Με συνείδηση ελπίζω των περιορισμών που μου επιβάλλει η απόσταση (η οποία όλο και μεγαλώνει) από τη νεολαία, και των κακοτοπιών που πιθανά να μην μπορέσω να αποφύγω (δασκαλίστικο ύφος κλπ), είπα να εκφράσω μαζεμένες σκέψεις για τις πηγές και τις εκφράσεις ενός σημαντικού ιδεολογικού ρεύματος που φτιάχνει κλίμα στη νεολαία, και εμποδίζει την προσέγγιση της από επαναστατική σκοπιά, αλλά και να γράψω και δύο λόγια για το πώς πρέπει να δράσουμε στη νεολαία. Ελπίζοντας μέσα στα άλλα πως θα παροτρύνω και τους κατ εξοχήν «αρμόδιους», το νεολαιίστικο δυναμικό της οργάνωσης, να μπει πιο βαθιά στο πρόβλημα-πρόκληση που λέγεται παρέμβαση στη νεολαία.
Η ήττα, ο μικροαστισμός και η νεολαία
Μια σειρά παράγοντες, είχαν αυξήσει όλα τα προηγούμενα χρόνια το «ειδικό βάρος» των μικροαστικών απόψεων στη κοινωνία. Πρώτος από όλους είναι, η σημαντικότερη εξέλιξη που σημαδεύει τον κόσμο πάνω από μισό αιώνα, δηλαδή η ήττα του κομμουνιστικού κινήματος και η καπιταλιστική παλινόρθωση που «πάει» παράλληλα με την αποσυγκρότηση της εργατικής τάξης. Ταυτόχρονα η καρικατούρα «σοσιαλισμού» με την οποία μασκαρεύονταν ο παλινορθωμένος καπιταλισμός έως ότου ολοκληρωθεί (καταρρεύσεις 1989-1991) και η μετατροπή (μεγάλου μέρους) του κομμουνιστικού κινήματος σε προωθητή ή/και απολογητή (ρεβιζιονισμός σε Ανατολή και Δύση) αυτής της πορείας με ότι συνεπάγεται (συκοφάντηση του σοσιαλισμού). Επίσης ρόλο έπαιξε το γεγονός ότι για αρκετές δεκαετίες και για λόγους κοινωνικών συμμαχιών και απορρόφησης των κοινωνικών κραδασμών, η επίθεση του καπιταλιστικού συστήματος σε χώρες όπως η Ελλάδα, αφορούσε κατά ένα μεγάλο μέρος την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, ενώ απέναντι στα μικροαστικά στρώματα επιδίδονταν σε ένα «πόλεμο χαμηλής έντασης» που όμως δεν ανέτρεπε τους όρους ζωής τους. Αυτά τροφοδότησαν για μια μεγάλη περίοδο τον αστισμό και τον ρεφορμισμό, τις αντιλήψεις πως ο μόνος δυνατός -και γιατί όχι ο καλύτερος- κόσμος είναι αυτός που ζούμε. Τροφοδοτήθηκε η λογική και πρακτική της ταξικής συνεργασίας, αλλά και της ατομικής ανέλιξης κλπ.
Επιπλέον η χώρα μας λόγω των καθυστερήσεων και των περιορισμών που επέβαλλε η ιμπεριαλιστική εξάρτηση, ποτέ δεν ανέπτυξε μια πλατιά και ισχυρή βιομηχανική βάση, με το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανίας της να είναι μικρομεσαίο (με ότι αυτό συνεπάγεται στη συγκέντρωση της εργατικής τάξης), με κυριαρχία των εμπορομεσιτικών χαρακτηριστικών στην οικονομία μας, και τις κάθε είδους υπηρεσίες για την εξυπηρέτηση των αναγκών των οικονομιών των ιμπεριαλιστικών προστατών. Πράγμα που ανέβαζε μέσα στον πληθυσμό τα ποσοστά και το «ειδικό βάρος» των μικροαστικών στρωμάτων. «Σήμερα» το γεγονός της βίαιης καταβύθισης τους, τέτοιας που αλλάζει άρδην τους όρους ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων «εν μία νυχτί», και που έως τότε θεωρούσαν λίγο έως πολύ δεδομένη τη θέση τους (για να μην πούμε «φυσιολογική» και με «αντικειμενικά» κριτήρια «κατεκτημένη») και στο απυρόβλητο, δεν τα βρήκε απλά απροετοίμαστα. Στη βάση των χαρακτηριστικών που είχαν διαμορφώσει αυτά τα στρώματα, η όλη εξέλιξη που τους έπεσε σαν κεραμίδα στο κεφάλι, τα οδήγησε στην πλειοψηφία τους στην αναζήτηση «εύκολων», «γρήγορων», «αναίμακτων» και χωρίς τη δική τους συμμετοχή λύσεων ή (πράγμα που είναι η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος) στην αγόρευση του εαυτού τους σε μεσσία, σωτήρα των άλλων που «δεν καταλαβαίνουν».
«Τέλος» η νεολαία που μπήκε σ’ αυτή τη σκληρή περίοδο χωρίς να ξέρει από πού της ήρθε (και φυσικά χωρίς να φταίει η ίδια γι αυτό). Δεν είναι πια ένα χαλί που τραβιέται κάτω από τα πόδια της. Είναι μια καταπακτή που έχει ανοίξει και «καταπίνει» όλες τις προσδοκίες, όνειρα ή και αυταπάτες με τις οποίες την είχαν μεγαλώσει «οι μεγάλοι». Ο μαζικός πολιτικός και κοινωνικός εκβιασμός και ταυτόχρονα εφιάλτης της ανεργίας, η δουλειά (για όσο και όταν) με εξευτελιστικούς όρους, προσδιορίζει το αδιέξοδο, ένα ΜΗ ΜΕΛΛΟΝ, , δημιουργώντας μια μίξη από οργή και απόγνωση. Αυτά έχουν αντικαταστήσει όλους τους πρότερους σχεδιασμούς «για μια θέση στον ήλιο». Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως το ανταγωνιστικό πλαίσιο δεν λειτουργεί. Ίσα-ίσα ο κατακόρυφος περιορισμός των διεξόδων μπορεί να οδηγήσει κάμποσες φορές πιο βαθιά μέσα στην ανταγωνιστική δίνη, στην αποδοχή –υποταγή στην κατάσταση. Ενώ η «φυγή» φαίνεται να προσφέρεται πια σε ισχυρές δόσεις και σε όλα τα τμήματα. Και φυσικά δεν λείπει, ίσα- ίσα, η ροπή προς τον κατασκευασμένο και εύκολο εχθρό, τον μετανάστη, που ουσιαστικά κρύβουν τη ροπή προς μια (από)φασιστική αντιμετώπιση των εργατών, της νεολαίας, των κοινωνικών αντιδράσεων.
Αυτές οι συμπεριφορές συνυπάρχουν και εναλλάσσονται με αναζήτηση επιλογών κόντρα και ενάντια στο σύστημα. Που στρεβλώνονται κάτω από το βάρος των συσχετισμών, της έλλειψης κινήματος, της πολύχρονης κυριαρχίας του ρεφορμισμού και του οπορτουνισμού. Και είτε μένουν στα μισά του δρόμου εναποθέτοντας την ελπίδα σε μια εύκολη και γρήγορη αλλαγή της κατάστασης (από τον εφιάλτη να ξυπνήσουμε σε ένα άλλο όνειρο) είτε στην «καλύτερη» περίπτωση οδηγούνται –με διάφορες παραλλαγές είναι αλήθεια- σε έναν ελιτισμό απέναντι στην υπόλοιπη νεολαία και το λαό, σε έναν άκρατο υποκειμενισμό και την ιδεαλιστική προσέγγιση της κατάστασης.
«Ήρωες» και «πλήθος»
Σ’ αυτήν την τελευταία τάση θα ήθελα να αναφερθώ. Τάση που ενυπάρχει σε μια μεγάλη βεντάλια διαφορετικών πολιτικών και ιδεολογικών επιλογών. Από τους αντιεξουσιαστές, του ελευθεριακούς, τον κλασσικό αναρχικό χώρο, έως το…ΚΚΕ και τις διάφορες συνιστώσες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Και η οποία φαίνεται να έχει εμποτίσει τη συνείδηση ειδικά των νέων αγωνιστών που δρουν στις γραμμές τους. Τάση- αντίληψη που είναι πλατιά διαδεδομένη στη νεολαία, επηρεάζει και πιέζει με την «φαντασμαγορία» της και το δικό μας δυναμικό. Επιπλέον σ’ αυτήν την δύσκολη εποχή και με ότι έχει προηγηθεί (ήττα, παλινόρθωση), η λογική του «ήρωα» φαντάζει νέα, απέναντι στην παλαιολιθική όπως λέγεται αντίληψη των κομμουνιστών για τις μάζες (ο μάζες γράφουν την ιστορία- οι ήρωες αναδεικνύονται μέσα στις και μέσα από τις μάζες). Τόσο νέα που την συναντούμε αυτούσια ένα και ενάμισυ αιώνα πριν, όχι μόνο μια φορά και όχι σε μία χώρα. Να μία αναφορά στο πρόβλημα από τον Γ. Πλεχάνωφ όταν ακόμα ήταν μαρξιστής:
«“Η δοξασία κυβερνά τον κόσμο”- έτσι διακήρυξαν οι συγγραφείς του Γαλλικού Διαφωτισμού… Όμως αν η δοξασία κυβερνά τον κόσμο, τότε οι πρώτοι κινούντες την ιστορία είναι οι άνθρωποι εκείνοι που η σκέψη τους κριτικάρει τις παλιές και δημιουργεί τις καινούριες δοξασίες. Οι αδερφοί Μπάουερ έτσι πραγματικά σκέφτονταν. Η ουσία της ιστορικής διεργασίας περιοριζόταν, κατά την άποψή τους στο ξαναφτιάξιμο από το “κριτικό πνεύμα” του υπάρχοντος αποθέματος δοξασιών, και των μορφών ζωής στη κοινωνία που προσδιορίζονταν απ’ αυτό το απόθεμα…
Μιας και φαντάστηκε πως είναι ο κύριος αρχιτέκτονας, ο Δημιουργός της ιστορίας, ο “κριτικά σκεπτόμενος” άνθρωπος, αποσπά, για το λόγο αυτό, τον εαυτό του και τους ομοίους του σε μια ειδική, υψηλότερη ποικιλία της ανθρώπινης ράτσας. Αυτή η ανώτερη ποικιλία φέρεται αντιμέτωπη στη μάζα, τη ξένη στη κριτική σκέψη, και ικανή να παίζει μονάχα το ρόλο του πηλού στα δημιουργικά χέρια των “κριτικά σκεπτόμενων” προσωπικοτήτων. “Οι Ήρωες” φέρονται αντιμέτωποι στο “πλήθος”. Ο ήρωας όσο πολύ κι αν αγαπά το πλήθος, όση συμπάθεια κι αν αισθάνεται για τις αιώνιες ανάγκες του και τα’ ασταμάτητα βάσανά του, δεν μπορεί παρά να το κοιτάζει από ψηλά, δεν μπορεί να μην αντιλαμβάνεται ότι τα πάντα εξαρτιόνται από αυτόν, τον ήρωα, ενώ το πλήθος είναι μια μάζα, ξένη σε κάθε δημιουργικό στοιχείο, κάτι που έχει το χαρακτήρα μιας μεγάλης ποσότητας μηδενικών, που αποκτά κάποια θετική σημασία μονάχα στη περίπτωση που κάποιο είδος οντότητας “κριτικά σκεπτόμενης” συγκαταβατικά πάρει τη θέση της στο κεφάλι τους. Ο εκλεκτικός ιδεαλισμός των αδελφών Μπάουερ ήταν η βάση της τρομερής, και μπορεί να λεχθεί αποκρουστικής, ματαιοδοξίας των “κριτικά σκεπτόμενων” Γερμανών “διανοούμενων” της δεκαετίας του 1840. Σήμερα, με τους Ρώσους υποστηρικτές του, τρέφει το ίδιο ελάττωμα στην ιντελλιζέντσια της Ρωσίας. Ο ανελέητος πολέμιος και κατήγορος αυτής της ματαιοδοξίας ήταν ο Μαρξ,…
Ο Μαρξ είπε ότι η αντίθεση των “κριτικά σκεπτόμενων” με τη “μάζα” δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά μια καρικατούρα της Χεγκελιανής αντίληψης της ιστορίας: μια αντίληψη που με τη σειρά της ήταν μονάχα μια αφηρημένη θεωρητική συνέπεια της παλιάς διδασκαλίας της αντίθεσης Πνεύματος και Ύλης….» (1).
Και η διέξοδος:
«…Από πολύ καιρό έχει λεχθεί ότι κανένας δεν ανάβει μια λαμπάδα για να την αφήσει κάτω από ένα κουβά. Έτσι, ο διαλεκτικός υλιστής προσθέτει ότι δεν θα πρέπει κανείς ν’ αφήνει τη λαμπάδα στο στενό σπουδαστήριο του “διανοούμενου”. Όσο υπάρχουν “ήρωες” που φαντάζονται πως είναι αρκετό να φωτίσουν τα δικά τους μυαλά για να είναι ικανοί να οδηγούν το πλήθος όπου τους αρέσει, και να το πλάθουν, σαν πηλό, σε καθετί που τους έρθει στα κεφάλια τους, το βασίλειο του ορθού λόγου, μένει μια όμορφη φράση ή ένα ευγενικό όνειρο. Αρχίζει να μας πλησιάζει με εφτάλευγες δρασκελιές μονάχα όταν το ίδιο το “πλήθος” γίνεται ο ήρωας της ιστορικής δράσης, και όταν σ’ αυτό , στο άχρωμο αυτό “πλήθος” αναπτύσσεται η κατάλληλη αυτοσυνείδηση. Είπαμε, αναπτύξετε την ανθρώπινη συνείδηση. Τώρα προσθέτουμε, αναπτύξετε την αυτοσυνείδηση των παραγωγών. Η υποκειμενική φιλοσοφία μας φαίνεται βλαβερή ακριβώς επειδή εμποδίζει την ιντελλιζένντσια να βοηθήσει την ανάπτυξη της αυτοσυνείδησης αυτής, αντιτάσσοντας τους ήρωες στο πλήθος, και φανταζόμενη ότι το πλήθος δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα σύνολο μηδενικών, που η σημασία τους εξαρτιέται μονάχα απ’ τα ιδεώδη του ήρωα που τους καθοδηγεί.
Αν υπάρχει μονάχα ένας βάλτος, θα υπάρχουν εκεί αρκετοί διάβολοι, λέει η λαϊκή παροιμία με τον άξεστο τρόπο της. Αν υπάρχουν μονάχα ήρωες, θα υπάρχει κάποιο πλήθος γι’ αυτούς, λένε οι υποκειμενιστές. Κι αυτοί οι ήρωες είμαστε εμείς, η υποκειμενική ιντελλιζέντσια. Σ’ αυτό απαντούμε: το γεγονός ότι αντιτάσσετε τους ήρωες στο πλήθος είναι απλά μια ξιπασιά και συνεπώς αυταπάτη. Και θα μείνετε απλοί… φαφλατάδες, ωσότου καταλάβετε ότι για το θρίαμβο των ιδεωδών σας πρέπει να εξαφανίσετε την ίδια τη δυνατότητα μιας τέτοιας αντίθεσης, πρέπει να ξυπνήσετε στο πλήθος την ηρωική αυτοσυνείδηση»(2).
Πόσες και πόσες φορές δεν έχουν συναντήσει αυτή τη ξιπασιά των «διανοούμενων», αυτόν τον ντυμένο με τη φορεσιά του ανατρεπτικού ιδεαλισμό, οι νεολαίοι σύντροφοί μας, τώρα ή και παλιότερα. Στις συγκεντρώσεις «εν κρυπτώ» στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, των 50-100 μελών της ΚΝΕ ενάντια στον πόλεμο των ιμπεριαλιστών στη Γιουγκοσλαβία, ή τα γιγαντοπανώ που σηκώνουν κάθε τόσο δέκα μέλη του ΚΚΕ ή του ΠΑΜΕ στην Ακρόπολη. Ώστε ο λαός ή η νεολαία να παρακολουθεί από την TV και να επιβραβεύει (με τη ψήφο βεβαίως- βεβαίως) τους «μυημένους» στην πάλη. (Εδώ βέβαια θα μπορούσαμε να επισημάνουμε πως η όλη συμπεριφορά είναι το φύλο συκής του ρεφορμιστικού προσανατολισμού του ΚΚΕ-ΚΝΕ. Μα μήπως και οι αντίστοιχες συμπεριφορές από άλλες δυνάμεις δεν έχουν εν τέλει σαν υπόβαθρο τους την υποταγή στον καπιταλιστικό «μονόδρομο» και το αδύνατο της ανατροπής του;). Τα δίλεπτα τζατζαρίσματα των νέων της ΕΑΑΚ ή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με τα ΜΑΤ, ώστε να βγει η φωτογραφία που τάχα θα αποδεικνύει (στο λαό και τη νεολαία) ποιος είναι πρωτοπορία. Και ας ακολουθεί έπειτα το όπου φύγει-φύγει. Ή την «ιερή αγανάκτηση» της ΕΑΑΚ που τα κινήματα της νεολαίας συγκροτήθηκαν σαν τέτοια (όσο και όπως- αυθόρμητα και μισοσυνειδητά) στην παρωχημένη και ολίγη-για τους ίδιους- γραμμή της αντίστασης και δεν υιοθέτησαν την ουτοπική χαρταπιά (αυτών των σύγχρονων Ντύρινγκ) που θέλουν να περιγράψουν το κομμουνιστικό μέλλον με τις προδιαγραφές και τους όρους του καπιταλιστικού και ιμπεριαλιστικού «σήμερα». Που απογειώνονται ζητώντας «εδώ και τώρα» κομμουνισμό την ίδια στιγμή που προσγειώνονται σε κοινοβουλευτικές αυταπάτες και κυβερνητισμούς κάθε είδους. Πόσες και πόσες φορές δεν έχουμε συναντήσει τη λογική και πρακτική των «ηρώων» στην πιο ξεκάθαρη μορφή. Αυτήν που της δίνει η δράση των αναρχικών, αυτόνομων, ελευθεριακών ομάδων. Όπου οι «κοιμισμένες» μάζες «θα βγουν από τα κλουβιά τους όταν σκοτώσουν οι μπάτσοι τα παιδιά τους». Που διεκδικούν για τον εαυτό τους την «ελευθερία» να πράττουν ότι θέλουν στη πλάτη του κινήματος, που προσπαθούν να επιβάλλουν ετσιθελικά την αντίληψή και την πρακτική τους στο κίνημα κατηγορώντας όποιον τους κάνει κριτική σαν «μπάτσο». Λογική και πρακτική που οδήγησε έως το γεγονός της Μαρφίν, για το οποίο υπήρχαν ομάδες που –μισοκρυφά, μισοφανερά- έως και δικαιολογούσαν την πράξη με επιχειρήματα που άγγιζαν τον ρατσισμό («αφού ήταν απεργοσπάστες καλά να πάθουν» κλπ). Που δεν υποδύονται πια το ρόλο του «ήρωα» για να παραδειγματίσουν τις μάζες για την ανατροπή, αλλά για να εκφράσουν την βαθιά απογοήτευσή τους που «δεν γίνεται τίποτε». Ή που σε άλλες περιπτώσεις αποσύρονται από τα εγκόσμια, απογοητευμένοι από το λαό που «δεν καταλαβαίνει», για να πάρουν «τζούρες» έστω και μισολαθραία και με την ανοχή του κράτους και των μηχανισμών του (παλιότερα, τώρα τα πράγματα τίθενται αλλιώς), της ζωής που θα ήθελαν να ζήσουν.
Για τη διαμόρφωση πρωτοπόρων αγωνιστών μέσα στη νεολαία
Το κομματικό νεολαιίστικο δυναμικό, πρέπει λοιπόν με τον πιο αποφασιστικό τρόπο, να αντιπαλέψει αυτό το διάχυτο ρεύμα, και να ξεριζώσει τις όποιες επιδράσεις (ασύνειδες) αυτού του ρεύματος από τις γραμμές του εάν θέλει να αναπτύξει μια πρωτοπόρα σχέση με τη νεολαία.
Στον αντίποδα αυτών των αντιλήψεων εμείς πρέπει να επαναφέρουμε και προπαντός να παλέψουμε στην πράξη την κομμουνιστική αντίληψη για τη (διαλεκτική) σχέση μαζών και πρωτοπορίας που συνιστά έναν από τους θεμελιακούς όρους ύπαρξης μιας οργάνωσης που πασχίζει το Κ (Κομμουνιστικό) να μην είναι μια αγιαστούρα αλλά ζώσα πραγματικότητα.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι θα πρέπει να αναμετρηθούμε εκτός των άλλων και με τους δικούς μας «φόβους» και «ανασφάλειες». Που γεννιούνται αυθόρμητα από το γεγονός της γενικά μικρής μας ανάπτυξης, των γενικά μικρών και αδύνατων δεσμών μας με τη νεολαία (και το λαό). Αλλά και από το γεγονός πως την τελευταία περίοδο –και λίγο απότομα- έχει απλώσει αρκετά η παρέμβασή μας. Φέρνοντας μας αντιμέτωπους με τον «φόβο» μήπως διαχυθούμε και χαθούμε μέσα στην «απολιτικοποίητη μάζα» που «στέκει απέναντί μας». Που μπροστά στο φόβο να μην πνιγούμε δεν αποφασίζουμε να μάθουμε κολύμπι.
Ή για να το πω θετικά:
Μπορούμε και πρέπει να μην φοβηθούμε την ανοιχτή και πλατιά δράση μέσα στη νεολαιίστικη πλειοψηφία. Μπορούμε να αναμετρηθούμε με τον φόβο του πνιγμού μαθαίνοντας κολύμπι. Μπορούμε και πρέπει να πάμε εκεί που η νεολαία τρώει καρπαζιές, και να μην την «ατενίζουμε» από μακριά «συμπονώντας» την για τα βάσανα που περνάει. Εάν πχ αναφερόμαστε στην σπουδάζουσα νεολαία, πρέπει να ανιχνεύσουμε όλους τους δυνατούς δρόμους, να ανακαλύψουμε όλους τους δυνατούς τρόπους να χρησιμοποιήσουμε και να φτιάξουμε κι άλλα εργαλεία δουλειάς. Ώστε να είμαστε παρών εκεί που η ίδια βιώνει την εντατικοποίηση, την καθηγητική αυθεντία, που της προπαγανδίζονται οι αστικές αξίες, εκεί που τα κηρύγματα της υποταγής αντηχούν δυνατά. Και εκεί να αναδειχθούμε σαν αγωνιστές, προσπαθώντας να οργανώσουμε από μέσα την αντίσταση της. Αυτό φυσικά δεν θα γίνει μεμιάς, χρειάζεται συσσώρευση εμπειρίας, να φάμε τα μούτρα μας, να ανεβάζουμε το ιδεολογικό και πολιτικό μας φορτίο, να χωνεύουμε την πείρα που θα παράγεται από την παρέμβαση. Μια τέτοια –αυτονόητη θεωρητικά για έναν αριστερό και κομμουνιστή – αντίληψη και πρακτική πρέπει να επανακατακτηθεί, όχι μόνο από τη νέα γενιά των συντρόφων μας, αλλά από το σύνολο της οργάνωσης μας, στις νέες και πρωτόγνωρες συνθήκες που βιώνουμε όλοι μας. Αυτή (η αντίληψη και πρακτική) φαντάζει και είναι πολύ πιο δύσκολη από την λογική του «παραδείγματος», των «Ρομπέν», του «εγώ τα είπα-ας κάνουν ότι θέλουν τώρα», του «ήρωα» που στέκεται απέναντι στο «πλήθος». Για να είμαστε όμως ακριβείς, όχι μόνο είναι πιο δύσκολη, αλλά ταυτόχρονα είναι και η μοναδική που οδηγεί στον μετασχηματισμό των συνειδήσεων και στην ανατροπή των συσχετισμών.
Γιατί σε αυτούς τους καιρούς των μεγάλων και βίαιων αλλαγών, των μεγάλων δυσκολιών αλλά και των μεγάλων ανατροπών, οι νέοι σύντροφοί μας οφείλουν να ανακαλύψουν ξανά στην πράξη τις μεγάλες δυνατότητες του λαού και της νεολαίας, την εργατική-λαική και νεολαιίστικη δημιουργικότητα. Να πειστούν δηλαδή μέσα από την ίδια τους την πείρα και όχι επειδή το λένε «οι γραφές» να δείχνουν απεριόριστη εμπιστοσύνη στις δυνατότητες των μαζών και πρώτα απ’ όλα της εργατικής τάξης. Και να γνωρίζουν πως «χωνεύοντας» αυτή την πείρα που θα προέλθει από την «συγχώνευσή τους σχεδόν» με τη νεολαία, πως δοκιμάζοντας τις απόψεις τους μέσα στη νεολαία και το λαό, και με μοναδικό κριτήριο εάν υπηρετούν τα συμφέροντά τους, τα τωρινά και τα απώτερα, πως παλεύοντας για τη συγκρότηση της νεολαίας σε κίνημα δίπλα στην εργατική τάξη και το λαό, θα αλλάξουν και οι ίδιοι προς το καλύτερο, θα διαμορφωθούν σε λαϊκούς αγωνιστές. Έτσι οφείλουμε να πάμε εάν θέλουμε να υπηρετήσουμε αποτελεσματικά την κομμουνιστική υπόθεση.
(1) Γ. Πλεχάνωφ: Η εξέλιξη της μονιστικής αντίληψης στην ιστορία, Εκδόσεις Αναγνωστίδη, σελ. 134-135.
(2) Ο.π., σελ. 265-266.