Εδώ και ένα μήνα, ο άσημος (και άχρηστος για τη Ρωσία) διπλός ρώσος πράκτορας Σκριπάλ είναι το διασημότερο πρόσωπο στον κόσμο. Ενδέχεται, δε, η απόπειρα δολοφονίας του στο Σάλσμπερι να αποτελέσει και σύμβολο μιας νέας περιόδου όξυνσης της αντιπαράθεσης Ρωσίας-Δύσης.
Το γεγονός το ακολουθεί χορός απελάσεων και από τις δύο πλευρές, καταγράφοντας τη μαζικότερη απέλαση αξιωματούχων μεταπολεμικά. Μέχρι στιγμής έχουμε συνολικά 151 απελάσεις ρώσων διπλωματών, από τις οποίες 60 αφορούν τις ΗΠΑ, που προχωρούν και στο κλείσιμο του προξενείου στο Σιάτλ. Η ΕΕ ανακοίνωσε ότι προχωρούν σε απέλαση ρώσων διπλωματών 14 κράτη–μέλη της. Από τη μεριά της, η Ρωσία απέλασε ισάριθμους αμερικανούς διπλωμάτες, κλείνοντας και το προξενείο των ΗΠΑ στο Λένινγκραντ, και αναμένεται ανάλογη στάση και προς την ΕΕ.
Από γενική άποψη, δεν υπάρχει τίποτα το εξαιρετικό στην περικοπή της αριθμητικής δύναμης διπλωματών, πράγμα που έχει συμβεί πολλές φορές. Ωστόσο σήμερα η Βρετανία φαίνεται να θέλει να επιβάλει σε Ευρώπη και ΗΠΑ κάτι πιο ουσιαστικό. Οι ηγέτες της ΕΕ στη Σύνοδο κορυφής στις Βρυξέλλες εξέδωσαν μια κοινή δήλωση η οποία, παρά τα σκληρά λόγια της, δείχνει να μην καταδικάζει απευθείας τη Ρωσία. Μια πιο προσεκτική ματιά δείχνει προσπάθεια χάραξης μιας πιο σταθερής γραμμής αντιπαράθεσης: Το Σάλσμπερι χαρακτηρίζεται ως «μια επίθεση στη βρετανική κυριαρχία» και όχι μια απλή επίθεση.
Το ερώτημα είναι εάν οι εκφράσεις αλληλεγγύης προς τη Βρετανία από τα σημερινά, και σε μεγάλο βαθμό, συμβολικά διπλωματικά μέτρα μπορούν να μεταφραστούν σε τέτοια που θα μπορούσαν να ανατρέψουν τις σημερινές, και εύθραυστες κατά τεκμήριο, ισορροπίες Δύσης- Ρωσίας. Ωστόσο, αυτό που πραγματικά έχει σημασία δεν είναι μόνο πόσο σκληρή θα είναι η απάντηση, αλλά και πόσο συλλογική. Εκτός από την «ακραία» στάση της Αυστρίας (η μόνη χώρα που έχει τονίσει ρητά πως δεν πρόκειται να απελάσει ρώσους διπλωμάτες ακόμη κι αν αποδειχθεί ενοχή της ρωσικής πλευράς), η απροθυμία είναι έκδηλη και σε πολλές άλλες.
Πολιτικά εξετάζοντας τα πράγματα, μπορούμε να πούμε πως ο Πούτιν είναι οτιδήποτε εκτός από ηλίθιος για να επιχειρήσει μια απόπειρα φόνου εκτελεσμένη με τόσο αδέξιο τρόπο. Γι’ αυτό άλλωστε για ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, αλλά και πολιτικών αναλυτών, η «υπόθεση Σάλσμπερι» δεν έχει καμία αξιοπιστία. Δεκάδες άρθρα δημοσιολόγων κύρους -όπως ο πρώην πρέσβης της Βρετανίας στη Μόσχα, Murray- εντάσσουν αυτή την ιστορία στην ανθολογία των μύθων, επικαλούμενοι σειρά από πρόσφατα κραυγαλέα προηγούμενα. Όσο για τη χρονική στιγμή, το να αποφασίσει ο Πούτιν (γιατί αλλιώς είναι μάλλον αδύνατο), 16 μέρες πριν από τις ρωσικές προεδρικές εκλογές, να εκτελέσει έναν τέως κατάσκοπο (που ο ίδιος άφησε ελεύθερο το 2010 και που δεν αντιπροσωπεύει πια κανέναν κίνδυνο για τη Ρωσία εδώ και πολύ καιρό) και ενώ βρίσκεται υπό ισχυρή δυτική πίεση για όσα συμβαίνουν στη Γούτα (Συρία), ιδιαίτερα όταν ξέρει ότι θα εξαπολυθεί πολιτικο-δημοσιογραφική υστερία εναντίον της χώρας του, δεν στέκεται ούτε ως υπόθεση.
Η απουσία αποδεικτικών στοιχείων ότι οι Ρώσοι βρίσκονται πίσω από την απόπειρα δεν έχει καμιά σχέση με την ουσία της κρίσης. Μπορεί η όλη υπόθεση του Σάλσμπερι να μην είναι παρά ένα απλό πρόσχημα, έχει όμως πραγματικούς και αντικειμενικούς στόχους. Εάν παραμεριστεί η επίσημη βρετανική εκδοχή, και με δεδομένη την προπαγανδιστική υστερία που ακολούθησε, θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι το επιδιωκόμενο νέο επίπεδο έντασης μεταξύ Δύσης και Ρωσίας απαιτεί περισσότερο σοβαρές και επιθετικές κινήσεις πράγμα που προϋποθέτει, με τη σειρά του, ιδιαίτερη προετοιμασία της «κοινής γνώμης».
Αναμφίβολα υπάρχουν ισχυρά κέντρα στη Δύση, και βασικά στις ΗΠΑ, που έχουν λόγους να περιορίσουν την ικανότητα δράσης της Ρωσίας. Η πρωτοβουλία της Βρετανίας, ως δράστη της νέας έντασης και προς ίδιον συμφέρον και για λογαριασμό τρίτου, είναι σχεδόν προφανής. Ο δραστικός περιορισμός των σχέσεων Δύσης-Ρωσίας δεν είναι μόνο το μέσο για ένα σκοπό. Είναι μάλλον και ο σκοπός στη φάση αυτή. Πολλά τα δεδομένα της σημερινής συγκυρίας που συνηγορούν σε αυτό. Ο Τραμπ κατηγορείται από την πρώτη στιγμή, και μέχρι σήμερα, ότι στηρίχτηκε στους Ρώσους για να κερδίσει τις εκλογές. Ότι υπέκλεπταν για λογαριασμό του στοιχεία αμερικάνων πολιτών, ηλεκτρονικά, ώστε να επηρεάσει την κρίση τους το εκλογικό επιτελείο του Τραμπ. Μέχρι και το Brexit επηρέασαν! Και μαθαίνουμε σήμερα -με την έκταση που παίρνει το πράγμα- ότι τέτοια κόλπα δεν θα μπορούσαν παρά να είναι μόνο βρετανικής έμπνευσης! Άλλωστε από όλες τις αιρετικές εκλογικές εξαγγελίες του Τραμπ, κατά του δικομματικού κατεστημένου στην Ουάσιγκτον, εκείνη που προκάλεσε μεγαλύτερη ανησυχία αφορούσε τη νέα προσέγγιση με τη Μόσχα.
Η Μόσχα, με τον Πούτιν στη δεύτερη κατά σειρά εξαετή θητεία του και τέταρτη συνολικά μετά το 2000, δεν πρέπει να τρέφει αυταπάτες (σε βραχυπρόθεσμο ή μακροπρόθεσμο ορίζοντα) για την εξομάλυνση των σχέσεων με τη Δύση. Όχι μόνο γιατί το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας στην Ουάσινγκτον πρόσφατα, ρητά, ανέδειξε τη Ρωσία σε στρατηγικό αντίπαλο. Αλλά γιατί διαχρονικά η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, δείχνει ότι αποτελεί στρατηγική προτεραιότητα των ΗΠΑ η αποτροπή συγκρότησης νέων ζωνών επιρροής της Ρωσίας υπό οποιαδήποτε μορφή.
Όσο για την ΕΕ, έχουμε απομακρυνθεί σημαντικά, και όχι μόνο χρονικά, από το 2003, όταν η διαφοροποίηση Βερολίνου και Παρισιού από την Ουάσινγκτον σε σχέση με τη στάση της Δύσης απέναντι στη Ρωσία κορυφωνόταν με τις τριμερείς συναντήσεις κορυφής Γαλλίας, Γερμανίας και Ρωσίας. Το 2013, με την κρίση στην Ευρωζώνη από την άνοιξη του 2008 και το βραχυκύκλωμα στην προοπτική πολιτικής ενοποίησης της ΕΕ, οι ΗΠΑ ενισχύουν το ρόλο τους στις ενδοευρωπαϊκές ισορροπίες. Δύση και Ρωσία έφτασαν το χειμώνα του 2013 και το πρώτο εξάμηνο του 2014 σε μια πρωτοφανή υποτροπή των σχέσεών τους, όταν μια μετωπική σύγκρουση Δύσης-Ρωσίας έμοιαζε να ξεκινά με επίκεντρο την Ουκρανία. Στην παραπάνω χρονική περίοδο καταγράφεται και η περιορισμένη ικανότητα διαφοροποίησης της ΕΕ από τις ΗΠΑ και ταυτόχρονα επιβεβαιώνεται και η οριοθετημένη δυνατότητα διαφοροποιημένης Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στη Ρωσία.
Το πραγματικό δίλημμα για το Βερολίνο και το Παρίσι δεν ήταν η πολιτική που θα ακολουθούσαν απέναντι στη Μόσχα, αλλά η αναγκαστική εναρμόνιση με την Ουάσινγκτον! Με μια Ρωσία φορτωμένη ήδη με διάφορες κυρώσεις, με μια ΕΕ όχι μόνο να επιφορτίζεται τις συνέπειες αλλά και να διακυβεύει σημαντικό μέρος των πλεονεκτημάτων της, σε μια χώρα μεγάλων δυνατοτήτων, η ικανοποίηση των «αμερικανών φίλων» είναι μεγάλη.
Σήμερα οι δηλώσεις της βρετανικής πολιτικής ηγεσίας δείχνουν ότι η Βρετανία μετά το Brexit αναζητά ένα νέο ρόλο. Επείγεται να στείλει μία ένδειξη ότι «η παγκόσμια Βρετανία» δεν σημαίνει και υποβαθμισμένη Βρετανία. Θέλει να στρέψει την Ευρώπη κατά της Ρωσίας ακόμα και αν ρισκάρει να υποστεί μεγάλο φορτίο των οποιωνδήποτε κυρώσεων λόγω των ρωσικών κεφαλαίων που επενδύονται μέσα από το χρηματοπιστωτικό της σύστημα.
Εάν, στη βάση των παραπάνω, οι Ρώσοι απαντήσουν με αυτοσυγκράτηση ώστε να μην αποκοπούν οριστικά από τους δυτικούς (όπως τους λένε) «εταίρους» τους, πρέπει να είναι βέβαιο πως θα εισπράξουν τα ίδια ή και χειρότερα. Ενώ αν επιστρέψουν την εξελισσόμενη πρόκληση, «ασύμμετρα και σκληρά», θα προκαλέσουν νέες και σκληρότερες κυρώσεις. Ενδεχομένως οι ψίθυροι για ακύρωση του ρωσικού βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ να γίνουν κραυγές. Στη Συρία να επανέλθουν τα «χημικά» ή να ενεργοποιηθεί το «Ουκρανικό».
Τέλος, και επειδή γίνεται λόγος για νέο «ψυχρό πόλεμο»: οι όροι, οι συνθήκες και τα δεδομένα που διαμόρφωσαν και επέβαλαν τον «παλιό» δεν υφίστανται πλέον. Το γεγονός ότι τα αποτελέσματα της «νίκης» των δυτικών ιμπεριαλιστών, και βασικά των ΗΠΑ, σε αυτόν τον «πόλεμο» δεν αντιστοιχούν σε αποτελέσματα ενός «θερμού πολέμου» είναι ένα άλλο ζήτημα. Και αυτό σε μεγάλο βαθμό εξηγεί και τις σημερινές «στρατηγικές ασάφειες» των ΗΠΑ. Ωστόσο, παρά τη φαινομενική αλληλεγγύη των δυτικών ηγετών, μια πιθανή αδυναμία τους να αντιμετωπίσουν με ισχυρά μέτρα και μέσα ένα ανεβασμένο επίπεδο αντιπαράθεσης με τη Ρωσία θα ισοδυναμούσε με κάτι περισσότερο από μία ακόμη «κόκκινη γραμμή» που στην πράξη αδυνατεί να ισχύσει.
Χ.Β.