14 ΝΟΕΜΒΡΗ 2020

Προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ: Θα αλλάξει η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ;

Άρθρο από την Προλεταριακή Σημαία (φύλλο 882)

Ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, στο «πρόσωπο» του Μπάιντεν συναντιούνται οι προσδοκίες ώστε να καταστεί «παρένθεση» η διοίκηση Τραμπ στην εξωτερική πολιτική και ταυτόχρονα η «προσγείωση» αυτών των προσδοκιών στην πραγματικότητα που «απαιτεί» τη συνέχιση σημαντικών πτυχών αυτής της πολιτικής. Τι εννοούμε με αυτό το επιφανειακά οξύμωρο σχήμα;

Ότι πληθαίνει το «ρεύμα» των αναλυτών στις «δεξαμενές σκέψης» της υπερδύναμης που συγκλίνουν -παρά τις πολλές διαφορετικές οπτικές τους- στο εξής: μπορεί ο «τρόπος του Τραμπ», οι μοχλεύσεις που επιχείρησε η διοίκηση Τραμπ σε όλα τα πεδία των διεθνών σχέσεων να μην ήταν πάντα οι πιο «σοφές» ή και να οδήγησαν σε ορισμένες περιπτώσεις σε οριακές καταστάσεις. Ωστόσο έθεσαν με τον πιο επιτακτικό τρόπο ένα ερώτημα στους ιθύνοντες του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και επιχείρησαν μια «απάντηση». Το ζήτημα αφορά το εάν μπορούσε να αντιμετωπιστεί η σχετική αποδυνάμωση των ΗΠΑ σε σχέση με αντιπάλους, ανταγωνιστές και συμμάχους με την έως τότε «αντίληψη» που κυριαρχούσε στα επιτελεία. Η απάντηση που δόθηκε από τη διοίκηση Τραμπ ήταν «όχι» και μαζί με αυτό τέθηκε πως οι ΗΠΑ πρέπει να επιχειρήσουν μια έως και «ανορθόδοξη» παγκόσμια μόχλευση, να ξαναθέσουν όλες τις σχέσεις αντιπαλότητας, ανταγωνισμού ή συμμαχίας και εταιρικότητας υπό αμφισβήτηση, ώστε να τις οικοδομήσουν ξανά και να ξαναμπούν (οι ΗΠΑ) με καλύτερους από πριν όρους σε θέση πλανητικής ηγεμονίας.

Γι’ αυτό το επιτελείο αλλά και ο ίδιος ο Μπάιντεν, που ετοιμάζεται να πάρει στα χέρια του την διοίκηση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, πιστοποίησε εγκαίρως (Ιανουάριος 2020) με τα γραφόμενά του το εξής: ότι όσον αφορά την εξωτερική πολιτική και παρά την αλλαγή/διαφοροποίηση ορισμένων από τα στοιχεία τακτικής και επιμέρους επιλογών της διοίκησης Τραμπ, στο αμερικανικό κατεστημένο  έχει γίνει πεποίθηση πως για να αντεπεξέλθουν και να βγουν νικήτριες οι ΗΠΑ στην «εποχή του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων», όπως χαρακτηριστικά το περιγράφει η «Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας» του 2017 και 2018, δεν μπορούν να «σκέφτονται» όπως πριν.

Όπως προτρέπει και ο Richard Fontaine, διευθύνων σύμβουλος του Center for a New American Security, η νέα διοίκηση θα πρέπει να χρησιμοποιήσει το «απόθεμα μόχλευσης» της προηγούμενης διοίκησης ως πλεονέκτημα για την κατάχτηση των στόχων των ΗΠΑ.

Τα προηγούμενα δεν σημαίνουν «σύμπτωση» απαντήσεων, αλλά επανατοποθέτησή τους σε ένα νέο περιβάλλον. Όπως άλλωστε δείχνουν τα όσα προηγήθηκαν των εκλογών αλλά και αυτά που εξελίσσονται, στους κόλπους της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης των ΗΠΑ παραμένει ενεργή η διαπάλη και τα βασικά ερωτήματα για τους πιο αποτελεσματικούς δρόμους αναπαραγωγής και πολύ περισσότερο αναβάθμισης της ηγεμονικής θέσης του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στον πλανήτη.

Στάση έναντι της Ρωσίας και της Κίνας

Όσον αφορά τη Ρωσία, είναι για μας κάτι παραπάνω από δεδομένο ότι θα κλιμακωθεί η πολιτική της στρατηγικής περικύκλωσης του υπ’ αριθμόν ένα στρατηγικού ανταγωνιστή των ΗΠΑ. Εδώ ο Τραμπ αναγκάστηκε από το αμερικανικό «βαθύ κράτος» να αφήσει κατά μέρους τις «ιδιόρρυθμες» σκέψεις του και να κινηθεί με απόλυτη συνέπεια στην προηγούμενη ρότα. Πόσο μάλλον η διοίκηση Μπάιντεν, που ασκούσε σκληρή κριτική στις «φιλορωσικές» (!) αντιλήψεις του Τραμπ. Από κει και πέρα, μένει να δούμε εάν θα κινηθεί, όπως έχει εξαγγείλει, στην ανανέωση της συμφωνίας START για τα πυρηνικά, για να κερδίσει χρόνο, ή θα επιχειρήσει όπως ο προκάτοχός του να εκβιάσει -με την αποχώρησή του- μια επανίδρυση της συμφωνίας με τη συμμετοχή και της Κίνας, όπως έκανε ο Τραμπ.

Το πιο χαρακτηριστικό δείγμα συνέχειας των πεπραγμένων της διοίκησης Τραμπ αποτελεί η δέσμευση Μπάιντεν «για μεγαλύτερο ανταγωνισμό με την Κίνα» (ή, διατυπωμένο αλλιώς: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να γίνουν σκληρές με την Κίνα»). Όχι γιατί η διοίκηση Τραμπ έθεσε πρώτη το ζήτημα της Κίνας, αλλά γιατί αυτή πέρασε τον «Ρουβίκωνα», ανατρέποντας το δίπολο εταίρος-ανταγωνιστής υπέρ του δεύτερου πόλου. Άλλωστε, και η κριτική που διατυπώνεται καιρό τώρα προς την απερχόμενη διοίκηση για την αντιμετώπιση της Κίνας αφορά τους «κακοσχεδιασμένους εμπορικούς πολέμους» του Τραμπ, ενώ συνδέει άμεσα την ανταπόκριση σ’ αυτόν τον πόλεμο με την παραμέληση των συμμαχιών και το εσωτερικό μέτωπο: «…η διοίκησή μου θα εξοπλίσει τους Αμερικανούς για να πετύχουν στην παγκόσμια οικονομία - με μια εξωτερική πολιτική για τη μεσαία τάξη. Για να κερδίσουν τον ανταγωνισμό για το μέλλον εναντίον της Κίνας ή οποιουδήποτε άλλου, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να ακονίσουν την πρωτοποριακή τους αιχμή και να ενώσουν την οικονομική ισχύ των δημοκρατιών σε όλο τον κόσμο».

Και βέβαια, επειδή «η οικονομική ασφάλεια είναι εθνική ασφάλεια» (άλλη «αντιγραφή» των απόψεων της διοίκησης Τραμπ, όπως και τα παρακάτω), η νέα διοίκηση υπόσχεται ότι θα κάνει τεράστιες επενδύσεις σε υποδομές, έρευνα και ανάπτυξη. Επίσης, και ενώ δεν θα πρέπει να αρνηθούν (οι ΗΠΑ) να προχωρούν σε νέες εμπορικές συμφωνίες (διότι «οι χώρες θα διαπραγματεύονται με ή χωρίς τις Ηνωμένες Πολιτείες»), η νέα διοίκηση δεν θα συνάψει «νέες εμπορικές συμφωνίες μέχρι να έχουμε επενδύσει σε Αμερικανούς και να τους έχουμε εξοπλίσει για να επιτύχουν στην παγκόσμια οικονομία»! Τοποθέτηση που φυσικά δεν αφορά μόνο τις Ρωσία και Κίνα αλλά και τους Ευρωπαίους και συνολικά τη «Δύση». Πρώτο δείγμα αυτής της προσχώρησης στην αντίληψη «Τραμπ» αποτελεί η αποδοχή, ως αντιπολίτευση, της συμφωνίας ΗΠΑ - Καναδά – Μεξικού που αντικατέστησε τη NAFTA.

Ακόμα και για συμφωνίες άλλης φύσης, όπως η συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν, από την οποία ο Τραμπ απέσυρε τις ΗΠΑ, η διατυπωμένη θέση Μπάιντεν αναφέρει πως θα προσπαθήσει να την ξαναφέρει σε ισχύ με την προϋπόθεση «η Τεχεράνη να επιστρέψει στην αυστηρή συμμόρφωση ως προς τη συμφωνία», ενώ δεσμεύεται οι ΗΠΑ να αντιδρούν «αποτελεσματικότερα στις άλλες αποσταθεροποιητικές δραστηριότητες του Ιράν»! Την, δε, απόφασή του για την επαναφορά των ΗΠΑ στη Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα τη συνδέει ευθέως με το -από κοινού με τους Ευρωπαίους- άγριο στρίμωγμα της Κίνας.

Συνολικά απέναντι σε Ρωσία και έπειτα Κίνα, η νέα διοίκηση φαίνεται πως θα κινηθεί σε τροχιά αύξησης της στρατηγικής πίεσης, προσπαθώντας παράλληλα να ξαναβάλει στη φαρέτρα της «όπλα» που η προηγούμενη διοίκηση περιόρισε στο ελάχιστο, όπως οι ιδεολογικοί συνεκτικοί δεσμοί και οι συμμαχίες. Αυτό το νόημα έχει η δέσμευση πως «οι Ηνωμένες Πολιτείες θα οργανώσουν και θα φιλοξενήσουν μια παγκόσμια Διάσκεψη Κορυφής για τη Δημοκρατία, για να ανανεώσουν το πνεύμα και τον κοινό σκοπό των εθνών του ελεύθερου κόσμου», όπως και οι αντίστοιχες για παραμερισμό της «τοξικής» συμπεριφοράς των ΗΠΑ έναντι των δυτικών συμμάχων του στα πλαίσια των σχέσεων ΗΠΑ- ΕΕ, του ΝΑΤΟ και γενικότερα της Δύσης. Ωστόσο, και σ’ αυτό το καίριο ζήτημα τίποτε δεν είναι όπως πριν - και οι Ευρωπαίοι «κρατούν μικρό καλάθι» και η νέα διοίκηση δεν κρύβει πως πέραν των «συμπεριφορών» υπάρχουν ουσιώδη πράγματα που πρέπει να αλλάξουν στη μεταξύ τους σχέση.

Η σχέση ΗΠΑ και ΕΕ, το ΝΑΤΟ και η περίπτωση της Βρετανίας

Ενώ είναι φανερό πως στο επίπεδο των σχέσεων των ΗΠΑ με την ΕΕ η νέα διοίκηση Μπάιντεν θα ήθελε να επιδιώξει τον περιορισμό της εκατέρωθεν καχυποψίας και να αφήσει στην άκρη τις «αγαρμποσύνες» του Τραμπ, είναι αλήθεια πως η πραγματικότητα θα βάλει μια σειρά εμπόδια στην αποκατάσταση μια ουσιαστικής «συνεννόησης». Κανένα τμήμα της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης των ΗΠΑ δεν αποδέχεται τη συνεχιζόμενη στρατηγική ενεργειακή συνεργασία της Γερμανίας με τη Ρωσία. Το ίδιο ενοχλημένες είναι όλες οι μερίδες της και με τις κλιμακούμενες προσπάθειες της Γαλλίας να χωθεί στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο με αυτόνομο τρόπο (Λίβανος, Κύπρος, Ελλάδα) και όχι όπως πριν, στα πλαίσια του ΝΑΤΟ και σε συνεννόηση με τις ΗΠΑ (βλέπε Συρία, στην οποία βέβαια η Γαλλία και η Γερμανία «αδειάστηκαν» από τις ΗΠΑ).

Στο οικονομικό πεδίο, και η νέα διοίκηση θα παλέψει ώστε τουλάχιστον να μην κλείσει κι άλλο η ψαλίδα μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ. Αντίστοιχα στα πλαίσια του ΝΑΤΟ η κατάσταση της πίεσης για συμμόρφωση των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών στους στρατηγικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ μάλλον θα μεγαλώσουν. Ίσως να αφεθεί στην άκρη ο στρατηγικός εκβιασμός του Τραμπ περί αποχώρησης των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ (εμείς δεν τον πιστέψαμε ποτέ), αλλά έστω και με πιο διακριτικούς ή έμμεσους τρόπους θα συνεχιστεί η πίεση για συμμόρφωσή τους μέσω της απόφασης του ΝΑΤΟ για τις αμυντικές δαπάνες (που σημειωτέον ψηφίστηκαν επί προεδρίας Ομπάμα).

Από την «ανάποδη», ενώ ο Μπάιντεν ήταν πολέμιος του BREXIT διότι ήθελε τη βρετανίδα σύμμαχο ως μοχλό πίεσης και παρέμβασης στα εσωτερικά της ΕΕ, δεν θα πετάξει στο καλάθι των αχρήστων την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει την ειδική σχέση των ΗΠΑ με τη Βρετανία, που βρίσκεται σε αδύναμη θέση, για να αυξήσει τα πλεονεκτήματά του έναντι της ΕΕ.

Βαλκάνια, Μέση Ανατολή, Ανατολική Μεσόγειος και ελληνοτουρκικά

Η προηγούμενη διοίκηση δεν αποσύρθηκε ποτέ από την περιοχή, όπως λανθασμένα εξακολουθούν να ισχυρίζονται διάφοροι αναλυτές, που μπερδεύονταν από τις «μοχλεύσεις» με τις οποίες ο Τραμπ προσπαθούσε να αποτινάξει τα προβλήματα που του κληρονόμησε η διοίκηση Ομπάμα. Αντίθετα, οι ΗΠΑ ανέβασαν την επεμβατική τους πολιτική και με κύριο γνώμονα την αντιμετώπιση των ρώσικων επιτυχιών. Η νέα διοίκηση θα συνεχίσει απαρέγκλιτα αυτή την πορεία με όλες τις αναγκαίες προσαρμογές.

Ιδιαίτερα και όσον αφορά τον αντιδραστικό ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό, ισχύουν όσα γράψαμε στην πρόσφατη ανακοίνωση. Θα διαψευστούν όσοι –μάλλον λίγοι- από τη μεγαλοαστική τάξη της χώρας μας, που έσπευσε σαν καλός υποτακτικός και εξαρτημένος να δώσει τα διαπιστευτήριά της στον νέο εκπρόσωπο του υπερατλαντικού αφεντικού, προσβλέπουν σε μια ριζική αλλαγή της στάσης των ΗΠΑ στο πεδίο αυτό. Οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν και ίσως μεγαλώσουν την πίεση προς την τούρκικη ηγεσία ώστε να σταματήσει τις «παρεκκλίσεις» της από το αμερικανοΝΑΤΟϊκό πλαίσιο, χωρίς ωστόσο να θέλουν να τινάξουν στον αέρα τη στρατηγική σχέση. Από την άλλη, έχουν κάθε λόγο να στηρίζουν την ντόπια αστική τάξη στα σαφή φιλοαμερικανικά κλικ που έχει κάνει το προηγούμενο διάστημα και γι’ αυτό θα επιμείνουν  να κατοχυρωθούν σαν οι κύριοι επιδιαιτητές και ρυθμιστές  των ζητημάτων στην Ανατολική Μεσόγειο.

Αντί επιλόγου

Το ποιες ακριβώς τακτικές κινήσεις θα κάνει ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός θα εξαρτηθεί από τις ίδιες τις εξελίξεις και τη δυναμική τους. Πολλά θεωρούμενα ως δεδομένα θα τροποποιηθούν και πολλά «εκτός σχεδιασμού» θα υιοθετηθούν. Ωστόσο, μερικά πράγματα είναι σίγουρα:

Όπως το σχήμα ιμπεριαλισμός και απομονωτισμός απλά δεν ισχύει (ούτε και ίσχυσε επί Τραμπ), έτσι έχει αποδειχθεί και ιστορικά ότι η φύση και τα χαρακτηριστικά του ιμπεριαλισμού γενικά και ειδικά η φύση των στόχων του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, του πιο δυνατού ιμπεριαλισμού στον πλανήτη, είναι τέτοια που σπρώχνουν σε ορισμένες κατευθύνσεις. Τον ανάγκασαν και θα τον αναγκάζουν διαρκώς να προσφεύγει στη βία, να πριμοδοτεί τη «θερμή» διέξοδο, να αυξάνει τις πιέσεις, τους εκβιασμούς, την ένταση, να οξύνει τελικά τον ανταγωνισμό για να προωθηθούν πιο αποτελεσματικά οι παγκόσμιες επιδιώξεις του. Αυτό και μόνο αυτό φτάνει για να ανησυχούν περισσότερο οι λαοί στον πλανήτη, αλλά και για να κάνουν περισσότερα για να τον αντιμετωπίσουν.

Αναζήτηση
Κατηγορίες
Βιβλιοπωλείο-Καφέ

Γραβιάς 10-12 - Εξάρχεια
Τηλ. 210-3303348
E-mail: ett.books@yahoo.com
Site: ektostonteixon.gr