Η αφήγηση του Σαμαρά στο πρωτοχρονιάτικο διάγγελμά του είχε όλα τα χαρακτηριστικά μια κλασσικής αλλά κακόγουστης χριστουγεννιάτικης ιστορίας. Στο τέλος, όλος ο ελληνικός λαός, όλοι αδελφωμένοι και αγαπημένοι μεταξύ μας, νικήσαμε (ή αρχίζουμε να νικάμε) το «κακό» μνημόνιο. Το μέλλον προοιωνίζεται καταπληκτικό και με πολλή αγάπη. Αγάπη που, εν τέλει, επικρατεί απέναντι στο μίσος που σπέρνουν οι κάθε είδους αντιπολιτεύσεις. Κι αυτό το «χριστουγεννιάτικο θαύμα» είναι έργο μονάχα του ίδιου του λαού, που με στωικότητα υπέμενε τις «απαραίτητες» και οδυνηρές θυσίες! Βέβαια, απαραίτητη ήταν και η εμπιστοσύνη που έδειξε ο λαός στον Σαμαρά και στην κυβέρνηση του, χωρίς την οποία τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχαν γίνει. Το αντίθετο, μάλιστα. Η Ελλάδα θα είχε καταστραφεί και μαζί της όλοι (!) οι Έλληνες. Όμως, επικράτησε… εν τέλει ο Σαμαράς και η κυβέρνησή του (…αλλά και κάποιος Βενιζέλος). Αλληλούια, χρόνια πολλά και καλή χρονιά.
Απίστευτη η ξεδιαντροπιά και η κυνικότητα από μια κυβέρνηση της φτώχειας και της φτωχοποίησης εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, από μια κυβέρνηση των απολύσεων και της ανεργίας, που έχει οδηγήσει στο θάνατο χιλιάδες ανθρώπους λόγω οικονομικού αδιέξοδου ή στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν. Ιδιαίτερα από μια κυβέρνηση που ετοιμάζει τη νέα σφαγή των εργαζομένων εντός του… σωτήριου 2014. Ώστε να «συνηθίσουμε» σε συνθήκες μνημονίων χωρίς μνημόνια.
Ωστόσο, αυτό το «επικρατήσαμε εν τέλει» του πρωθυπουργικού διαγγέλματος φανερώνει κάτι, έστω συγκαλυμμένα, για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της «επικράτησης». Φανερώνει τη σφοδρή κοινωνική σύγκρουση που συντελέστηκε στα πρώτα χρόνια των μνημονίων. Τον ανολοκλήρωτο λαϊκό ξεσηκωμό που έριξε κυβερνήσεις, που μάτωσε και καταστάλθηκε με τα γκλοπ και τα δακρυγόνα των «προγονικών» κυβερνήσεων της σημερινής κυβέρνησης, ώστε να επικρατήσει η σημερινή «σταθερότητα» της πιο βάρβαρης πολιτικής.
Αυτό το «επικρατήσαμε εν τέλει» υποδηλώνει και την κινηματική άπνοια του σήμερα, άπνοια που οι κυβερνώντες εύχονται να συνεχιστεί.
Σίγουρα μεγαλώνει η ανεμπιστοσύνη, η αμφισβήτηση και δυσπιστία του λαού απέναντι στην κυβέρνηση, παρά την όποια υποτιθέμενη άπνοια. Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η ανεμπιστοσύνη, η αμφισβήτηση και δυσπιστία, εξαιτίας μιας συνένοχης αριστεράς της καθεστωτικής σταθερότητας και της εκλογικής επιβεβαίωσης, εξαιτίας μιας υποταγμένης συνδικαλιστικής ηγεσίας της ανάθεσης, της μετάθεσης και της συνδιαλλαγής, εξαιτίας της έλλειψης ενός συγκροτημένου μαζικού κινήματος και πολιτικού μετώπου με στόχους που να απαντούν στις πραγματικές λαϊκές ανάγκες, διαχέεται παντού. Διαχέεται στη δυνατότητα των εργαζομένων και του λαού να αλλάξουν τα πράγματα, διαχέεται απέναντι στις δυνάμεις της Αριστεράς γενικά, απέναντι στο συνδικαλισμό γενικά. Αφήνοντας ένα συναισθηματικό κενό (απόρροια του πολιτικού κενού πραγματικής εκπροσώπησης των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων) για το πώς και –κυρίως- για το αν μπορούμε να βγούμε από το εφιάλτη που βιώνουμε.
Το μάταιο του συλλογικού αγώνα που δημιουργεί η φαντασίωση για την παντοδυναμία του ταξικού αντίπαλου, ενός αντίπαλου που δεν δέχεται το παραμικρό λαϊκό αίτημα, το παραμικρό δίκιο των εργαζομένων και της εργατικής τάξης, τη παραμικρή ουσιαστική αντίδραση και αντίσταση του λαού αποτελεί ένα από τα ισχυρότερα, αν όχι το ισχυρότερο όπλο του ταξικού αντιπάλου.
Αποτελεί μια κατάσταση που τροφοδοτεί τη λογική της ανάθεσης και, αλίμονο, την αναμονή σε κάποιο «από μηχανής σωτήρα-τιμωρό» που θα αναδειχτεί (ή, έστω κι ας μην αναδειχθεί!) στις επόμενες εκλογές.
Κι όλα αυτά όχι γιατί υπάρχει κάποια «μυστηριώδη» δύναμη στη λογική της ανάθεσης που «μαγνητίζει» τις λαϊκές μάζες αλλά από καθαρό αδιέξοδο, ανάγκη και κακή συνήθεια. Δηλαδή, από χρόνια «εκπαίδευση» των μαζών στη λογική αδυναμίας των «απλών ανθρώπων».
Τίποτα, όμως, δεν γίνεται από μόνο του. Ούτε η βαρβαρότητα ούτε η ανατροπή της βαρβαρότητας γίνεται από μόνη της. Τα πάντα προϋποθέτουν μια πορεία, μια σκληρή ταξική αντιπαράθεση, μια μάχη γκρεμίσματος και ξαναχτισίματος. Και μόνο γκρεμίζοντας αποκτάς την «τεχνογνωσία» να ξαναχτίσεις.
Όσον αφορά τους κεφαλαιοκράτες, ρίχνουν στη μάχη όλα τα όπλα που διαθέτουν (και διαθέτουν αρκετά) για το σκοπό αυτό. Να γκρεμίσουν δικαιώματα και ανάγκες. Να ξαναχτίσουν μια πιο κερδοφόρα βαρβαρότητα. Όσον αφορά το λαό και την εργατική τάξη, θα αναγκαστούν, επίσης, να παλέψουν με όλα τα μέσα που διαθέτουν. Με σώμα, μυαλό και ψυχή. Με ταξική οργάνωση, πολιτικούς στόχους και όραμα. Για να γκρεμίσουν την καπιταλιστική βαρβαρότητα και να χτίσουν μια κοινωνία με μέτρο τον άνθρωπο και όχι το κέρδος.
Με την επίγνωση ότι χωρίς τη μαζική λαϊκή συμμετοχή τίποτα δεν ανατρέπεται και τίποτα δεν οικοδομείται. Με την επίγνωση ότι η δύναμη του λαού από την στιγμή που θα εκδηλωθεί είναι αστείρευτη και ασυγκράτητη. Καλή χρονιά.