Εισήγηση στην εκδήλωση για την 9η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ(μ-λ), Αθήνα 6/2/2019, από τον σ. Δημήτρη Μπουγιούκα
Φίλοι, συναγωνιστές και σύντροφοι,
Σας καλησπερίζουμε στη σημερινή μας εκδήλωση που έχει στόχο να παρουσιάσει τα βασικά σημεία των πολιτικών αναλύσεων, εκτιμήσεων, θέσεων και κατευθύνσεων του ΚΚΕ(μ-λ) ενόψει της 9ης Συνδιάσκεψης. Βασικό μας μέλημα και επιδίωξη να βγούμε, ως Οργάνωση, μέσα από τη Συνδιάσκεψη μας ισχυροποιημένοι πολιτικά-ιδεολογικά ώστε από καλύτερες θέσεις να μπορέσουμε να υπηρετήσουμε τη λαϊκή- εργατική υπόθεση, να συμβάλουμε με το δικό μας λιθαράκι, στην κατεύθυνση ανασυγκρότησης του επαναστατικού- κομμουνιστικού κινήματος.
Ενδεχομένως οι στόχοι μας να ακούγονται μεγαλεπήβολοι, τόσο λόγο των δυσκολιών της περιόδου, όσο και λόγο των οργανωτικών μας μεγεθών. Όμως δεν πήραν τα μυαλά μας αέρα, ούτε καβαλήσαμε κανένα καλάμι. Άλλωστε τίποτα δεν συνηγορεί σε αυτό. Αφενός, είμαστε υποχρεωμένοι, ως κομμουνιστική Οργάνωση, να κοιτάμε εκεί, ΜΠΡΟΣΤΑ, αλλά και ακόμη παραπέρα, έστω και αν σήμερα δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε και να συγκεκριμενοποιήσουμε αρκετά ζητήματα που αφορούν τους μακροπρόθεσμους στόχους. Ωστόσο, με αυτόν τον τρόπο παραμένουμε σταθερά προσηλωμένοι στις Θέσεις και τις διακηρύξεις που η Οργάνωση μας υπηρέτησε από το 1982 μέχρι σήμερα. Ταυτόχρονα είναι η πυξίδα που μας οδηγεί στο μέλλον διατηρώντας σταθερό τον γενικό προσανατολισμό διασφαλίζοντας το συνεχές του κόκκινου νήματος που συνδέει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον των προσπαθειών μας. Αφετέρου, είμαστε πεισμένοι για το ρόλο που οφείλει, πρέπει και μπορεί, να διαδραματίσει η Οργάνωση μας σε αυτήν την υπόθεση και αντιλαμβανόμαστε τις μεγάλες ευθύνες αλλά και το βάρος που καλούμαστε να σηκώσουμε στις πλάτες μας.
Με αυτό το πνεύμα ανοίξαμε τις διαδικασίες της 9ης Συνδιάσκεψης και επιδιώκουμε να μετουσιωθούν σε υλική δύναμη, μέσα από τις Αποφάσεις μας, που θα ωθήσουν τις προσπάθειες μας σε ένα νέο ανώτερο επίπεδό, αυτό που απαιτούν οι καιροί και οι ανάγκες του λαού και της εργατικής τάξης.
Ξεκινώντας να πούμε ότι η περίοδος που διανύουμε χαρακτηρίζεται από γενικευμένη ανισορροπία και αναταραχή, επικινδυνότητα, αστάθεια, ρευστότητα και αβεβαιότητα των πολιτικών εξελίξεων τόσο διεθνώς όσο και στη χωρά μας. Τα βασικά στοιχεία της είναι:
1. Η αδυναμία του καπιταλιστικού- ιμπεριαλιστικού συστήματος να ξεπεράσει τη κρίση του. Πρόκειται για μια κρίση υπερπαραγωγής και υπερσυσσώρευσης που παρόμοια της δεν έχει γνωρίσει το σύστημα. Έχει τη βάση της στην αντίθεση του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και της καπιταλιστικής ιδιοποίησης της, που στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού έχει πάρει γιγάντιο χαρακτήρα. Αποτελεί προϊόν του καπιταλιστικού τρόπου λειτουργίας, των καπιταλιστικών νόμων και σχέσεων που διέπουν το σύστημα, με την έκταση και το βάθος της να καθορίζονται από τα διογκωμένα αδιέξοδα του ιμπεριαλιστικού σταδίου. Πρόκειται λοιπόν για μια κρίση δομική που διαπερνά το σύνολο των τομέων και των σχέσεων του συστήματος, με την οικονομική της έκφραση να αποτελεί μια σημαντική πλευρά αλλά όχι τη μοναδική. Σε αυτή τη βάση την προσδιορίζουμε ως γενικευμένη κρίση αναπαραγωγής του καπιταλιστικού- ιμπεριαλιστικού συστήματος.
Επιμένουμε στον προσδιορισμό των χαρακτηριστικών της κρίσης και κατ’ επέκταση της κρίσης καθαυτής ως πολιτική και ταξική αναγκαιότητα που αντίστοιχα διαμορφώνει, για τους λαούς και την εργατική τάξη, στόχους και καθήκοντα. Το κραχ του 2008 δεν ήταν προϊόν μιας παραφωνίας, μιας ανορθογραφίας των λεγόμενων «γκόλντεν μπόις» ή του «καζινοκαπιταλισμού», που θα διορθωθεί με τις σωστές παρεμβάσεις στην αγορά ή με τη λεγομένη αυτορρύθμιση της, όπως πασχίζουν να μας πείσουν αστοί αναλυτές. Δεν ήταν ούτε μια από τα ιδιά. Δηλαδή μια κρίση σαν όλες τις άλλες που πέρασε το σύστημα και κατέχοντας τη τεχνογνωσία θα μπορέσει να τη ξεπεράσει ξαναπιάνοντας τους ξέφρενους ρυθμούς ανάπτυξης. Πόσο μάλλον δεν ήταν μια επινόηση, ένα κατασκεύασμα ή ψέμα των καπιταλιστών προκειμένου να επιβληθούν νέα αντεργατικά μέτρα που θα ενισχύουν την απρόσκοπτη κερδοφορία του.
Το κραχ του 2008 στη μητρόπολη του συστήματος εγκαινίαζε μια νέα φάση- περίοδο καπιταλιστικής επέλασης και ιμπεριαλιστικής βαρβαρότητας. Το σύστημα, μπροστά στις αντιφάσεις που το διέπουν και στην εγγενή αδυναμία του να δώσει λύση στα αδιέξοδα του είναι υποχρεωμένο να κινηθεί στις δυο ράγες που ορίζουν α) η απότομη κλιμάκωση του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού με βαθιά αρνητικές συνέπειες για τους λαούς του κόσμου και β) η ένταση της ταξικής πάλης, προφανώς με πρωτοβουλία του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού, με την εξαπόλυση στρατηγικού χαρακτήρα επίθεσης στην εργατική τάξη και τους λαούς. Θα αναφερθούμε όμως πιο αναλυτικά αμέσως μετά και στα δυο.
Η ΗΠΑ, πέρα από τα μέτρα της πρώτης φάσης, κατάφεραν να «εξάγουν» την κρίση στην ΕΕ. Από την άλλη η ΕΕ κατάφερε, μέσα από προσωρινούς συμβιβασμούς στους κόλπους της όσο και με ΗΠΑ, με τελευταία την Ελλάδα, να στείλει ένα μήνυμα «εξόδου από την κρίση» ολοκληρώνοντας τα «προγράμματα οικονομικής στήριξης». Ωστόσο φαίνεται ότι εξαντλούνται τα διαθέσιμα «οικονομικά εργαλεία», την ίδια στιγμή που συσσωρεύονται εκ νέου οι όροι για ένα νέο σκάσιμο της φούσκας, που το σύστημα συνεχίζει να τροφοδοτεί ασταμάτητα, για ένα νέο κραχ μεγαλύτερης έντασης από το 2008. Οι φόβοι π.χ. του συστήματος για την Ιταλία αποτελούν μια κυνική ομολογία των απολογητών του για τα ανακυκλωμένα αδιέξοδα του. Αν μάλιστα ιδωθούν στη διαλεκτική τους σχέση με τα γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά δεδομένα, τότε νοηματοδοτείται στο χώρο το απύθμενο βάθος και η χωρίς όρια έκταση της κρίσης.
2. Ο παροξυσμός του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού σε όλα τα πεδία: οικονομικό- γεωπολιτικό- γεωστρατηγικό. Καταρχάς να τονίσουμε ότι αν η κρίση επέδρασσε ως καταλύτης προκαλώντας και επιταχύνοντας την κατακόρυφη αύξηση του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού, αυτός με τη σειρά του τροφοδοτεί το βάθος και την έκταση της. Πολλαπλασιάζει και οξύνει τα αδιέξοδα και επιδρά σημαντικά, με τις απότομες εξάρσεις του και καθοριστικά, στην επαπειλούμενη νέα όξυνση της κρίσης και της αύξησης της πιθανότητας ενός νέου κραχ.
Ο παροξυσμός του ανταγωνισμού οφείλεται α) στο γεγονός ότι η αλληλοτροφοδότηση της σχέσης κρίση-ανταγωνισμός εξελίσσεται στα σπλάχνα του ιμπεριαλισμού. Δηλαδή στα σπλάχνα του ανώτατου σταδίου του καπιταλισμού, που για σχεδόν για 130 χρόνια βρίσκεται σε βαθιά σήψη, εκτινάσσοντας στο έπακρο το σύνολο των αντιφάσεων και των αντιθέσεων του, β) στο γεγονός ότι σχεδόν 30 χρόνια από τις καταρρεύσεις του 90-91, η διαδικασία ξαναμοιράσματος του κόσμου με στόχο την επανακατάκτηση- επαναποικιοποίηση του, την κατάκτησή νέων αγορών, χωρών και σφαιρών επιρροής, πηγών ενέργειας και πλουτοπαραγωγικών πηγών όχι μόνο δεν εκπλήρωσε τις προσδοκίες αντιθέτως περιπλέχτηκε με την ανάδυση νέων διεκδικητών, ιμπεριαλιστικών και περιφερειακών δυνάμεων στη παγκόσμια σκακιέρα, γ) υπό την επίδραση των δυο προηγούμενων, την εκ νέου πυροδότηση και σε αναβαθμισμένο επίπεδο διαδικασία αναδιάταξης των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στο παγκόσμιο ταμπλό, διαταράσσοντας εκ βάθρων κάθε σχέση κανονικότητας της προηγούμενης περιόδου και θέτοντας σε νέα βάση το ζήτημα των συμμαχιών, τακτικών και στρατηγικών.
Σήμερα ο ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός χαρακτηρίζεται από το σύνθημα «πόλεμος όλων, εναντίον όλων». Ουσιαστικά πρόκειται για μια βίαιη διαδικασία για την επιβολή της μιας ιμπεριαλιστικής δύναμης στην άλλη, μια διαδικασία μέσα από την οποία η κάθε δύναμη επιδιώκει την προώθηση των δικών της σχεδιασμών, αδυνατίζοντας και αποδυναμώνοντας τους αντίπαλους της. Συνολικά η κάθε δύναμη επιδιώκει την τροποποίηση του υφιστάμενου συσχετισμού δύναμης προς όφελος της. Σε αυτή την κατεύθυνση αξιοποιείται ο λεγόμενος οικονομικός πόλεμος και ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός, που εξελίσσεται τόσο ανάμεσα στους στρατηγικούς ανταγωνιστές, όσο και μεταξύ των στρατηγικών συμμάχων. Τέτοιο παράδειγμα είναι οι τριγμοί που προκαλεί ο οικονομικός ανταγωνισμός ΗΠΑ-ΕΕ, ο οικονομικός ανταγωνισμός Γερμανίας- Γαλλίας, η αντιπαράθεση στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ με οικονομικά και γεωπολιτικά χαρακτηριστικά μεταξύ των δυτικών συμμάχων κ.α.
Καθένα από τα πεδία του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού, οικονομικό- πολιτικό- στρατιωτικό, προωθούνται τόσο με τη σχετική τους αυτονομία όσο και στη σύνδεση τους για την αποτελεσματικότερη συνεισφορά τους στη τροποποίηση του συσχετισμού με τον παραπέρα έλεγχο και την ευθυγράμμιση εξαρτημένων χωρών, με το σύρσιμο των στρατηγικών εταίρων, επιφέροντας πλήγματα στους στρατηγικούς εχθρούς.
Τον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό σέρνει και πυροδοτεί η αμερικάνικη υπερδύναμη, ενώ ιδιαίτερα σημαντική και καθοριστική πλευρά του είναι η επάνοδος στο προσκήνιο της αμερικακανορωσικής αντιπαράθεσης.
Σήμερα η ανθρωπότητα, οι λαοί και οι εργαζόμενοι παντού στο κόσμο, βιώνουν τις καταστροφικές συνέπειες του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού. Ανεξαρτήτως που εμφανίζονται τα θερμά και πυρακτωμένα επίκεντρα του, που εκφράζεται η όξυνση του με στρατιωτικές επεμβάσεις και πολέμους, δεν υπάρχει καμία χώρα στο κόσμο, κανένα σημείο του πλανήτη που να έχει μείνει έξω από τον ανταγωνισμό αυτόν.
Σημαίνοντα ρόλο στον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό κατέχει το ενεργειακό ζήτημα. Η εξάρτηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής κατά βάση από το πετρέλαιο, άλλα και το φυσικό αέριο δημιουργεί την ανάγκη στις ιμπεριαλιστικές χώρες για τη διασφάλιση και υπερκάλυψη των ενεργειακών αποθεμάτων, για τη πλήρη αυτάρκεια τους σε αυτόν τον τομέα. Αυτή η βασική ανάγκη διευρύνεται με την ανάγκη ελέγχου των πλουτοπαραγωγικών πηγών, το σχεδιασμό και τον έλεγχο των ενεργειακών δρόμων. Ο έλεγχος των πηγών ενέργειας και των δικτύων μεταφοράς διαμορφώνει το παγκόσμιο νέο γεωπολιτικό γίγνεσθαι.
3. Η όξυνση των αντιθέσεων ιμπεριαλισμού- λαοί και κεφάλαιο- εργασία, η στρατηγικού χαρακτήρα επίθεση του κεφαλαίου στην εργατική τάξη, με πρωτοβουλία όπως προαναφέραμε του ιμπεριαλισμού και του κεφαλαίου. Εδώ σημαίνοντα ρόλο παίζει η στρατηγικού χαρακτήρα επίθεση του κεφαλαίου στην εργατική τάξη.
Η όξυνση αυτών των αντιθέσεων συνδέεται με την ανάγκη του ιμπεριαλισμού και του κεφαλαίου για το ξεπέρασμα της κρίσης του σε βάρος των λαών και των εργαζομένων. Ενώ συνδυάζεται, συνοδεύει και συμπλέκεται με τον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό και την προσπάθεια της κάθε ιμπεριαλιστικής δύναμης για το ξεπέρασμα της κρίσης σε βάρος των ανταγωνιστών της. Αν όπως έχουμε διαπίστωση, ο παγκόσμιος πόλεμος, που θα μπορούσε να δώσει την απάντηση στα συσσωρευμένα αδιέξοδα του συστήματος δεν είναι στις άμεσες επιλογές του, αν και προετοιμάζεται για αυτό, δεν του μένει παρά ο μόνος, ο σίγουρος και ασφαλής δρόμος της επίθεσης στους λαούς και την εργατική τάξη.
Επίθεση που ολοένα και προσλαμβάνει χαρακτηριστικά μιας νέας «πρωταρχικής συσσώρευσης». Εν δυνάμει θα μπορούσε να αξιοποιηθεί από το μονοπωλιακό κεφάλαιο για επενδύσεις πλανητικής κλίμακας σε νέα πεδία κερδοφορίας, που ενδεχομένως θα μπορούσαν να ρυμουλκήσουν την παγκόσμια οικονομία από τα βάθη της κρίσης.
Από τη μια, ο χρόνος που απαιτείται για να ολοκληρωθεί μια τέτοια διαδικασία και από την άλλη το ρίσκο και η αβεβαιότητα που εμπεριέχει καθόσον εξελίσσεται το ξαναμοίρασμα του κόσμου, «περιορίζει» την επίθεση που διεξάγεται στους λαούς και την εργατική τάξη στο να ταΐζει τις ανικανοποίητες και αδηφάγες ορέξεις του κεφαλαίου για υπερκέρδη και στο να αντισταθμίζει την καταστροφή κεφαλαίων που λιμνάζουν και απαξιώνονται.
Έτσι σε παγκόσμιο επίπεδο, μέσα από τη ληστρική επέμβαση των ιμπεριαλιστών, πραγματοποιείται η μεταφορά πλούτου από τη περιφέρεια στο κέντρο. Δηλαδή από τις εξαρτημένες χώρες στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις. Ενώ σε εθνικό επίπεδο, έχουμε τη μεταφορά πλούτου από κάτω προς τα επάνω, δηλαδή από την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα στην αστική τάξη και το μεγάλο κεφάλαιο.
Αυτή η διαδικασία πραγματοποιείται με βία και τρομοκρατία, λεηλατώντας και καταστρέφοντας χώρες και λαούς, επιβάλλοντας τον σύγχρονο εργασιακό και κοινωνικό μεσαίωνα για τους εργαζομένους και τα λαϊκά στρώματα. Είναι διευρυμένης κλίμακας αγκαλιάζοντας όλο και μεγαλύτερα κομμάτια μεσαίων στρωμάτων, ακόμη και στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, σπάζοντας κοινωνικά συμβόλαια της προηγούμενης περιόδου, δημιουργώντας μια νέα -υπό διαμόρφωση- κοινωνική διαστρωμάτωσή με τη συμπίεση τους προς τα κάτω.
Ωστόσο, το βασικό ζήτημα για το καπιταλιστικό- ιμπεριαλιστικό σύστημα είναι να ξεμπερδεύει με τον στρατηγικό ταξικό εχθρό, την εργατική τάξη Δεν αναφερόμαστε μόνο στις συνθήκες που επιβάλει το κεφάλαιο για την παραπέρα αφαίμαξη και την υπερεκμετάλλευση της εργατικής τάξης. Αναφερόμαστε στο στρατηγικό του στόχο, σε συνθήκες ήττας του επαναστατικού- κομμουνιστικού κινήματος, να εκμηδενίσει κάθε δυνατότητα πολιτικής-ιδεολογικής -οργανωτικής ανασυγκρότησης της σαν τάξη για τον εαυτό της. Να εκμηδενίσει κάθε πιθανότητα μιας εν δυνάμει αμφισβήτησης (ξανά) της εξουσίας του.
Ολοκληρώνοντας λοιπόν θα λέγαμε ότι αυτά τα τρία βασικά στοιχεία που συνθέτουν τα βασικά χαρακτηριστικά της περιόδου, εξηγούν και ερμηνεύουν τι βιώνουν οι λαοί και η εργαζόμενοι, γιατί το βιώνουν και ποιοι το προκαλούν, τι καλούνται να απαντήσουν και απέναντι σε ποιους. Αποκαλύπτουν στην προέκταση τους, ότι το καπιταλιστικό -ιμπεριαλιστικό σύστημα βρίσκεται στη φάση της πιο άγριας επίθεσης του που στοχεύει στη λεηλασία χωρών και λαών, στην ένταση της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων μαζών, στο ξερίζωμα κάθε εργασιακής- κοινωνικής κατάκτησης και λαϊκού δημοκρατικού δικαιώματος. Στοχεύει στη καρδιά της εργατικής τάξης και ταυτόχρονα διαμορφώνει όρους που φέρνουν το σενάριο του γενικευμένου πολέμου ακόμη πιο κοντά.
Εργαλείο για την επιβολή και την εμπέδωση της επίθεσης αλλά και για την προώθηση των πολεμικών του σχεδιασμών αποτελεί η φασιστικοποίηση της δημόσιας και πολιτικής ζωής, αλλά και η δημιουργία και ενίσχυση εθνικιστικών και φασιστικών μορφωμάτων. Η ενίσχυση τέτοιων μορφωμάτων, η ανάδειξη τους σε κυβερνητικές θέσεις αστικής διαχείρισης σε ορισμένες χώρες καταμαρτυρεί την αντιδραστικότητα των εξελίξεων. Η μια πλευρά αφορά τον αποπροσανατολιστικό ρόλο, για τις λαϊκές μάζες, και τη προσπάθεια του συστήματος να στήσει αναχώματα και να καναλιζάρει, τη λαϊκή οργή, σε ανώδυνα και ακίνδυνα μονοπάτια. Η άλλη πλευρά, αντανακλάει τις αντιδραστικές διεργασίες που συντελούνται στο εσωτερικό των αστικών τάξεων που και τη πίεση να ενσωματωθούν στο επίσημο αστικό πολιτικό σκηνικό τέτοιες πλευρές, χωρίς να σημαίνει ότι το σύστημα περνάει τη σκυτάλη της αστικής διαχείρισης στον φασισμό- νεοναζισμό. Αυτό δεν το επισημαίνουμε για να καθησυχάσουμε. Αντιθέτως, για να τονίσουμε ότι η αντιφασιστική πάλη είναι κομμάτι της αντικαπιταλιστικής -αντιιμπεριαλιστικής πάλης.
Ο μεγαλύτερος εθνικισμός με τον οποίο έρχονται αντιμέτωποι οι λαοί και η εργατική τάξη είναι αυτός της «Μεγάλης Αμερικής». Όπως ήδη αναφέραμε ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός σέρνει και πυροδοτεί τον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό, διατηρώντας την πρωτοβουλία των κινήσεων έναντι των ανταγωνιστριών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Οι ΗΠΑ παρά την συνεχόμενη και μάλλον εντεινόμενη αναντιστοιχία μέσων και σκοπών, με τον τρόπο που εμφανίστηκε με την εισβολή στο Ιράκ το 2003 – και αυτό αποτελεί τη μεγάλη συνεισφορά της ιρακινής αντίστασης στην ανθρωπότητα- άλλα και παρά τη σχετική τους αποδυνάμωση, σπρώχνουν την αντιπαράθεση στα ακρότατα σημεία της. Αυτή η εξέλιξη αποτελεί μονόδρομο για τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό προκυμμένου να μπορέσει να σταματήσει και να αντιστρέψει τη κατάσταση.
Η αμερικάνικη υπερδύναμη, ο μεγαλύτερος ιμπεριαλισμός του πλανήτη, η ατμομηχανή του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, η ισχυρότερη πολεμική μηχανή του κόσμου, σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να παραιτηθεί από τον διακηρυγμένο στόχο της για παγκόσμια κυριαρχία. Η υλοποίηση αυτού του στόχου περνάει μέσα από τη στρατηγική ήττα της Ρωσίας στη μεταξύ τους αντιπαράθεση. Ή καλυτέρα μέσα από τη στρατηγική νικη των ΗΠΑ έναντι της Ρωσίας σε ένα θερμό και όχι ψυχρό πόλεμο. Σε αυτή τη βάση οι ΗΠΑ προωθούν τη περικύκλωση της Ρωσίας σχηματοποιώντας ένα γεωπολιτικό τόξο με θερμά επίκεντρα της αμερικανορωσικής αντιπαράθεσης την Ουκρανία, τα Βαλκάνια, τη Ν.Α. Μεσόγειο και τη Συρία. Το τόξο προεκτείνεται κεντρικά και βόρεια της Ευρώπη με την αμερικανική αντιπυραυλική ασπίδα σε Ρουμανία και Πολωνία, αλλά και με την ένταξη των Βαλτικών χωρών στο ΝΑΤΟ. Ενώ μετά τη Συρία προεκτείνεται στο Ιράκ και το Αφγανιστάν ακουμπώντας το μαλακό υπογάστριο της Κίνας. Περνάει από τη Ν. Κορέα και την Ιαπωνία και ολοκληρώνεται με την αυξημένη παρουσία του αμερικανικού στόλου στο Ειρηνικό Ωκεανό και την αναβαθμισμένη στρατιωτική συμμαχία των ΗΠΑ με την Αυστραλία.
Όμως, όπως δείχνουν τα πράγματα, ο απολογισμός των κέντρων εξουσίας στις ΗΠΑ δείχνει να είναι αρνητικός όσον αφορά το ζήτημα του κλεισίματος του τόξου περικύκλωσης και του πλησιάσματος του στρατηγικού στόχου. Σε αυτό άλλωστε συνδράμουν και μια σειρά παράγοντες που έχουν αναδειχθεί τα προηγούμενα χρόνια. Η, πάρα τα προβλήματα, ανασυγκρότηση της Ρωσίας, οι διεκδικήσεις των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών (Γερμανία, Γαλλία, Αγγλία, Ιταλία) που αναζητούν αναβαθμισμένο ρόλο και μεγαλύτερο κομμάτι από τη λεία στο πλαίσιο πάντα της ευρωατλαντικής συμμαχίας, οι κινέζικοι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης που συντελέστηκαν με την ανοχή ως και τη στήριξη των ΗΠΑ καθώς και τα κινέζικα ανοίγματα στο τομέα της τεχνολογίας και των στρατιωτικών εξοπλισμών. Τέλος μια σειρά περιφερειακών χωρών αναδύθηκαν στη παγκόσμια σκακιέρα συμβάλλοντας στη διαμόρφωση ενός σύνθετου και ρευστού γεωπολιτικού σκηνικού.
Η διακυβέρνηση Τράμπ επιχειρεί να δώσει απαντήσεις σε αυτά τα, γεωστρατηγικού χαρακτήρα, επίδικα, διαμορφώνοντας μια τακτική που συνεχώς τροποποιείται, στο πλαίσιο μάλιστα μιας οξυμένης ενδοαστικής αντιπαράθεσης των κέντρων εξουσίας. Φαίνεται να διαμορφώνει μια τακτική, και υπό την επίδραση αυτής της αντιπαράθεσης, που ενσωματώνει αρκετές τροποποιήσεις και αναπροσαρμογές στην εξέλιξη της. Με αντίστοιχο τρόπο διαμορφώνεται το πολιτικό κέντρο- ομάδα γύρω από τον Τράμπ συνθέτοντας μια πολιτική γραμμή ούτε αμιγώς δημοκρατική, ούτε αμιγώς ρεπουμπλικανική.
Η διακυβέρνηση Τραμπ επιχειρεί να συμμαζέψει- στο οικονομικό πεδίο- τα ελλείματα που δημιούργησε η ανοχή των ΗΠΑ προς τις συμμαχικές χώρες. Επαναδιαπραγματεύεται νέες διμερείς και διεθνείς οικονομικές συμφωνίες προς όφελος των αμερικάνικων μονοπωλίων και της αμερικάνικης οικονομίας. Επιχειρεί να ενισχύσει την αμερικανική βιομηχανία υψώνοντας νέους προστατευτικούς φραγμούς απέναντι στα ευρωπαϊκά και κινέζικα προϊόντα και πρώτες ύλες. Στο εσωτερικό των ΗΠΑ, μέσω της «φορολογικής μεταρρύθμισης», προωθεί την υφαρπαγή 5 τρις δολαρίων σε προσπάθεια μεταφοράς ακόμη μεγαλύτερου πλούτου στην ιμπεριαλιστική αστική τάξη των ΗΠΑ για τη στήριξη των παγκόσμιων επιδιώξεων. Στο επίπεδο του ΝΑΤΟ πιέζει τους δυτικούς συμμάχους να βάλουν το χέρι στη τσέπη για να στηριχθεί και με δικά τους κεφάλαια το τεράστιο, υπερδιογκωμένο και πολυπλόκαμο δίκτυο βάσεων, μυστικών υπηρεσιών και άλλων μηχανισμών που έχουν φυτέψει σε κάθε χώρα.
Στα ζητήματα Εθνικής Ασφάλειας, Πυρηνικών και Εξωτερικής πολιτικής επαναδιατυπώνονται οι κεντρικοί άξονες κίνησης της διακυβέρνησης Τράμπ. Έτσι, η Ρωσία από «δυνητικός περιφερειακός ανταγωνιστής» επί Ομπάμα μετατρέπεται στη νέα φάση σε «στρατηγικό ανταγωνιστή» και εκτιμάται ότι επιδιώκει να αναβίωση της δικής της σφαίρας επιρροής στην Ευρασία. Εκτιμούμε ότι αυτή η αναπροσαρμογή εκφράζει απόλυτα τις προθέσεις των ΗΠΑ. Ειδικά μετά τη ταχεία επέμβαση της Ρωσίας στη Γεωργία, την απάντηση της στο «παγωμένο» ουκρανικό μέτωπο με την απόσχιση της Κριμαίας αλλά και την επιτυχία που καταγράφει στο ανοιχτό μέτωπο της Συρίας, τα αμερικανικά επιτελεία βρίσκονται σε κατάσταση πορτοκαλί συναγερμού, προκειμένου να αναχαιτίσουν νίκες σε σημεία του ρωσικού ιμπεριαλισμού.
Σε αυτή τη βάση απαντούν με ένα συνολικό πακέτο διευθετήσεων που αφορά την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, της Ν. Α. Μεσογείου και της της Μ. Ανατολής. Από τη «μητέρα των βομβών», μέχρι τη λεγόμενη αποχώρηση τους από τη Συρία και από τη στοχοποιήση του Ιράν δια της αποχωρήσεως από τη Συμφωνία για τα πυρηνικά, μέχρι τη Συμφωνία των Πρεσπών και το σφράγισμα των Βαλκανίων με επόμενο σταθμό τη Σερβία, οι ΗΠΑ επιδιώκουν να μεταβάλουν το συσχετισμό δύναμης αξιοποιώντας τη δυνατότητα τους να παρεμβαίνουν σε πολλαπλά και παράλληλά επίπεδα, αναχαιτίζοντας τη διείσδυση της Ρωσίας και αποδυναμώνοντας τις θέσεις της.
Η πρόσφατη ανακοίνωση της Ρωσίας για τη δική της αποχώρηση από τη Συμφωνία για τα πυρηνικά και οι πρόσφατες δοκιμές των νέων οπλικών συστημάτων που είδαν το φως της δημοσιότητας, προμηνύουν για τη κυοφορούμενη ένταση της αντιπαράθεσης.
Όσον αφορά τη Κίνα, από «στρατηγικός εταίρος» επί Ομπάμα μετατρέπεται σε «στρατηγικό ανταγωνιστή», εκτιμώντας ότι επιδιώκει την ηγεμονία στη περιοχή του Ειρηνικού, διαφοροποιώντας έμμεσα τον τρόπο που οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν τη κάθε δύναμη και τις δυνατότητες της. Εκτιμούμε ότι στη σχέση- αντίθεση ΗΠΑ- Κίνας εμπεριέχεται ακόμη η διάσταση του «στρατηγικού εταίρου». Η ένταση του ανταγωνισμού έχει σαν κύρια πλευρά να περιορίσει τις φιλοδοξίες της να πλασαριστεί με νέους όρους στη παγκόσμια σκακιέρα και να αποτρέψει τη μετατροπή της από ιμπεριαλιστική δύναμη περιφερειακής εμβέλειας σε δύναμη παγκόσμιας επιρροής. Σημαντική πτυχή του ανταγωνισμού είναι το οικονομικό στρίμωγμα της Κίνας που επιχειρούν οι ΗΠΑ, αλλά και η αξιοποίηση του μετώπου της Β. Κορέας, που εκτός από την αυτόνομη σημασία του, λειτουργεί ως μοχλός πίεσης για το γεωπολιτικό στρίμωγμα της Κίνας. Σε αυτή τη φάση η αντιμετώπιση της Κίνας ως «στρατηγικού ανταγωνιστή» και μόνο, θα την έσπρωχνε προς τη Ρωσία δημιουργώντας αντισυσπείρωση, κάτι που οι ΗΠΑ θέλουν να αποτρέψουν και απεύχονται. Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε τέτοιες πλευρές αναδεικνύονται στην αντιπαράθεση των κέντρων εξουσίας αναγκάζοντας και αυτές τις κατευθύνσεις να μένουν ανοιχτές σε τροποποιήσεις που ενδεχομένως επιβληθούν από τα παραγόμενα δεδομένα.
Οξυμένα χαρακτηριστικά έχει πάρει και ο ανταγωνισμός ΗΠΑ-ΕΕ ή καλυτέρα ΗΠΑ- ευρωπαίων ιμπεριαλιστών. Προφανώς αυτός ο ανταγωνισμός διεξάγεται στο πλαίσιο του δυτικού «στρατοπέδου». Από τη μεριά των ΗΠΑ εμπεριέχει την επιδίωξη να ενσωματώσει τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές με καλυτέρους όρους κάτω από την ομπρελά των δικών τους σχεδιασμών. Από τη μεριά των ευρωπαίων να διεκδικήσουν καλύτερο συσχετισμό και ανταλλάγματα. Οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές δυσανασχετούν με τη παρουσία και την παρέμβαση των ΗΠΑ στη περιοχή που θεωρούν δική τους ιδιοκτησία, δηλαδή στα ανοιχτά γεωπολιτικά μέτωπα στην ευρωπαϊκή ήπειρο όσο και στα οικονομικά ζητήματα της ευρωζώνης με τη παρέμβαση του ΔΝΤ. Μια τέτοια εξέλιξη όμως δεν μπορούν να την αποτρέψουν εφόσον είναι ζήτημα συσχετισμού δύναμης.
Επίσης, οξυμένος και ο ανταγωνισμός ΕΕ-Ρωσίας, ιδιαίτερα με την προσπάθεια διείσδυσης που η δεύτερη επιχειρεί στα Βαλκάνια και στην ευρύτερη περιοχή. Όπως επίσης και ο ανταγωνισμός ΕΕ-Κίνας, τόσο με τη διείσδυση που η δεύτερη επιχειρεί, μέσω Ελλάδας και Βαλκανίων στην Ευρώπη, όσο και με την αναβαθμισμένη παρουσία της στην Αφρική.
Θα θέλαμε ωστόσο να σταθούμε για λίγο στο ζήτημα της ΕΕ. Η ιμπεριαλιστική λυκοσυμμαχία αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα στη νέα περίοδο που εγκαινίασε η κρίση. Αυτά είναι προϊόν της κρίσης και των πρωτόγνωρων ζητημάτων που άνοιξε για την «Ένωση» και που παραμένουν σαν ανοιχτές πληγές. Είναι, πριν από όλα, αποτέλεσμα των εγγενών χαρακτηριστικών της, της έντασης του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού με ΗΠΑ-Ρωσία-Κίνα, αλλά και στους κόλπους της μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που τη συγκροτούν για την ηγεμονία και την ανακατανομή της πίττας. Είναι αποτέλεσμα επίσης της στάσης των ΗΠΑ, που οξύνουν τον ανταγωνισμό, αλλά και των σφηνών που βάζουν στα «εσωτερικά» της με κάθε ευκαιρία. Αποτέλεσμα αυτών και άλλων παραγόντων που επιδρούν είναι να έχουν δημιουργηθεί σοβαροί τριγμοί και ρωγμές στους αρμούς της ΕΕ. Τέτοιες εκφράσεις είναι π.χ. το BREXIT, ο ανταγωνισμός Γαλλίας- Γερμανίας- Ιταλίας για τη δημοσιονομική πολιτική, η ενίσχυση των «ευρωσκεπτικιστών» και των φασιστικών μορφωμάτων, η στάση των χωρών του Βίσεγκραντ, η Καταλονία κ.α. Θα έλεγε κανείς ότι, στη φάση που διανύουμε, στην ΕΕ αναπτύσσονται ισχυρές φυγόκεντρες δυνάμεις. Ωστόσο δεν εκτιμούμε ότι η λυκοσυμμαχία της ΕΕ βρίσκεται προ των πυλών της διάλυσης. Τα προβλήματα θα συνεχιστούν και πιθανόν να ενταθούν. Όμως, ο γαλλογερμανικός άξονας, που αποτελεί τον συνδετικό ιστό της, δεν θέλει να χάσει τα οφέλη της λεγόμενης κοινής αγοράς που δημιούργησε, ούτε τη προστιθέμενη γεωπολιτική υπεραξία που αυτή προσδίδει κατά βάση στον καθένα ξεχωριστά. Από την άλλη, οι ΗΠΑ, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση, δεν δείχνουν να επιθυμούν τη διάλυση της, παρά τις τρικλοποδιές και την ενίσχυση των φυγόκεντρων τάσεων που προωθούν. Κατά βάση αξιοποιούν τις φυγόκεντρες δυνάμεις ως μοχλό πιέσεων, ενώ όταν ο ανταγωνισμός φτάσει στα όρια αντοχής, τότε ΗΠΑ και ΕΕ αναζητούν ένα έστω και προσωρινό συμβιβασμό, μέχρι την επόμενη ένταση.
Η χώρα μας εμπλέκεται άμεσα στον ενδοιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό α) ως χώρα του «ανήκομε εις την Δύση», δηλαδή ως μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ και β) λόγο της γεωπολιτικής της θέσης στο πυρακτωμένο τόξο της ευρύτερης περιοχής όπως προαναφέραμε. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, για λογαριασμό της ντόπιας αστικής τάξης, έχει εμπλέξει ακόμη πιο άμεσα και πιο βαθιά τη χώρα στον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό, σέρνοντας το λαό, τους εργαζομένους και τη νεολαία στα πολεμικά πεδία μαχών που ετοιμάζουν οι αμερικανοΝΑΤΟϊκοί φονιάδες. Πριν όμως αναφερθούμε στην εμπλοκή της χώρα μας στις γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή, θα αναφερθούμε σε ορισμένα στοιχεία για το χαρακτήρα της ντόπιας αστικής τάξης και του καπιταλισμού στη χώρα μας.
Η Οργάνωση μας έχει τη θέση για τον εξαρτημένο χαρακτήρα του ντόπιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Η ντόπια αστική τάξη γεννήθηκε στη σύμφυση της με τον ιμπεριαλισμό και ευθύς εξαρχής συνέδεσε την ύπαρξη της με τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα. Η ιμπεριαλιστική εξάρτηση σφράγισε τη πορεία συγκρότησης της ως τάξη και την ιστορική της διαδρομή. Προκαθόρισε στο DNA της τον μεταπρατικό και παρασιτικό χαρακτήρα της και «περιόρισε» τη βάση αναπαραγωγής της στην εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και στο ξεπούλημα του πλούτου που αυτή έχει παράξει, μέρος του οποίου ενσωματώνεται στις υποδομές της χώρας. Στη βάση των παραπάνω, η ντόπια αστική τάξη δεν μπορεί να δει τον εαυτό της έξω από τη σχέση της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και έχοντας ολοκληρώσει τον ιστορικό της ρόλο, ούτε είχε, ούτε πρόκειται ποτέ να αποκτήσει ίχνος εθνικής συνείδησης.
Αυτή η σχέση από το 1974 εκφράζεται με τη διπλή εξάρτηση από τους Αμερικάνους και ευρωπαίους ιμπεριαλιστές. Το συμβόλαιο του 74, δηλαδή ο συμβιβασμός ΗΠΑ και ΕΕ (τότε ΕΟΚ) τροποποιείται από την έκβαση του μεταξύ τους ανταγωνισμού και αντίστοιχα εκφράζεται η ενισχυμένη πολιτική, οικονομική, στρατιωτική παρουσία του ενός ή του αλλού ιμπεριαλιστή. Παρ’ όλες τις τροποποιήσεις που έχει υποστεί το συμβόλαιο του 74 συνεχίζει να ισχύει και να καθορίζει τη πορεία της χώρας. Η γεωστρατηγική θέση της χώρας και η γεωπολιτική σημασία και αξιοποίηση της στον ενδοιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό της Δύσης απέναντι σε Ρωσία- Κίνα αποτελούν το βασικό λόγο για τον οποίο ΗΠΑ και ΕΕ δεν επιθυμούν τη διάρρηξη αυτού του συμβολαίου.
Η χώρα μας, στις αρχές του 1970, αφού προηγήθηκε μια μεγάλη άνοδος των άμεσων ξένων επενδύσεων με έντονη τη παρουσία των αμερικανικών κεφαλαίων, ολοκληρώνει τη μετατροπή της από αγροτοβιομηχανική σε βιομηχανοαγροτική εξαρτημένη χώρα δευτέρου επιπέδου ανάπτυξης. Από κει και πέρα, οι κύκλοι των οικονομικών κρίσεων, τα σχέδια των ιμπεριαλιστών, η ένταξη στην ΕΟΚ και την ΕΕ, επιφυλάσσουν ένα άλλο παραγωγικό μοντέλο για τη χώρα με τη συρρίκνωση του μεταποιητικού- βιομηχανικού τομέα, τη συρρίκνωση της αγροτικής παραγωγής, την υπερδιόγκωση των υπηρεσιών. Η ντόπια αστική τάξη, όπως η φύση της επιβάλει, αναπροσαρμόζεται και αναπαράγεται σε αυτή την κατεύθυνση.
Ας δούμε ορισμένα στοιχεία που επιβεβαιώνουν αυτή τη διαπίστωση. Το 1995 οι παραγωγικοί τομείς της οικονομίας, αγροτική παραγωγή, μεταποίηση- κατασκευές συνθέτουν το 27% του ΑΕΠ, ενώ το εμπόριο, υπηρεσίες και δημόσιο το 73% του ΑΕΠ. Το 2008, μόλις τέσσερα χρόνια από τους Ολυμπιακούς Αγώνες, την εποχή της «ισχυρής Ελλάδας» και κατά άλλους «ιμπεριαλιστικής», καθώς και της «βαλκανικής εξόρμησης» το ΑΕΠ βρίσκεται στο ζενίθ του αγγίζοντας τα 242 δις. Τα στοιχεία για τη σύνθεση του είναι τα εξής: οι παραγωγικοί τομείς της οικονομίας καλύπτουν μόλις το 18,5% του ΑΕΠ, ενώ εμπόριο, υπηρεσίες και δημόσιο το 81,5%. Ουσιαστικά από τις αρχές της δεκαετίας του 80 συντελείται η πορεία αποβιομηχάνισης της χώρας και εμφανίζονται τα μόνιμα και υψηλά ελλείματα στο εμπορικό ισοζύγιο. Ενδεικτικά πάλι, αρκεί να δούμε το έτος 2008 με το μεγαλύτερο ΑΕΠ. Το έλλειμα είναι της τάξης των 48 δις αντιστοιχώντας περίπου στο 20% του ΑΕΠ.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, σε μια πορεία συνεχούς κερδοφορίας για την αστική τάξη, με σχέση αναλογίας φορτώνει την οικονομία της με ελλείματα και το κράτος της με ένα συνεχές διογκούμενο χρέος. Με αυτό το τρόπο ο λαός και οι εργαζόμενοι πλήρωσαν και πληρώνουν διπλά και τρίδιπλα τα κέρδη των ιμπεριαλιστών από την αποβιομηχάνιση της χώρας, αλλά και την ανάπτυξη και τη κερδοφορία της ντόπιας αστικής τάξης ακόμη και σε συνθήκες κρίσης.
Ας δούμε τώρα τη πορεία του ΑΕΠ τα τελευταία 9 χρόνια, τα χρόνια της κρίσης. Το ΑΕΠ από τα 242 δις που έφτασε το 2008 κατεβαίνει στα 178 δις το 2017 πραγματοποιώντας μια κάθετη πτώση ποσοστού 26,55%. Ορθά λέγεται ότι αυτή η πτώση είναι πρωτόγνωρη για μια χώρα σε καιρό ειρήνης. Η αστική τάξη έχασε λίγο πάνω από το ? του ΑΕΠ που σημαίνει μια ραγδαία μείωση του κύκλου εργασιών της και μια σημαντική υποβάθμιση στον παγκόσμιο καταμερισμό. Ταυτοχρόνως, σημαίνει μαζική εκκαθάριση στο εσωτερικό της μέσα από τη διαδικασία συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης, καθώς και αναδιάταξη δυνάμεων- κεφαλαίων στους κόλπους της. Αυτή τη θέση της αστικής τάξης διαπραγματευτήκαν οι κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένου και του ΣΥΡΙΖΑ, με τους ιμπεριαλιστές, βάζοντας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων κατά βάση τη γεωστρατηγική θέση της χώρας και τη γεωπολιτική σημασία της στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους.
Από την άλλη όμως αν δούμε μια συνολικότερη εικόνα του ΑΕΠ, εξετάζοντας την για μεγαλύτερη περίοδο τότε παρατηρούμε το εξής: το 1995 το ΑΕΠ ανήλθε στα 93 δις και μέσα από μια συνεχή αύξηση του αγγίζει το μέγιστο του το 2008. Από κει και πέρα πέφτει για να καταλήξει το 2017, όπως αναφέραμε στα 178 δις. Δηλαδή παρά τη κρίση, το ΑΕΠ μέσα σε μια περίοδο σχεδόν εικοσαετίας διπλασιάζεται.
Δίπλα τώρα σε αυτά τα στοιχεία να εξετάσουμε τα στοιχεία που σχετίζονται με τους μισθούς έχουμε την εξής εικόνα. Τη περίοδο 1995-2009 η αύξηση των μισθών ήταν 30% η οποία όμως εξανεμίσθηκε ολοσχερώς τη περίοδο 2010-2015 με τη μείωση που υπέστησαν κατά 30,5%. Πιο συνολική εικόνα έχουμε αν συνυπολογίσουμε το αυξημένο κόστος ζωής, τη μείωση των συντάξεων και την φοροληστρική επιδρομή που έχει δεχτεί ο λαός.
Με λίγα λόγια ενώ η ντόπια κεφαλαιοκρατική τάξη διπλασιάζει τα κέρδη της στην εικοσαετία που εξετάσαμε, ο λαός και οι εργαζόμενοι φτωχοποιούνται, πετιούνται μαζικά στην ανεργία, την εξαθλίωση και την ανέχεια. Ταυτόχρονα η αστική τάξη, με τα μνημόνια κατάφερε να επιβάλει ένα νέο νομικό εργασιακό καθεστώς που προσομοιάζει σε εργασιακό μεσαίωνα, πετυχαίνοντας έτσι μιας μεγάλης έκτασης νίκη πάνω στην εργατική τάξη, ενισχύοντας τη πολιτική και ταξική της κυριαρχία. Αυτό εννοούσαν οι αστοί όταν έλεγαν «να δούμε τη κρίση σαν ευκαιρία».
Συμπερασματικά, σε συνθήκες κρίσης βάθυνε η ιμπεριαλιστική εξάρτηση σε όλα τα πεδία. Έκφραση τέτοια είναι η ομολογημένη εποπτεία ως το 2060, η υποθήκη της χώρας στο υπερταμείο για 99 χρόνια, ο έλεγχος των τραπεζικού συστήματος από τους ιμπεριαλιστές, η παραπέρα πρόσδεση της χώρας στο αμερικανοΝΑΤΟϊκό άρμα κ.α. Ταυτόχρονα σε συνθήκες κρίσης η αστική τάξη ενίσχυσε τη θέση της απέναντι στην εργατική τάξη και το λαό.
Σήμερα, η λεγόμενη έξοδος από τα μνημόνια, που αποτελεί προϊόν του συμβιβασμού ΗΠΑ-ΕΕ, καλλιεργεί «ελπίδες» χαλάρωσης της οικονομικής ασφυξίας και βελτίωση της θέσης της αστικής τάξης στο παγκόσμιο καταμερισμό. Αυτές οι «ελπίδες» όχι μόνο δεν έχουν σχέση με τα συμφέροντα του λαού, αλλά είναι και σε ευθεία σύγκρουση μαζί τους.
Η ντόπια αστική τάξη υφαίνει το νέο της αφήγημα πάνω στον ιμπεριαλιστικό ιστό που απλώνεται στην ευρύτερη περιοχή. Συνδέει και προσαρμόζει το αφήγημα αυτό με τις γεωπολιτικές προτεραιότητες των ιμπεριαλιστών, με τους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς που προωθούν και στα οικονομικά περιθώρια που αφήνουν. Σε αυτές τις προτεραιότητες και τα περιθώρια το ντόπιο μεταπρατικό κεφάλαιο αναζητάει τα νέα πεδία κερδοφορίας, δίπλα στα παραδοσιακά. Το νέο αφήγημα συνοψίζεται στο τρίπτυχο: κόμβος- ενέργεια- υπηρεσίες. Ωστόσο το κατά πόσο θα περπατήσει δεν θα είναι αποτέλεσμα ενός «εθνικού σχεδιασμού» αλλά της έκβασης του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού στη περιοχή καθώς και της κατανομής ρόλων που θα μοιράσουν οι ιμπεριαλιστές στις αστικές τάξεις της.
Στο πλαίσιο που ορίζει ο ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός, οξύνεται και ο ανταγωνισμός των αστικών τάξεων των χωρών της περιοχής. Η ντόπια αστική τάξη ευελπιστεί ότι η παραπέρα πρόσδεση της στο αμερικανοΝΑΤΟϊκο άρμα, η μετατροπή της χώρας σε μια απέραντη στρατιωτική βάση- πλατφόρμα εξορμήσεων των Αμερικάνων, αλλά και ρόλος του ντίλερ των αμερικανικών σχεδιασμών στα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο θα την ενισχύσει σε σχέση με τις ανταγωνίστριες γειτονικές αστικές τάξεις και ιδιαίτερα με τον προαιώνιο εχθρό, τη τούρκικη αστική τάξη. Θεωρεί ότι η αμερικανόπνευστη Συμφωνία των Πρεσπών για το σφράγισμα των Βαλκανίων από την ρωσική διείσδυση, στον ίδιο καμβά η αμερικανοκαθοδηγούμενη τετραμερής των Βαλκανίων αλλά και πιο ιδιαίτερα οι τριμερείς αντιδραστικοί συμμαχικοί άξονες Ελλάδας- Κύπρου- Ισραήλ και Ελλάδας- Κύπρου- Αιγύπτου, τα γεωτρύπανα στη κυπριακή ΑΟΖ, οι αμερικανοΝΑΤΟϊκοί στόλοι στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο, δημιουργούν ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την ενίσχυση του ρόλου και της θέσης της. Ιδιαίτερα, η οξυμένη κόντρα ΗΠΑ- Τουρκίας που έχει οδηγήσει, μεταξύ άλλων, στον ενεργειακό αποκλεισμό της Τουρκίας από τις ΗΠΑ, θεωρεί ότι της δίνει σοβαρό πλεονέκτημα.
Ο ανταγωνισμός των δυο αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας οξύνεται, ενώ μέσα από ένα μίγμα τυχοδιωκτισμού, εθνικισμού και υποτέλειας, οι δυο αστικές τάξεις «διαπραγματεύονται» με τους ιμπεριαλιστές το ρόλο τους στη περιοχή. Με δεδομένο τον εξαρτημένο, από τη Δύση, χαρακτήρα των δυο αστικών τάξεων, τον επιθετικό, από τη φύση τους, χαρακτήρα, αλλά και την αξιοποίηση των εθνικισμών από τους ιμπεριαλιστές, καταλήγουμε στο εξής συμπέρασμα: ότι πρόκειται για έναν αντιδραστικό ανταγωνισμό που πρέπει να καταδικαστεί και από τους δυο λαούς, ότι αυτός ο ανταγωνισμός εμπεριέχει στο DNA του τη διαδικασία αλλαγής συνόρων, ότι οδηγεί τους λαούς να γίνουν κρέας στα κανόνια των ιμπεριαλιστών για το ξαναμοίρασμα της περιοχής. Οπότε, με οποιαδήποτε μορφή και αν πριμοδοτείτε μια τέτοια διαδικασία, ακόμη και με αναφορές στο λεγόμενο Δίκαιο της Θάλασσας σχετικά με τα 12 ν.μ. και την ΑΟΖ, απογυμνώνοντας τις αντιθέσεις από το πραγματικό ταξικό περιεχόμενο, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ιαχή πολέμου. Όταν μάλιστα δυνάμεις με αναφορά στην Αριστερά υιοθετούν τέτοια «αφηγήματα», τότε γίνονται ουρά των αστικών τάξεων και των ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων και σχεδιασμών».
Φίλοι, συναγωνιστές και σύντροφοι,
Το σύνολο των θέσεων της 9ης Συνδιάσκεψης θα παλέψουμε και θα προωθήσουμε με όλες μας τις δυνάμεις μέσα στο λαό, στο κίνημα και τους αγώνες. Η κρισιμότητα και η επικινδυνότητα των εξελίξεων αυτό επιβάλουν. Θα το κάνουμε με όποια ευκαιρία μας δοθεί και σε όποια πολιτική μάχη έχουμε μπροστά μας, σε μια προσπάθεια να προετοιμάσουμε το λαό και τους εργαζόμενους να οργανώσουν τη πάλη τους. Σε αυτό το σημείο όμως θα δώσω το λόγο στο σύντροφο Γιάννη για να τοποθετηθεί πάνω στο ζήτημα της κατεύθυνσης που θέλουμε να αναδείξουμε.