Σε κατάπαυση του πυρός στην ανατολική Ουκρανία συμφώνησαν το Κίεβο και οι φιλορώσοι αυτονομιστές έπειτα από μαραθώνιες συνομιλίες 15 ωρών.
Κοινή ανακοίνωση ωστόσο δεν υπήρξε. Την έκαναν ξεχωριστά οι πρόεδροι της Ρωσίας Πούτιν, της Ουκρανίας Ποροσένκο και από κοινού o Ολάντ με την Μέρκελ.
Όπως δήλωσε ο Πούτιν, η εκεχειρία θα τεθεί σε εφαρμογή από τις 15 Φεβρουαρίου, ενώ πρόσθεσε ότι υπήρξε συμφωνία και για την απόσυρση των βαρέων όπλων από τη γραμμή του μετώπου σε 14 ημέρες, αν και ορισμένα θέματα μένει να επιλυθούν ως προς αυτό το σημείο. Εξάλλου, πρόσθεσε ότι «η Ουκρανία θα πρέπει να εφαρμόσει συνταγματικές μεταρρυθμίσεις με στόχο τον σεβασμό των πολιτών της ανατολικής Ουκρανίας».
Ο πρόεδρος της Ουκρανίας, Ποροσένκο, δήλωσε μετά την επίτευξή της συμφωνίας ότι αυτή «σηματοδοτεί την ανάκτηση ελέγχου των συνόρων από την Ουκρανία»!
Από την πλευρά του ο Ολάντ δήλωσε πως η συμφωνία η οποία επετεύχθη στο Μινσκ «δεν εγγυάται την επιτυχία» των προσπαθειών για να αποκατασταθεί η ειρήνη στην Ουκρανία και τόνισε ότι «οι επόμενες ώρες θα είναι καθοριστικές».
Η άφιξη των τεσσάρων ηγετών στο Μινσκ παρέμενε αμφίβολη μέχρι το μεσημέρι της Τετάρτης, καθώς οι διαφωνίες μεταξύ Μόσχας και Κιέβου απειλούσαν να ανατινάξουν τη γαλλογερμανική πρωτοβουλία.
Η συμφωνία προβλέπει την απελευθέρωση του συνόλου των αιχμαλώτων, απόσυρση των βαρέων όπλων που βρίσκονται στα μέτωπα των συγκρούσεων, από τις 17 Φεβρουαρίου με προθεσμία δύο εβδομάδων για την ολοκλήρωσή της. Η απόσυρση των όπλων θα πρέπει να γίνει σε απόσταση τουλάχιστον μεταξύ 50 και 140 χλμ. και όχι στα 15 χλμ. όπως όριζε η προηγούμενη συμφωνία εκεχειρίας. Επίσης, η χάραξη των ορίων ελέγχου των αντιμαχόμενων πλευρών είναι ίδια με αυτή που είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους τον περασμένο Σεπτέμβριο, μολονότι αναγνωρίστηκε στους αντάρτες ο έλεγχος της περιοχής του αεροδρομίου του Ντονέτσκ. Αβέβαιη ωστόσο είναι η τύχη της πόλης Ντεμπάλτσεβο, που έγινε το πεδίο των πρόσφατων αιματηρών συγκρούσεων.
Τα αδιευκρίνιστα σημεία ωστόσο είναι πολλά και κρίσιμα και από αυτό το πλαίσιο της συγκεκριμένης συμφωνίας, όπως και από τη προηγούμενη, και σίγουρα δεν συνιστά τη διπλωματική «λύση» που θα ήθελαν οι Ολάντ και Μέρκελ που είχαν και τηn πρωτοβουλία.