Με αφορμή τις εκλογές ξεκίνησαν μια σειρά συναντήσεις οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς με πρωτοβουλία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ζητούμενο ήταν η διερεύνηση των δυνατοτήτων για κοινή συμπόρευση των δυνάμεων στο κίνημα αλλά και στις εκλογές. Στην πραγματικότητα αφορούσε αποκλειστικά τις εκλογές, ήταν προσχηματικές και θα δούμε το γιατί.
Το κάλεσμα συνοδευόταν από ένα πλαίσιο το οποίο ναι μεν «συζητιόταν», από την άλλη όμως είχε και κάποια αδιαπραγμάτευτα σημεία του μεταβατικού αντικαπιταλιστικού προγράμματος όπως το αντιλαμβάνονται οι οργανώσεις που τη συγκροτούν. Δεχτήκαμε να γίνει η συνάντηση κατά την πάγια λογική μας περί κοινής δράσης, αποφασισμένοι όμως να θέσουμε κάποια ζητήματα ουσίας που αφορούν το κίνημα, την μετωπική συμπόρευση οργανώσεων της αριστεράς, την ίδια την κοινή δράση τελικά.
Όμως μετά τη συνάντηση θεωρήσαμε ότι «η πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στερείται πολιτικής σοβαρότητας στο επίπεδο της κοινής δράσης και αποτελεί συνέχεια και έκφραση του τρόπου που αντιλαμβάνεται η ΑΝΤΑΡΣΥΑ την κοινή δράση. Απ’ τη συγκρότησή του ήδη, κοινή δράση για αυτό το σχήμα είναι ο προθάλαμος δημιουργίας του δικού του “πόλου” και η αποδοχή απ’ τους συνεργαζόμενους του λεγόμενου “μεταβατικού προγράμματος”. Για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ η κοινή δράση δεν είναι παρά το πεδίο συνάντησης μια σειράς τάσεων -ακόμα και ετερόκλητων- που παρά τις αγωνιστικές – ριζοσπαστικές τους αναφορές, κατέληξαν ν’ αναπαράγονται με βάση τους όρους του αστικού κοινοβουλευτικού παιχνιδιού».
Η εκτίμησή μας αυτή επιβεβαιώθηκε από κείμενα στελεχών της που και πάλι αποφεύγουν να απαντήσουν στα ζητήματα που θέτουμε έτσι κι αλλιώς σε μόνιμη βάση. Γίνεται μια προσπάθεια να αντιστρέψουν την κριτική λέγοντας πως ενώ μιλάμε για «εκλογικά τερτίπια» τελικά προχωράμε σε εκλογική συνεργασία με το Μ-Λ ΚΚΕ παρουσιάζοντάς τη σαν «κεραυνό εν αιθρία»! Είναι χαρακτηριστική η φράση του Στ. Πράσσου (στελέχους του ΝΑΡ) σε άρθρο του: «Το ΚΚΕ (μ-λ) μας απάντησε ότι “Η μετωπική υπόθεση είναι πολύ σοβαρή. Ας μην την ευτελίσουμε με εκλογικά τερτίπια” και ταυτόχρονα προχωράει σε εκλογική συνεργασία με το Μ-Λ ΚΚΕ, ενέργεια που την χαιρετίσαμε σαν ΑΝΤΑΡΣΥΑ και σαφώς αποτελεί άλμα για τη συγκεκριμένη Οργάνωση αλλά δεν παύει να είναι εκλογική». Σε αυτή τη γραμμή κινήθηκαν μια σειρά παρεμβάσεις οι οποίες έκαναν φιλότιμες προσπάθειες να αποκρύψουν ότι η συνεργασία μας με το Μ-Λ ΚΚΕ κρατάει εδώ και σχεδόν μια πενταετία. Από τότε που συγκροτήσαμε από κοινού μια σειρά διαδηλώσεων αλληλεγγύης στους ξεσηκωμένους αραβικούς λαούς, και αρνήθηκε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, πέρασε μέσα από την ΠΑΑΣ, συνεχίζεται με την Λαϊκή Αντίσταση – Α.Α.Σ. ενώ η εκλογική συνεργασία υπήρξε και το 2012! Μια συμπόρευση που σε μεγάλο βαθμό εκφράζει αυτό που εννοούμε εμείς ως κοινή δράση οργανώσεων, μετωπική συνεργασία και χτίσιμο του αναγκαίου Μετώπου Αντίστασης, Διεκδίκησης και Αναμέτρησης με τις πολιτικές του ιμπεριαλιστικού-καπιταλιστικού συστήματος.
Από εκεί και πέρα οι «απαντήσεις» συνεχίζονται με χαρακτηρισμούς περί …χυδαιότητας και καταλήγουν στη κατηγορία για αμετροέπεια όπως του, επίσης στελέχους του ΝΑΡ, Αντώνη Δραγανίγου, που αφού παραθέτει μερικές λέξεις «αποσπάσματα» από την ανακοίνωσή μας, καταλήγει: «Μάλλον άλλων είναι το άγχος της εκλογικής επιβίωσης που οδηγεί σε αυτή την ασυνήθιστη αμετροέπεια!». Επί της ουσίας όμως τίποτα. Ιδιαίτερα το κομμάτι της ανακοίνωσής μας που αναφέρεται στην απουσία κοινής δράσης όλα τα προηγούμενα χρόνια και στην άρνηση να συζητηθεί είναι σα να μην υπάρχει!
Να δούμε, λοιπόν: πώς εννοούν τη συνεργασία και πως κινούνται οι οργανώσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ;
Κατ’ αρχήν αυτό που δένει όλες τις οργανώσεις που πρωτοσυγκρότησαν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και εξακολουθούν να τη συγκροτούν (έχει αποχωρήσει η Κομμουνιστική Ανανέωση που πλέον συμμετέχει στη «πρωτοβουλία των 1000» και ψηφίζει ΣΥΡΙΖΑ) είναι το λεγόμενο μεταβατικό πρόγραμμα μιας σειράς αντικαπιταλιστικών στοχεύσεων αδιαπραγμάτευτων για οποιαδήποτε συνεργασία. Το αδιαπραγμάτευτο προκύπτει και από κεντρικά κείμενα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά και από τις παρεμβάσεις των στελεχών της. Στο όνομα των αναγκαιοτήτων της εποχής επικαιροποιήθηκε στη πρόταση 10 «μίνιμουμ» σημείων προς όλες τις οργανώσεις τα οποία όμως επίσης περιέχουν μια σειρά αδιαπραγμάτευτων όρων (π.χ. εθνικοποιήσεις, εργατικός έλεγχος) οι οποίοι καθιστούν αδύνατη την όποια συμπόρευση με οργανώσεις σα τη δική μας. Κάτι που το παραδέχονται και οι ίδιοι άλλωστε! Τότε γιατί την έκαναν;
Επαίρονται ότι έπεισαν να γίνει δεκτή η πρότασή τους από την Πρωτοβουλία για Αριστερή Μετωπική Συμπόρευση (Π.Α.ΜΕ.Σ.) στην οποία ανάμεσα σε άλλους συμμετέχει και το Σχέδιο β’ του Αλαβάνου και την είχε αρνηθεί το 2012. Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών μάλλον οδήγησαν το Σχέδιο β’ σε …αυτοκριτική και το έφεραν πιο αριστερά και αντικαπιταλιστικά. Το εντυπωσιακό σε αυτή τη περίπτωση είναι ότι και στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και στην ΠΑΜΕΣ συμμετέχουν οργανώσεις όπως η ΑΡΑΝ και η ΑΡΑΣ. Δηλαδή τι ακριβώς συνέβη; Πείστηκαν να συνεργαστούν με τον …εαυτό τους; Να σημειώσουμε εδώ ότι ακόμη περιμένουμε τη δημόσια τοποθέτηση μελών και στελεχών των εν λόγω οργανώσεων που υπέγραψαν αρχικά το κείμενο των «1000» για τη συμφωνία της κίνησης με τον ΣΥΡΙΖΑ. Όπως και των συντρόφων τους στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Μήπως η συμφωνία αυτή πέρασε στα ψιλά για να μην κοπούν οι όποιοι δίαυλοι επικοινωνίας μαζί του;
Η συμφωνία με το ΠΑΜΕΣ πυροδότησε για άλλη μια φορά αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις στα πλαίσια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που έφτασαν σε σοβαρές αλληλοκατηγορίες. Διαβάζοντας κανείς τα κείμενα που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, αυτό που καταλαβαίνει είναι ότι το βασικό άγχος όλων είναι το πώς θα διαφοροποιηθούν από τον ΣΥΡΙΖΑ, ένα άγχος που έγινε ακόμη πιο έντονο μετά τα αποτελέσματα του Ιούνη του 2012, αλλά και το πώς θα παρέμβουν μπροστά στο ενδεχόμενο ανάληψης κυβερνητικών ευθυνών εκ μέρους του. Οι διαφωνίες μπορεί μεν να εστιάζονται σαν διαφωνίες μεταξύ των οργανώσεων αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν διαπερνούν και τις ίδιες τις οργανώσεις. Έτσι, από τη μια, βλέπουμε εκτιμήσεις που θεωρούν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα εφαρμόσει αναγκαστικά το ελάχιστο πρόγραμμα που εξήγγειλε στη ΔΕΘ και αυτό θα πυροδοτήσει εξελίξεις και αντιδράσεις από τη μεριά των ιμπεριαλιστών οπότε και η σύγκρουση θα καθίσταται αναπόφευκτη. Από την άλλη, υπάρχουν εκτιμήσεις που λένε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα υποταχθεί ακόμη περισσότερο, κάτι που φαίνεται ήδη από τους όρκους πίστης που δίνει στην Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ αλλά και από τη λογική της διαπραγμάτευσης που τον διακατέχει. Ανεξάρτητα από τον βαθμό διαφοροποίησης ως προς τις εκτιμήσεις τους για τον ΣΥΡΙΖΑ, κοινός τόπος όλων είναι η ανάγκη να ισχυροποιηθεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ώστε να παίξει το ρόλο του καταλύτη στις όποιες εξελίξεις υπάρξουν μετά τις εκλογές. Για να συμβάλει στην «πολιτική και ψυχολογική» προετοιμασία του λαού, για να «αναλάβει» την «ιστορική ευθύνη για την περαιτέρω πορεία της χώρας- με δημοψήφισμα και στους δρόμους». Κι όλα αυτά οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπόρεσαν να τα κάνουν όντας σημαντικές σε κινηματικούς και συνδικαλιστικούς χώρους, θα μπορέσουν να τα κάνουν μόνο αν ισχυροποιηθούν στο κοινοβουλευτικό πεδίο! Ψήφο, λοιπόν, δαγκωτό στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, για ν’ ανακουφιστεί ο λαός και ν’ ανοίξει ο δρόμος για το σοσιαλισμό;
Εκτιμούν ότι αυτές οι εκλογές θα σηματοδοτήσουν εξελίξεις που μπορεί να οδηγήσουν σε συγκρούσεις και ανατροπές, που θα θέσουν στο λαό το καθήκον να πάρει τις τύχες του στα χέρια του. Να δεχτούμε κι εμείς ότι τίποτα δεν αποκλείεται! Γιατί όμως αυτό δεν έγινε όταν ο λαός ξεσηκωνόταν, όταν απεργούσε, όταν συγκρουόταν με τις δυνάμεις καταστολής; Τι έκανε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ώστε το εργατικό-λαϊκό κίνημα να γίνει πραγματικά ο καταλύτης των εξελίξεων όλο το προηγούμενο διάστημα, ώστε και να είναι προετοιμασμένο μπροστά σε όλα τα ενδεχόμενα που θεωρεί ότι μπορεί να πυροδοτήσουν αυτές οι εκλογές; Ή μήπως αυτό που δεν μπόρεσαν να συγκροτήσουν ο λαός και η εργατική τάξη με τους αγώνες τους κατά τη διάρκεια των μεγάλων κινητοποιήσεων του δίχρονου ‘10-’12, θα «αναγκαστούν» να το συγκροτήσουν με βάση τα αποτελέσματα των εκλογών;
Για όλα αυτά, μαζί και στο ζήτημα της ουσιαστικής κοινής δράσης στο κίνημα, θα πάρει θέση η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ιδιαίτερα σε μη προεκλογική περίοδο, ή θα μας κουνάει το δάχτυλο γιατί δεν την ακολουθούμε άκριτα; Όπως της το κουνάει με τη σειρά του ο ΣΥΡΙΖΑ; Κι αν το δεύτερο φαίνεται να έχει αποτελέσματα, να είναι σίγουροι ότι το πρώτο δεν θα έχει όσο το πρόταγμα δεν θα είναι το πώς ο εργαζόμενος λαός θα συγκροτηθεί ώστε να αντικρούσει την επίθεση, να μπορέσει να διεκδικήσει αυτά που δικαιούται και να ανατρέψει την πολιτική κυβέρνησης, αστικής τάξης και ιμπεριαλιστών αλλά το καλύτερο πλασάρισμα στο κοινοβουλευτικό πεδίο.