17 ΟΚΤΩΒΡΗ 2017

Ποιος θυμάται την Κοινή Δράση (μέρος β’)

Δημοσιεύουμε το δεύτερο και τελευταίο μέρος του άρθρου του σ. Βασίλη Σαμαρά πάνω στο ζήτημα της Κοινής Δράσης. Το πρώτο εδώ.

Η πραγματικότητα και οι απαιτήσεις της

Οι αναγκαιότητες στις οποίες αναφερόμαστε δεν υπάρχουν επειδή το «λέμε» εμείς. Υφίστανται αντικειμενικά είτε το πούμε είτε δεν το πούμε, είτε το θέλουμε είτε όχι. Η ζωή και η ταξική πάλη εξελίσσονται με τους δικούς τους όρους, τους οποίους είτε τους παίρνει κανείς υπ’ όψιν και κινείται ανάλογα είτε τους αγνοεί και οδηγείται σε αδιέξοδο και «μέσω αυτού» στην αγκαλιά του συστήματος. Με βάση αυτούς τους όρους και μόνο μπορούν να αντιμετωπιστούν τόσο τα άμεσα προβλήματα του λαού όσο και τα ζητήματα προοπτικής του κινήματος.

Και για να γινόμαστε πιο συγκεκριμένοι: Η κατεύθυνση ανάπτυξης στη μεγαλύτερη δυνατή κλίμακα εστιών αντίστασης και με στόχο την οικοδόμηση ενός ευρύτερου Μετώπου Αντίστασης έχει συγκεκριμένη αντικειμενική βάση. Σε πρώτο πλάνο εκφράζει την αναγκαιότητα αντιμετώπισης των άμεσων και οξύτατων προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο λαός από τη διαρκή και ανελέητη επίθεση του συστήματος.

Τα προβλήματα που θέτει αυτή η επίθεση αφορούν το σύνολο των εργαζομένων και της νεολαίας, ανεξαρτήτως ιδεολογικών και πολιτικών αντιλήψεων ή και πολιτικής ένταξης.

Ταυτόχρονα, η ύπαρξή τους θέτει προβλήματα που πιέζουν το σύνολο των δυνάμεων της ευρύτερης Αριστεράς, ανεξάρτητα από το πόσο προθυμοποιούνται να τα αντιμετωπίσουν.

Σ’ αυτή τη βάση αποτελούν και τον «κρίκο» που μπορεί να σύρει αυτόν τον ευρύτερο κόσμο στο πεδίο της πάλης.

Στην ίδια βάση και με αυτούςτους όρους διαμορφώνεται και το πεδίο «συνάντησης», συσπείρωσης και κινητοποίησης ευρύτερων κοινωνικών ή και πολιτικών δυνάμεων.

Η κατεύθυνση της Κοινής Δράσης έχει σαν αντικειμενική της βάση την αναγκαιότητα συσπείρωσης και κινητοποίησης των ευρύτερων δυνατών κάθε φορά δυνάμεων, για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που θέτει η επίθεση του συστήματος. Ας σταθούμε λίγο περισσότερο σ’ αυτό.

Έχουμε την άποψη ότι η λογικήτης κοινής δράσης αποτελεί ένα «διαρκές παρακολούθημα» της λειτουργίας και δράσης του κινήματος στα πλαίσια της ταξικής πάλης και καθ’ όλη τη διάρκειά της. Δεν νομίζουμε,μάλιστα, ότι λέμε εδώ κάτι το καινοφανές ή πρωτότυπο. «Πρωτότυπη» είναι η αντίληψη που έχει κυριαρχήσει εδώ και χρόνια και με βάση την οποία έχουν μπει «στην άκρη» στοιχειώδεις και κατακτημένες απόψεις και πρακτικές του κινήματος. Αν ανατρέξουμε λίγο στην ιστορία θα δούμε ότι σε οποιαδήποτε περίοδο του κινήματος και οπουδήποτε, οι κομμουνιστές προσπαθούσαν πάντα να συσπειρώνουν και να κινητοποιούν τις ευρύτερες δυνατές δυνάμεις για την προώθηση και επίτευξη στόχων που έθεταν κάθε φορά.

Όσον αφορά το ζήτημα της αναγκαιότητας διαφοροποίησης, αλλαγής ή και ανατροπής σε μια πορεία των συσχετισμών. Το πρώτο που οφείλεται να κατανοηθεί είναι ότι οι συσχετισμοί δεν αποτελούν στατικό μέγεθος. Διαφοροποιούνται την κάθε ώρα και την κάθε στιγμή, σε κάθε σημείο, σε κάθεπεδίο προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση, μέσα από τις μικρές και μεγάλες μάχες, τόσο αυτές που δίνονται όσο και εκείνες που «δεν δίνονται».

Ταυτόχρονα, μέσα σ’ αυτές και μέσα απ’ αυτές τις μάχες προωθείται με τον πιο αποτελεσματικό και ουσιαστικό τρόπο η πολιτικοποίηση των μαζών. Δεν προσπερνούμε ούτε υποτιμούμε την αναγκαιότητα, τον ρόλο και τη σημασία της ζύμωσης, της διαφώτισης, της προπαγάνδας. Ίσα-ίσα.

Μόνο που αυτό που μας δείχνουν οι εμπειρίες της ταξικής πάλης είναι ότι η πολιτικοποίηση των μαζών πραγματοποιείται με τον πιο ουσιαστικό τρόπο και στην πιο μαζική κλίμακα μέσα από τη συμμετοχή τους σε αγώνες. Εκεί είναι που «αναγνωρίζουν» τους φίλους και τους εχθρούς τους, εκεί είναι που διαπιστώνουν τη δύναμή τους, εκεί «ανακαλύπτουν» την αναγκαιότητα αλλά και τις μορφές συνεργασίας και δράσης.

Με αυτή την έννοια, αυτή η πολιτικοποίηση αποτελεί θεμελιώδες συστατικό στοιχείο και της διαφοροποίησης των συσχετισμών και γενικότερα της διαμόρφωσης όρων προοπτικής.

Ένα από τα κρισιμότερα ζητήματα, και το οποίο μάλιστα τίθεται με άμεσο και επιτακτικό τρόπο, είναι η αναγκαιότητα ανασύστασης, ανασυγκρότησης των Μετώπων Πάλης του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας.

Η χρόνια κυριαρχία των ρεφορμιστικών και οπορτουνιστικών δυνάμεων, του κοινοβουλευτικού κρετινισμού, του εργατοπατερισμού έχουν δημιουργήσει μια πολύ αρνητική κατάσταση.

Έχουν οδηγήσει στην αδρανοποίηση και σε επίπεδα αποσύνθεσης των μετώπων πάλης σε όλα τα πεδία. Το αποτέλεσμα είναι να βρίσκει πρόσφορο έδαφος η απογοήτευση, η αδράνεια, η αίσθηση αδιεξόδου, μια κατάσταση την οποία η ανάδειξη και η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ επέτεινε στο έπακρο. Όπως και να ‘χει, εκείνο που οφείλεται να είναι κατανοητό είναι ότι χωρίς την ανασυγκρότηση, το ζωντάνεμα των μετώπων πάλης, οποιαδήποτε πρόταση, πρόγραμμα και άλλα τέτοια, δεν έχει έδαφος να πατήσει, βρίσκεται στον αέρα.

Σε σχέση με ορισμένες ενστάσεις

Σε σχέση με μια τέτοια κατεύθυνση τίθενται και ορισμένα ερωτήματα, ενστάσεις ή και διαφωνίες από τη μεριά όσων εμφανίζονται διστακτικοί ή και «εκλεκτικοί» όσον αφορά την Κοινή Δράση. Οι αντιρρήσεις αφορούν τα πολιτικά χαρακτηριστικά, τις απόψεις, τους στόχους των διαφόρων δυνάμεων με τις οποίες μπορεί να τεθεί ζήτημα Κοινής Δράσης. Ακόμη τίθεται -και εξ αντικειμένου- ζήτημα σε σχέση με τις λαθεμένες αντιλήψεις που κυριαρχούν σε έναν ευρύτερο κόσμο κ.λπ.

Εδώ, έστω και εκ του περισσού, ας αναφερθούμε σε κάποια πράγματα που θα ‘πρεπε να ‘ναι από κατακτημένα έως αυτονόητα.

Πρώτο, ότι η πραγματοποίηση μιας Κοινής Δράσης στο α ή β ζήτημα δεν σημαίνει καθόλου και ταύτιση στο συνολικότερο πολιτικό ή, πολύ περισσότερο, στο ιδεολογικό επίπεδο. Οι διάφορες δυνάμεις συνεργάζονται, συμπράττουν σε αναφορά με συγκεκριμένους κάθε φορά στόχους που τίθενται στην ημερήσια διάταξη.

Δεύτερο, το ότι η κάθε δύναμη διατηρεί στο ακέραιο την αυτονομία, την ιδιαίτερη πολιτική της φυσιογνωμία, τη δυνατότητα να προωθεί και να παλεύει τις ιδιαίτερες θέσεις και απόψεις της.

Τρίτο, και το οποίο εκφράζει με τον πιο ουσιαστικό τρόπο την έννοια του ζητήματος, είναι το ότι βασικό συστατικό στοιχείο κάθε μορφής συνεργασίας αποτελεί η ενότητα και πάλη. Η ενότητα όσον αφορά τον επιδιωκόμενο στόχο και η πάλη όσον αφορά τις συνολικότερες απόψεις της κάθε πλευράς. Το αν κάποια δύναμη επιδείξει «συμφιλιωτισμό» ή και τάσεις «διολίσθησης» σε λαθεμένες απόψεις αυτό είναι δικό της και μόνο δικό της πρόβλημα.

Αυτά που αναφέρονται εδώ δεν λέγονται επειδή «έτσι το σκεφτήκαμε» εμείς αλλά αποτελούν και αυτά τακτικές και πρακτικές επιλογές που τις συναντάμε σε όλη την πορεία του κινήματος. Αν η χρόνια κυριαρχία του οπορτουνισμού τις έχει διαστρεβλώσει, δεν σημαίνει ότι πρέπει να τις απορρίψουμε.

Αλλά το κυριότερο που θέλουμε να θέσουμε σε σχέση μ’ αυτό το ζήτημα είναι άλλο: Οι όποιες «άλλες» πολιτικές δυνάμεις δεν υπάρχουν από την «ιδιοτροπία» ή τους «δόλιους σκοπούς» κάποιων. Αποτελούν πολιτικές εκφράσεις των κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών, της γενικότερης κατάστασης, αλλά και των εξελίξεων στο κίνημα. Αυτό σημαίνει ότι θα τις έχουμε συνεχώς μπροστά μας και σ’ όλη τη διάρκεια της ταξικής πάλης. Δεν μπορούμε ούτε να τις αγνοήσουμε ούτε να τις «καταργήσουμε».

Εκείνο που μπορούμε, και αυτό που οφείλουμε να κάνουμε, είναι η αντιμετώπιση του ζητήματος στην πολιτική του, κάθε φορά, βάση.

Ανάλογο ζήτημα τίθεται σε σχέση με τις λαθεμένες πολιτικές απόψεις και αντιλήψεις που κυριαρχούν σε έναν ευρύτερο κόσμο. Είναι γεγονός ότι δεκαετίες κυριαρχίας, αστικών, μικροαστικών, ρεφορμιστικών και οπορτουνιστικών δυνάμεων έχουν εμποτίσει έναν ευρύτερο κόσμο με κάθε είδους λαθεμένες, στρεβλές αντιλήψεις και απόψεις, με κάθε μορφής αυταπάτες και ιδεοληψίες. Η απάντηση και εδώ είναι ανάλογη της προηγούμενης. Τις αντιλήψεις αυτές ούτε να τις εξορκίσουμε ούτε να τις «απαγορεύσουμε» μπορούμε, αλλά και ούτε να «αποχωρήσουμε» αλά ΚΚΕ από τα πεδία όπου αυτές «ευδοκιμούν». Είναι ένα δεδομένο με το οποίο η μόνη επιλογή που έχουν οι κομμουνιστές είναι να αναμετρηθούν. Με επιμονή και υπομονή, με διάρκεια και αποφασιστικότητα, με επίγνωση ότι η πάλη ενάντια σε αυτές τις αντιλήψεις είναι όρος για την ανάπτυξη του κινήματος.

Πεδίο δοκιμασίας

Ειδικότερα ως προς τη διαμόρφωση όρων προοπτικής και πέρα από όσα ήδη προαναφέρθηκαν.

Το πεδίο της κίνησης, της πάλης, της Κοινής Δράσης αποτελεί, πέραν των άλλων, και πεδίο δοκιμασίας απόψεων. Τροποποίησης, ανάδειξης απόψεων ή απόρριψης άλλων. Ένα πεδίο που αποτελεί και το ευνοϊκότερο για την ανάδειξη και ισχυροποίηση των αγωνιστικών έως και των επαναστατικών κατευθύνσεων. Ακριβώς αντίθετα, η αδράνεια, η ακινησία, ο βάλτος είναι ο χώρος που ευδοκιμούν όλα τα ρεφορμιστικά και οπορτουνιστικά σαπρόφυτα.

Ταυτόχρονα, αποτελεί και το πεδίο διαμόρφωσης, ανάδειξης και σφυρηλάτησης αγωνιστών. Πεδίο συνένωσης και συσσωμάτωσής τους σε δύναμη προώθησης αυτής της διαδικασίας στην πιο αγωνιστική, την πιο ριζοσπαστική της κατεύθυνση και αναζήτησης δρόμων που ανοίγουν ευρύτερες προοπτικές.

Συνολικότερα παρμένη αυτή η διαδικασία δοκιμασίας και ανάδειξης απόψεων, καθώς και ανάδειξης αγωνιστών διαμορφώνει στοιχεία, όρους και προϋποθέσεις ουσιαστικής συμβολής στη συγκρότηση σεμια πορεία του «υποκειμένου» της εποχής μας.

Μπορούμε, συνεπώς, να πούμε πως όσοι έχουν εμπιστοσύνη στις απόψεις τους και έχουν ταχθεί με ανοιχτή καρδιά στην υπηρεσία της εργατικής-λαϊκής υπόθεσης δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν από μια τέτοια δοκιμασία. Όχι επειδή θεωρούν τον εαυτό τους πλήρη, επαρκή και «αλάθητο». Αλλά επειδή, πέρα από την εμπιστοσύνη στις απόψεις τους, έχουν πάντα «στο λογαριασμό» και την εκδοχή της διόρθωσης, τροποποίησης ή και αναίρεσής τους με βάση τις εμπειρίες και τα διδάγματα της ταξικής πάλης και πάντα με κριτήριο το τι υπηρετεί την λαϊκή υπόθεση.

Άλλωστε, στο ίδιο πεδίο εξελίσσεται και η διαδικασία αναδιαμόρφωσης και όσων διατίθενται, φιλοδοξούν να συμβάλλουν, να έχουν ρόλο στην πάλη για την ανασύσταση, ανασυγκρότηση του Εργατικού Επαναστατικού Κομμουνιστικού Κινήματος.

Χρειάζεται να είναι κατανοητό και σ’ όλο του το βάθος το ότι και οι ίδιοι υπόκεινται σε μια τέτοια διαδικασία-δοκιμασία.

Ότι την όποια υπόστασή τους δεν την έχουν εξ ορισμού και αφ’ εαυτού τους, αλλά τηναντλούν από την σχέση που διαμορφώνουν με την εργατική τάξη, το λαό και την ταξική πάλη.

Ότι αν κάτι τέτοιο ίσχυε παντού και πάντα, πολύ περισσότερο ισχύει στους καιρούς μας που η παλινόρθωση, η ήττα έχουν θέσει μια σειρά ζητήματα τα οποία είναι αναπόφευκτο να αναμετρηθούν.

Ζητήματα ειδικού βάρους

Αναφερθήκαμε ήδη στην κρισιμότητα που έχει το ζήτημα της ανασύστασης, ανασυγκρότησης των Μετώπων Πάλης του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας. Θεωρούμε ότι σ’ αυτή την κατεύθυνση οφείλεται να προσανατολισθούν, σ’ αυτόν τον στόχο οφείλουν να συγκλίνουν και να προωθούν, οι αντιστάσεις οι προσπάθειες, η πάλη σε οποιοδήποτε πεδίο. Έχουμε την άποψη ότι χωρίς αυτόν τον παράγοντα είναι ζήτημα αν έχει καν νόημα ακόμα και η συζήτηση πάνω σε προτάσεις, προγράμματα και άλλα τέτοια.

Όπως και να ‘χει, ας είναι καθαρό ένα πράγμα: Χωρίς την ύπαρξη «ζωντανών» Μετώπων Πάλης δεν υπάρχει έδαφος να πατήσει οποιαδήποτε πρόταση, πρόγραμμα και οποιαδήποτε υποτιθέμενη «στρατηγική» του οποιουδήποτε. Βρίσκονται απλώς στον αέρα και το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να στριφογυρίζουν γύρω από τον εαυτό τους.

Αλλά ας προχωρήσουμε ακόμη παραπέρα σε ζητήματα που έχουν ιδιαίτερο βάρος και κρισιμότητα.

Από τα πιο κρίσιμα ζητήματα της σήμερον είναι ο κλονισμός της εμπιστοσύνης της εργατικής τάξης και ευρύτερα των λαϊκών μαζών στο κομμουνιστικό κίνημα, τον σοσιαλισμό αλλά και γενικότερα την Αριστερά. Δεν αναφέρομαι εδώ στο είδος της «εμπιστοσύνης» που εκφράστηκε με το 36% των ψήφων στον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή όπως ήρθε έτσι και μπορεί να αποσυρθεί.

Αναφέρομαι στην εμπιστοσύνη που είχαν στους κομμουνιστές η εργατική τάξη, συνολικά οι εργαζόμενες λαϊκές μάζες και που μορφές έκφρασής της συναντούσε κανείς ακόμα και σε λαϊκό κόσμο που πρόσκεινταν σε άλλες πολιτικές δυνάμεις.

Μια εμπιστοσύνη που οικοδομήθηκε και απέκτησε βαθιές ρίζες μέσα από δεκαετίες αγώνων και θυσιών. Σαν τέτοια αποτέλεσε τη σταθερή βάση απ’ όπου οι κομμουνιστές αντλούσαν την υπόσταση, τη στήριξη, τις αντοχές τους αλλά και τη δυνατότητα να «αναγεννιούνται» και να συνεχίζουν ακόμα και μετά από οδυνηρές ήττες. Αυτού του είδους η εμπιστοσύνη είναι που έχει κλονισθεί στους καιρούς μας. Αν η κύρια αιτία βρίσκεται στην παλινόρθωση και την ήττα, καθοριστικό ρόλο είχε η για δεκαετίες κυριαρχία των ρεβιζιονιστικών, ρεφορμιστικών και οπορτουνιστικών δυνάμεων, των απόψεων και της πολιτικής τους.

Έκφραση αυτής της εξέλιξης αποτέλεσε και η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, με όλες τις συνέπειες και την απογοήτευση που έφερε σ’ έναν κόσμο.

Είναι προφανές, για τη δική μας τουλάχιστον άποψη, ότι η ανάκτηση μιας τέτοιου χαρακτήρα εμπιστοσύνης αποτελεί όρο εκ των ων ουκ άνευ όσον αφορά την κομμουνιστική προοπτική του κινήματος.

Δεν είναι μια εύκολη υπόθεση ούτε και μπορεί να απαντηθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα. Δεν είναι ένα ζήτημα που μπορεί να απαντηθεί με διακηρύξεις και ωραίες «αφηγήσεις». Δεν έχει καμιά σχέση με τα όποια (πιθανά και αυξημένα) εκλογικά ποσοστά που μπορεί να πάρει το α ή β κόμμα ή οργάνωση. Και βέβαια, βρίσκεται πολύ μακριά από λογικές «λύσεων ευκολίας» και συνταγές ταχύρρυθμης ανάπτυξης. Μπορεί να έρθει μόνο σαν αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης, κατά το μάλλον, διαδικασίας, μέσα από την ανάπτυξη της ταξικής πάλης και πάντα με όρους πάλης.

Εκείνο που οπωσδήποτε οφείλεται να έχει καθαρό ο καθένας, είναι ότι η κομμουνιστική προοπτική μόνο σε μια τέτοια βάση μπορεί να πατήσει.

Σαν επίλογος

Κλείνοντας, τα μόνα που θα ‘χα να προσθέσω για την ώρα και σε συντομία είναι τρία πράγματα.

Πρώτο, ότι η πραγματικότητα την οποία βιώνουμε είναι μια και συγκεκριμένη. Δεν επιδέχεται ούτε βολικές αναγνώσεις, ούτε συνταγές υπέρβασής της.

Δεύτερο, ότι η ταξική πάλη που εξελίσσεται στα πλαίσια αυτής της πραγματικότητας έχει τους δικούς της όρους και τις δικές της απαιτήσεις. Το κίνημα δεν μπορεί να βρει το δρόμο του παρά μόνο στη βάση αυτών των όρων και αυτών των απαιτήσεων.

Τρίτο, ότι το μόνο αποτέλεσμα που μπορεί να έχει η οποιασδήποτε μορφής απόπειρα αγνόησης και παράκαμψης αυτών των όρωνείναι η ανακύκλωση των αδιεξόδων, με όλες τις γνωστές συνέπειες.

Βασίλης Σαμαράς

Αναζήτηση
Κατηγορίες
Βιβλιοπωλείο-Καφέ

Γραβιάς 10-12 - Εξάρχεια
Τηλ. 210-3303348
E-mail: ett.books@yahoo.com
Site: ektostonteixon.gr