Η 6η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ(μ-λ) άνοιξε την Παρασκευή 24 Μάρτη με ανοιχτή εκδήλωση στο Πολυτεχνείο.
Στο κατάμεστο αμφιθέατρο βρέθηκαν σύντροφοι και συναγωνιστές από όλη την Ελλάδα και πλήθος αγωνιστών, εργαζόμενων και νεολαίας που θέλησαν να παρακολουθήσουν τους προβληματισμούς της οργάνωσής μας, τις θέσεις και τις εκτιμήσεις μας για την περίοδο που διανύουμε, τη φάση του συστήματος και την κατάσταση του κινήματος και της αριστεράς.
Παράλληλα, προβάλλονταν διαφάνειες από τις λαϊκές και νεολαιίστικες κινητοποιήσεις που έγιναν στα οκτώ χρόνια από την προηγούμενη Συνδιάσκεψη και από την παρέμβασή μας σε αυτές.
Η εκδήλωση ξεκίνησε με το χαιρετισμό των Τούρκων συντρόφων του TKP/ML και την ανάγνωση του χαιρετισμού που έστειλε η Επιτροπή Πολιτικών Προσφύγων από την Τουρκία. Ακολούθησαν οι χαιρετισμοί των ελληνικών οργανώσεων, οι οποίες ήταν περισσότερες από κάθε άλλη φορά: Αριστερή Ανασύνθεση, Αριστερή Ανασύνταξη, ΑΡΑΣ, ΕΕΚ, ΕΚΚΕ, ΚΕΔΑ, ΚΟΕ, Κομμουνιστική Ανανέωση, ΜΛ ΚΚΕ, ΝΑΡ, ΟΚΔΕ. Στους χαιρετισμούς κυριάρχησε το συναγωνιστικό πνεύμα, ενώ όλοι αναφέρθηκαν στην κοινή δράση των αριστερών δυνάμεων.
Το κύριο μέρος της εκδήλωσης περιλάμβανε την πολιτική εισήγηση από τη μεριά του απερχόμενου Καθοδηγητικού Οργάνου, την οποία έκανε ο σ. Αντρέας Βογιατζόγλου.
Μετά την εισήγηση, ο σ. Στέλιος Αγκούτογλου έκανε μια ιδιαίτερη αναφορά στους συντρόφους που έφυγαν από τη ζωή στο διάστημα που μεσολάβησε από την προηγούμενη Συνδιάσκεψη.
Τα χειροκροτήματα και τα συνθήματα έδωσαν ιδιαίτερο πανηγυρικό και αγωνιστικό χαρακτήρα στη συγκέντρωση. Ηταν μια πολύ πετυχημένη εκδήλωση, η οποία άνοιξε μια επίσης πολύ πετυχημένη διαδικασία.
Την πετυχημένη εκδήλωση ανοίγματος της 6ης Συνδιάσκεψης του κόμματός μας ακολούθησαν δύο μέρες πλούσιες σε συζήτηση γύρω από τα ζητήματα που απασχόλησαν και την προσυνδιασκεψιακή διαδικασία. Την πρώτη μέρα οι τοποθετήσεις των συνέδρων αφορούσαν τις πολιτικές εξελίξεις και τη δεύτερη μέρα τελείωσε ο απολογισμός και πραγματοποιήθηκε η εκλογή του νέου καθοδηγητικού οργάνου.
Γενική διαπίστωση είναι η διαφοροποίηση που υπήρξε από παλιότερες συνδιασκέψεις, αποτέλεσμα της ανάπτυξης της οργάνωσης και του απλώματος της δουλειάς σε μια σειρά από χώρους, οπότε και η συζήτηση επικεντρώθηκε μέσα από ζωντανά παραδείγματα στο τι αντιμετωπίζουμε σε αυτούς τους χώρους και στο πώς παρεμβαίνουμε στο εξής. Στα «καλά προβλήματα», όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε για το χαρακτήρα των προβλημάτων που αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή η οργάνωση, που προκύπτουν από αυτή ακριβώς τη δουλειά, οφείλεται και η επικέντρωση των περισσότερων ομιλητών σε στοιχεία απολογισμού της κίνησής μας και της λειτουργίας της οργάνωσης και όχι τόσο στο κομμάτι των πολιτικών εξελίξεων, αν και ήταν αναπόφευκτη η σύνδεση του ενός με το άλλο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αν η προηγούμενη συνδιάσκεψη διαπίστωσε γενικά το κάτι αλλάζει, σε αυτήν τη συνδιάσκεψη διαπιστώθηκαν πιο συγκεκριμένα και οι αντικειμενικές συνθήκες που το προκαλούν, αλλά και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει η έκφρασή του σε συγκεκριμένη, μόνιμη εστία αντίστασης.
Ενδεικτικά στα ζητήματα που αναδείχθηκαν από τη συζήτηση πάνω στις πολιτικές εξελίξεις ήταν η αναγκαιότητα της συνεχούς ανάλυσης των σχέσεων εξάρτησης της χώρας και η σύνδεσή τους με το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα, η προώθηση των αντιπολεμικών καθηκόντων των κομμουνιστών, ειδικά στις σημερινές συνθήκες όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, η πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση σε διάφορα ρεύματα ενσωμάτωσης, όπως αυτό της παγκοσμιοποίησης, η αναγκαιότητα να δοθούν κριτικές απαντήσεις σε αυτό που υπήρξε ως σοσιαλισμός, αλλά και η προβολή του ως όραμα διεξόδου για τις μάζες, το μέτωπο ενάντια στο ρεφορμισμό.
Μεγάλο κομμάτι αυτής της συζήτησης απασχόλησε το ζήτημα της επίθεσης του κεφαλαίου στα λαϊκά και εργατικά στρώματα, από τη μία, και των αντιστάσεων που δημιουργούνται από την άλλη. Αναλύθηκαν οι φάσεις που πέρασε αυτή η επίθεση από το ’80 και μετά και τα διαφορετικά ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά που απέκτησε μετά τις ανατροπές του ‘89-90, όταν ο καπιταλισμός βρέθηκε να δρα χωρίς αντίπαλο δέος. Πιο ιδιαίτερα, τις εξελίξεις των τελευταίων χρόνων στη χώρα μας και πώς αυτές αποτυπώνονται σήμερα στην κοινωνία και το συσχετισμό δυνάμεων, στην αστάθεια του πολιτικού σκηνικού και την έκφραση των ανταγωνισμών στη χώρα μας. Σωστά εκτιμήθηκε ότι αν ο χαρακτήρας της επίθεσης είναι πολιτικός, πολιτική πρέπει να είναι και η αντίσταση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Σε αυτό το ζήτημα έγιναν ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις του Μετώπου Αντίστασης ως πολιτική κατεύθυνση, των μορφών λαϊκής οργάνωσης ως το κλειδί στην οικοδόμησή του και της προώθησης της πάλης μέσω της κοινής δράσης, για την οποία διαπιστώθηκαν οι διαφορετικές προσεγγίσεις των άλλων δυνάμεων της αριστεράς. Κοινός τόπος υπήρξε ότι δε φτάνει η πολιτική ανάγνωση των αντιστάσεων, αλλά πρέπει να γίνουμε και εμείς κομμάτι της και μάλιστα να προσπαθούμε να την πυροδοτούμε και όχι απλά να την περιμένουμε να ξεσπάσει.
Εκτεταμένες αναφορές έγιναν στην κατάσταση της νεολαίας και της πολύπλευρης επίθεσης που δέχεται και διαπιστώθηκε η σημασία της μάχης σε επίπεδο ιδεών που πρέπει να δοθεί για να κερδηθεί η νεολαία με το κίνημα και τους αγώνες. Επίσης, στις συνθήκες στις γειτονιές και την τρομοκρατία που έχει επιβληθεί, στα αγροτικά χωριά και την εξαθλίωση που συσσωρεύεται, στους διάφορους μηχανισμούς χειραγώγησης των αντιστάσεων που έχουν αναδειχτεί και αναβαθμιστεί και φυσικά στην κατάσταση στους εργασιακούς χώρους, στα εργατικά σωματεία και το κίνημα. Τονίστηκε η σημασία της αλληλεγγύης σε όλα τα κινήματα που ξεσπούν, η κριτική του καπιταλισμού ως εργαλείο δράσης και η σημασία της σωστής ανάλυσης των αντιθέσεων κάθε φορά, που οδηγεί και σε σωστή ανάλυση των αντιστάσεων αυτών και της σημασίας τους (όπως π.χ. συνέβη με την Ιρακινή Αντίσταση).
Οσον αφορά στη διαδικασία του απολογισμού, αυτή μπορούμε να πούμε ότι καταρχήν έγινε στη βάση πραγματικών δεδομένων που έβγαλε η κίνηση και οι πρωτοβουλίες που πήρε η οργάνωση τα τελευταία οχτώ χρόνια, τα οποία είναι όντως πολλά και πλούσια σε γεγονότα, τόσο σε αριθμό όσο και σε σημασία. Και από αυτά τα γεγονότα η οργάνωση βγήκε ενισχυμένη σε όλα τα επίπεδα, πράγμα που της επιτρέπει να βλέπει τώρα τα προβλήματα τόσο της ίδιας, όσο και γενικότερα του κινήματος, με καλύτερους όρους από πριν και με περισσότερα δεδομένα.
Απασχόλησε αρκετά το ζήτημα των πλατιών σχημάτων και πώς αυτά θα δυναμώσουν και θα αποκτήσουν τη δική τους πολιτική ζωή, τα ζητήματα παρέμβασης σε χώρους και κόσμο και ανάπτυξης σχέσεων με αυτούς, η αναβάθμιση της πολιτικής λειτουργίας της οργάνωσης, η ανάγκη θεωρητικής δουλειάς που από μια λαθεμένη αίσθηση επάρκειας είχε μείνει πίσω και πρέπει να γίνει. Επισημάνθηκε η ανάγκη να εξειδικευτεί η άποψή μας σε διάφορους χώρους και να παραχθεί ένα σώμα θέσεων, που, από τη μία, να αναλύουν σωστά τα δεδομένα και να εξηγούν και, από την άλλη, να θέτουν το ζήτημα της αντίστασης στη σωστή κινηματική βάση.
Σε σχέση με τα έντυπά μας, αναπτύχθηκε ένας έντονος προβληματισμός για το χαρακτήρα τους, το περιεχόμενό τους και την εικόνα τους και μπήκε επιτακτικά το καθήκον της διακίνησής τους. Κάτι που συνδέεται και με την οικονομική δουλειά, που πρέπει να ειδωθεί στην πολιτική της διάσταση και σε σχέση πάντα με τη μαζική δουλειά. Τέλος, διαπιστώθηκε η ανάγκη να αποκτήσει η οργάνωση μια διακριτή φυσιογνωμία και να δυναμώσει, τόσο οργανωτικά όσο και πολιτικά, μέσα στο κίνημα, για την από καλύτερους όρους προώθησης του Μετώπου Αντίστασης για Ειρήνη-Δουλειά- Ελευθερίες.