Το συνέδριο του ΝΑΡ που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα συνοδεύτηκε από μία μεγάλη προσυνεδριακή διαδικασία όπου αναπτύχθηκε ένας έντονος κριτικός προβληματισμός γύρω από τις προτεινόμενες προγραμματικές θέσεις. Να σημειωθεί εδώ πως είναι αρκετά ενδιαφέρον που στελέχη «πρώτης γραμμής» της οργάνωσης τοποθετήθηκαν πολλές φορές κριτικά πάνω στην αρχική εισήγηση στα πλαίσια αυτής της προσυνεδριακής διαδικασίας. Κι αυτό είναι μια θετική πίστωση που πρέπει να αναγνωριστεί. Είναι όμως αρνητικό πως αυτός ο προβληματισμός δεν βρήκε διαδρόμους συνέχισης μέσα στο ίδιο το συνέδριο. Όχι τυχαία, καθώς εκεί επαναβεβαιώθηκε όλη η ιδεολογικοπολιτική βάση της οργάνωσης που- σύμφωνα με την άποψη που εκτίθεται εδώ- θα έπρεπε να αποτελέσει το αντικείμενο μιας ριζικής επανατοποθέτησης, μιας αλλαγής προσανατολισμού. Δεν πρόκειται για μια εύκολη υπόθεση για κανέναν, οργάνωση ή άτομο, η προσπάθεια να επανεκτιμηθούν ουσιαστικά και με όλες τις συνέπειες που απορρέουν, τα μέχρι σήμερα εργαλεία ανάλυσης της πραγματικότητας. Πρόκειται όμως για μια αναγκαία διαδικασία αν θέλουμε οι οδύνες μας όχι μόνο να κυοφορούν αλλά και να γεννούν… όρη (και όχι ποντικούς) σε μια εποχή που υπάρχει ανάγκη ανάτασης της αριστερής σκέψης. Η ανάταση, βέβαια, απαιτεί πρώτα απ όλα ισχυρή… γείωση με την καπιταλιστική πραγματικότητα. Πως θα εκτιναχθείς στα ύψη αν το άλμα σου δεν πατά γερά; Η διαλεκτική για άλλη μια φορά βρίσκεται μπροστά μας επιβάλλοντας περιορισμούς αλλά και δυνατότητες (ή καλύτερα δυνατότητες μέσω των περιορισμών και ακριβώς γιατί αυτοί οι περιορισμοί υφίστανται).
Για τους λόγους που αναφέρονται επιλέχτηκε από όλες τις κριτικές προσεγγίσεις εκείνη του στελέχους του ΝΑΡ, Κώστα Μάρκου, ίσως γιατί περισσότερο από άλλες θέτει σε συζήτηση τον λεγόμενο «ολοκληρωτικό καπιταλισμό» από τη μια, αν και η κριτική του περιορίζεται στην όχι σωστή εφαρμογή μια τέτοιας ανάλυσης. Από την άλλη, θέτει ορισμένα ζητήματα συγκρότησης μετώπου αντίστασης στην καπιταλιστική βαρβαρότητα αποφεύγοντας την ευκολία του διαχωρισμού «επιθετικών» και «αμυντικών» αιτημάτων στην οποία μας είχε συνηθίσει ο χώρος τα τελευταία χρόνια. Θα λέγαμε είναι πιο «οικεία» η κριτική του σε όσα έχουν γραφτεί και κριτικαριστεί από το δικό μας χώρο, μέσα στα χρόνια που έχουν κυλήσει…
Η ιδεολογικοπολιτική βάση
Η κριτική τοποθέτηση πάνω στην αρχική εισήγηση αναφέρεται στα αρχειακά –και ορθά πολιτικά κατά την άποψη του γράφοντος- στοιχεία των αποφάσεων του πρώτου συνεδρίου του ΝΑΡ: « Όσο κι αν το αντεπαναστατικό πέπλο του σημερινού συσχετισμού δυνάμεων συσκοτίζει τις επαναστατικές κομμουνιστικές δυνατότητες της νέας εποχής, «οι δυνάμεις και οι μορφές που εμφανίζονται στα πλαίσια του νέου σταδίου του καπιταλισμού και οι οποίες απαιτούν την ανατροπή των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων, έχουν μακροπρόθεσμα την αντικειμενική τάση να κινούνται ταχύτερα, βαθύτερα, σε ανώτερο και πιο μόνιμο επίπεδο σε σχέση με τις αντίθετες τάσεις ανάπτυξης και στερέωσης της αστικής κυριαρχίας». Αυτή η δυναμική «προβάλλει, σε πρώτη γραμμή, τη δημιουργική πλευρά που απαιτεί νέες μορφές κομμουνιστικής απελευθέρωσης, σε σχέση με την πλευρά που ανταποκρίνεται σε μια πληβειακή κατεδάφιση των πιο ακραίων χαρακτηριστικών της ταξικής κοινωνίας».
Τι ήθελε να πει η αρχειακή τοποθέτηση του ΝΑΡ; Μήπως ότι οι υλικοί όροι για το πέρασμα στον κομμουνισμό είναι πιο ώριμοι απ’ ότι στο παρελθόν; Και πώς, αν το καπιταλιστικό σύστημα καταφέρει και επιβιώσει από ένα νέο επαναστατικό κύκλο την επόμενη φορά, οι υλικοί όροι θα είναι υπερωριμότεροι (ας χρησιμοποιήσουμε αυτή τη λεκτική «κοτσάνα») των προηγηθέντων υπερώριμων όρων; Μα σ’ αυτό δεν θα έβρισκαν κανέναν αντίθετο, δεν χρειάζονται περισπούδαστες αναλύσεις για να αποδείξεις μια τέτοια γραμμικότητα. Αντίθετα οι «μη γραμμικότητες» είναι που απαιτούν σύνθετες εξηγήσεις: Θα πρέπει βέβαια σ’ αυτή την περίπτωση να εξηγήσουν γιατί η σοσιαλιστική επανάσταση εμφανίστηκε και εδραιώθηκε όχι στην υπερώριμη Ευρώπη έστω της εποχής του ιμπεριαλισμού –όπως ανέμεναν οι μαρξιστές της εποχής- αλλά στην καθυστερημένη Ρωσία. Αλλά αυτό ήταν ένα εβδομηντάχρονο «λάθος» που θα το διορθώσει η ιστορία επιταχύνοντας το βήμα μέσω ενός ολοκληρωτικού καπιταλισμού που θα επιβάλλει ταχύτερα, βαθύτερα, σε ανώτερο και πιο μόνιμο επίπεδο τις τάσεις της κομμουνιστικής οργάνωσης της κοινωνίας που αναπτύσσουν μια δυναμική ανώτερη της εδραίωσης των «ολοκληρωτικών» καπιταλιστικών σχέσεων. Θα είναι όλα τούτα τα θαυμαστά αποτέλεσμα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας. Βέβαια παρακάτω ασκείται κριτική γιατί η προγραμματική πρόταση δεν αναφέρεται στο ρόλο «της αντιφατικής ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και κυρίως των επιστημονικοτεχνικών επαναστάσεων που πυροδότησαν την κρίση μέσα από τη σύγκρουσή τους με τα στενά όρια των νέων παραγωγικών σχέσεων ιδιοκτησίας». Έτσι η κριτική τοποθέτηση στην Προγραμματική πρόταση θεωρεί πως είναι ταμειακώς… εντάξει με τα ορθόδοξα μαρξιστικά σχήματα που εξηγούν τις κρίσεις παραγωγής στον καπιταλισμό. Το ερώτημα όμως παραμένει: με ποιον τρόπο ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός θα μας φέρει πιο κοντά στον κομμουνισμό; Κινητήριος μοχλός είναι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων απ’ ότι φαίνεται.
Βέβαια μεγάλη συζήτηση χωράει αν οι επιστημονικοτεχνικές επαναστάσεις που εντοπίζονται, σύμφωνα με την κριτική τοποθέτηση, στο χώρο της παραγωγής υλικών προϊόντων, της βιογενετικής και της νευροβιοπληροφορικής, είναι αυτές που πυροδότησαν την κρίση μέσα από τη σύγκρουσή τους με τις στενές παραγωγικές σχέσεις του καπιταλισμού. Μα η μεταπολεμική κρίση του ιμπεριαλιστικού συστήματος που κλείνει πάνω από σαράντα χρόνια ζωής και -προπαντός- η επιτάχυνσή της που σήμερα βιώνουμε δεν άφησε και μεγάλο περιθώριο για να δοκιμαστούν σε μαζική κλίμακα βιομηχανικής εφαρμογής, παραγωγής και κατανάλωσης-πραγμάτωσης της υπεραξίας όλα αυτά τα θαυμαστά πεδία της «επιστημονικοτεχνικής επανάστασης». Προϋπήρχε μάλιστα τόσο στον κλασικό καπιταλιστικό κόσμο της δύσης όσο και στην ρεβιζιονιστική ανατολή και εκδηλωνόταν με διάφορους τρόπους πριν την έλευση της… νανοτεχνολογίας και της κυβερνητικής ρομποτικής όμως και τότε η θεωρία της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης (γνωστή στους παροικούντες ως ΕΤΕ), με μεγάλο σουξέ στα σαλόνια των θεωρητικών δύσης και ανατολής.
Η σημερινή βασική θέση του ΝΑΡ περί ολοκληρωτικού καπιταλισμού εξακολουθεί να είναι χρεωμένη (κι αυτά τα χρέη φαίνεται πολύ δύσκολα… κουρεύονται) στην μητρική ιδεολογικοπολιτική θεωρία της «ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων» και της «επιστημονικοτεχνικής επανάστασης» που διέτρεχε το ιδεολογικό οπλοστάσιο και το προφίλ του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού και των κατά χώρα και τόπο θεωρητικών του. Αλλά και των κλωνοποιημένων ευρωκομουνιστών. Πρόκειται για μια ιδεολογική παράδοση που εξέφραζε και νομιμοποιούσε τα ανερχόμενα κυρίαρχα νεοαστικά στρώματα στις χώρες αυτές και που αποτέλεσε –μεταξύ των άλλων- και ένα άνοιγμα στα νέα μεσοαστικά στρώματα που δημιουργούνταν στην «δυτική» όχθη του ενιαίου εκμεταλλευτικού κλασσικού καπιταλιστικού συστήματος. Δεν αρκεί η απάρνηση του μπρεζνιεφικού παρελθόντος αλλά σημασία έχει το αποφασιστικό διαζύγιο με τα ιδεολογήματα και τις θεωρητικές βάσεις του. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι όταν ο Τενγκ Χσιάο Πινγκ και η συνοδεία του παλινορθώθηκαν στη Κίνα είχαν σημείο αναφοράς επίσης τη θεωρία της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Εκλεκτικές συγγένειες γαρ…
Ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός
Αν οι κριτικές προσεγγίσεις στη Προγραμματική Πρόταση αποδέχονται το βασικό ιδεολογικό πλαίσιό της, γεννιέται το ερώτημα, προς τι η τόση κριτική. Είναι μάλλον φανερό πως η άποψη του «ολοκληρωτικού καπιταλισμού» έχει αρχίσει να τρομάζει με τις πολιτικές της συνέπειες -πάνω απ’ όλα, σε μια εποχή όχι της ίδιας ευκολίας με αυτήν που γεννήθηκε- τουλάχιστον κάποια στελέχη του χώρου. Ειδικά τώρα που και μέσα από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ δέχονται τα «φίλια πυρά» εκείνων των απόψεων που ευνοούν λύσεις κυβερνητικού χαρακτήρα με ολίγον ή πολύ κινηματική στήριξη. Έχουν ξεκινήσει προσπάθειες διαφοροποίησης της άποψης περί ολοκληρωτικού καπιταλισμού έτσι που να τονίζεται η πλευρά είτε του άμεσου κομμουνιστικού προγράμματος, είτε των αντιφάσεων αυτού του νέου σταδίου της εξέλιξης του καπιταλισμού (όπως η πραγματικά μεγάλη ανακάλυψη της αντίφασης παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων). Ίσως κάποιοι να θέλουν να προχωρήσουν τη θεωρία, πάντα κριτικά. Όμως, κατά ένα περίεργο τρόπο, η κριτική επιστρέφει σε… αυτό που κριτικάρει χωρίς μάλιστα δραματικούς τόνους και απαιτήσεις, χωρίς τους πραγματικά πόνους και τις οδύνες ενός πραγματικού ιδεολογικού τοκετού.
Έχει διατυπωθεί και άλλη φορά πως ο «ολοκληρωτικός καπιταλισμός» είναι ένας εύκολος δανεισμός από τη μεγάλη γαλλική σχολή της λεγόμενης αντιπαγκοσμιοποίησης του Ραμονέ και του Monde Diplomatique. Αυτό από μόνο του δεν είναι κακό, ούτε είναι κακά τα δάνεια γενικά. Όπως έλεγε και ο Κάιζερ πραγματικά έξυπνος είναι αυτός που αξιοποιεί τις ιδέες των άλλων. Ο Λένιν από άλλον δανείστηκε τα στοιχεία για τον οικονομικό ιμπεριαλισμό, και η ανάλυση του Μαρξ στο Κεφάλαιο είναι μια ριζική μεταστροφή και αξιοποίηση των οικονομικών θεωριών του Ρικάρντο. Τόσο ο Μαρξ όσο και ο Λένιν όμως δεν κάθισαν να σκαρώσουν στάδια ή μετα-στάδια του συστήματος το οποίο μελετούσαν. Για να μην πούμε ότι αναστέναξαν οι βιβλιοθήκες και οι αποδελτιώσεις μέχρι οι μαρξιστές διανοητές καταλήξουν σε κάποια σχήματα διόλου εύκολα και καθόλου αβασάνιστα. Επιπλέον, οι θεωρήσεις τους επιβεβαιώθηκαν στον στίβο των πραγματικών οικονομικοπολιτικών εξελίξεων και βρήκαν πεδίο εφαρμογής στη συμμετοχή και την καθοδήγηση της ταξικής πάλης. Βέβαια οι οπαδοί της «αντιπαγκοσμιοποίησης» είχαν πού να εντάξουν πολιτικά την άποψη για ολοκληρωτικό καπιταλισμό: στο «κίνημα» για έναν άλλο ανθρώπινο –εφικτό- καπιταλισμό. Μια προοπτική που φανταζόμαστε διόλου θα εμπνέει τους συντρόφους του ΝΑΡ. Ή μήπως;
Αλλά σε τι συνίσταται ο «ολοκληρωτικός καπιταλισμός»; Ας ακολουθήσουμε την παρουσίαση της κριτικής τοποθέτησης: «Καρδιά» του ολοκληρωτικού καπιταλισμού είναι «η ποιοτικά ανώτερη εκμετάλλευση», ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός «υποδουλώνει με πρωτόγνωρο τρόπο όλο το είναι των εργαζομένων», μετατρέπει «σε ιδιωτική ιδιοκτησία ό,τι μπορεί να αξιοποιηθεί για παραγωγή κέρδους», «καθολικοποιεί την αγορά», απαντά με τον «κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό», τον «έρποντα ή και ανοιχτό φασισμό», απειλεί «τους όρους ύπαρξης της ανθρωπότητας» με τη λεηλασία της φύσης, «καταφεύγει συχνά στον πόλεμο» κ.α. (σελ. 12-15).
Πολύ σωστά όλα τούτα κριτικάρονται από την «κριτική τοποθέτηση» για τη μονομέρειά τους. Στην πραγματικότητα όμως η θέση για τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό –το έχουμε ξαναγράψει- συγχέει τις προθέσεις, την τάση και την ροπή, ορθότερα, του κεφαλαίου να κυριαρχήσει απόλυτα και ολοκληρωτικά στους όρους παραγωγής και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης-υπεραξίας με αυτό που πραγματικά συμβαίνει στους χώρους παραγωγής και πραγμάτωσης της υπεραξίας. Στον πρώτο και τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ αποδεικνύει τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην τάση της ολοκληρωτικής πλήρους υπαγωγής της ζωντανής εργασίας στο κεφάλαιο και ταυτόχρονα στις περιδινήσεις που δημιουργούνται γύρω από τα όρια που η ίδια η καπιταλιστική πραγματικότητα θέτει στις τάσεις, τις ροπές και τους νόμους του καπιταλιστικού συστήματος. Κάθε τάση ή ροπή δημιουργεί έναν κύκλο αντίθετων ροπών και τάσεων. Με αυτή την έννοια απαντά ο Μαρξ και το ζήτημα της πλήρους μηχανοποίησης της παραγωγής και της υποτιθέμενης εξαφάνισης της εργασιακής δύναμης και της τάξης που είναι ο φορέας της. Ενδεχομένως αν η διαφοροποίηση στο χώρο που γέννησε το ΝΑΡ και το σημερινό φορέα του φανταστούμε πως λάβαινε χώρα νωρίτερα, ίσως –υποθέσεις κάνουμε- να είχαν σαγηνευτεί από τις θεωρήσεις της δεκαετίας του ‘80 που επικαλούμενες το ιαπωνικό θαύμα έκαναν λόγο για την πλήρη ρομποτοποίηση της παραγωγής που δημιουργεί μια «κοινωνία των δύο τρίτων» με το ένα τρίτο περιθωριοποίησης να προκαλείται από αυτή την ρομποτοποίηση-μηχανοποίηση. Ποιος τα θυμάται όλα αυτά σήμερα;
Αλλά δεν είναι μόνο οι βασικές αντιφάσεις στο προτσές παραγωγής που ανέλυσε ο Μαρξ. Βασικό στοιχείο της λενινιστικής τομής είναι ο νόμος της ανισόμετρης ανάπτυξης του καπιταλισμού-ιμπεριαλισμού που οδηγεί στη θεωρία του αδύναμου κρίκου και κατά συνέπεια στα άμεσα και μακροπρόθεσμα καθήκοντα που απορρέουν από αυτή τη θεώρηση. Η λενινιστική θέση αντιμετώπιζε τότε αντίστοιχες θεάσεις και θεωρήσεις «ολοκληρωτικού χαρακτήρα» όπως οι υπεριμπεριαλιστικές θεωρίες του Κάουτσκι. Μάλιστα ο Λένιν –επίσης το έχουμε ξαναγράψει- πέρα από τις οικονομικές αντιφάσεις εντόπιζε και ένα άλλο στοιχείο σχετικά με το πόσο εύκολα θα μπορούσε ο σκληρός ιμπεριαλιστικός πυρήνας των μητροπόλεων να επιβάλλει το σχήμα του χρηματιστηριακού κέντρου πάνω στον υπόλοιπο κόσμο και να μετατρέψει τις ιμπεριαλιστικές χώρες σε τερατώδη παρασιτικά κέντρα: αυτό θα εξαρτιόνταν από το κατά πόσο θα επέτρεπε κάτι τέτοιο το επαναστατικό προλεταριάτο. Παράγοντας «ταξική πάλη» λοιπόν, που κάνει πιο σύνθετο το ολοκλήρωμα. Η ιστορική εμπειρία των επαναστάσεων παρήγαγε βέβαια μια πιο πολύπλοκη σύνθεση: η αυγή του ιμπεριαλιστικού κόσμου, αυτού του πραγματικά «ύστερου» καπιταλισμού συνέπεσε με την σοσιαλιστική σφήνα πάνω στο ιμπεριαλιστικό σώμα. Αν κάτι αποτελεί το πραγματικό νέο στοιχείο της εποχής μας είναι ακριβώς ότι το ιμπεριαλιστικό τέρας δοκιμάζεται χωρίς αυτό τον ενοχλητικό «ρυθμιστή». Έτσι εξηγούνται οι σημερινές αντιφάσεις, τα «αυτήκοα» και οι παλινωδίες του συστήματος. Σε κάθε περίπτωση, σε κάθε ολοκληρωτικού χαρακτήρα θεώρηση του καπιταλισμού (είτε ως ένα υπερ-, είτε ως ένα μετα-, είτε απλά ως ολοκληρωτικό σύστημα) υποδηλώνεται λιγότερο η περισσότερο κραυγαλέα η αντίληψη –που γίνεται πεποίθηση- πως το σύστημα δεν μπορεί να ανατραπεί με τον κλασσικό επαναστατικό τρόπο. Γι αυτό και ο λενινιστικός δρόμος οδηγεί –χωρίς ιδιαίτερες παρακάμψεις και αρώματα- από την ανάγνωση και την ανάλυση του αντικειμενικού στο τι θα κάνει το επαναστατικό υποκείμενο ενώ οι προσεγγίσεις που αντιμετωπίζουν τον καπιταλισμό με το δέος του υπερσυστήματος ψάχνουν να βρουν αυτοματισμούς και διευκολύνσεις στην αντικειμενική πραγματικότητα. Επιταχύνσεις διάφορων ειδών που αναδύονται τάχα από τα υποτιθέμενα νέα στοιχεία της καπιταλιστικής πραγματικότητας την ίδια στιγμή που αυτή η πραγματικότητα συσκοτίζεται. Επιταχύνσεις του αντικειμενικού που «θα κάνουν τη δουλειά» του υποκειμένου και τελικά το παρακάμπτουν! Εξ ου και αποδοχή των εύκολων δρόμων και των παρακάμψεων των αναγκαίων σταδίων με άλλα στάδια, η σύγχυση ανάμεσα στο στρατηγικό και το ταχτικό, το άμεσο και το μακροπρόθεσμο, η σύγχυση ανάμεσα στο επαναστατικό υποκείμενο, την τάξη, το κόμμα ή το μέτωπο. Τυπικά δείγματα του χώρου του ΝΑΡ, είτε κάποιος αποδέχεται το σύνολο της προσέγγισής του είτε το κριτικάρει για να το βελτιώσει.
Οι επιταχύνσεις και τα νέα στάδια
«Η κριτική τοποθέτηση στην προγραμματική πρόταση» αξιοποιεί και αναφέρει μερικές εκτιμήσεις της Προγραμματικής Πρότασης, όπως ότι η «άρνηση του καπιταλισμού», η αντικαπιταλιστική πλευρά της ταξικής πάλης είναι η μία από τις δυο κινητήριες δυνάμεις του νέου γύρου επαναστάσεων», όμως καθοριστική είναι «η ιστορικά θετική», δημιουργική, κομμουνιστική δυνατότητα της σύγχρονης εργατικής τάξης και των επαναστάσεών της».
Πριν μιλήσουμε όμως για προγράμματα, ας υπενθυμίσουμε τη ρήση των Μαρξ-Ένγκελς διατυπωμένη ακόμα από την Γερμανική Ιδεολογία πως «κομμουνισμό εμείς δεν εννοούμε τη συμμόρφωση με κάποιο ιδανικό αλλά την πραγματική κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων». Ας σταθούμε λίγο σε αυτό το ταπεινό σημείο.
Η κατάργηση της «υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων» διαπνέει όλο το Κομμουνιστικό Μανιφέστο σε αντίθεση με την λεπτομερή προγραμματική καταγραφή του προγράμματος της Γκότα και της Ερφούρτης που οι Μαρξ-Ένγκελς κριτικάρουν για ανοιχτό ρεφορμισμό. Διαπνέει και ολόκληρο το πρόγραμμα της ρώσικης σοσιαλδημοκρατίας που διαμορφώθηκε μέσα από μια μεγάλη, ορθότερα παρατεταμένη, και βασανιστική πορεία όπου οι διαρθρώσεις επιβάλλονταν από τις ανάγκες –όπως η υιοθέτηση του αγροτικού προγράμματος των εσέρων, παραμονές της τελικής επικράτησης της επανάσταση. Παράλληλα, ήταν ανοιχτή η γραμμή στις επαναστατικές εμπνεύσεις των μαζών (και όχι τις διανοουμενίστικες επινοήσεις), όπως έγινε με τα σοβιέτ της επανάστασης του 1905 που καρποφόρησαν το ‘17 με τον ίδιο τρόπο που οι Μαρξ-Λένιν ενέταξαν στην «πραγματική κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων» την εμπειρία των εξεγερμένων εργατών και της ριζοσπαστικής διανόησης της Κομμούνας του Παρισιού, στο κοινωνικό υπόδειγμα της οποίας υποκλίθηκαν.
Κι όλα αυτά συμβαίνουν γιατί στις κομμουνιστικές επαναστάσεις η «υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων» δεν μπορεί να καταργηθεί παρά μόνο με την… κατάργησή της. Δεν πρόκειται για ταυτολογία. Απαιτείται η ανατροπή του καπιταλισμού γιατί η σοσιαλιστική πραγματικότητα και οι νέοι θεσμοί της άλλης εξουσίας δεν μπορούν να κυοφορηθούν στους κόλπους της αστικής κοινωνίας όπως είχε γίνει με τις προηγούμενες κοινωνικές μεταβάσεις. Για να μιλήσουμε με όρους θεολογίας, αυτή είναι η μεγάλη κατάρα και –ταυτόχρονα- η μεγάλη ευλογία των κομμουνιστικών επαναστάσεων. Είναι οι «πεζές» ρωγμές στην κρατική καπιταλιστική κυριαρχία (η καταστροφή του κρατικού μηχανισμού και η κατάκτηση της κρατικής εξουσίας) που τόσο η Προγραμματική πρόταση όσο και οι κριτικές προσεγγίσεις της δεν δείχνουν να αξιολογούν στις υψηλές θέσεις της δικής τους κλίμακας ποιότητας αφού αποδείχτηκε πως «δεν κατάργησαν τις μορφές εκμετάλλευσης»! Γιατί λέει κατάργησαν μόνο τις οξείες και ακραίες, «τις πληβειακές μορφές εκμετάλλευσης». Αυτό είναι το συμπέρασμα που έβγαλαν από την πείρα των σοσιαλιστικών επαναστάσεων του προηγούμενου αιώνα!
Έμειναν δηλαδή οι πιο ραφιναρισμένες. Ας προσπαθήσουμε να… παρεξηγηθούμε περισσότερο. Ερώτημα: Η βασική σχέση εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, αυτό που συνιστά την σχέση του κεφαλαίου (γιατί το κεφάλαιο είναι μια κοινωνική σχέση) καταργήθηκε ή δεν καταργήθηκε; Οι βασικές εκμεταλλεύτριες τάξεις της τσαρικής κοινωνίας εξαλείφτηκαν και εξοντώθηκαν ή όχι;
Θέτουμε αυτά τα ερωτήματα γιατί υπερασπιστές και αναλυτές της μπολσεβίκικης επανάστασης εδώ και κάποια χρόνια, όπως ο Μπεντελέμ, ανέκρουσαν πρύμνη και υποστήριξαν πως αυτό που συνέβη δεν ήταν παρά ένα μπολσεβίκικο πραξικόπημα που απλά έβαλε στη θέση της παλιάς αστικής τάξης μια νέα αστική τάξη. Προφανώς οι τοποθετήσεις του ΝΑΡ δεν «έλκονται» από αυτή την προσέγγιση. Ή μήπως θα έπρεπε να «ψαχτούν» περισσότερο; Οι παλιότερες εξ άλλου τοποθετήσεις της ίδιας οργάνωσης για την κινέζικη επανάσταση δεν αναγνώριζαν σοσιαλιστική φάση στο προτσές της και έκαναν λόγο για «καθήλωση» στο νεοδημοκρατικό στάδιο.
Μα, πιθανώς θα μας αντιτείνουν, ότι παραγόταν ένα κοινωνικό πλεόνασμα στο οποίο είχαν μεγαλύτερη πρόσβαση τα στελέχη, οι «ειδικοί» κλπ.
Πάλι δεν ανακαλύφτηκε η Αμερική! Οι κινέζοι αναφερόμενοι στο στάδιο της σοσιαλιστικής κοινωνίας έκαναν χρήση όσων είχε γράψει ο Μαρξ στην Κριτική του Προγράμματος Γκότα για το αστικό δίκαιο (αμείβομαι ανάλογα με την εργασία μου), την επιβίωσή του στο σοσιαλιστικό στάδιο και τους αγώνες για τον περιορισμό του.
Για να είμαστε μάλιστα πλήρως ακριβολόγοι, οι κομμουνιστές από την άποψη του τελικού τους στόχου –ταύτισης με τους αναρχικούς- δεν παλεύουν για μια κοινωνία ισότητας αλλά για μια κοινωνία ολόπλευρης ανάπτυξης κάθε ατόμου ανάλογα με τις ανάγκες του. Στο σύνθημα των αστικών επαναστάσεων περί ισότητας, στο «πληβειακό» αμείβομαι ανάλογα με την εργασία μου, στο πρωτοχριστιανικό κήρυγμα του Παύλου «όποιος δεν εργάζεται δεν τρώει» οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις έδωσαν μια άλλη προοπτική εντάσσοντας αυτήν την ανεκπλήρωτη αστική (και διαχρονική) διεκδίκηση στο κατώτερο ή πρώτο στάδιο οικοδόμησης της κομμουνιστικής κοινωνίας, το σοσιαλισμό. Κάτι τέτοιο είχε πλήρη συνείδηση ο Μαρξ όταν διατύπωνε «από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του στον καθέναν σύμφωνα με τις ανάγκες του», αφού η τυπική ισότητα του αστικού δικαίου «εξισώνει άνισα μεταξύ τους άτομα», το είχε χωνεμένο η λενινιστική σκέψη όταν διατύπωνε πως το στάδιο της δικτατορίας του προλεταριάτου είναι μια περίοδος «βίαιη και ειρηνική», «παρατεταμένη», περίοδος κατά «βάση κοινωνικών μετασχηματισμών» που «συνδέουν τις επαναστατικούς μετασχηματισμούς στο λεγόμενο εποικοδόμημα με τους μετασχηματισμούς στις παραγωγικές σχέσεις» [από την απόφαση της 7ης Συνδιάσκεψης του ΚΚΕ (μ-λ)].
Τόσο η Προγραμματική Πρόταση όσο οι κριτικές προσεγγίσεις της συγχέουν τις μορφές εκμετάλλευσης με αυτές τις αστικές επιβιώσεις στο σοσιαλισμό διαπράττοντας μια λαθροχειρία. Όχι γιατί υβρίζουν τα «άγια των αγίων», ούτε γιατί προσπερνούν τις ατέλειωτες θυσίες της εργατικής τάξης για την εξάλειψη των εκμεταλλευτριών τάξεων και των σχέσεων που πάνω τους στηρίχτηκαν. Αυτό θα ήταν το μικρότερο κακό. Το μεγαλύτερο κακό βρίσκεται στο ότι συσκοτίζεται αυτό που πραγματικά θα έπρεπε να ήταν το επίδικο, το ουσιαστικό επίδικο μιας κριτικής αποτίμησης των σοσιαλιστικών εφόδων: πως οι ανισότητες στις σχέσεις της παλιάς κοινωνίας, το αστικό δίκαιο, ο διαχωρισμός διευθυντικής και εκτελεστικής εργασίας, το εκπαιδευτικό σύστημα με την ενσωματωμένη ταξικότητα, οι πολιτιστικές και ιδεολογικές αναπαραστάσεις κλπ και πάνω απ’ όλα ο παραγκωνισμός των «καθ ύλιν αρμόδιων» της σοσιαλιστικής οικοδόμησης μπορούν να διαμορφώσουν -αν δεν παλευτούν σε μια κομμουνιστική κατεύθυνση- όρους πισωγυρίσματος και αστικής παλινόρθωσης. Και πάνω εδώ θα μπορούσαμε να συζητήσουμε και για το πώς αλλά και το πότε αυτό το ιδιαίτερο διευθυντικό-ηγετικό στρώμα (τόσο στο κράτος όσο και στην οικονομία) «η εργαζόμενη διανόηση» αρχίζει να αποχτά συνείδηση τάξης, νέας κυρίαρχης τάξης και να αποδομεί τον σοσιαλισμό.
Θα μπορούσαμε και να αποδεχτούμε τον όρο «ραφιναρισμένες μορφές εκμετάλλευσης», αν εννοούνταν όλα τα παραπάνω (και πολλά περισσότερα που δεν έχουμε ακόμα θέσει και ίσως ούτε φανταζόμαστε ότι θα μπορούσαν να τεθούν στο βαθμό που αποφασίσουμε να βαδίσουμε αυτό το δρόμο), αν δεν έμπαινε ένα βαρύ… Μενίρ και καταπλάκωνε τον όποιο προβληματισμό: η ανακάλυψη ενός νέου σταδίου της «εργατικής δημοκρατίας», που παρεμβάλλεται ανάμεσα στις πληβειακές αντικαπιταλιστικές εξεγέρσεις (πιθανόν κατώτερο στάδιο του σοσιαλισμού;) και τον κομμουνισμό. Έτσι, με την επινόηση ενός νέου σταδίου λύθηκαν τα προβλήματα μας!
Η σύγχυση όμως έχει πια διαχυθεί και σε μας: Αφού αναγνωρίζονται αυτές οι επιβιώσεις του καπιταλισμού και η ανάγκη ενός μεσοσταδίου (αν έχουμε καταλάβει καλά), τι θα κάνουν με το άμεσο κομμουνιστικό πρόγραμμα (αυτή η ευκολία έχει ανακαλυφτεί από καιρό) αλλά και με το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα που μπορεί να προηγηθεί της αντικαπιταλιστικής επανάστασης. Ξέρετε δα, αυτό των πέντε σημείων (εθνικοποίηση των τραπεζών, εργατικός έλεγχος, έξοδο από το ευρώ κλπ). Και πώς γίνεται να χρειάζεται η επινόηση ενός νέου σταδίου ανάμεσα στον «πληβειακό σοσιαλισμό» και τον κομμουνισμό, το στάδιο της «εργατικής δημοκρατίας» για να αντιμετωπίσει τις εκμεταλλευτικές σχέσεις που συνεχίζουν να επιβιώνουν, όταν είναι τόσο εύκολο το πέρασμα από την αντικαπιταλιστική εξέγερση των πέντε σημείων στην αντικαπιταλιστική επανάσταση με το κομμουνιστικό πρόγραμμα; Σύνθετο λήμμα ή απλή σύγχυση; «Κάτι» μας οδηγεί ασυγκράτητα προς τη δεύτερη εκδοχή! Στ’ αλήθεια, η διαχείριση τόσο επινοημένων ευκολιών καταντά πολύ δύσκολη υπόθεση τελικά!
Ευκολίες και δυσκολίες
Η βασική κριτική που ασκείται στην Προγραμματική Πρόταση είναι ότι επί της ουσίας «παρακάμπτει» το νέο-ανακαλυφθέν στάδιο της «εργατικής δημοκρατίας». Αν αυτό είναι το μεγάλο επίδικο –διαφωνία επί υποθέσεων χωρίς να αμφισβητείται ο βασικός πυρήνας της προσέγγισης- να μας συγχωρήσουν, αλλά πραγματικό επίδικο και ουσιαστικό λόγο για «ιδεολογικό καυγά» δεν βλέπουμε.
Βέβαια στην «κριτική τοποθέτηση» αναγνωρίζουμε μια μετατόπιση από την αναζήτηση της ευκολίας για την άμεση μετάβαση στον κομμουνισμό στην αναζήτηση εύκολων τρόπων μετάβασης από… την επανάσταση στον κομμουνισμό. Είναι φανερό πως και οι ίδιοι αναγνωρίζουν πως με τόσες μεταβάσεις και μεταβατικά προγράμματα αυτό που κατάφεραν μέχρι σήμερα είναι να φουσκώσουν τα πανιά πολιτικών δυνάμεων (να το πούμε με το όνομά του, Σύριζα) που θέλουν να αναλάβουν κυβερνητικές ευθύνες και που αξιοποιούν με τον καλύτερο τρόπο αυτή τη «συμμαχία-συνεργασία» και τις προγραμματικές συγκλίσεις. Όσα έγιναν στους καθηγητές της δευτεροβάθμιας γύρω από την επιστράτευση, την φθινοπωρινή απεργία και την αξιοποίησή τους στις κλαδικές εκλογές επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές… Για να αντιμετωπίσεις την πίεση αυτή χρειάζεται κάτι παραπάνω από τη διαφοροποίηση αν η χώρα πρέπει να μείνει ή να φύγει από το ευρώ και την νομισματική ένωση. Κι εκεί αρχίζουν οι «κριτικές προσεγγίσεις»…
Ας πάρουμε όμως την σκέψη, όσο μπορούμε να την αντιληφθούμε, από την αρχή: Κανένας αγώνας διεκδίκησης και αντίστασης δεν έχει νόημα αν δεν εντάσσεται σε ένα μεταβατικού χαρακτήρα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα που μπορεί να οδηγήσει (;) σε αντικαπιταλιστική επανάσταση «πληβειακού χαρακτήρα» και από εκεί σε ένα ανώτερο στάδιο «εργατικής δημοκρατίας» και πραγματικής άσκησης της εξουσίας από την εργατική τάξη, άρα πιο εύκολα στον κομμουνισμό. Ας θέσουμε κάποια σημεία τομής.
1. Οι υποθέσεις και το οραματικό στοιχείο αναγκαία άλλα όχι ικανή συνθήκη.
Θα μπορούσε να αντιτείνει κάποιος πως τόσο η «δικτατορία του προλεταριάτου», τα δύο στάδια του κομμουνισμού, δεν ήταν και αυτά παρά υποθέσεις των κλασσικών του μαρξισμού που ως ένα βαθμό επιβεβαιώθηκαν από την πραγματική κίνηση ιστορίας και η επαλήθευση για ένα μεγάλο μέρος της αναζητείται. Όπως εξάλλου έγραψε και ο κομμουνιστής διανοητής Γ. Χοντζέας, το ότι ο μαρξισμός είναι επιστημονικός και όχι ουτοπικός σοσιαλισμός (δηλαδή θέλει να βασίζεται, να ανακαλύπτει και να κάνει χρήση των πραγματικών νομοτελειών της ιστορίας, να συστηματοποιεί τη γνώση που αποκτήθηκε και να παρεμβαίνει τροποποιώντας την πραγματικότητα) δεν σημαίνει πως δεν ενσωματώνει υποθέσεις και στοιχεία οραματικού και «ουτοπικού» χαρακτήρα. Καμία εξ άλλου επιστημονική ανακάλυψη δεν πραγματοποιήθηκε μέσω ενός στείρου ορθολογισμού αλλά εξελίχτηκε και επανεκτιμήθηκε μέσα σε ένα πλαίσιο έμπνευσης, οράματος και φυσικά υποθέσεων. Ειλικρινά σε μια τέτοια βάση δεν μπορούμε να δούμε ποια είναι η συνεισφορά της ανακάλυψης μιας νέας… μετάβασης που μάλιστα θα κάνει και πιο εύκολο το πέρασμα. Είναι πολύ κοινή και εύκολη η διαπίστωση της ενδυνάμωσης της εργατικής δημοκρατίας. Και θα τολμούσαμε να πούμε πολύ κοντά στον αστικό «δημοκρατισμό». Κατά τη γνώμη μας, το ζήτημα των ζητημάτων έχει το όνομα «αρμοδιότητα», δηλαδή ικανότητα διαχείρισης και διεύθυνσης της κοινωνίας και ουσιαστικής συμμετοχής των μαζών στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού (Η Αριστερά αντιμέτωπη με τον εαυτό της, Β. Σαμαράς).
2.Οι εικονικές επιταχύνσεις και τα νέα στάδια ποτέ δεν βγήκαν σε καλό.
Το τελευταίο μεταβατικό στάδιο που ανακαλύφτηκε πριν πενήντα και κάτι χρόνια ήταν αυτό του «παλλαϊκού κράτους», της «παλλαϊκής οικονομίας» που όμως σηματοδότησε και θεωρητικοποίησε μια μετάβαση σε αντίθετη φυσικά κατεύθυνση από αυτή που θέλει να «σώσει» το ΝΑΡ και φυσικά εμείς και κάθε αριστερός ή κομμουνιστής. Μάλιστα αυτή η ιδεολογική ανατροπή βρήκε πρόσφορο έδαφος σε μια προηγούμενη κατάσταση πραγμάτων και τοποθετήσεις της σταλινικής ηγεσίας και διαπιστώσεις για γρήγορο πέρασμα στον κομμουνισμό (λάθη που μερικώς αναγνωρίζονται στα Οικονομικά Προβλήματα του Σοσιαλισμού).
Από την άλλη μεριά, εκεί που απαιτήθηκαν και πραγματοποιήθηκαν αναγκαίες επιταχύνσεις, εκεί που οι κομμουνιστές επικρίθηκαν ως «βιαστές» της ιστορίας, ακόμα και όταν αναγκάστηκαν κατοπινά σε υποχωρήσεις (ΝΕΠ), αργότερα σε υπερβάσεις ακόμα και καταπατήσεις δικαιωμάτων μαζών (κολεκτιβοποίηση) ή απολυτότητες κάθε είδους (όπως πχ στον τομέα της τέχνης κατά την Πολιτιστική Επανάσταση), είναι γεγονός αναμφισβήτητο πως σήμερα μιλάμε με βάση το υλικό που παρήγαγαν αυτές οι υπαρκτές ιστορικές επιταχύνσεις, αυτή η υπαρκτή κίνηση οικοδόμησης μιας άλλη κοινωνίας.
Από το να ανακαλύπτουμε «νέα στάδια» θα ήταν απείρως παραγωγικότερο να σκύψουμε -όλοι όσοι έχουμε αναφορά στον κομμουνισμό– και να μελετήσουμε αυτό το σώμα πραγματικής εμπειρίας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αυτής που υπήρξε και όχι αυτής που θα επινοηθεί στους τέσσερις τοίχους ενός δωματίου ή ενός αμφιθεάτρου. Αυτό θα δώσει τροφή και άλλα φτερά στις νέες «μάχιμες υποθέσεις» μας και θα οδηγήσει από τις «πληβειακού» χαρακτήρα» απαντήσεις (που άλλαξαν τον ρου της ιστορίας για 80 χρόνια με την παρουσία τους και ακόμα συνεχίζουν να τον αλλάζουν σε αντίθετη κατεύθυνση με την… απουσία τους) σε πιο σύνθετες και ανώτερου χαρακτήρα αναζητήσεις. Ίσως αυτό εννοούσε η «πικρή» διαπίστωση το Μάο ότι «τελικά ο σοσιαλισμός έδωσε λίγα».
3.Οι κομμουνιστές –κάθε εποχής- δεν αναζητούν τις ευκολίες.
Δεν θέλουμε με τίποτε να κάνουμε «κήρυγμα» αλλά οι κομμουνιστές δεν συνηθίζουν να ψάχνουν ευκολίες αλλά βγαίνουν για προϋπάντηση των δυσκολιών και μέσα από την αναμέτρηση μαζί τους ανακαλύπτουν και την… άλλη πλευρά των δυσκολιών, δηλαδή τις ευκολίες και τις δυνατότητες, τους υλικούς όρους πάνω στους οποίους μπορούν να στηριχτούν για να μετασχηματίσουν την πραγματικότητα. Πραγματικά, τι έδωσε ο εύκολος δρόμος και η αναζήτηση κάθε είδους ευκολιών μέχρι σήμερα (ειρηνικό πέρασμα, μεταβατικά προγράμματα, άμεση δημοκρατία, άμεσο πέρασμα στον κομμουνισμό κλπ); Μόνο επιπρόσθετες δυσκολίες σε αυτές που ήδη ο ταξικός συσχετισμός υπέρ του συστήματος έχει επιβάλλει. Τουναντίον ευνόησε την ανατροπή των συσχετισμών υπέρ του συστήματος. Σε τι ωφέλησε μέχρι τώρα η γενική επίκληση των γενικών καθηκόντων για την αποφυγή των μαχών του σήμερα και, αντίστροφα , σε τι ωφέλησε ο σχεδιασμός και ο προγραμματισμός επί χάρτου όταν το υλικό πάνω στο οποίο είναι αναγκαίο να τοποθετηθούμε πιο αναλυτικά και ουσιαστικά, τα υπαρκτά εγχειρήματα για την σοσιαλιστική αλλαγή, είναι μπροστά μας;
Σ’ αυτό το πλαίσιο λογικής ακόμα και θετικές διαπιστώσεις της «κριτικής τοποθέτησης» για την ανάγκη ενός προγράμματος αντίστασης και διεκδίκησης (πρόκειται για το δεύτερο μέρος της τοποθέτησης που δεν αποτελεί αντικείμενο του παρόντος άρθρου) πέρα από το ότι δεν απηχεί έτσι ή αλλιώς την κυρίαρχη γραμμή της Προγραμματικής Πρότασης, σε ποιο πλαίσιο θα ενταχτεί και πώς θα δέσει με τις αντιφατικότητες που περιγράφτηκαν; Σε κάθε περίπτωση, οφείλουμε να χαιρετήσουμε μια τέτοια, έστω και με μισή καρδιά, αναγνώριση της πραγματικότητας. Και επικαλούμενοι την έμφυτη κομμουνιστική αισιοδοξία θα λέγαμε πως μια μικρή αλλαγή στη θέαση της πραγματικότητας –όπως η μικρή μετατόπιση στο μοιρογνωμόνιο- μπορεί να ανοίξει μεγάλη ακτίνα αλλαγών. Αρκεί αυτό να γίνεται συνειδητά και όχι υπό το κράτος της ασφυκτικής πίεσης όχι απλά του ρεφορμισμού αλλά του κυβερνητισμού, τα πανιά του οποίου φούσκωσαν από τα διάφορα μεταβατικά προγράμματα.
Γιατί όπως έστρωσε κανείς θα κοιμηθεί…
Δ.Μ