Όλα τα δυτικά μέσα παρουσιάζουν τη Βενεζουέλα να βρίσκεται σε βαθιά κρίση και τον λαό να δεινοπαθεί με καθημερινές διακοπές ρεύματος, λεηλασίες καταστημάτων και πλιάτσικο να γίνεται τα βράδια στους κεντρικούς δρόμους της πρωτεύουσας, στο Καράκας. Από την άλλη, ο Πρόεδρος Νικολάς Μαδούρο δηλώνει ανοιχτά ότι η Βενεζουέλα δέχεται την επίθεση «του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού, που έχει επίκεντρο την Ουάσινγκτον και ενεργεί με το σύνδρομο της ανωτερότητας και στόχο την επανάκτηση των πετρελαιοπαραγωγικών χωρών της Λατινικής Αμερικής».
Απέναντι από τον Μαδούρο βρίσκεται συσπειρωμένη όλη η αντιπολίτευση και κομμάτι της ντόπιας αντίδρασης όπως επίσης και οι ΗΠΑ. Πρώτο επιχείρημα και πιο βαρυσήμαντο είναι η κατηγορία των αντιπολιτευόμενων για πραξικόπημα από την πλευρά της κυβέρνησης, εννοώντας την Απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου (που ελέγχεται από τον Μαδούρο) στις 29 Μαρτίου, να αναλάβει το ίδιο τις νομοθετικές εξουσίες του Κοινοβουλίου, προσπερνώντας έτσι το κοινοβουλευτικό πρόβλημα διαχείρισης της εξουσίας που αντιμετώπιζε η κυβέρνηση, μιας και τα 2/3 του κοινοβουλίου ελέγχονται από τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Από την άλλη, ο Μαδούρο κατηγόρησε ευθέως την προηγούμενη εβδομάδα την αντιπολίτευση ότι προετοιμάζει πραξικόπημα και την κάλεσε για… διάλογο!
Οι νεκροί ξεπερνάνε τους 20 στις διαδηλώσεις (αντικυβερνητικές και φιλοκυβερνητικές) ενώ οι καταγγελίες για τη χρήση αληθινών πυρών και από τις δύο πλευρές αλλά και η κατάσταση στην οικονομία δείχνουν χαρακτηριστικά καπιταλιστικής κρίσης, με το εξωτερικό χρέος να ξεπερνάει τα 185 δισ. δολάρια. Οι πλούσιες πετρελαιοπαραγωγικές πηγές της χώρας έχουν ανοίξει την όρεξη των ιμπεριαλιστών της περιοχής, μιας και πλέον δεν έχουν λόγο να ανέχονται «παραφωνίες» τύπου Μαδούρο και σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων στην πίσω αυλή τους. Παράλληλα, έχει γίνει φανερό το ενδιαφέρον των Αμερικάνων τα τελευταία χρόνια για μια επιστροφή στην περιοχή.
Η κυβέρνηση του PSUV φαίνεται ότι αντιμετωπίζει σήμερα ένα από τα πιο σοβαρά προβλήματα συνέχειας μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα κατά του τότε Προέδρου Ούγκο Τσάβες το 2002. Ήδη από τα τέλη του 2015, έχει χάσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, για πρώτη φορά μετά από 15 χρόνια. Το πετρέλαιο και οι εξαγωγές του, που απέφεραν το 96% του ξένου συναλλάγματος, ήταν η οικονομική βάση των μεταρρυθμίσεων που είχαν γίνει στη χώρα τα τελευταία χρόνια. Η πτώση όμως των τιμών του αργού έχει δημιουργήσει σοβαρό πρόβλημα στη λεγόμενη σοσιαλιστική κυβέρνηση, σε συνδυασμό με την πίεση των Αμερικάνων και του Οργανισμού Αμερικάνικων Κρατών (που ελέγχεται και αυτός από τις ΗΠΑ). Είναι λογικό η αντιπολίτευση να θεωρεί καιρό τώρα πως «ήρθε η ώρα της», έχοντας πάντα και τις πλάτες των ξένων προστατών της αλλά και τη διεθνή δημοσιογραφία να αβαντάρει την φρασεολογία περί» κόκκινου αιμοσταγή δικτάτορα της εποχής μας» και να ρίχνει λάσπη στο κομμουνιστικό κίνημα.
Βέβαια, ο Μαδούρο, όπως και ο Τσάβες, ποτέ δεν υπήρξε Σοσιαλιστής στην πράξη, πόσο μάλλον κομμουνιστής. Όσο κι αν πασχίζει η ντόπια αριστερά της ήττας να τον πλασάρει σαν τέτοιο (μαζί τους και ο ΣΥΡΙΖΑ) για να δικαιώσει τα μεταβατικά της προγράμματα και τα πειράματα τύπου Αλιέντε στην Χιλή, για να βρει στηρίγματα, η πραγματικότητα απέχει παρασάγγας. Ο τσαβισμός και η σημερινή του κυβέρνηση δεν κατάφερε ποτέ να ικανοποιήσει τις βαθιές μεταρρυθμίσεις και τομές που υποσχόταν στη χώρα. Αυτό που κατάφερε για κάποιο διάστημα να κάνει είναι κάποιες (σημαντικές αλλά λίγες και πρόσκαιρες) κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που σιγά σιγά έρχονται να αναιρεθούν, γιατί βρίσκονται σε αντίφαση με την πραγματική οικονομία της χώρας και τη συνολική κατάσταση. Από την προηγούμενη δεκαετία ήδη, άρχισε να παραιτείται από ένα τμήμα των υποσχέσεών του και από τις πιο ριζοσπαστικές αλλαγές τις οποίες έταζε. Παράλληλα, οι συμβιβασμοί που έκανε ειδικά στο ζήτημα της απόσυρσης της στήριξης των ανταρτών του FARC στην Κολομβία και ο επαναπροσδιορισμός της σχέσης των δύο κρατών τον αποξένωσαν από τα πιο λαϊκά και προοδευτικά στρώματα. Όπως ενδεικτικά είχε δηλώσει το 2008 ο Ούγκο Τσάβες, «Ο ανταρτοπόλεμος είναι παρελθόν. Αυτή τη στιγμή, στη Λατινική Αμερική, ένα ένοπλο κίνημα ανταρτών είναι εκτός χρόνου».
Δεν θαμπωνόμαστε ούτε παρασυρόμαστε από την εικόνα την οποία πλασάρουν τα διεθνή ΜΜΕ, γιατί έχει αρκετές δόσεις κιτρινισμού και φαντασίας. Από την άλλη, δεν βλέπουμε σοσιαλισμούς και επαναστάσεις εκεί που δεν υπάρχουν και κυρίως δεν βλέπουμε λαϊκό κίνημα να κινητοποιείται σε κομμουνιστική κατεύθυνση.