Καθώς διανύουμε την προεκλογική περίοδο είναι διάχυτη στον κόσμο της Αριστεράς, και συνολικά στο λαό, η αίσθηση της ανεπάρκειας και του πεπερασμένου που εκπέμπουν και τα δύο κόμματα του κοινοβουλίου που αναφέρονται στο χώρο αυτό. Με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους, με μια ποικιλία αφορμών και προσεγγίσεων, ένας ολόκληρος κόσμος διατυπώνει αντιθέσεις, ενστάσεις, ανεμπιστοσύνη και μη έμπνευση απέναντι σε αυτό που αποτελεί το πολιτικό προφίλ και λόγο των ηγεσιών του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ. Με την παρατήρηση αυτή δεν αναφερόμαστε βέβαια ούτε στις μεταξύ τους αντιθέσεις ούτε στην πολιτική κριτική που ασκείται στις ηγεσίες αυτές από το ΚΚΕ(μ-λ) ή από τις όποιες πολιτικές οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, αλλά σε έναν ευρύτερο κόσμο. Σε έναν κόσμο που αυτή την κριτική δεν την εκφράζει για να υπερασπιστεί τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ, το ΛΑΟΣ, τους Οικολόγους. Δεν την εκφράζει σαν πρόσχημα για να δηλώσει υποταγή, παραίτηση, για να δικαιολογήσει άλλες προσωπικές επιλογές που είναι αντίθετες ή ασύμβατες με την υπόθεση της Αριστεράς και των αγώνων. Αντίθετα την εκφράζει σαν αγωνία απέναντι σε ό,τι ζει εδώ και χρόνια και σε αυτά που αισθάνεται ότι έρχονται και σαν παράπονο απέναντι σε αυτούς που (υποτίθεται ότι) έχουν τον πρώτο λόγο για να ανοίξουν το δρόμο για την αντιμετώπισή τους. Ανεξάρτητα λοιπόν από το βαθμό συμφωνίας μας σε όλες αυτές τις προσεγγίσεις και κριτικές -και μάλιστα έχοντας την άποψη πως όλη αυτή η πρώτη ύλη χρειάζεται να δουλευτεί στο πραγματικό «εργαστήρι» της ταξικής πάλης για να δώσει τις συνολικότερες και απαιτούμενες απαντήσεις στο ζήτημα της Αριστεράς- αυτή η διαπίστωση αποτελεί για μας άλλη μια έκφραση αυτού που ονομάζουμε «Ζήτημα Αριστεράς» στη χώρα μας και όχι μόνο.
Αν κανείς αναλογιστεί τις συνθήκες και τα πραγματικά χαρακτηριστικά της περιόδου και τις αντιπαραβάλλει με τον πολιτικό λόγο και τα ζητούμενα που θέτουν στην προεκλογική περίοδο οι ηγεσίες του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ, θα διαπιστώσει …ιλιγγιώδεις αναντιστοιχίες και δυσθεώρητα κενά. Λόγος γεμάτος με αγκομαχητά, παρακάλια και μικροεκβιασμούς που αποθεώνουν την εκλογικίστικη αντίληψη, τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό. Λόγος που δεν θέλει να πει στο λαό την πιο απλή και βασική αλήθεια που αφορά τις εκλογές: Οι κάλπες δεν γεννούν νέους συσχετισμούς, δεν παράγουν αποτελέσματα έξω από τα όρια που πριν από αυτές είχαν διαμορφωθεί. Αντίθετα και οι δύο ηγεσίες υιοθετούν πλήρως την αστική λογική για την «κορυφαία διαδικασία» που θα «κρίνει τις τύχες της χώρας τα επόμενα τέσσερα χρόνια». Σε αυτή τη βάση φτάνουν σε απίστευτες …ακρότητες του είδους, «τρομοκρατείστε τους» (ΚΚΕ) ή «χωρίς το ΣΥΡΙΖΑ η βουλή θα είναι φτωχή». Στην πραγματικότητα, με όλα αυτά τα καμώματα το μόνο που καταφέρνουν είναι να συμβάλλουν και στον εκλογικό εγκλωβισμό του λαού, στο βαθμό που τον «μαθαίνουν» να σκέφτεται για τις εκλογές σύμφωνα με τη λογική που προβάλλει το σύστημα και άρα να είναι πιο ευάλωτος στα δικά του (του συστήματος) ισχυρότερα διλήμματα.
Αλήθεια, υπάρχει κάτι πιο σπουδαίο από την ψήφο που αυτές οι ηγεσίες έχουν να προτείνουν και να ζητήσουν από το λαό; Υπάρχει μια πολιτική κατεύθυνση που προτείνουν και παλεύουν για να οικοδομηθεί από το λαό, που να αφορά τις σημερινές συνθήκες και να είναι στον αντίποδα του συστήματος; Ναι βέβαια! Ο ΣΥΡΙΖΑ –με την κατά Τσίπρα «προγραμματική υπεροπλία»- προτείνει «ένα άλλο κράτος» που με θεμέλιο την …Εθνική Τράπεζα και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο θα κάνει «αναδιανομή του εισοδήματος». Και το ΚΚΕ (που έχει επίσης αναλυτικά αιτηματολόγια για τα πάντα) διαθέτει το νεφέλωμα της «λαϊκής οικονομίας-εξουσίας» και το «δίλημμα» των «δύο δρόμων για την ανάπτυξη». Δηλαδή, οι μεν αντιγράφουν και διαρκώς ξαναγράφουν εκδοχές της σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης και οι δε απαιτούν …αναβολή της ταξικής πάλης μέχρι νεωτέρας . Και οι δύο μαζί αρνούνται στο λαό ρόλο στη σημερινή κατάσταση και γι αυτό του αρνούνται και κάθε ελπίδα, κάθε προοπτική. Η πολιτική διαπάλη δεν είναι για αυτούς η έκφραση στο πολιτικό επίπεδο της αντίθεσης της εργατικής τάξης και του λαού με το κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό. Δεν είναι αυτό που θέλουν να αναδείξουν και να υπηρετήσουν. Η πολιτική πάλη για αυτές τις ηγεσίες αρχίζει και τελειώνει στο αν και πόσες έδρες θα πάρουν στο κοινοβούλιο –και όπου αλλού. «Έδρες» που δεν θα εκφράζουν αυτές τις αντιθέσεις, αλλά απλά θα συμπληρώνουν την πολιτική λειτουργία του συστήματος.
Αυτή η σχέση, της το λιγότερο στρεβλής έκφρασης μέσω κάποιων ποσοστών της λαϊκής δυσαρέσκειας, τα τελευταία χρόνια δείχνει ότι έχει πιάσει τα όρια της και ταυτόχρονα δεν έχει ούτε στα σημερινά επίπεδα βέβαιη την αναπαραγωγή της. Γιατί τα όρια της δεν τα ορίζει βέβαια η πιο οργανωμένη κομματική προπαγάνδα, ο περισσότερο ή λιγότερο ισχυρός κομματικός μηχανισμός ή ο καταιγισμός των τηλεοπτικών εμφανίσεων. Τα όρια της τα ορίζει η επίθεση από τη μια και οι αγώνες και οι απαιτήσεις του κινήματος από την άλλη. Να λοιπόν γιατί και πώς εισπράττει ανεπάρκεια ένας ολόκληρος κόσμος από την …καταιγιστική προεκλογική παρουσία των ηγεσιών αυτών των κομμάτων. Γιατί από αυτή την παρουσία λείπουν όλα όσα μπορούν να αναφέρονται στην υπόθεση του λαού, της κομμουνιστικής Αριστεράς και του κινήματος και περισσεύουν όσα λειτουργούν συμπληρωματικά στις απόψεις και στις ανάγκες του επίσημου πολιτικού σκηνικού.
Δηλαδή, ακόμα και αν «ξεχνούσε» κανείς τι δεν οικοδόμησαν μέσα στο λαό τα προηγούμενα χρόνια τα κόμματα αυτά, πώς και πόσο υπονόμευσαν το κίνημα και την πάλη που ξέσπασε σε μεγάλα ζητήματα, δεν μπορεί παρά να «τρομάξει» για το πώς σκέφτονται την επόμενη μέρα, αν πάρει υπόψη του αυτά που λείπουν από το λόγο τους:
- Την πρόταση αγώνα, την κατεύθυνση πάλης, τη δέσμευση και την αισιοδοξία πως ανεξάρτητα από το εκλογικό αποτέλεσμα θα υπηρετήσουν με τη λογική της κοινής δράσης την ανάγκη αντίστασης και ανατροπής της άγριας επίθεσης. Αντί γι’ αυτό, πνίγουν τον κόσμο και τη λαϊκή οργή στην «τελική» μάχη των εκλογών.
- Την προβολή της πάλης των λαών παντού στον κόσμο. Την ανάδειξη της αφύπνισης των μαζών, του νέου κύκλου αγώνων που έχει ξεκινήσει. Αυτοί προτιμούν να διαφημίζουν τον …Λαφοντέν, να αγνοούν το Λαλγκλάρ, να κάνουν με τις πλάτες των στρατηγών του καθεστώτος «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης» στο επαναστατημένο Κατμαντού.
- Την υπεράσπιση της επαναστατικής-σοσιαλιστικής προοπτικής και της ιστορίας του λαϊκού και κομμουνιστικού κινήματος. Αυτοί όμως είτε συντάσσονται ανοιχτά με την αντικομμουνιστική προπαγάνδα (ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ) είτε «υπερασπίζονται» την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος τόσο όσο θα τους επιτρέψει να μη χρεωθούν οι ίδιοι τον για δεκαετίες ρεβιζιονιστικό τους χαραχτήρα και τις βαριές ευθύνες τους. Και οι δύο μαζί αρνούνται αυτή την προοπτική με τη σημερινή τους πολιτική στάση και απέναντι στο λαό και απέναντι στο σύστημα.
Σε όλα αυτά τα «ελλείμματα» και σε όλα αυτά τα «πλεονάσματα», που εντελώς επιγραμματικά αναφέραμε, βρίσκεται η βάση των κοινών ουσιαστικά αδιεξόδων των ηγεσιών ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ. Αυτά είναι που εξηγούν κατά τη γνώμη μας το γιατί σε αυτές τις συνθήκες που διευρύνεται η δυσαρέσκεια και η αποστοίχιση των μαζών από το σύστημα, αυτές δεν μπορούν να μεταφραστούν ούτε ως κλίμα στα κόμματα αυτά. Η υπέρβαση της περνάει μέσα από την υπεράσπιση και την εμπιστοσύνη στη δύναμη των μαζών, που ξαναθέτουν στα σημερινά πολιτικά δεδομένα «την απεραντοσύνη των σκοπών μας», όταν αυτές γίνονται πρωταγωνιστές. Αλλά κυρίως αυτό που έχει αξία να επισημανθεί είναι ότι με όλα αυτά τα «ελλείμματα» και «πλεονάσματα» καθώς και με τις ανάγκες που αναδείχνουν πρέπει να αναμετρηθεί ο κόσμος της Αριστεράς και ο λαός μας συνολικά. Στις εκλογές και κυρίως μετά από αυτές.
φ.626, 26/09/09