Άρθρο από την Προλεταριακή Σημαία (φύλλο 893)
Αυτή είναι η συνήθης αντίδραση κάθε συστημικού παράγοντα, από τους «ανεξάρτητους» και τους ΔΑΠίτες μέχρι τον Πρετεντέρη και την Κεραμέως, στο άκουσμα του αιτήματός μας για «κατοχύρωση των μαθημάτων του εξαμήνου χωρίς εξετάσεις». Εκφράζονται με απαξίωση και περιφρόνηση απέναντι στους «περιθωριακούς» και το «ανήκουστο» αυτό αίτημα. Από κοντά και η αριστερά, η οποία μέσα στον επιστημονισμό που τη διακατέχει, το χαρακτηρίζει από «παιδαριώδες», έως και ότι θέλουμε τη νεολαία να είναι αμόρφωτη και άρα αν κερδηθεί ένα τέτοιο αίτημα «κάνουμε τη δουλειά του συστήματος».
«Μα καλά, δε θέλετε να αξιολογούνται οι μαθητές-φοιτητές και να προχωράει ο καλύτερος;», «δε θέλετε να ανταμείβεται αυτός που προσπαθεί;», «θέλετε να παίρνει ο κόσμος πτυχία χωρίς κόπο;», «με αυτό το αίτημα μειώνεται ακόμη περισσότερο η ισχύς του πτυχίου», «υπερασπίζεστε το δικαίωμα στην τεμπελιά», όλα αυτά και άλλα τόσα ακούγονται από διάφορους. Όλα αυτά απέναντι σε ένα δίκαιο αίτημα, που τέθηκε όχι γενικά και αόριστα, αλλά σε πολύ συγκεκριμένες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, με τον λαό να βρίσκεται αντιμέτωπος με την πανδημία και τη νεολαία με την τηλεκπαίδευση και τις επιπτώσεις της. Βάλθηκαν να υπερασπιστούν την «ιερή αγελάδα» των εξετάσεων και από τα δεξιά και από τα «αριστερά». Είναι, όμως, οι εξετάσεις κριτήριο μάθησης; Ακόμα περισσότερο, η αμφισβήτησή τους και η ανάδειξη του ρόλου που παίζουν αποτελεί και άρνηση εξ ολοκλήρου της αστικής γνώσης;
Όλοι αυτοί, είτε το λένε ανοιχτά, είτε συγκαλυμμένα πίσω από μία δήθεν «αντισυστημικότητα», συμφωνούν στο ότι οι εξετάσεις στην εκπαίδευση είναι κριτήριο μάθησης, δε μπορούμε να τις αμφισβητήσουμε σαν τέτοιες και ως εκ τούτου «πρέπει» να γίνονται «βρέξει-χιονίσει». Αυτό το σχήμα δεν είναι παρά ένας μύθος του καπιταλιστικού συστήματος για να κρύψει τον πραγματικό ρόλο των εξετάσεων, που δεν είναι άλλος από το φίλτρο για τον έλεγχο του ποσοστού που θα «περνάει» ή θα «κόβεται». Αυτό, κατά βάση, δεν έχει να κάνει με τις γνώσεις, την κατάρτιση ή τις δεξιότητες του ατόμου που εξετάζεται, αλλά με τις πολιτικές επιδιώξεις και στοχεύσεις του συστήματος. Με το μέγεθος των ταξικών φραγμών που θέλουν να ορθώσουν κάθε φορά, με τον αριθμό των μαθητών που θέλουν να αποκλείσουν από την επόμενη τάξη ή την τριτοβάθμια εκπαίδευση, τον αριθμό των φοιτητών που θέλουν να μην πάρει πτυχίο και να διαγραφεί από το πανεπιστήμιο, με τον αριθμό των νέων εργαζομένων που θέλουν να μείνουν άνεργοι για να κυνηγούν μια ζωή τις εξετάσεις και τις πιστοποιήσεις.
Ταυτόχρονα, οι εξετάσεις αποτελούν κι ένα σημαντικό μέσο ψυχολογικής, σωματικής και οικονομικής πίεσης για τους μαθητές-φοιτητές και τις οικογένειές τους. Αυτό διογκώνεται ακόμη περισσότερο όσο προχωρά κάποιος στις βαθμίδες της αστικής εκπαίδευσης, καθώς οι ρυθμοί και οι υποχρεώσεις όλο και αυξάνονται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού αποτελούν οι πανελλαδικές εξετάσεις, για τις οποίες ένας μαθητής (μαζί με όλη την οικογένεια), προετοιμάζεται για την «μητέρα των μαχών» των ταξικών φραγμών, για να περάσει στο πανεπιστήμιο των ακόμα μεγαλύτερων ταξικών φραγμών. Αλήθεια, μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι ιδιαίτερα σε αυτές τις εξετάσεις «φαίνονται» οι «γνώσεις» και άρα «αντικειμενικά» περνάει ή κόβεται κάποιος; Και για να προλάβουμε τον αντίλογο. Η απάντηση σε αυτό δεν είναι αυτή που δίνει το σύστημα. Δεν είναι περισσότερες εξετάσεις, περισσότερη «αξιολόγηση» από τις μικρότερες τάξεις. Δεν είναι η ακόμη μεγαλύτερη μετατροπή της εκπαίδευσης σε ένα συνεχές εξεταστικό κάτεργο. Αλήθεια, πού πάνε όλα αυτά τα θεοποιημένα κριτήρια του ρόλου των εξετάσεων, όταν κάποιος που έχει την οικονομική άνεση μπορεί χωρίς …δοκιμασία «γνώσεων και ικανοτήτων» να πάρει πτυχίο ιατρικής από τα ξενόγλωσσα ή οποιασδήποτε σχολής από τα κολέγια πληρώνοντας απλά δίδακτρα;
Σε ό,τι αφορά τα πανεπιστήμια, οι φοιτητές καλούνται να περάσουν από συνεχείς εξεταστικές και όλο και πιο εντατικούς ρυθμούς σπουδών για να πάρουν το πτυχίο. Στις εξεταστικές αυτές η καθηγητική αυθαιρεσία είναι το σύνηθες, με τα περιστατικά της να πολλαπλασιάζονται κατά πολύ με την τηλεκπαίδευση και την τηλεξέταση. Ιδιαίτερα, λοιπόν, σε αυτές τις συνθήκες, η ισχύς του πτυχίου, ή ακόμα καλύτερα, τα επαγγελματικά δικαιώματα που αυτό κατοχυρώνει στους αποφοίτους, καθορίζονται πρώτα και κύρια από τον συσχετισμό δύναμης ανάμεσα στο σύστημα και το φοιτητικό κίνημα και όχι από τις γνώσεις των αποφοίτων και το πλήθος των εξεταστικών που έχουν περάσει για να το αποκτήσουν.
Το σύστημα, όμως, για δεύτερη χρονιά (της πανδημίας) έκανε μια παραδοχή. Ότι η εκπαίδευση μέσω του τηλέ δεν λειτούργησε «κανονικά», ότι η ύλη στη δευτεροβάθμια (πλην πανελληνίων) δεν βγήκε «κανονικά» και άρα δεν θα διεξαχθούν εξετάσεις. Σε αυτό το ζήτημα οι συστημικοί παράγοντες το περνούν «φυσιολογικά» (γιατί αυτή είναι η δουλειά τους), ξεχνώντας φυσικά τους τόνους λάσπης που έριχναν στο δίκαιο αίτημα των Αγωνιστικών Κινήσεων για κατοχύρωση των μαθημάτων χωρίς εξετάσεις. Άραγε οι αριστεροί κομπάρσοι τους (ΚΝΕ, Πορεία) που χαρακτήριζαν τότε το αίτημα από αντιεπιστημονικό έως παιδαριώδες, τι λένε τώρα; Μήπως θα έπρεπε να απαιτήσουν να γίνουν οι εξετάσεις στα σχολεία γιατί αλλιώς οι μαθητές θα βγουν «τεμπέληδες»;
Όταν η αριστερά δεν δημιουργεί αντανακλαστικά στη νεολαία απέναντι στα ιδεολογήματα του συστήματος, τότε δεν μπορεί να δώσει διέξοδο. Το σύστημα δίνει τη δική του κάλπικη «διέξοδο». Εξετάσεις επί εξετάσεων μέχρι τελικής πτώσης που θα γίνονται «πάση θυσία». Όταν το θέτει εκβιαστικά απέναντι σε φοιτητικές καταλήψεις, απειλώντας με χαμένα εξάμηνα, τότε η απάντηση σίγουρα δε θα πρέπει να είναι παύση κινητοποιήσεων για εξεταστική με «λελογισμένη μείωση της ύλης».
Ρόλος μας δεν είναι η πρόταση μοντέλου για το ποιος είναι ο ιδανικότερος τρόπος εξέτασης σε μία καθόλα ταξική εκπαίδευση που είναι αρθρωμένη όχι στην κατεύθυνση διεύρυνσης της μόρφωσης της νεολαίας αλλά στον περιορισμό και στον αποκλεισμό της μεγάλης μάζας της νεολαίας από αυτή. Ρόλος του λαϊκού και φοιτητικού κινήματος είναι η πάλη -με συγκεκριμένα αιτήματα- ενάντια στις πολιτικές του συστήματος που τσακίζουν το λαϊκό δικαίωμα στις σπουδές.