτή τη δήλωση ήταν ότι αφορούσε «στην κύρια πλευρά της την αμφισβήτηση του πολιτικού χάρτη της Ευρώπης». Ότι «σημαίνει αμφισβήτηση της εδαφικής ακεραιότητας πολλών χωρών». Ότι με βάση μια τέτοια κατεύθυνση «δεν μπορούν καθόλου να αποκλειστούν ενέργειες και εξελίξεις που μπορούν να προκαλέσουν επιτάχυνση όλων των προτσές με απρόβλεπτες (ή μάλλον προβλεπτές) συνέπειες.
Οι ανατροπές του 1989-1991 και οι συνέπειές τους
Και οι εξελίξεις, όπως κιόλας μας είναι γνωστό, γνώρισαν μια απότομη και μεγάλη επιτάχυνση με τις ανατροπές του 1989-1991. Για το πώς και το γιατί αυτών των ανατροπών έχουμε αναφερθεί τόσες φορές, που δεν χρειάζεται να προσθέσουμε τίποτε εδώ.
Άλλο τόσο έχουμε αναφερθεί στις συνέπειες αυτών των ανατροπών, το τι σήμαιναν για τη διαμόρφωση των παγκόσμιων συσχετισμών, τις κινήσεις των ιμπεριαλιστών και τις συνέπειες που είχαν για τους λαούς.
Από τη μεριά μας δεν περιμέναμε κανέναν Μπρεζίνσκι να μας «φωτίσει». Ακριβώς γι’ αυτό δεν σαγηνευτήκαμε από θεωρίες για το «τέλος της Ιστορίας» και άλλες παρόμοιες, ούτε ενδώσαμε στη γενική ευφορία που κατέλαβε σύμπασα την «Αριστερά» για το νέο ειρηνικό και ελπιδοφόρο μέλλον που μας επιφυλάσσουν οι κρατούντες στα πλαίσια της «παγκοσμιοποίησής» τους.
Αυτά που «είδαμε» να ‘ρχονται μέσα από αυτή την ανατροπή των παγκόσμιων συσχετισμών ήσαν: Η κλιμάκωση της επίθεσης του κεφαλαίου ενάντια στην εργατική τάξη και η οποία συνεχίζεται χωρίς όρια. Η εκστρατεία επανακατάκτησης-επαναποικιοποίησης του κόσμου από τις (δυτικές στη φάση εκείνη) ιμπεριαλιστικές δυνάμεις με σειρά επεμβάσεων που μακέλεψαν λαούς και κομμάτιασαν χώρες. Την κυριάρχηση του δυτικού ιμπεριαλιστικού μπλοκ που προχώρησε στην κατάκτηση-προσάρτηση στη σφαίρα κυριαρχίας τους των χωρών του πρώην ανατολικού μπλοκ. Την ανάδειξη των ΗΠΑ σε μοναδική υπερδύναμη και σε θέση «οδηγού» των εξελίξεων.
Η στρατηγική της κυριαρχίας και τα αδιέξοδά της
Στη βάση αυτών των εξελίξεων ισχυροποιήθηκαν στις ΗΠΑ οι τάσεις και δυνάμεις που θεωρούσαν ότι δίνεται στις ΗΠΑ η ιστορική ευκαιρία να προωθήσουν και υλοποιήσουν το στόχο της παγκόσμιας κυριαρχίας.
Η προώθηση ωστόσο αυτής της πολιτικής συνάντησε την αντίθεση και αντίσταση των λαών και ιδιαίτερα σε Ιράκ και Αφγανιστάν.
Την αντίθεση Ρωσίας, Κίνας, με καθοριστική εξέλιξη τον παραμερισμό του προσφιλούς στη Δύση Γιέλτσιν και την πορεία ανασυγκρότησης της ρωσικής ισχύος υπό τον Πούτιν.
Ταυτόχρονα προκάλεσε την όξυνση των αντιθέσεων ανάμεσα στις ΗΠΑ και ευρωπαίους ιμπεριαλιστές και βασικά Γαλλία-Γερμανία.
Το συνολικό αποτέλεσμα, πέρα από τα δεινά που επισώρευσε στους λαούς αυτή η πολιτική των ΗΠΑ να συναντήσει τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδά της. Ακριβώς στη βάση αυτών των αδιεξόδων οι ιθύνοντες των ΗΠΑ οδηγήθηκαν στον παραμερισμό της ομάδας Τσένι-Μπους και στην ανάδειξη του Ομπάμα ως προέδρου των ΗΠΑ.
Αυτή η εξέλιξη δεν σήμαινε βέβαια ότι οι ΗΠΑ παραιτήθηκαν από τους στόχους και κατευθύνσεις τους. Σήμαινε ωστόσο ότι με βάση τους πραγματικούς συσχετισμούς όφειλαν να αναπροσαρμόσουν τις τακτικές, τις ιεραρχήσεις, τις μεθόδους τους. Κεντρικό στοιχείο αυτών των αναπροσαρμογών είχε η κατεύθυνση αναθέρμανσης των σχέσεων με τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές, η επανασυσπείρωση, δραστηριοποίηση του ΝΑΤΟ, της στρατηγικής εκείνης συμμαχίας στην οποία βασίζεται η ισχύς και ο ηγετικός ρόλος του δυτικού ιμπεριαλιστικού μπλοκ. Ταυτόχρονα, οι προσπάθειες αποτροπής δημιουργίας αντίπαλων στρατηγικών συμμαχιών, όπως Ρωσίας-Κίνας, καθώς και της συμμαχίας που εδώ και μερικά χρόνια επιχειρεί να οικοδομήσει η Ρωσία με τις Λευκορωσία, Καζακστάν, Ουκρανία.
Η ουκρανική κρίση
Με βάση αυτά τα δεδομένα (και πολλά που δεν αναφέρθηκαν) διαμορφώνεται η παγκόσμια κατάσταση με την ουκρανική κρίση στο επίκεντρό της. Και βρίσκεται στο επίκεντρο επειδή συγκεντρώνει όλα εκείνα τα στοιχεία που την καθιστούν βασικό κρίκο για το ποια τροπή θα πάρουν οι εξελίξεις και το πώς θα διαμορφωθούν οι παγκόσμιοι συσχετισμοί.
Και για να τεθεί το ζήτημα όσο πιο σύντομα, απλά και αδρά γίνεται. Η επικράτηση των δυνάμεων του Κιέβου θα αποτελεί στρατηγικού χαρακτήρα νίκη της Δύσης και πρώτα και κύρια των ΗΠΑ και αντίστοιχα στρατηγική ήττα της Ρωσίας.
Η συνολική αποδοχή των όρων που θέτει η Ρωσία (αυτονομία των νοτιοανατολικών επαρχιών, ομοσπονδιοποίηση της Ουκρανίας κ.λπ.), χωρίς να αποτελεί ολοκληρωτική νίκη της Ρωσίας, της αφήνει ωστόσο τα περιθώρια να διεκδικήσει στο μέλλον την Ουκρανία, μια και διαθέτει σημαντικά πλεονεκτήματα και δυνατότητες στην περιοχή.
Εδώ μπορεί να τεθεί το ερώτημα για τη δυνατότητα μιας ενδιάμεσης λύσης, ενός (προσωρινού πάντα) συμβιβασμού. Ας σταθούμε λίγο σ’ αυτό.
Έναν τέτοιο συμβιβασμό φαίνεται να τον αποδέχεται κατ’ αρχάς η Ρωσία και για λόγους που έχουν εξηγηθεί σε προηγούμενα σχετικά άρθρα. Ανάλογα δείχνουν να τον υποστηρίζουν ευρωπαϊκές δυνάμεις (και κύρια η Γερμανία) και για λόγους που επίσης έχουν εξηγηθεί.
Από την άλλη μεριά, δεν τον θέλουν καθόλου οι δυνάμεις που κυριάρχησαν στο Κίεβο με την ανατροπή Γιανουκόβιτς καθώς αντιλαμβάνονται ότι σ’ έναν τέτοιο συμβιβασμό δεν θα ‘χαν τον κύριο ρόλο. Όσον αφορά την ουκρανική ολιγαρχία, παρ” όλο που φαίνεται να συντάσσεται με τη Δύση, αντιμετωπίζει ήδη σοβαρά προβλήματα και διλήμματα.
Ωστόσο δεν είναι αυτοί που θα αποφασίσουν. Οι βασικοί παράγοντες εναντίωσης ενός τέτοιου συμβιβασμού βρίσκονται στις ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ και στα πλαίσια της γενικότερης στρατηγικής τους θεωρούν ότι έχουν την ευκαιρία να προωθήσουν τις θέσεις τους πολιτικά, οικονομικά, στρατιωτικά, στρατηγικά στα σύνορα της Ρωσίας. Να ξεμπερδέψουν μια και καλή με τον κίνδυνο προσθήκης της Ουκρανίας στη συμμαχία που επιδιώκει η Ρωσία.
Να υπονομεύσουν, περιορίσουν κάθε είδους δεσμούς και σχέσεις (οικονομικές κατ’ αρχάς αλλά και την όποια πολιτική τους προοπτική) ανάμεσα σε Ευρώπη και Ρωσία. Να σύρουν μέσω της έντασης που δημιουργούν και να προσδέσουν περισσότερο τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές στο άρμα της στρατηγικής τους. Γενικότερα να αποδυναμώσουν όσο γίνεται περισσότερο τη Ρωσία, να την καταστήσουν ευάλωτη, να δημιουργήσουν όρους συνολικής εξουδετέρωσής της με τον έναν ή τον άλλον τρόπο μια και την αντιμετωπίζουν σαν το κύριο εμπόδιο στην κατεύθυνσή τους για παγκόσμια κυριαρχία (θα επανέλθω σ’ αυτό). Ταυτόχρονα οι πρόσφατες εξελίξεις στο πεδίο των μαχών (κατάληψη Σλαβιάνσκ κ.λπ.) θεωρούν ότι τους δίνουν τη δυνατότητα να πετύχουν αυτούς τους στόχους χωρίς υποχωρήσεις ή παραχωρήσεις και συμβιβασμούς με οποιαδήποτε πλευρά.
Αναμέτρηση και διαπραγματεύσεις
Αυτά τα δεδομένα είναι που καθιστούν, όπως ήδη έχουμε γράψει, κρίσιμη και αποφασιστικής σημασίας την εξέλιξη και έκβαση των μαχών στην ανατολική Ουκρανία. Θεωρούσαμε και θεωρούμε πως αν το Κίεβο μπορέσει να χρησιμοποιήσει τον τακτικό ουκρανικό στρατό θα βρεθεί σε θέση υπεροχής απέναντι στον μόλις συγκροτούμενο και χωρίς βαρύ οπλισμό στρατό των ρωσόφωνων. Πολύ περισσότερο καθώς οι ουκρανικές δυνάμεις συγκροτούνται ενισχυόμενες συνεχώς από τη Δύση, ενώ δεν φαίνεται να συμβαίνει το ίδιο και στην άλλη πλευρά.
Το ερώτημα συνεπώς αφορά το αν και πώς θα απαντήσει η Ρωσία σ’ αυτή την εξέλιξη.
Θα συνεχίσει την τακτική αναζήτησης δρόμων συμβιβασμού;
Θα προχωρήσει σε μαζική ενίσχυση των ρωσόφωνων με όπλα και «εθελοντές»;
Θα επέμβει στρατιωτικά η ίδια με «ειρηνευτικές» στρατιωτικές δυνάμεις;
Σε σχέση με την τελευταία εκδοχή -της άμεσης ρωσικής επέμβασης- έχουμε αναφερθεί στο γιατί δεν τη θέλουν ούτε το Κίεβο, ούτε η Δύση, ούτε και η …Ρωσία.
Το ερώτημα ωστόσο βρίσκεται στο ποια περιθώρια έχει ο Πούτιν και ποια του αφήνουν οι Δυτικοί (ΗΠΑ). Επειδή, αν μια τέτοια επέμβαση τον βάζει μπροστά σε προβλήματα που έχουν αναφερθεί, άλλα τόσα του βάζει η πλήρης επιβολή των σχεδιασμών των ΗΠΑ. Η αποδοχή μιας νέας (μετά την τραγική περίοδο Γέλτσιν) στρατηγικής ήττας θα έχει σοβαρές συνέπειες για τη Ρωσία αλλά και για την ηγετική ομάδα του Κρεμλίνου ή και του ίδιου του Πούτιν. Θα πληγεί καθοριστικά το κύρος, η θέση και ο ρόλος της Ρωσίας στο διεθνές ταμπλό. Θα ενισχυθούν οι φυγόκεντρες τάσεις σε χώρες του ρωσικού περίγυρου. Θα οξυνθούν εσωτερικές αντιφάσεις και αντιθέσεις.
Ήδη υπάρχουν σοβαρά ερωτήματα για το χειρισμό της όλης υπόθεσης από μεριάς Πούτιν. Ερωτήματα που αφορούν την ντε φάκτο αναγνώριση της πραξικοπηματικής «κυβέρνησης» του Κιέβου μέχρι τη μη αξιοποίηση της νομιμότητας της προεδρίας Γιανουκόβιτς.
Από την αναγνώριση των προεδρικών «εκλογών» και του Ποροσένκο μέχρι την απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων από τα σύνορα αλλά και το εύρος ενίσχυσης των ρωσόφωνων στην ανατολική Ουκρανία, που θέτουν εντέλει το πόσο βάσιμο είναι το σκεπτικό με βάση το οποίο -κατά το μάλλον- κινείται ο Πούτιν ότι θα βρει τελικά δρόμο συνεννόησης κατά πρώτον με τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές.
Όσον αφορά τις συμφωνίες με Βουλγαρία, Σερβία, Αυστρία για τον αγωγό, ακόμη και αν ολοκληρωθούν ξεπερνώντας τα εμπόδια που βάζουν Ευρωπαίοι-ΗΠΑ, δεν αντισταθμίζουν τις συνέπειες μιας συνολικής ήττας στην Ουκρανία. Ιδιαίτερο βάρος έχουν οι συμφωνίες με Κίνα, αλλά και αυτές απαντούν κατ’ αρχάς κύρια στην οικονομική πλευρά του ζητήματος. Το αν θα ολοκληρωθούν στο πολιτικό-στρατηγικό πεδίο αποτελεί ένα ερώτημα που μόνο εύκολα και απλά δεν πρόκειται να απαντηθεί. Βεβαίως, όλα αυτά θα κριθούν με βάση το τελικό αποτέλεσμα, το οποίο κανείς για την ώρα δεν γνωρίζει, ωστόσο τα ερωτήματα αυτά και άλλα που δεν αναφέραμε ήδη απασχολούν τη ρωσική κοινή γνώμη όσο και ιθύνοντες πολιτικούς, οικονομικούς και στρατιωτικούς κύκλους.
Οι κίνδυνοι που μας απειλούν
Εδώ, ας ξαναγυρίσουμε στο ερώτημα που εξ αρχής τέθηκε σ’ αυτό το κείμενο σε σχέση με το ζήτημα του πολέμου. Έχουμε την άποψη ότι όσους κινδύνους εγκυμονεί για την παγκόσμια ειρήνη μια ρωσική στρατιωτική επέμβαση άλλους τόσους εμπεριέχει και η εκδοχή τού να αφεθούν οι δυτικοί να επιβάλουν το «νόμο τους». Ας εξηγηθούμε.
Όσον αφορά μια ρωσική επέμβαση, δεν χρειάζονται πολλές εξηγήσεις για το ποιους κινδύνους φέρνει μαζί της. Είναι γενικά παραδεχτό ότι ο ουκρανικός στρατός δεν θα μπορέσει να την αντιμετωπίσει.
Από την άλλη μεριά, ούτε το ΝΑΤΟ μπορεί στη φάση αυτή να αναπτύξει άμεσα στην περιοχή δυνάμεις ικανές να αντιμετωπίσουν το ρωσικό στρατό.
Το πιθανότερο μάλιστα -όπως διαφαίνεται και στις δηλώσεις εκπροσώπων του όπου απουσιάζει κάθε αναφορά σε κάτι τέτοιο- είναι να αποφύγει να το κάνει για να μην αντιμετωπίσει μια από κάθε άποψη επώδυνη στρατιωτική ήττα.
Αυτό ωστόσο καθόλου δεν σημαίνει ότι δεν θα αντιδράσει. Το ερώτημα είναι μέχρι ποιου σημείου και με ποια μέσα, μια και στη συγκεκριμένη περίπτωση η μόνη αποτελεσματική στρατιωτική αντίδραση που διαθέτει συνδέεται με τη χρήση πυρηνικών. Οι κίνδυνοι προφανείς.
Από την άλλη μεριά και ως προς το τι θα σήμαινε σε σχέση με το ζήτημα αυτό, η ολοκληρωτική επικράτηση της Δύσης-ΗΠΑ. Επέκταση του ΝΑΤΟ στα σύνορα της Ρωσίας, εγκατάσταση αμερικανικών στρατιωτικών πυραυλικών βάσεων στις πύλες της Μόσχας.
Και εδώ ας ξαναγυρίσουμε σ’ εκείνα τα δόγματα πολέμου στα οποία προαναφερθήκαμε.
Ελαχιστοποίηση του χρόνου προσβολής (το «κεραυνοβόλο χτύπημα») και του χρόνου αντίδρασης του αντιπάλου. Ανάπτυξη των βάσεων «αμυντικής πυραυλικής ασπίδας» που, όπως αναφέραμε, αποτελούν έκφραση της πιο επιθετικής λογικής.
Όσο για το «περιορισμένο» της αναμέτρησης στο ευρωπαϊκό πεδίο, αυτό δεν διασφαλίζει την επέκταση των πληγμάτων και σε αμερικανικό έδαφος, συμβάλλει ωστόσο στην απορρόφηση μεγάλου μέρους των ρωσικών πληγμάτων σ’ αυτό το πεδίο. Σε σχέση, τέλος, με την πολιτική βάση αυτής της λογικής και της επικινδυνότητάς της. Αυτή βρίσκεται στη στρατηγική της παγκόσμιας κυριαρχίας που κατευθύνει την πολιτική των ΗΠΑ και για την οποία το κύριο εμπόδιο αποτελεί η ύπαρξη της -πυρηνικής- Ρωσίας.
Για τους όρους απάντησης
Τελικά και όσο μας αφορά για το τι θα βλέπαμε (και θα θέλαμε) σαν απάντηση στο όλο ζήτημα και τους κινδύνους που μας απειλούν, έχουμε κιόλας αναφερθεί επανειλημμένα.
Χρειάζεται ωστόσο να υπενθυμίσουμε αυτό που αναφέρθηκε σε προηγούμενο κείμενο. Οτι ο λαός της Ουκρανίας (και συνολικά οι λαοί) υφίστανται τις συνέπειες της ήττας του εργατικού επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος.
Αυτή είναι και η βασική αιτία που οι δυνάμεις που θα ήθελαν και θα μπορούσαν (και όχι μόνο στην Ουκρανία) να αποτελέσουν το φορέα μιας σωστής κατεύθυνσης είναι αδύναμες και συνθλίβονται ανάμεσα σε αντιδραστικές ή και αδιέξοδες τάσεις που κυριαρχούν.
Αυτές οι διαπιστώσεις εμπεριέχουν και μορφές των απαντήσεων που απαιτούνται. Όσο κι αν οι συνθήκες και οι συσχετισμοί είναι δυσμενείς, οφείλουμε να υποστηρίζουμε το δικαίωμα του λαού της Ουκρανίας να ορίζει τη μοίρα του έξω και ενάντια σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις. Να εναντιωθούμε στο φασισμό που αναβιώνει (και όχι μονάχα στην Ουκρανία) με την καθοριστική υποστήριξη του κεφαλαίου και ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Να αγωνιστούμε ενάντια στον πόλεμο και τις δυνάμεις που τον υποκινούν και τον προετοιμάζουν. Ταυτόχρονα οφείλουμε να θέσουμε στην πρώτη γραμμή την αναγκαιότητα ανασύστασης-ανασυγκρότησης του εργατικού επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος στη βάση των απαιτήσεων της εποχής μας.
Αυτό αποτελεί τον αποφασιστικό όρο αποτελεσματικής παρέμβασης στις εξελίξεις, στην Ουκρανία, την επόμενη Ουκρανία και τις επόμενες Ουκρανίες που αναπόφευκτα θα υπάρξουν.
Βασίλης Σαμαράς