«Αν συνδυάσετε το γεγονός ότι έξω υπάρχει μεγάλη ανεργία, οι εποχές είναι δύσκολες και σίγουρα ένα σταθερό εισόδημα είναι καλύτερο από το τίποτα ή το ταμείο ανεργίας. Όσοι έχουν υποχρεώσεις το γνωρίζουν καλύτερα… Και αν μάθετε τη δουλειά σωστά, αφήσετε τις προστριβές, τότε δουλεύοντας κάθε μέρα τους προαναφερόμενους βασικούς κανόνες θα είμαστε μία δεμένη και λειτουργική ομάδα».
Αυτά και άλλα πολλά αντίκρισαν πριν από ένα περίπου μήνα οι εργαζόμενοι στο κατάστημα του Αιγάλεω της γνωστής εταιρείας παιχνιδιών «Μουστάκας», σε κείμενο αναρτημένο στον πίνακα ανακοινώσεων του καταστήματος. Με τίτλο «Σημαντικά Στοιχεία Καθημερινής Λειτουργίας Καταστήματος» η σχετική ανακοίνωση περιλαμβάνει κανόνες-διαταγές του τύπου «Δουλεύουμε πολύ-Μιλάμε λίγο», «Δεν στηριζόμαστε στις κολόνες και στο αμπαλάζ», «Οι κινήσεις μας μέσα στο κατάστημα πρέπει να είναι δραστήριες» και άλλα παρόμοια.
Αυτή η ευθεία απειλή απόλυσης που εκμεταλλεύεται τη ζοφερή εικόνα της ανεργίας είναι μία… γραπτή απόδειξη του τι υφίσταται καθημερινά ο εργαζόμενος. Η πίεση, η εντατικοποίηση, η τρομοκρατία, η αυθαιρεσία, οι εξωφρενικές απαιτήσεις είναι το καθημερινό τίμημα για το… προνόμιο να εργάζεσαι, έστω κι αν ο μισθός είναι εξευτελιστικός. Εξάλλου, εξευτελιστικός μισθός σημαίνει και εξευτελιστικές συνθήκες και όχι το αντίστροφο. Διότι εδώ δεν ισχύει ο κανόνας «ό,τι πληρώνεις παίρνεις», αλλά ο νόμος της επιβολής του ισχυρού. Και η εργοδοσία εκμεταλλεύεται με κάθε τρόπο το δυσμενή για την εργατική τάξη συσχετισμό και απαιτεί τα πάντα. Απαιτεί τη μετατροπή του εργαζόμενου σε πειθήνιο δούλο, ο οποίος όχι μόνο θα έχει σκυμμένο το κεφάλι αλλά θα ευγνωμονεί που έχει έστω μια δουλειά (ή μια δουλίτσα).
Αλλά και πιο πρόσφατα, την προηγούμενη εβδομάδα, οι εργαζόμενοι της γνωστής αλυσίδας H&M κλήθηκαν να υπογράψουν νέες ατομικές συμβάσεις εργασίας με όρους γαλέρας. Και σε αυτήν την περίπτωση με τον εκβιασμό της απόλυσης, οι υπεύθυνοι της εταιρείας απαιτούσαν να αποδεχτούν οι εργαζόμενοι να μετακινούνται σε οποιοδήποτε κατάστημα ανά την Ελλάδα, είτε περιστασιακά είτε μόνιμα, και χωρίς καν τη στοιχειώδη κάλυψη των εξόδων. Πέρα απ’ αυτό, στις νέες αυτές ατομικές συμβάσεις το συμφωνημένο επίδομα που έδινε η εταιρεία μέχρι τώρα αποκαλείται πλέον «οικειοθελής παροχή» αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο κατάργησής του, και επιπλέον τυχόν εκπαίδευση των εργαζομένων βαραίνει πλέον τους ίδιους.
Και αν στις δύο αυτές περιπτώσεις οι παραβιάσεις είδαν το φως της δημοσιότητας και κινητοποιήθηκε το ΣΕΠΕ (Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας), υπάρχουν χιλιάδες επιχειρήσεις στις οποίες οι εργαζόμενοι βιώνουν αντίστοιχες και χειρότερες συνθήκες χωρίς να ακούγονται και κυρίως χωρίς να μπορούν να δώσουν λύση. Από τις καθαρίστριες στα εργολαβικά συνεργεία μέχρι τους κούριερ και τα ντελίβερι, ο κόσμος της δουλειάς βρίσκεται αντιμέτωπος με την πλήρη αποθράσυνση των εργοδοτών, με την απόλυτη αυθαιρεσία και την καταπάτηση ακόμη και των στοιχειωδέστερων δικαιωμάτων. Οι όροι «εργασιακός μεσαίωνας» και «εργασιακή ζούγκλα» είναι πλέον κοινός τόπος και χρησιμοποιούνται ακόμη και από τα συστημικά ΜΜΕ.
Δεν θα μπορούσε φυσικά να είναι και αλλιώς. Η αντεργατική πολιτική που ισοπεδώνει δικαιώματα και κατακτήσεις προωθείται ασταμάτητα εδώ και δεκαετίες, και η αδυναμία ουσιαστικής απάντησης από ένα αποσυγκροτημένο εργατικό κίνημα, έχουν δώσει στο κεφάλαιο, μικρό και μεγάλο, ένα αέρα υπεροχής, την αίσθηση της κυριαρχίας επάνω στην εργατική τάξη και τους εργαζόμενους. Το διάστημα μετά το 2010, με τα μνημόνια και τους αντεργατικούς νόμους, έδωσε μια ακόμη μεγαλύτερη ώθηση σε αυτήν την αίσθηση κυριαρχίας, αφού ένα προς ένα τα στοιχεία που αντανακλούσαν τη συγκρότηση της εργατικής τάξης καταργούνταν, με αποκορύφωμα την κατάργηση της συντριπτικής πλειοψηφίας των συλλογικών συμβάσεων.
Η απουσία του μεγάλου αντίπαλου, του συγκροτημένου εργατικού επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος, έχει οδηγήσει και σε μια βαθιά ιδεολογική υποχώρηση. Πάνω σε αυτό βασίζεται και όλη αυτή η προσπάθεια εξευτελισμού-εξανδραποδισμού της εργατικής τάξης, της μετατροπής των εργαζομένων σε άβουλους δούλους οι οποίοι –ούτε λίγο ούτε πολύ– οφείλουν ευγνωμοσύνη στον εργοδότη τους, και επομένως σχεδόν οποιαδήποτε εργοδοτική απαίτηση πρέπει να θεωρείται θεμιτή.
Ακόμη μεγαλύτερη ώθηση στην ιδεολογική υποχώρηση της εργατικής τάξης, αλλά και στην επιθετικότητα του κεφάλαιου έδωσε η ανάδειξη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και η πλήρης προσαρμογή-υποταγή της στις ιμπεριαλιστικές απαιτήσεις. Φυσικά, η κυβέρνηση θέλει να παρουσιάσει την εικόνα ότι δίνει μάχες γύρω από τα εργασιακά, τις ομαδικές απολύσεις και τις συλλογικές συμβάσεις. Κρυμμένη πίσω από το λεγόμενο «ευρωπαϊκό κεκτημένο» –μία ακόμη ιδεολογική (αυτ)απάτη– προσπαθεί να περισώσει ό,τι μπορεί , ό,τι της επιτρέψουν τα ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Αυτή η πλαστή εικόνα φιλεργατικής πολιτικής είναι που προωθείται και μέσα από τη δημοσιότητα που δόθηκε στις δύο αυτές περιπτώσεις καταπάτησης εργατικών δικαιωμάτων. «Οι κρατικοί μηχανισμοί ανέλαβαν επιτέλους δράση και υπερασπίστηκαν τα εργατικά δικαιώματα» μοιάζει να είναι το συμπέρασμα όλων αυτών των δημοσιευμάτων. Το ΣΕΠΕ που κάνει τη δουλειά του και άλλα παρόμοια. Όμως η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Είναι η πραγματικότητα των δεκάδων αντεργατικών νόμων, των ατελείωτων «εργαλείων» που έχει στα χέρια της η εργοδοσία για να δικαιολογήσει το οτιδήποτε, της επέκτασης των ελαστικών μορφών απασχόλησης και τόσων άλλων. Είναι ο νέος –αλά ΣΥΡΙΖΑ– «ρεαλισμός» της υποταγής, που νομιμοποίησε την απόσυρση κάθε φιλεργατικής προεκλογικής εξαγγελίας κάτω από το βάρος των απαιτήσεων των ιμπεριαλιστών και του ντόπιου κεφάλαιου.
Αυτή η δημοσιογραφική φασαρία γύρω από τα δύο αυτά μεγάλα καταστήματα προφανώς και δεν έχει στόχο να ανατρέψει αυτήν την εικόνα. Έχει ως στόχο απλά να διεκδικήσει τους όρους ενός ας πούμε «fair play» της κυβέρνησης με το κεφάλαιο, ενός «έντιμου συμβιβασμού». Όμως ακόμη και αυτό είναι βέβαιο ότι δεν θα γίνει αποδεκτό από το κεφάλαιο. Γιατί βλέπει τι είδους κυβέρνηση έχει απέναντί του. Και –κυρίως– βλέπει ότι ο μόνος που μπορεί να βάλει ένα φρένο στη δράση του, το ταξικό εργατικό κίνημα, είναι σε πολύ δεινή θέση.