«Απόλυτη προτεραιότητα είναι για την ελληνική κυβέρνηση η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων» ανέφερε μεταξύ άλλων ο υπ. Εργασίας Γ. Κατρούγκαλος στην παρέμβασή του στη σύνοδο του συμβουλίου υπουργών για θέματα απασχόλησης και κοινωνικής πολιτικής της ΕΕ. Αντίστοιχη ήταν η τοποθέτησή του σε ημερίδα της ευρωομάδας στην οποία συμμετέχει ο ΣΥΡΙΖΑ, με θέμα τις συλλογικές συμβάσεις. Στην πραγματικότητα, αυτό που έθεσε ο Κατρούγκαλος ήταν η διαβεβαίωση προς όλες τις μεριές ότι η κυβέρνηση, αφού εφαρμόσει τα αντιασφαλιστικά μέτρα όπως αυτά καταλήξουν από τους «δανειστές» και αφού ολοκληρωθεί η πρώτη αξιολόγηση, θα προχωρήσει και στο «δεύτερο κεφάλαιο των μεταρρυθμίσεων του εργασιακού πεδίου». Πρόκειται για ένα ολόκληρο πακέτο περαιτέρω χειροτέρευσης της εργασιακής νομοθεσίας, το οποίο έχει συμφωνηθεί στο τρίτο μνημόνιο.
Η εργασιακή πραγματικότητα στη χώρα είναι γνωστή, όπως γνωστές είναι και οι επιπτώσεις της για τους εργαζόμενους και τους ανέργους που έχουν μαζικά φτωχοποιηθεί. Σημαντικό ρόλο στην επιβολή αυτής της πραγματικότητας έπαιξαν τα μέτρα που προωθήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια με τα δύο πρώτα μνημόνια, στη βάση του διαμορφωμένου αρνητικού συσχετισμού και κάνοντάς τον ακόμα χειρότερο. Ειδική βαρύτητα είχαν η ρύθμιση για μείωση με απόφαση του κράτους του βασικού μισθού κατά 22% για τους πάνω από 25 χρονών και κατά 32% για τους κάτω από 25, καθώς και το σύνολο των ρυθμίσεων που αποδόμησαν τις συλλογικές συμβάσεις. Το αποτέλεσμα αποτυπώνεται και επίσημα, τόσο στις στατιστικές για τη μείωση του μέσου μισθού και συνολικά του εισοδήματος των εργαζομένων όσο και στη διαπίστωση ότι μόλις το 7% καλύπτεται από κάποια συλλογική σύμβαση. Κι όμως, ο στόχος από την πλευρά του ντόπιου και του ξένου κεφαλαίου είναι η ακόμα μεγαλύτερη απαξίωση της εργατικής δύναμης, η ακόμα μεγαλύτερη προσαρμογή της εργατικής νομοθεσίας στην απαίτηση για απεριόριστη εκμετάλλευση των εργαζομένων. Υπάρχουν επομένως μια σειρά ζητήματα που έχουν τεθεί και στο παρελθόν από την τρόικα και τα οποία παραμένουν ανεκπλήρωτη επιθυμία, όπως η απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, η περαιτέρω εφαρμογή κάθε είδους ευέλικτης εργασίας, η κατάργηση κάθε έννοιας ωραρίου, η απαγόρευση των απεργιών, ο περιορισμός της συνδικαλιστικής δράσης κ.ά.
Αυτά είναι τα ζητήματα που αποτελούν το «δεύτερο κεφάλαιο των μεταρρυθμίσεων του εργασιακού πεδίου». Αυτά είναι που δεσμεύεται η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να προωθήσει, ακριβώς όπως προωθεί την ισοπέδωση της κατάκτησης που λέγεται κοινωνική ασφάλιση. Η προσπάθεια του Κατρούγκαλου να εστιάσει επικοινωνιακά στην «επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων» με τη βοήθεια φιλοκυβερνητικών ΜΜΕ εξυπηρετεί πολλαπλούς σκοπούς. Ένας από αυτούς είναι, όσο είναι δυνατό, να ξεφύγει η συζήτηση από το ασφαλιστικό, ακριβώς την περίοδο που επιταχύνεται η διαδικασία διαμόρφωσης του τελικού νομοσχεδίου, με τους εκπροσώπους της τρόικα να θέτουν πολύ συγκεκριμένες απαιτήσεις και την κυβέρνηση να δυσκολεύεται φανερά να ελαχιστοποιήσει το πολιτικό κόστος από την ικανοποίησή τους. Παράλληλα, η τοποθέτηση αυτή σκοπεύει στην απόκρυψη της ουσίας των μέτρων που έχουν συμφωνηθεί γύρω από τα εργασιακά και τη διατήρηση της θολούρας σε ένα πεδίο κρίσιμο για τη ζωή του λαού και αποκαλυπτικό του ρόλου που παίζει και αυτή η κυβέρνηση. Τέλος, η δήλωση περιορίζεται στην επαναφορά της ελεύθερης διαπραγμάτευσης εκτιμώντας πως έτσι η κυβέρνηση μπορεί να αποφύγει την προεκλογική δέσμευση για επαναφορά του κατώτατου μισθού ενώ ταυτόχρονα θα αναπτύξει τις σχέσεις της με τη συνδικαλιστική ηγεσία κύρια της ΓΣΕΕ, ο ρόλος της οποίας έχει βρεθεί στον αέρα από τότε που ο κατώτατος μισθός ορίζεται με νόμο.
Είναι καθαρό ότι το κεφάλαιο, ντόπιο και ξένο, δεν έχει καμία διάθεση να παραχωρήσει το παραμικρό από αυτά που έχει κερδίσει όλο αυτό το διάστημα. Εξίσου καθαρό είναι ότι η κυβέρνηση έχει κάθε διάθεση να υπηρετήσει αυτά τα συμφέροντα, ακόμα κι αν αποκαλύπτεται πλατιά η αντιλαϊκή της πολιτική. Γι’ αυτό και η συμφωνία στο τρίτο μνημόνιο προβλέπει ρητά ότι καμιά αλλαγή στα εργασιακά δεν επιτρέπεται χωρίς την έγκριση των «δανειστών» και ότι δεν πρέπει να υπάρξει επαναφορά στην προηγούμενη κατάσταση. Γι’ αυτό και ο Κατρούγκαλος δηλώνει ανοιχτά ότι έχει ήδη συγκροτηθεί επιτροπή με εκπροσώπους της τρόικα, η οποία σχεδιάζει τις επόμενες ανατροπές στην εργατική νομοθεσία. Οι αναφορές στα δήθεν «κεκτημένα» της Ε.Ε. είναι χωρίς περιεχόμενο, καθώς η ίδια η Ε.Ε. προωθεί εδώ και χρόνια τη διάλυση των εργασιακών σχέσεων και αυτό το γεγονός αξιοποιείται με την πρόβλεψη για εφαρμογή των «βέλτιστων» (για την εργοδοσία) πρακτικών. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η ελευθερία στη διαπραγμάτευση, που είναι πράγματι ζητούμενο για τους εργαζόμενους, τίθεται στο πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί και το οποίο δεν αμφισβητείται. Δηλαδή η ισχύουσα απαγόρευση αυξήσεων μέχρι το ποσοστό της ανεργίας να πέσει κάτω του 10%, η υπερίσχυση των επιχειρησιακών έναντι των κλαδικών συμβάσεων, η μη επέκταση σε εργοδότες που δεν είναι μέλη εργοδοτικών οργανώσεων κ.ά. Επιπλέον, τίθεται σε μια περίοδο που οι συσχετισμοί συνολικά είναι τόσο αρνητικοί που οι εργοδοτικές οργανώσεις αρνούνται ακόμα και το ενδεχόμενο υπογραφής συλλογικών συμβάσεων, με αποτέλεσμα να λήγει σχεδόν το σύνολό τους και κατά χιλιάδες οι εργαζόμενοι να μένουν δίχως κάλυψη.
Ο αγώνας για συλλογικές συμβάσεις με αυξήσεις στους μισθούς που θα διασφαλίζουν δουλειά με αξιοπρέπεια είναι υπόθεση των ίδιων των εργαζομένων. Καμία κυβέρνηση δεν πρόκειται να εφαρμόσει νομοθεσία προστασίας των εργασιακών δικαιωμάτων, παρά μόνο αν αναγκαστεί από την πίεση των εργατικών αγώνων και κινητοποιήσεων. Παραμένει λοιπόν η ανάγκη ανασυγκρότησης των δυνάμεων των εργαζομένων, σε κάθε χώρο δουλειάς και συνολικά. Και παραμένει καθήκον κάθε δύναμης που αναφέρεται στο κίνημα να υπηρετήσει πραγματικά αυτή την αναγκαιότητα, γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει δρόμος που να προσπερνάει αυτό το καθήκον.