Σε εξέλιξη βρίσκεται αυτό το Σαββατοκύριακο η Πανελλαδική Σύσκεψη της Ταξικής Πορείας. Μία διαδικασία που απ’ όλους όσοι συμμετέχουν έχει κριθεί ότι είναι αναγκαία και ότι μπορεί να συμβάλει στην πιο αποφασιστική και αποτελεσματική παρέμβαση των αγωνιστών της Ταξικής Πορείας στο εργατικό κίνημα.
Τα εισηγητικά κείμενα εκτείνονται σ’ ένα ευρύ φάσμα ζητημάτων έτσι ώστε να βοηθήσουν τόσο στην κατανόηση του χαρακτήρα της επίθεσης όσο και της φύσης των προβλημάτων που αντιμετωπίζει το εργατικό κίνημα. Επίσης, τα κείμενα αναφέρονται και σε ιδιαίτερες πτυχές της παρέμβασης στους εργασιακούς χώρους, καταγράφοντας συμπεράσματα και προβληματισμούς. αλλά και θέτοντας στόχους για τη συνέχεια.
Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι στα εισηγητικά κείμενα δεν θα μπορούσε να χωρέσει όλος ο πλούτος των ζητημάτων και των προβληματισμών που αφορούν την παρέμβαση στην εργατική τάξη και τους εργαζομένους. Γι’ αυτό, στόχος του διημέρου είναι να αποτελέσει βήμα για κάθε αγωνιστή και αγωνίστρια προκειμένου να καταθέσουν -πέρα από τις απόψεις τους πάνω στα εισηγητικά κείμενα και τα ζητήματα που αναπτύσσουν- την εμπειρία, τις απόψεις και τους προβληματισμούς τους για τα θέματα που τους απασχολούν.
Παρακάτω δημοσιεύουμε ένα μικρό απόσπασμα από τα εισηγητικά κείμενα:
Η υποχώρηση του εργατικού κινήματος και η κυριαρχία της αστικορεφορμιστικής γραμμής στα συνδικάτα
• Αν, από τη μια, οι εργαζόμενοι έχουν να αναμετρηθούν με την επίθεση των δυνάμεων του συστήματος, από την άλλη, έχουν να αναμετρηθούν και με την κυριαρχία των αστικορεφορμιστικών αντιλήψεων στις γραμμές του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος. Κατάσταση που επιβεβαιώνεται διαρκώς και η οποία υψώνει σοβαρά εμπόδια στην προσπάθεια της εργατικής τάξης και του κινήματός της να ανασυγκροτηθεί.
Η κυριαρχία αυτών των αντιλήψεων και αυτής της γραμμής υπηρετεί σταθερά -άλλοτε ανοιχτά και άλλοτε συγκαλυμμένα- τη γραμμή της αστικής τάξης. Συμβάλλει στη διάλυση και την απομαζικοποίηση των σωματείων και των συνδικάτων, αλλά και τροφοδοτείται από αυτή. Γι’ αυτό και αποτελεί πολύτιμο όπλο στη φαρέτρα των δυνάμεων του συστήματος. Ειδικά σε περιόδους εκδήλωσης μαζικών εργατικών αγώνων είναι αυτές οι απόψεις και οι φορείς τους που βάζουν κάθε λογής εμπόδια προκειμένου οι αντιστάσεις και οι αγώνες να αποπροσανατολιστούν σε ακίνδυνα για το σύστημα μονοπάτια και να εκτονωθούν.
Το σύστημα φροντίζει ώστε οι απόψεις αυτές και οι φορείς τους στο εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα να αναπαράγονται και να διατηρούν την κυριαρχία τους. Συνεχίζει να φροντίζει για την αδρή χρηματοδότησή τους (μέσω του ΟΑΕΔ από τότε που καταργήθηκε ο Οργανισμός Εργατικής Εστίας, αλλά και μέσω άλλων διαύλων όπως είναι η συμμετοχή του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ ως εργοδότη σε προγράμματα ΚΟΧ). Και, όπως έδειξε και η πρόσφατη, ωμή, δικαστική παρέμβαση στο ΕΚΑ, θα κάνει και άλλου είδους «διορθωτικές» κινήσεις και παρεμβάσεις, προκειμένου να διατηρεί τον έλεγχο των συνδικάτων.
• Τα νέα αντεργατικά μέτρα που απαιτούν οι ιμπεριαλιστές της ΕΕ και του ΔΝΤ, και που περιλαμβάνουν και το λεγόμενο «εκσυγχρονισμό» του συνδικαλιστικού νομοθετικού πλαισίου, στοχεύουν στο να ενισχύσουν αυτές τις αντιλήψεις και όχι να τις περιορίσουν. Στόχος τους είναι να δυσχεράνουν και να περιορίσουν την ελεύθερη συνδικαλιστική δράση και να πετσοκόψουν το δικαίωμα στη διεκδίκηση και την απεργία, και όχι να ακυρώσουν το ρόλο των εργατοπατέρων και τη γραμμή που αυτοί υπηρετούν. Ίσως να τον αναπροσαρμόσουν, αλλά σίγουρα όχι να τον ακυρώσουν.
Δεν είναι τυχαίο ότι το ζήτημα που άνοιξε τον Αύγουστο ο Κατρούγκαλος, ως υπουργός Εργασίας, για το ζήτημα της χρηματοδότησης των συνδικάτων το μάζεψε άρον-άρον. Όχι βέβαια λόγω της αντίδρασης του Παναγόπουλου, αλλά ακριβώς γιατί αντιλήφθηκε (ή του «επισήμαναν») τη σημασία και τις συνέπειες αυτού του ζητήματος που άνοιξε.
Ειδικά σήμερα, σε μια περίοδο όπου η πολιτική αστάθεια και η διάψευση των αυταπατών, σε συνδυασμό με την ένταση της επίθεσης, τροφοδοτούν την οργή λαού και εργαζομένων και δημιουργούν ένα εκρηκτικό τοπίο, το σύστημα έχει ανάγκη από τέτοιου είδους εργαλεία προκειμένου να παρέμβει ώστε να αποσοβήσει λαϊκές εκρήξεις και ανεξέλεγκτες καταστάσεις.
• Βασικό στοιχείο αυτής της αντίληψης είναι η γραμμή της «συνδιαχείρισης-συνδιαμόρφωσης-συνεννόησης». Όχημα για την υποταγή της εργατικής τάξης, αυτή η γραμμή βασίζεται στην αταξική, και άρα αποπροσανατολιστική, θεωρία του «κοινωνικού εταιρισμού» και του «εθνικού συμφέροντος». Πάνω σε αυτήν τη θεωρία βασίστηκε η νομιμοποίηση και στήριξη αντεργατικών πολιτικών, πάνω σε αυτήν τη θεωρία οι εργατοπατέρες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ για χρόνια λειτουργούσαν -και συνεχίζουν να το κάνουν- ως στελέχη της αστικής τάξης, με προτάσεις «για την ανάπτυξη της χώρας», «για την έξοδο από την κρίση» και άλλα παρόμοια. Πάνω σε αυτήν τη θεωρία συνυπογράφτηκαν προδοτικές συμφωνίες με τον ΣΕΒ και τους εργοδότες, αντίστοιχες με αυτήν που υπέγραψε η ΓΣΕΕ με τον ΣΕΒ και την κυβέρνηση το προηγούμενο καλοκαίρι.
Στον πυρήνα αυτής της αντίληψης βρίσκεται η αυταπάτη για τη δυνατότητα μιας άλλης οικονομικής και πολιτικής διαχείρισης στα πλαίσια του καπιταλισμού, η οποία -ως δια μαγείας- θα υπηρετεί με ενιαίο τρόπο τόσο τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των εργαζομένων όσο και τα συμφέροντα της κεφαλαιοκρατίας. Γι’ αυτό και η προοπτική της ταξικής σύγκρουσης και της επαναστατικής ανατροπής είναι ξένη, εχθρική για τη γραμμή αυτή. Η προοπτική της ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος σε επαναστατική βάση και κατεύθυνση είναι αδιανόητη για την αντίληψη αυτή.
• Σε αυτήν την αντίληψη δεν εντάσσονται μόνο οι γνωστοί «σεσημασμένοι» εργατοπατέρες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ. Σε αυτήν την αντίληψη εντάσσονται και οι ρεφορμιστές του ΚΚΕ που παρεμβαίνουν μέσω του ΠΑΜΕ. Η απροθυμία τους να συγκρουστούν με την αστική τάξη είναι ολοφάνερη και αναδεικνύεται κάθε φορά που ένας εργατικός αγώνας μαζικοποιείται και ταράζει τις συστημικές ισορροπίες. Η εχθρική τους στάση απέναντι σε οτιδήποτε κινείται πέρα από το δικό τους έλεγχο, η απαξίωση και το προβοκάρισμα κάθε αγωνιστικής φωνής που διαχωρίζεται από αυτούς, είναι αποτέλεσμα της απροθυμίας τους να συμβάλουν σε μια κατεύθυνση μαζικοποίησης και ισχυροποίησης των αγώνων, τέτοια που να τους κάνει επικίνδυνους για το σύστημα.
Όλη τους η κίνηση και δράση ουσιαστικά καταλήγει στο να αναπαράγει την υποχώρηση και τη συνθηκολόγηση, τις αυταπάτες και τα αδιέξοδα. Δεν είναι τυχαίο που η πρόσφατη κορύφωση μιας ολόκληρης, πολύμηνης καμπάνιας του ΠΑΜΕ για τις συλλογικές συμβάσεις, ήταν απλώς ένα απογευματινό συλλαλητήριο και η κατάθεση της… πρότασης νόμου που συνέταξαν τα μέλη του προκειμένου να επανέλθουν οι συλλογικές συμβάσεις. Δεν γνωρίζουμε εάν θα μπορούσε να κάνει κάτι περισσότερο, αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι δεν ήθελε να κάνει κάτι περισσότερο. Όπως και παλιότερα έτσι και τώρα, η πολιτική πρόταση του ΚΚΕ και του ΠΑΜΕ ξεκινά και καταλήγει στις κάλπες και στις διάφορες εκφράσεις του κοινοβουλευτισμού.
Δεν είναι τυχαίο, επίσης, ότι οι ομοσπονδίες και τα εργατικά κέντρα που ελέγχει το ΠΑΜΕ δεν έχουν πάρει την παραμικρή πρωτοβουλία ουσιαστικής πολιτικής αντιπαράθεσης με τη συνδικαλιστική ηγεσία της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ. Παρά τα παχιά λόγια και τις αγωνιστικές φλυαρίες δεν έχουν πάρει ούτε μια πολιτική πρωτοβουλία ανάδειξης μιας άλλης κατεύθυνσης και προοπτικής για το εργατικό κίνημα. Για το ΠΑΜΕ η αλλαγή των συσχετισμών στο εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα ταυτίζεται με την αλλαγή των εκλογικών συσχετισμών.
[....]
Τα δικαιώματα των εργαζομένων απέναντι από τα συμφέροντα της εργοδοσίας
Η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από την αστική αποτελεί μια αγεφύρωτη αντίθεση μεταξύ τους και τις οδηγεί σε μόνιμη πάλη. Το σύνολο των δικαιωμάτων της εργατικής τάξης βρίσκονται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα του κεφαλαίου και δεν μπορούν να συμβιβαστούν. Αυτή η πραγματικότητα υπερβαίνει τη διάθεση ή την τακτική του κάθε μεμονωμένου εργοδότη και αποκτά καθολική ισχύ. Η κυριαρχία στη χώρα της αστικής τάξης και των ιμπεριαλιστών που την προστατεύουν έχει οδηγήσει στο ξεδίπλωμα μιας επίθεσης που έχει πάρει καταιγιστικούς ρυθμούς τα τελευταία μνημονιακά χρόνια. Με βάση και την αδυναμία αποτελεσματικής αντίστασης, η εργατική τάξη και συνολικά ο λαός έχουν οδηγηθεί σε κατάσταση γενικευμένης εξαθλίωσης. Παράλληλα με τη ραγδαία υποτίμηση της εργατικής δύναμης, έχει χειροτερεύσει σημαντικά κάθε πτυχή της ζωής των εργαζομένων και του λαού, με κατακτήσεις δεκαετιών να γκρεμίζονται και όλα τα δικαιώματα να αμφισβητούνται ανοιχτά.
Αυτή η διαδικασία χτυπήματος των εργατικών κατακτήσεων, που εντάθηκε στο πλαίσιο της παγκόσμιας κρίσης αναπαραγωγής του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος, δεν αλλάζει κατεύθυνση από τη μεριά των δυνάμεων του συστήματος. Δεν πρόκειται για μια προσωρινή, έκτακτη κατάσταση που μπορεί να “επιστρέψει” στην προηγούμενη φάση, αν οι συνθήκες γίνουν πιο ευνοϊκές για το κεφάλαιο. Καμιά “ανάπτυξη” και καμιά “διευθέτηση του χρέους” της αστικής τάξης δεν θα φέρει καλύτερες μέρες για τους εργαζόμενους και το λαό. Το αντίθετο, οι δυνάμεις του συστήματος, μέσα κι έξω από τη χώρα, θα κάνουν ό,τι μπορούν για να διατηρήσουν όλα όσα έχουν αποσπάσει από την εργατική τάξη αυτό το διάστημα και να τα χρησιμοποιήσουν ως βάση για το προχώρημα της επίθεσης σε ακόμα μεγαλύτερη ένταση και έκταση. Σε μια κατεύθυνση που δεν οδηγεί παρά στην παραπέρα εξαθλίωση ολοένα και μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας, στην ακόμα μεγαλύτερη απαξίωση, καταστροφή και σπατάλη των παραγωγικών δυνάμεων, της εργατικής δύναμης και του περιβάλλοντος.
Τα δικαιώματα των εργαζομένων και οι κατακτήσεις τους αποτελούν για το κεφάλαιο “ξένο σώμα”. Δεν τις επέλεξε, δεν τις παραχώρησε οικειοθελώς, αλλά αναγκάστηκε να τις αναγνωρίσει εξαιτίας της πίεσης των εργατικών αγώνων, εξαιτίας του συσχετισμού που για μια ολόκληρη περίοδο κατέγραφε νίκες για τους εργαζόμενους. Σε κάθε του υποχώρηση, το σύστημα έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να υπονομεύσει τους όρους που το ανάγκασαν σε αυτή την υποχώρηση και να διατηρήσει τη δυνατότητα να ανατρέψει τις αντίστοιχες κατακτήσεις όταν ο συσχετισμός γείρει περισσότερο προς τη δική του μεριά. Όσο λοιπόν η αστική τάξη παραμένει άρχουσα τάξη, όσο η κοινωνία παραμένει καπιταλιστική, καμία κατάκτηση δεν μπορεί να θεωρείται διασφαλισμένη. Για τις δυνάμεις του συστήματος, όλοι οι “λογαριασμοί” με την εργατική τάξη παραμένουν ανοιχτοί και όλα τα ζητήματα μπορούν να τεθούν, στο βαθμό που εκτιμούν ότι έχουν την ισχύ που απαιτείται για να αντιμετωπίσουν την εργατική τάξη και τις αντιστάσεις της.
Η προοπτική της εργατικής τάξης όχι μόνο δεν εξαρτάται από την προοπτική οποιασδήποτε επιχείρησης, οποιουδήποτε εργοδότη και οποιασδήποτε “επένδυσης”, αλλά βρίσκεται στην ανάπτυξη των εργατικών αγώνων, στην ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος, στη σύγκρουση με την αστική τάξη και τους προστάτες της, στην αναμέτρηση με τις δυνάμεις του συστήματος. Η προοπτική της κοινωνίας συνολικά είναι δεμένη με την προοπτική της εργατικής τάξης και βρίσκεται στην ανατροπή της εξουσίας της αστικής τάξης και στο ξεπέρασμα του καπιταλισμού.
Με αγώνες κατακτά η εργατική τάξη τα δικαιώματά της
Η υπεράσπιση των δικαιωμάτων της εργατικής τάξης περνάει μέσα από τους δικούς της αγώνες. Η μαζικότητα, η αποφασιστικότητα και η στόχευση των αγώνων αυτών είναι που καθορίζουν την έκβαση και μπορούν να πετύχουν νίκες για τους εργαζόμενους. Το πεδίο των πραγματικών αγώνων είναι το μόνο πεδίο στο οποίο οι ίδιοι οι εργαζόμενοι μπορούν να ορίσουν το παρόν και το μέλλον τους και ταυτόχρονα να συγκροτηθούν σε συλλογική βάση.
Η υπεράσπιση των δικαιωμάτων της εργατικής τάξης δεν μπορεί να ανατεθεί σε άλλους. Η δύναμη των όποιων εκπροσώπων, ακόμα και στην περίπτωση στην οποία αυτοί οι εκπρόσωποι θέλουν να υπηρετήσουν την εργατική υπόθεση, είναι η δύναμη των ίδιων των εργαζομένων που εκπροσωπούν, όπως αυτή καταγράφεται στους αγώνες τους. Καμιά διαπραγματευτική τακτική, κανένας συμβολικός αγώνας, καμιά παραδειγματική ενέργεια, καμιά εποικοδομητική (προς το σύστημα) πρόταση δεν μπορεί να βελτιώσει τη θέση των εργαζομένων. Αντίθετα, η λογική της ανάθεσης, μια λογική που καλλιεργείται από τον εργοδοτικό και από το ρεφορμιστικό συνδικαλισμό, λειτουργεί διαλυτικά για την εργατική τάξη, αδρανοποιεί τους εργαζόμενους και τους μετατρέπει από υποκείμενα της πάλης τους σε θεατές, χειροκροτητές, ψηφοφόρους και πελάτες των “ειδικών”, που αμείβονται για αυτή τους την υπηρεσία στο σύστημα με ειδική μεταχείριση και ειδικές σχέσεις με τους μηχανισμούς του.
Το πεδίο των πραγματικών αγώνων δεν μπορεί να υποκατασταθεί από κάποιο άλλο. Το κράτος είναι ο βασικός μηχανισμός επιβολής και άσκησης της εξουσίας της αστικής τάξης και, ειδικά για τα δεδομένα της Ελλάδας, βασικός μηχανισμός παρέμβασης του ιμπεριαλισμού. Είναι επομένως και ο βασικός μηχανισμός καταπίεσης της εργατικής τάξης. Αυτός ο χαρακτήρας του κράτους δεν είναι διαπραγματεύσιμος, δεν αλλάζει ανάλογα με την κυβέρνηση που το διαχειρίζεται. Οι διάφοροι κρατικοί μηχανισμοί, ακόμα και αυτοί που υποτίθεται πως υπάρχουν για να ελέγχουν την τήρηση της εργατικής νομοθεσίας ή για να στηρίζουν τους εργαζόμενους, εκπροσωπούν τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης ως σύνολο. Οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να παρέμβουν στο κράτος ή στους επιμέρους μηχανισμούς του για να αλλάξουν το ρόλο τους. Μπορούν μόνο να το αναγκάσουν, με τους αγώνες τους, να παρεκκλίνει από τους πραγματικούς του στόχους και, λειτουργώντας ως συλλογικός καπιταλιστής για λογαριασμό συνολικά της άρχουσας τάξης, να αναλάβει το “κόστος” της ικανοποίησης εργατικών διεκδικήσεων.
Καμία, λοιπόν, ελπίδα δεν μπορούν να εναποθέσουν οι εργαζόμενοι στην εκάστοτε κυβέρνηση, διαχειριστή του κρατικού μηχανισμού. Καμία προοπτική δεν μπορούν να δώσουν οι εκλογικές και κοινοβουλευτικές αυταπάτες που καλλιεργούν αστικές και ρεφορμιστικές δυνάμεις. Καμία θέση δεν έχουν οι δήθεν εκπρόσωποι των εργαζομένων σε κάθε λογής μηχανισμούς τυπικής ή άτυπης συνδιοίκησης που έχει στήσει το σύστημα για να υπονομεύσει τη συγκρότηση των εργαζομένων, να κάμψει τις αγωνιστικές τους διαθέσεις και ταυτόχρονα να ενισχύσει το είδος του “συνδικαλισμού” που υπηρετεί το σύστημα και τις δυνάμεις του.