Τα εκτελεστικά διατάγματα και υπομνήματα (12 μέχρι στιγμής) που έχει εκδώσει μέσα σε λίγες μέρες ο Τραμπ στέλνουν ποικίλα μηνύματα και σε πολλές κατευθύνσεις. Βέβαια, πολλά από αυτά είναι περισσότερο πρόθεση πολιτικής και κατεύθυνσης και δεν περιέχουν τις λεπτομέρειες που απαιτούνται για να διαμορφωθεί ένα οριστικό αποτέλεσμα. Από την άλλη, τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο, πέρα από το γεγονός ότι για πρώτη φορά υπάρχει τόσο έντονη αντίδραση σε Αμερικανό πρόεδρο. Και βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή και σε αναμονή του σχεδίου της εξωτερικής πολιτικής της νέας ηγεσίας. Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ποιες αλλαγές θα προκύψουν στην πολιτική της ΕΕ και την αντίληψη του Βερολίνου για την ΕΕ; Πώς θα αντιδράσει η Βρετανία αλλά και η ΕΕ χωρίς τη Βρετανία και πώς τέλος θα αντιδράσουν οι χώρες που βρίσκονται στο «στόχαστρο»; Όλα αυτά δείχνουν να ανοίγουν μια νέα περίοδο αναταραχής στις διεθνείς σχέσεις και όλοι (ανταγωνιστές και σύμμαχοι) προσπαθούν να επανατοποθετηθούν. Όπως και να έχει, αυτή τη στιγμή οι πρωτοβουλίες βρίσκονται στην αντίπερα όχθη και του Ατλαντικού και… του Ειρηνικού. Δηλαδή, στις ΗΠΑ.
Από τις πρώτες κινήσεις του επιτελείου του Τραμπ, διαπιστώνεται η πρόθεση για διαμόρφωση ενός νέου συνόλου πιέσεων και ελέγχου προς συμμάχους, συνεργάτες, νυν και μελλοντικούς αντιπάλους. Δηλαδή, νέες ισορροπίες. Ενδεικτικό παράδειγμα σε αυτό ήταν οι συναντήσεις του Τραμπ με την Βρετανίδα πρωθυπουργό Μέι και το τηλεφώνημά του με τον Αυστραλό πρωθυπουργό Τέρνμπουλ. Όσο και αν φάνηκε πως έχασε την ψυχραιμία του με τον δεύτερο (σχεδόν τον έβρισε) και πίεσε διακριτικά τη πρώτη, επί της ουσίας έθεσε όρια και στους δύο, δείχνοντας ότι με τη νέα πολιτική των ΗΠΑ, για να υπάρξει συνεργασία, απαιτείται σύμπλευση. Κάτι ανάλογο αφορά και το Ισραήλ και τους νέους εποικισμούς στα κατεχόμενα: διεμήνυσε ότι δεν είναι η κατάλληλη στιγμή. Μάλλον «τσεκάρεται» κάτι που είχε τονίσει προεκλογικά ο Τραμπ μιλώντας για «λευκές επιταγές», αναφερόμενος στις μηδενικές ανοχές που θα επιδείξει σε περιπτώσεις κινήσεων που εκθέτουν σε κινδύνους τα συμφέροντα των ΗΠΑ.
Είναι γεγονός πως οι ισχυροί σύμμαχοι των ΗΠΑ είναι σε έκδηλη αμηχανία. Εδώ συμπεριλαμβάνεται και η Βρετανία, που διερευνά διαθέσιμες επιλογές μετά το Brexit. Η Μέι, αφού ο Τραμπ απέρριψε, ως πρόωρη, την πρόσκληση του Λονδίνου, ήταν ο πρώτος ξένος ηγέτης που υποδέχθηκε ο Λευκός Οίκος. Όμως, δεν φαίνεται να αποκόμισε ιδιαίτερα πράγματα, παρά το ότι σε δημόσια ομιλία της θεώρησε, στη βάση της κοινής ιστορίας των δύο κρατών, την «ειδική σχέση» ΗΠΑ – Βρετανίας (και της δική της με τον Τραμπ) ως μια νέα εκδοχή του ισχυρού διδύμου της δεκαετίας του ‘80, Θάτσερ και Ρέιγκαν. Αν και την ενθουσίασε η αναγγελία από τον οικοδεσπότη μιας διμερούς εμπορικής συμφωνίας (η πρώτη της θητείας του), αυτή δεν θα μπορεί να τεθεί σε ισχύ παρά μόνο όταν η Βρετανία αποχωρίσει εντελώς από την ΕΕ: δηλαδή όχι πριν από ένα έως δύο χρόνια. Μπορεί το Λονδίνο να ψάχνεται γενικώς και σε άλλα μήκη και πλάτη, αλλά διακαώς θέλει να χρησιμοποιήσει το προνόμιο να συνεχίσει να συναλλάσσεται με την ΕΕ. Μια ιδέα σίγουρα έξυπνη, αλλά που προσκρούει στην αντίληψη (εντελώς βάσιμη, άλλωστε) που έχουν οι άλλοι Ευρωπαίοι για τον ρόλο της, ως «δούρειο ίππο» άλωσης της ΕΕ, όπως είπε ο «σοσιαλιστής» Πινέλα στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο.
Η Γερμανία δεν ανησυχεί τόσο για την «ειδική σχέση» της Βρετανίας με τις ΗΠΑ, όσο για τους τρόπους με τους οποίους η αμερικανική πολιτική θα μπορούσε, αν θελήσει, να επιταχύνει τη διάλυση της ΕΕ. Η μέχρι τώρα στάση της γερμανικής ηγεσίας δείχνει να έχει μελετήσει προσεκτικά τους υποβολείς της ρητορικής του Τραμπ.
Ο Τραμπ υποχρεώνει (εκβιάζει) την ΕΕ, με τη βοήθεια της Βρετανίας, στο να πάρει κρίσιμες αποφάσεις και σύντομα. Για να γίνει όμως αυτό, θα πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον ένα πλάνο για το προς τα πού θα κινηθεί, αλλά κάτι τέτοιο, πριν από τις γαλλικές και γερμανικές εκλογές, είναι εξαιρετικά δύσκολο. Μέχρι να τους επιτρέψουν οι συνθήκες να αποφασίσουν οριστικά για το πλαίσιο της νέας αρχιτεκτονικής, πολλά πράγματα, σε ότι αφορά τις νέες διεθνείς ισορροπίες, ενδεχομένως δεν θα είναι ίδια. Κι αυτά, την ίδια στιγμή που ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Τουσκ, προειδοποιεί πως όλα αυτά «συνιστούν προβλήματα επαρκή για να καταστήσουν το μέλλον της ΕΕ απολύτως απρόβλεπτο» και πως η απάντηση της ΕΕ «θα πρέπει να είναι αποφασιστική και έντονη».
Το άμεσο ζήτημα που τίθεται είναι το ποιος θα άρει πρώτος τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Ήδη πληθαίνουν οι φωνές στην ΕΕ για άρση των κυρώσεων πριν το κάνουν οι Αμερικανοί και με το ίδιο σκεπτικό που παρουσίασε ο Τραμπ: ότι είναι αναποτελεσματικές! Βέβαια, υπάρχει και επιπλέον λόγος, όπως τον απέδωσε ο Ρομάνο Πρόντι: «δεν μπορούμε να είμαστε αιχμάλωτοι ενός παραδόξου, σύμφωνα με το οποίο η χώρα, η οποία επέμενε περισσότερο από όλους στις κυρώσεις, να προχωρά σε άρση, κι εκείνοι που πλήρωσαν για τις κυρώσεις έναν μεγάλο λογαριασμό, δηλαδή η Ε.Ε. και η Ιταλία, να παραμένουν όμηροί της». Σωστό!
Ωστόσο, εκεί που επικρατεί πραγματική ταραχή είναι στα επιτελεία του ΝΑΤΟ, καθώς ο Τραμπ εξακολουθεί να το θεωρεί «παρωχημένο θεσμό». Κι από ότι φαίνεται, η Μέι, επιστρέφοντας από τις ΗΠΑ, δεν κατάφερε να καθησυχάσει τις οποιεσδήποτε ανησυχίες των άλλων Ευρωπαίων για το ΝΑΤΟ, λέγοντας ότι: «μόνο αν επενδύσουμε σωστά στην άμυνά μας, θα μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι θα είμαστε κατάλληλα εξοπλισμένοι για να αντιμετωπίσουμε τις κοινές προκλήσεις μαζί». Με άλλα λόγια: δεν μπορείτε πλέον να απολαμβάνετε μερίσματα χωρίς κόστος!
Επόμενο ήταν η άτυπη Σύνοδος κορυφής στη Μάλτα να γίνει υπό τη σκιά του Τραμπ και των όσων προϊδεάζει η θητεία του. Η Μέι, την πρώτη μέρα, αφού δοκίμασε τις δυνάμεις της με κάποια ανοίγματα και κάποιες ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τον άνθρωπο Τραμπ, αναχώρησε προς Τουρκία, αφήνοντας τους ομολόγους της να μιλήσουν για το μέλλον της ΕΕ των 27 και για τους εορτασμούς της 60ης επετείου της Συνθήκης της Ρώμης, στις 25 Μαρτίου, στην ιταλική πρωτεύουσα. Οι οποίοι, όπως φαίνεται, δεν θα είναι πολύ «εορταστικοί».
Μετά και την επικύρωση του Brexit από το βρετανικό κοινοβούλιο, ανοίγει και η ουσιαστική συζήτηση για το πού θα πάει η Ευρώπη. Ο νέος γαλλο-γερμανο-ιταλικός άξονας που επιχειρείται να στηθεί, φαίνεται να συμφωνεί στην κατεύθυνση που πρέπει να πάρει η ΕΕ, αφού πλέον μια Ευρώπη διαφορετικών ταχυτήτων έχει πλέον νόημα: «Τα τελευταία χρόνια έδειξαν πως θα υπάρξει μια ΕΕ πολλαπλών ταχυτήτων και ότι δεν πρέπει να συμμετέχουν πάντα όλες οι χώρες- μέλη στα ίδια στάδια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» δήλωσε η Μέρκελ. Και ως παράδειγμα, αναφέρθηκε στο ευρώ. Υπογράμμισε μάλιστα τη σημασία της καταγραφής της πρότασης για μια Ευρώπη πολλαπλών ταχυτήτων, στο τελικό ανακοινωθέν των εορτασμών για τα 60 χρόνια από την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης. «Είναι σίγουρα θετικό το ότι η καγκελάριος Μέρκελ ξεπέρασε τη μέχρι τώρα διστακτικότητά της και υιοθέτησε θέσεις που έχουν επεξεργασθεί η Ιταλία και άλλες χώρες μέλη» δήλωσε ο υφυπουργός παρά την προεδρία της ιταλικής κυβέρνησης, αρμόδιος για ευρωπαϊκά θέματα, Γκότζι.
Η συζήτηση για την Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων είναι πολύ παλιά στην ΕΕ. Αναθερμάνθηκε ωστόσο –και στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο– πέρυσι τον Ιούνιο, στη Σύνοδο Κορυφής που καλέστηκε αμέσως μετά το δημοψήφισμα για το Brexit. Μπορεί λοιπόν η δήλωση της Γερμανίδας Καγκελαρίου να μην ήταν «κεραυνός εν αιθρία», ήταν όμως η πρώτη φορά που η Μέρκελ μιλά ανοιχτά για μια Ευρώπη πολλαπλών ταχυτήτων, παραδεχόμενη εμμέσως πλην σαφώς ότι τα λόγια περί «ολοκλήρωσης» καθώς και οι αναφορές στις «κοινές ευρωπαϊκές αξίες» είναι… προσχηματικά.
Όμως, η βαθύτερη ανησυχία της Γερμανίας αφορά τη στοχοποίησή της από τις ΗΠΑ, δια στόματος Τραμπ. Η δήλωση ότι «η Γερμανία επωφελείται από τις ευνοϊκές εμπορικές συνθήκες και από ένα αποδυναμωμένο νόμισμα μέσω του ευρώ» αντιστοιχεί σε επίθεση στην ευρωζώνη. Ενώ η δήλωση ότι «κατά βάση, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι το μέσον για την επίτευξη του στόχου της Γερμανίας» πάει πολύ μακρύτερα. Βέβαια, δεν είναι ακριβώς έτσι! Και αυτό, διότι οι ΗΠΑ συνέβαλαν καθοριστικά σε αυτό. Το χρειάζονταν, καθώς με την ομπρέλα του ΝΑΤΟ έδεναν στρατιωτικά τη δυτική Ευρώπη, στον ρόλο του αναχώματος απέναντι στην Σοβιετική Ένωση και ταυτόχρονα εξασφάλιζαν την κυριαρχία τους στην Ευρώπη. Οι ΗΠΑ, χτυπώντας τη σημερινή Γερμανία, με στόχο να την περιορίσουν και να ελέγξουν και αυτή και την ΕΕ, διακυβεύουν πολύ σημαντικότερα πράγματα.
Το βέβαιο είναι πως οι ΗΠΑ, ως ηγεμονική ιμπεριαλιστική δύναμη, και σε κάθε περίπτωση, επιδιώκουν να διαμορφώσουν όρους για ακόμη μεγαλύτερη επιθετικότητα. Ωστόσο, σήμερα φαίνεται πως κάτι περιπλέκει τα πράγματα. Και αυτό δεν μπορεί να είναι μόνο η νέα διοίκηση του Λ. Οίκου και οι πολιτικές τακτικές και πρακτικές που υιοθετεί. Είναι μια συνολικότερη εσωτερική ταλάντευση, που διαμορφώνει ένα διχαστικό τοπίο σε σχέση με τα βασικά κέντρα εξουσίας. Και αυτό ίσως την κάνει πιο επικίνδυνη, γιατί καμιά φορά αυτή η εσωτερική συνοχή των κέντρων εξουσίας επιβάλλεται και με το ζόρι.
Χ Β