Ο αντικομμουνισμός δεν είναι προφανώς φαινόμενο συγκυριακό, συνοδεύει από παλιά την καπιταλιστική και ιμπεριαλιστική επίθεση ενάντια στους λαούς όλου του κόσμου και την εργατική τάξη. Αν και σωστά μιλάμε για αντικομμουνισμό, αυτός δεν αφορά μονάχα τους κομμουνιστές, γιατί είναι γνωστό πού οδηγεί η επικράτησή του και πού αποσκοπεί: στην ολοκληρωτική υποταγή των λαών στην ιμπεριαλιστική και καπιταλιστική βαρβαρότητα.
Με την εμφάνιση του εργατικού κινήματος και την επιρροή που άσκησαν σε αυτό οι σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές ιδέες, αυτές συκοφαντήθηκαν σαν «εγκληματικές θεωρίες», που δεν σέβονται τον «νόμο του θεού και του ανθρώπου», ενώ οι κομμουνιστές απλώς θέλουν να κλέψουν περιουσίες και μεταξύ αυτών και… τις γυναίκες (αφού κι αυτές λογίζονταν ως περιουσιακό στοιχείο από τους αστούς της εποχής). Αυτά επιγραμματικά έδιναν τον τόνο της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας. Η εκκλησία, η πραγματική αριστοκρατία και αυτή του χρήματος και οι διωκτικοί μηχανισμοί αποτελούσαν τον βασικό φορέα της αντικομμουνιστικής εκστρατείας.
Με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (ΠΠ), τη διάσπαση του εργατικού κινήματος, την προδοσία και χρεοκοπία της σοσιαλδημοκρατίας και της Β’ Διεθνούς, που τάχθηκε υπέρ του ιμπεριαλιστικού πολέμου, οι κομμουνιστές κατηγορήθηκαν και ως εχθροί της πατρίδας και του έθνους. Κάποια χρόνια πριν, το «πατριωτικό στρατόπεδο» καλούσε ξένα στρατεύματα για να σωθεί η πατρίδα από… τον εαυτό της. Κύριος φορέας του αντικομμουνισμού, μαζί με τις εθνικιστικές και ανερχόμενες ναζιστικές δυνάμεις, γίνεται -από κυβερνητικές θέσεις μάλιστα- η σοσιαλδημοκρατία, που καταπνίγει λίγο αργότερα τη νοεμβριανή επανάσταση και δολοφονεί εργάτες και τους ηγέτες του κομμουνιστικού κινήματος στη Γερμανία. Αυτή η «σοσιαλδημοκρατική πρακτική» κρατάει μάλιστα μέχρι το ’30, λίγο πριν την επικράτηση του ναζισμού και καθιερώνει τον όρο «σοσιαλφασισμός».
Μετά την νίκη της Οκτωβριανής επανάστασης και τη συγκρότηση των επαναστατικών και κομμουνιστικών ιδεών σε κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου, ο αντικομμουνισμός αποκτά και την «αντικρατική-αντικαταπιεστική» του διάσταση! Οι διαλυμένες αυτοκρατορίες, τα απολυταρχικά και αυταρχικά κράτη που προκάλεσαν την παγκόσμια σφαγή του Α’ ΠΠ, κατηγορούν τους κομμουνιστές ότι οικοδομούν αυταρχικό και καταπιεστικό κράτος!
Στην εποχή του ψυχρού πολέμου, που ξεκίνησε αμέσως μετά την λήξη του Β’ ΠΠ, ο αντικομμουνισμός ξαναποκτά κρατική υπόσταση και γίνεται κρατική ιδεολογία, το βασικό μοτίβο της επιχειρηματολογίας είναι η «κομμουνιστική ανελευθερία», το «σιδηρούν παραπέτασμα». Στις ΗΠΑ με τον μακαρθισμό αλλά και στη Γερμανία με την απαγόρευση του ΚΚΓ και του δικαιώματος εργασίας στο δημόσιο για τους αριστερούς. Σε άλλες χώρες έχουμε πραξικοπήματα, δικτατορίες και χούντες υποχείριες του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, όπου ο αντικομμουνισμός οδηγεί σε βασανιστήρια, διώξεις, μαζικές δολοφονίες και «μακρονήσια».
Σήμερα, κι αφού ο παλιός αντικομμουνισμός «εξάντλησε» την ορμή και την αγριότητά του, αναβιώνει ξανά με τον μανδύα της προσήλωσης στις «δημοκρατικές διαδικασίες» και στον «κοινοβουλευτισμό», που απαγορεύει και συκοφαντεί τον κομμουνισμό ως ολοκληρωτισμό.
Ο αντικομμουνισμός ποτέ δεν έπαψε να είναι μια βασική ιδεολογία του κεφαλαίου και της αστικής τάξης. Είτε στη νεοφιλελεύθερη μορφή που υπερασπίζεται τις αξίες της αγοράς και του κέρδους είτε στην εθνικιστική-φασιστική του μορφή για να υπερασπιστεί την αξία του κράτους των κεφαλαιοκρατών. Είναι όμως ένας αντικομμουνισμός εύκολα αναγνωρίσιμος, που αδυνατούσε να γίνει αποδεκτός από πλατιά λαϊκά στρώματα.
Συμβαίνει όμως το εξής «περίεργο». Διαδίδεται ένας αντικομμουνισμός από όσους ισχυρίζονται τάχα ότι «ξέρουν τον κομμουνισμό απ’ έξω και ανακατωτά». Και πρόκειται για καθαρό –αν και καλυμμένο- αντικομμουνισμό και όχι για κριτική που μπορεί και πρέπει να γίνεται στα ιστορικά ρεύματα που υπήρξαν ή κυριάρχησαν στο επαναστατικό και κομμουνιστικό κίνημα (και τέτοια ρεύματα ήταν, για να συνεννοούμαστε -όσο και αν διαφωνούμε με μια τέτοια παραπλανητική ορολογία- ο τροτσκισμός, ο σταλινισμός, ο μαοϊσμός κ.λπ., έως ένα βαθμό ακόμη και η αναρχία). Αντίθετα, εδώ έχουμε έναν αντιδραστικό ανταγωνισμό θρησκευτικού τύπου για το ποιος θα αποκλείσει ποιον από την ιστορία του επαναστατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Με μια χωρίς μέτρο εγκληματική προσέγγιση της ιστορίας, της πολιτικής και της ταξικής πάλης.
Η νέα αριστερά των «ανθρώπινων δικαιωμάτων και της ηθικολογίας» πασχίζει να καταρρίψει την εξίσωση «ναζισμού-κομμουνισμού» με μια νέα εξίσωση «ναζισμού-σταλινισμού», θεωρώντας αυτό που ονομάζουν σταλινισμό σαν κάτι ξένο και εχθρικό με το κομμουνιστικό κίνημα, κι ας κυριάρχησε για πάνω από 30 χρόνια και δεν μπορεί να διαχωριστεί από αυτό (ορισμένοι, ακόμη πιο ανόητα, θεωρούν ότι κυριαρχεί έως… σήμερα).
Δεν θα σταθούμε στα ιστορικά ζητήματα που θέτει ο κάθε είδους αντικομουνισμός, γιατί είναι μια ιστορία που γράφεται κυρίως σαν ιστορία χαρακτήρων ή σαν καθαρό μυθιστόρημα. Το θέμα μας δεν είναι η λογοτεχνία. Μια λογοτεχνία μάλιστα γεμάτη με μοχθηρούς και αιμοσταγείς χαρακτήρες από τη μια και καλοπροαίρετους και καλοκάγαθους ανθρώπους από την άλλη. Έχει ευθύνες το κομμουνιστικό κίνημα για τον αντικομμουνισμό; Λαμβάνοντας υπόψη όχι μονάχα την στροφή που συντελέστηκε το ’56 και την επικράτηση του ρεβιζιονισμού; Η απάντηση είναι και ναι και όχι. Αν και είναι άλλου είδους ευθύνες του κομμουνιστικού κινήματος και άλλες αυτές του ρεβιζιονισμού.
Αν αναλογιστούμε με τι πήγε να αναμετρηθεί και τι πήγε να οικοδομήσει το κομμουνιστικό κίνημα, θα πρέπει τουλάχιστον να σταθούμε με σεβασμό απέναντι σε αυτήν την τεράστια προσπάθεια. Αν όμως είναι να αναπαράγουμε τις αδυναμίες ως αρετή, αν ενδιαφέρει μόνο η «δικαίωση και αποκατάσταση του δικού μας ηγέτη-προφήτη» και όχι η δικαίωση των λαών και της εργατικής τάξης, αν ζητάμε να μας αποδοθούν (αλήθεια, από ποιον;) επαναστατικά παράσημα και τίτλοι ιδιοκτησίας της «επαναστατικής αλήθειας», αν είναι να μην αναγνωρίζουμε και να μην απαντάμε στις πραγματικές ανάγκες των μαζών, τότε σαφώς είχαν και έχουμε ευθύνη οι κομμουνιστές. Αυτό όμως είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση που αφορά το κομμουνιστικό κίνημα και την εργατική τάξη και όχι βέβαια τους αντικομμουνιστές.