Τελικά οι διπλές εκλογές, προεδρικές και βουλευτικές, της 24ης Ιουνίου στην Τουρκία αποκάλυψαν όλα όσα είχαμε αναφέρει στο προπροηγούμενο φύλλο της «Προλεταριακής Σημαίας» (νο 825 – 2 Ιουνίου 2018) ενώ έδωσαν και μερικά επιπλέον στοιχεία της κοινωνικοπολιτικής της κατάστασης. Πράγμα που συνηγορεί πως η πορεία των διεργασιών και των αναταράξεων θα συνεχιστεί με πρωταγωνιστές τους ιμπεριαλιστές, σε δεύτερο ρόλο την άρχουσα τάξη της Τουρκίας και με απόντες τους λαούς της γειτονικής χώρας.
Τα αποτελέσματα σε προεδρικές και βουλευτικές
Αρχικά να σημειώσουμε πως ακόμα και να έγινε νοθεία και παρατυπίες, που έγιναν και τα δύο, δεν νομίζουμε πως άλλαξαν ποιοτικά το αποτέλεσμα. Ο Ερντογάν αναδείχθηκε από την πρώτη ψηφοφορία πρόεδρος με ποσοστό 52,45%, έχοντας τη σαφή στήριξη του ακροδεξιού MHP με το οποίο στις βουλευτικές εκλογές σύστησαν τη «Λαϊκή Συμμαχία», με τον υποψήφιο της κεμαλικής αντιπολίτευσης Ιντζέ να αποσπά ένα 30%, αρκετά πάνω σε σχέση με το ποσοστό που απέσπασε το κόμμα του, το CHP, στις βουλευτικές (22,4%), αλλά κάτω από τις ψήφους και τα ποσοστά του κεμαλικού υποψηφίου στις προεδρικές του 2015. Η υποψηφιότητα, μέσα από τις φυλακές, του Ντεμιρτάς πήρε τις ίδιες ψήφους με το 2015 και ποσοστό 8,21%, ενώ η Ακσενέρ, υποψήφια του κόμματος Iyi που αποτελεί διάσπαση του ακροδεξιού MHP, ήταν λίγο πιο κάτω, αποσπώντας το 7,43% των συμμετασχόντων.
Στις βουλευτικές εκλογές, το AKP έπεσε γύρω στις 7 μονάδες, από 49,38% το Νοέμβρη του 2015 σε 42,42 %, ενώ οι ψήφοι που πήρε ήταν περίπου τρία εκατομμύρια λιγότερες. Να σημειώσουμε πως οι ψήφοι που συγκέντρωσε το AKP ήταν κάτω και από τις ψήφους που πήρε στις βουλευτικές του 2011 και μάλιστα με ταυτόχρονη αύξηση της συμμετοχής κατά περίπου έξι εκατομμύρια σε σχέση με τότε. Έτσι, παίρνει 292 έδρες σε σχέση με τις 316 του 2015 σε μια βουλή που αυξήθηκαν οι έδρες της από 550 σε 600, χάνοντας την πλειοψηφία που είχε στη βουλή. Οπότε, όταν οι ενισχυμένες εξουσίες που περιβάλλουν το νέο προεδροκεντρικό σύστημα δεν θα αρκούν και θα αναγκάζεται να προσφύγει στη βουλή, θα πρέπει να στηρίζεται στον Μπαχτσελί, ενώ για ευρύτερες αλλαγές που απαιτούν πλειοψηφία των 2/3 θα πρέπει να έχει τη συναίνεση της αντιπολίτευσης.
Ο ακροδεξιός σύμμαχος του AKP, το MHP του Μπαχτσελί, διατήρησε τις ψήφους του (γύρω στα 5,5 εκατομμύρια), πήρε ποσοστό λίγο πάνω από 11,17% και καταλαμβάνει 49 έδρες στη βουλή. Έτσι η «Λαϊκή Συμμαχία» απέσπασε το 53,59%, ενώ η «Εθνική Συμμαχία» το 34,17% των ψήφων.
Στην άλλη λοιπόν καθεστωτική σύμπραξη, την «Εθνική Συμμαχία» που συγκροτήθηκε προεκλογικά, το κεμαλικό CHP με 22,4% καταλαμβάνει 147 έδρες, το ακροδεξιό Iyi με 10,07% παίρνει 45 έδρες και το ισλαμιστικό Saadet (που προέρχεται από την ίδια πολιτική «κοίτη» με το AKP) με 1,36% δεν παίρνει καμία έδρα.
Τέλος, το φιλοκουρδικό-ρεφορμιστικό HDP, παρά τις διώξεις, την τρομοκρατία και το γεγονός ότι πλήθος βουλευτών του και υποψηφίων του ήταν στις φυλακές, κατάφερε να πάρει το όριο του 10%, παίρνοντας το 11,47% των ψήφων και 67 έδρες στην τούρκικη βουλή.
Εκτιμήσεις και προβληματισμοί
Καταρχάς επιβεβαιώθηκε πλήρως η ύπαρξη πολλών, θα τολμούσαμε να πούμε τουλάχιστον τριών, «Τουρκιών», ακόμα και με κίνδυνο να κατηγορηθούμε για σχηματοποίηση. Τόσο τα αποτελέσματα των προεδρικών όσο και των βουλευτικών αποτύπωσαν για πολλοστή φορά στον χάρτη τις τρεις« Τουρκίες» που είχαμε περιγράψει στο προαναφερθέν άρθρο. Αυτή των δυτικών παραλίων, των μεγάλων αστικών και μητροπολιτικών κέντρων, η αστικά αναπτυγμένη (σε σχέση με τα άλλα τμήματα) Τουρκία, με σημαντική παρουσία μεσοστρωμάτων, στην οποία το κεμαλικό CHP έχει την κύρια δύναμή του. Αυτή της Κεντρικής Ανατολίας, η αναπτυσσόμενη -με έντονο τον κρατικό παρεμβατισμό- Τουρκία, με σημαντική την επιρροή του θρησκευτικού στοιχείου και του κοινωνικού συντηρητισμού, όπου κυριαρχεί το AKP αλλά έχει επιρροή και η φασιστική δεξιά. Και το κρατημένο στην καθυστέρηση, στην υπανάπτυξη και ταυτόχρονα με σημαντική πλευρά την εθνική καταπίεση τμήμα της κουρδικής Ανατολίας, όπου κυριαρχεί το HDP. Με την απαραίτητη συμπλήρωση πως απ’ όλα τα κόμματα μόνο το AKP μπορεί να ισχυριστεί πως έχει σημαντική παρουσία στο σύνολο της τουρκικής επικράτειας.
Από κει και πέρα, αντανακλάστηκε στις εκλογές η πρωτοκαθεδρία του Ερντογάν και του AKP, που όμως όχι μόνο απέχει από εκτιμήσεις για «παντοδυναμία» που εκφράζονταν σε μια παλιότερη φάση (προεκλογικά «συγκρατήθηκαν») ποικιλοτρόπως από ΜΜΕ εγχώρια και ξένα, αλλά είχαμε επιπλέον και μια σαφή αποδυνάμωση του AKP σε σχέση με το παρελθόν. Πράγμα που δεν αντανακλά απλά τη φυσιολογική, όπως λέγεται, φθορά ενός καθεστωτικού κόμματος, αλλά έρχεται σαν αποτέλεσμα της έντασης της αντιλαϊκής οικονομικής πολιτικής και του φορτώματος της κρίσης στις πλάτες των λαϊκών μαζών, αλλά και σαν αποτέλεσμα μιας σειράς επιλογών αυτού του πολιτικού κέντρου. Έτσι, η άγρια καταστολή του κούρδικου λαού έχει συντελέσει αρκετά στην απώλεια της σημαντικής εμβέλειας του AKP στις κούρδικες περιοχές και αντίστροφα στην κατοχύρωση του HDP σαν κύριου εκφραστή των κουρδικών πληθυσμών.
Ένα στοιχείο που πρέπει να κρατήσουμε για το μέλλον στο πεδίο αυτό είναι πως έγιναν προσπάθειες προσεταιρισμού των Κούρδων και από τους κεμαλιστές! Στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, η σκλήρυνση της πολιτικής της καταστολής και της τρομοκρατίας, τόσο σε σχέση με το Κουρδικό όσο και με αφορμή το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, και ο συνδυασμός της με την ένταση της εθνικιστικής ρητορικής και πράξης σαν στοιχείο συσπείρωσης των μαζών κάτω από τον τούρκικη αστική τάξη, αντικειμενικά πριμοδότησε τη φασιστική δεξιά και τη μετακίνηση ψηφοφόρων του AKP και προς τις δύο εκφράσεις της (MHP, Iyi).
Στο σημείο αυτό να υπογραμμίσουμε, κατά πρώτο, πως αυτή η δεξιά μετατόπιση του πολιτικού σκηνικού, η ενίσχυση όλων των εκφράσεων της φασιστικής δεξιάς, δεν είναι φαινόμενο αποκλειστικά ή κυρίως τουρκικό, αλλά έχει να κάνει με τα γενικότερα χαρακτηριστικά της εποχής και των κατευθύνσεων που διαμορφώνει το καπιταλιστικό – ιμπεριαλιστικό σύστημα. Κατά δεύτερο, παρά την ενίσχυσή της, άκρως ανησυχητική και που πρέπει να αντιμετωπιστεί από το λαϊκό κίνημα στην Τουρκία, παραμένει εργαλείο στα χέρια της τούρκικης αστικής τάξης, μοχλός αντιδραστικοποίησης και τρομοκράτησης των λαϊκών μαζών και όχι –ακόμα- επιλογή της στο κεντρικό επίπεδο.
Από την άλλη πλευρά, η «Εθνική Συμμαχία» και πριν απ’ όλα οι κεμαλιστές του CHP δεν μπόρεσαν να πείσουν πως μπορούν να προσφέρουν μια διαφορετική τακτική και στρατηγική στην τούρκικη άρχουσα τάξη. Επίσης, ενώ οι κεμαλιστές τοποθετούνταν σταθερά για την ανάγκη αποκατάστασης των σχέσεων με τους δυτικούς ιμπεριαλιστές και ειδικά τις ΗΠΑ, που έχουν πολλούς λόγους να είναι δυσαρεστημένοι με τον Ερντογάν, δεν φάνηκε ότι αποσπούν την εύνοιά τους. Να υποθέσουμε ότι ο χειρισμός από πλευράς τους (των κεμαλιστών) του «κλεισίματος του ματιού» των ΗΠΑ το 2016, ο χρόνος δηλαδή που επέλεξαν αλλά και οι όροι που (δεν) είχαν διαμορφώσει για το αποτυχημένο πραξικόπημα έχουν δημιουργήσει «κρίση εμπιστοσύνης» στο υπερατλαντικό αφεντικό όσον αφορά την ικανότητά τους να διαδεχτούν τον Ερντογάν;
Μήπως εκεί βρίσκεται τελικά και κυρίως η απάντηση για τις προεκλογικές παρεμβάσεις των ΗΠΑ, οι οποίες αρκέστηκαν να στείλουν ορισμένα μηνύματα στον Ερντογάν (πάγωμα της πώλησης των F-35, υποβάθμιση αξιόχρεου), ενώ στη συνέχεια έκαναν και κινήσεις προσέγγισης του (αμερικανοτουρκικός «οδικός χάρτης» για Μανπίτζ, έναρξη της εκπαίδευσης τούρκων πιλότων στα F-35 στις ΗΠΑ); Λέμε κυρίως διότι ρόλο στη στάση των ΗΠΑ έπαιξε και ο φόβος τους ότι μια μεγαλύτερη πίεση ίσως να γυρνούσε μπούμερανγκ στις ίδιες και στις επιδιώξεις τους. Πάντως είναι γεγονός πως η στάση των ΗΠΑ λειτούργησε με τέτοιο τρόπο ώστε να μην αυξηθούν παραπέρα οι απώλειες του AKP και του Ερντογάν.
Η «επόμενη» μέρα
Διανύοντας τις πρώτες μέρες μετά τις εκλογές, οι δυτικοί ιμπεριαλιστές έστειλαν τα μηνύματά τους. Έτσι η κυβέρνηση των ΗΠΑ διαβεβαίωσε ότι σέβεται «την απόφαση των τούρκων ψηφοφόρων» και θα επιδιώξει «μια εποικοδομητική σχέση με τον πρόεδρο Ερντογάν καθώς αντιμετωπίζουμε μαζί κοινές προκλήσεις», ωστόσο δεν παρέλειψε να… προτρέψει «όλους τους αιρετούς αξιωματούχους στην Τουρκία, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου Ερντογάν, (…) να ενισχύσουν τη δημοκρατία στην Τουρκία». «Μεταφράζοντας» λοιπόν οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν την επίπονη, επίμονη και προπαντός δύσκολη διαπραγμάτευση με την τούρκικη άρχουσα τάξη και τον Ερντογάν, επιδιώκοντας την πλήρη –αν είναι δυνατόν- επανένταξη της Τουρκίας στους αμερικάνικους επιθετικούς σχεδιασμούς για την περιοχή. Στην ίδια κατεύθυνση ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, αφού έριξε τις μπηχτές του για τη σημασία αξιών «όπως η δημοκρατία, το κράτος δικαίου, οι ατομικές ελευθερίες», επισήμανε ότι «η Τουρκία είναι ένα σημαντικό μέλος της Ατλαντικής Συμμαχίας, όχι μόνο για τη γεωγραφική εγγύτητά της με τη Ρωσία, το Ιράκ και τη Συρία, αλλά και γιατί είναι μια χώρα που παίζει βασικό ρόλο στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας και του ισλαμικού κράτους». Τέλος , η Φεντερίκα Μογκερίνι, επικεφαλής της διπλωματίας της ΕΕ, εκφράζοντας τη συνέχιση των πιέσεων από πλευράς ΕΕ, επέκρινε τις συνθήκες υπό τις οποίες διεξήχθη η προεκλογική εκστρατεία στην Τουρκία, εκτιμώντας ότι «δεν ήταν δίκαιη».
Εν κατακλείδι, ο Ερντογάν έστω και με απώλειες κατάφερε να ανανεώσει την πολιτική του πρωτοκαθεδρία. Αυτό όμως γνωρίζει και ο ίδιος πως δεν επαρκεί για να αντιμετωπίσει επιτυχώς και για λογαριασμό της άρχουσας τάξης της Τουρκίας τις σοβαρές αντιθέσεις και τα ανοιχτά μέτωπα τόσο στο εσωτερικό όσο και κυρίως στις σχέσεις εξάρτησης με τη Δύση, που αλληλεπιδρούν καθοριστικά στη θέση και το ρόλο της χώρας αυτής στην περιοχή.