«Εμείς ως ελληνική κυβέρνηση σεβαστήκαμε και συνεχίζουμε να σεβόμαστε την απόφαση της 20ης του Φλεβάρη» (από την ομιλία Αλ. Τσίπρα στην ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ).
Η τελευταία συνεδρίαση της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ θεωρήθηκε από πολλούς σαν ένα σημαντικό πολιτικό γεγονός τόσο για το «ξεκαθάρισμα» της πορείας των διαπραγματεύσεων και του χαρακτήρα της επικείμενης συμφωνίας όσο και για τη στάση-τοποθέτηση της εσωκομματικής αντιπολίτευσης σε αυτή την προοπτική. Παρά τους όρκους πίστης στα συλλογικά όργανα και τις συλλογικές προσπάθειες από την μεριά της ηγετικής ομάδας, εκείνο που διαπιστώνεται όλο και περισσότερο είναι ότι τα κόμματα της κυβερνητικής διαχείρισης, τα κόμματα που μπαίνουν, με κάθε τρόπο, στις συστημικές «ράγες», χρησιμοποιούν τις «συλλογικές διαδικασίες» για να χειριστούν ζητήματα, να εκτονώσουν αντιθέσεις, να στείλουν «μηνύματα» προς κάθε κατεύθυνση. Και αυτό αποτελεί μία συνεπή εξέλιξη ενός κόμματος που έχει πάρει διαζύγιο από το λαϊκό κίνημα και την οργάνωση των αντιστάσεων και μετατρέπεται σταθερά σε φορέα επίθεσης στα εργατικά – λαϊκά συμφέροντα. Με αυτή την έννοια, και το «βάρος» που δίνουν κάποιοι αντιπολιτευόμενοι στις εσωτερικές διαδικασίες του ΣΥΡΙΖΑ και στις αποφάσεις των οργάνων του δεν αποτελεί παρά την δικαιολογία της συνέχισης προσφοράς «ψυχής τε και σώματος» από την μεριά τους στο κυβερνητικό «ιδεώδες».
Εκείνο όμως που έχει κεντρική σημασία είναι ότι ο Αλ. Τσίπρας στην ομιλία του ξεκαθάρισε ότι έχουμε μπει στην «τελική ευθεία» της διαπραγμάτευσης και επίκειται συμφωνία με τους ιμπεριαλιστές την οποία προσπάθησε να «φωτίσει» έτσι ώστε να προδιαθέσει κόμμα και κοινωνία.
Με τι είμαστε αντιμέτωποι
«Γιατί, όπως πρόσφατα ξαναείπα, το Μνημόνιο δεν ήταν ένα οικονομικό λάθος, ένα κακό πρόγραμμα, μια παραδρομή. Ήταν η συνειδητή επιλογή της εγχώριας ολιγαρχίας, με τις πλάτες των πιστωτών, να φορτωθούν τα βάρη της οικονομικής κρίσης στις πλάτες της μισθωτής εργασίας, των συνταξιούχων, της αυτοαπασχολούμενης μεσαίας τάξης και των μικρών επιχειρηματιών. Στην πραγματικότητα το Μνημόνιο δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η προσπάθεια να υπερβεί η χώρα την κρίση και το αδιέξοδό της, μέσω μιας πρωτοφανούς εκκαθάρισης δικαιωμάτων και επιχειρήσεων που θα έθεταν την βάση για μια νέα κεφαλαιακή συσσώρευση με πολύ χειρότερους όρους για την κοινωνική πλειοψηφία. Η ύφεση, δε, που επιδεινώθηκε από την πολιτική αυτή ήταν δεδομένη, υπολογισμένη και σε ένα βαθμό επιθυμητή από τους εμπνευστές του. Αυτή λοιπόν τη φορά των εξελίξεων προσπαθούμε να αντιστρέψουμε. Ώστε να εισέλθουμε επιτέλους σε μια περίοδο ανάπτυξης» (από την ομιλία στην ΚΕ).
Παραθέτουμε αυτό το μεγάλο απόσπασμα, γιατί εδώ υποτίθεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, τόσο σαν κόμμα την προηγούμενη περίοδο όσο και στην κυβερνητική διαχείριση σήμερα, είχε και έχει την εκτίμηση ότι ο λαός και η χώρα ήταν και είναι αντιμέτωποι με ένα άκρως επιθετικό ταξικό σχέδιο από την μεριά των συστημικών δυνάμεων μέσα και έξω από την χώρα. Απέναντι σε αυτό το σχέδιο, η κατεύθυνση του Αλ. Τσίπρα και της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ συμπυκνώνεται στην φράση «αυτή την φορά των εξελίξεων προσπαθούμε να αντιστρέψουμε». Έτσι, η λογική των διαπραγματεύσεων με τους ιμπεριαλιστές και των συμφωνιών -που δεν θα είναι μία και εφάπαξ αλλά από ότι δείχνουν οι εξελίξεις, θα επεκτείνονται σε βάθος χρόνου- δεσμεύοντας την κυβέρνηση και φορτώνοντας και νέα βάρη στον λαό, αποτελεί την μόνη γραμμή «αντιπαράθεσης» που μπορεί να υπάρξει.
«Και για να το καταφέρουμε αυτό, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η επίτευξη μιας βιώσιμης συμφωνίας, η οποία θα αποτελεί προϊόν ενός αμοιβαίου συμβιβασμού με τους Ευρωπαίους εταίρους» ξεκαθαρίζει ο Αλ. Τσίπρας.
Είναι παραπάνω από φανερό ότι το σχέδιο του «αμοιβαίου συμβιβασμού» αποτελεί την αποδοχή από μέρους του ότι δεν μπορεί να ακολουθηθεί καμία άλλη γραμμή παρά τις «κορώνες» για συγκρούσεις, ρήξεις κλπ.
Πάνω σε αυτό το πεδίο, ξεδιπλώνεται και η διαπραγματευτική τακτική η οποία αιτείται την κατανόηση των ιμπεριαλιστών, καθώς «Δεν πρόκειται να δεχθούμε ακρότητες, όχι απλώς γιατί δεν πιστεύουμε σε αυτές. Αλλά γιατί τις θεωρούμε και βαθιά αντιαναπτυξιακές. Όλο αυτό το διάστημα έχουμε αποδείξει ότι είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε υποχωρήσεις, ώστε να μπορέσουμε να φτάσουμε σε μια αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία. Απαιτούμε και από τους εταίρους μας ανάλογο σεβασμό και ανάλογες υποχωρήσεις» (από την ομιλία στην ΚΕ).
Τελικά, τι ισχύει; Με τι είναι αντιμέτωποι οι εργαζόμενοι; Με ένα επιθετικό ταξικό σχέδιο ή με «αντιαναπτυξιακές ακρότητες» που πρέπει να εκλογικευτούν; Αυτή η εσκεμμένη «ασάφεια» από την μεριά της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ έχει στόχο να αποπροσανατολίσει και απευθυνόμενη στον κόσμο της Αριστεράς να τον πείσει ότι η διαπραγμάτευση και η υποταγή στην οποία οδηγεί αποτελούν μονόδρομο. Ενώ από την άλλη, δίνει διαπιστευτήρια νομιμότητας στα κέντρα του συστήματος μέσα και έξω από την χώρα.
Το περιεχόμενο της συμφωνίας και ο χαρακτήρας της διαπραγμάτευσης
«Η συμφωνία αυτή πρέπει να περιλαμβάνει: Χαμηλά πρωτογενή πλεονάσματα, κυρίως τα πρώτα χρόνια, ώστε να διασπάσουμε το μηχανισμό αναπαραγωγής της λιτότητας και να ανακτήσουμε τον αναγκαίο δημοσιονομικό χώρο.
Έσοδα από μεταφορά των βαρών στον πλούτο με αναδιανεμητικό προσανατολισμό, όχι δηλαδή μέτρα που θα εντείνουν την κοινωνική ανισότητα, καμία νέα περικοπή σε μισθούς και συντάξεις.
Αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους ώστε να μπει τέλος στο φαύλο κύκλο της τελευταίας πενταετίας, όπου η χώρα αναγκάζεται να παίρνει νέα δάνεια για να ξεπληρώνει τα παλιά
Ένα γενναίο επενδυτικό πακέτο χρηματοδότησης επενδύσεων στις υποδομές και τις νέες τεχνολογίες.
Μια τέτοια συμφωνία δεν θα απελευθερώσει απλώς το λιμνάζον δυναμικό της ελληνικής οικονομίας.
Ταυτόχρονα θα αποτελέσει και το κλειδί, για να μπορέσουμε να εντείνουμε τον πραγματικό αγώνα.
Τον αγώνα που πρέπει να δώσουμε μέσα στη χώρα, εναντίον της ολιγαρχίας και της παλιάς πολιτικής ελίτ, που κατέστρεψαν τα τελευταία χρόνια τόσο την παραγωγική βάση όσο και τον κοινωνικό ιστό της πατρίδας μας» (από την ομιλία στην ΚΕ).
Το «κλειδί του αγώνα», λοιπόν, βρίσκεται στην συμφωνία με τους ιμπεριαλιστές που «θα απελευθερώσει το λιμνάζον δυναμικό της ελληνικής οικονομίας» με «ένα γενναίο επενδυτικό πακέτο χρηματοδότησης».Το οποίο φυσικά θα πάει για «επενδύσεις».
Ακριβώς για αυτό το λόγο, η «βιώσιμη συμφωνία» που αιτείται ο Αλ. Τσίπρας δεν αφορά τους εργαζόμενους αλλά τους «φορείς της ανάπτυξης» στην χώρα, την ντόπια κεφαλαιοκρατία που για λογαριασμό της διαπραγματεύεται με τους εταίρους-δανειστές. Οι εργαζόμενοι πρέπει να αποδεχτούν την «ήπια λιτότητα», κάτω από το βάρος όλων των μέχρι σήμερα βάρβαρων αντιλαϊκών μέτρων και αυτών που θα παρθούν, καθώς αυτό θα είναι το «αντίτιμο» για μία πιθανή χαλάρωση των πλεονασμάτων στους προϋπολογισμούς της επόμενης περιόδου. Και για να μην μένουν αμφιβολίες περί ποιου πράγματος μιλάμε, το επιβεβαιώνει ο Αλ. Τσίπρας με τα λεγόμενά του:
«Δεν πρόκειται εδώ για μια μικρή παραχώρηση ή μια οριακή αλλαγή. Αθροιστικά η ελληνική οικονομία, με βάση τους αναθεωρημένους και χαμηλότερους στόχους, θα γλιτώσει πάνω από 10 δις ευρώ σε εισπρακτικά μέτρα, τα επόμενα χρόνια. Αφήνουμε, δηλαδή, πίσω μας την λογική της σκληρής λιτότητας, που διαπερνούσε από άκρη σε άκρη τη μνημονιακή πολιτική. Τα πρακτικά δε αποτελέσματα αυτής της μεγάλης κατάκτησης, δεν θα αργήσουν να φανούν στην καθημερινότητα των πολιτών, στην ποιότητα των κοινωνικών υπηρεσιών, στην ανταποδοτικότητα του κράτους». Και ευχαριστημένοι , κατά τον Αλ.Τσίπρα, πρέπει να είναι οι εργαζόμενοι που θα «γλιτώσουν» πάνω από 10 δις. εισπρακτικά μέτρα, παρά την φοροεπιδρομή που θα υποστούν την επόμενη περίοδο από ΦΠΑ- ΕΝΦΙΑ- φορολογία εισοδήματος κλπ. και όλες τις άλλες αναγκαίες «θυσίες» που πρέπει να υποστούν για να «χαμηλώσουν» οι στόχοι των «πρωτογενών πλεονασμάτων».
Όσο αφορά τα «επενδυτικά πακέτα» που αναμένει ο Αλ. Τσίπρας και την χρηματοδότηση από τους ιμπεριαλιστές, δεν νομίζουμε ότι χρειάζεται να πούμε σε ποιον πήγαν τα «πακέτα» τις προηγούμενες δεκαετίες, ακόμη και από την ένταξη στην ΕΟΚ, και ποιος τα πληρώνει πραγματικά σήμερα και θα συνεχίζει να τα πληρώνει και αύριο.
Το ξεπούλημα μέσω των ιδιωτικοποιήσεων υποδομών και «φιλέτων» θα αποτελεί μέρος του «επενδυτικού πακέτου» και οι «ευκαιρίες» για το μονοπωλιακό κεφάλαιο, ξένο και ντόπιο, δεν θα σταματήσει εκεί αλλά θα επεκταθεί σε μία σειρά τομείς. Στα δε ζητήματα των «εναλλακτικών» πηγών χρηματοδότησης αλλά και ενέργειας, ο Αλ. Τσίπρας δεν κάνει την παραμικρή αναφορά, καθώς έχει «κατανοήσει» πλήρως ότι «καίνε» στην κυριολεξία.
Πού βρίσκεται ο εχθρός και πώς παλεύουμε ενάντιά του
«Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο αντίπαλος δεν βρίσκεται μόνο στο Βερολίνο, στις Βρυξέλες ή στην Ουάσιγκτον. Ο αντίπαλος, ίσως και ο πιο σκληρός, βρίσκεται και εντός των τειχών. Ότι εκτός από την Τρόικα των ξένων, υπήρξε όλα αυτά τα χρόνια και το λόμπι των υποστηριχτών της Τρόικα των ξένων, που εκπροσωπούσε και συνεχίζει να εκπροσωπεί συγκεκριμένες οικονομικές δυνάμεις και συγκεκριμένα συμφέροντα» (από την ομιλία στην ΚΕ).
Δεν ήταν «εκ παραδρομής» η παλιότερη εκτίμηση του Γ. Δραγασάκη για το πού βρίσκεται ο κύριος εχθρός και ποιοι είναι οι βασικοί υπεύθυνοι για την κρίση και την εξαθλίωση στην χώρα. Την επαναλαμβάνει αυτούσια ο Αλ. Τσίπρας, έτσι ώστε να μην αφήσει καμία αμφιβολία τόσο για το ότι συνεχίζουμε να «ανήκομε στην Δύση» και από εκεί περιμένουμε «κατανόηση» και «σωτηρία» όσο και να «ανοίξει μέτωπο» με την ντόπια ολιγαρχία για την υπονόμευση στο κυβερνητικό έργο και την διαπραγμάτευση. Δεν πάνε πολλά χρόνια που ο Κ. Καραμανλής απειλούσε να βάλει στην θέση τους, τους «νταβατζήδες» της χώρας, και να που σήμερα ο Αλ. Τσίπρας τους απειλεί με φορολογικούς ελέγχους και πληρωμή των τηλεοπτικών αδειών. Τόσο στρίμωγμα στην ντόπια κεφαλαιοκρατία… Ενώ στην ομιλία του στον ΣΕΒ, πριν λίγες μέρες, καλούσε όλες τις «παραγωγικές δυνάμεις της χώρας σε συστράτευση».
Οι προσπάθειες της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να στήσει γέφυρες με τη ντόπια κεφαλαιοκρατία θα συνεχιστεί, παρά τα όποια «σύννεφα» στις μεταξύ τους σχέσεις, καθώς η αναγνώριση ότι το ντόπιο κεφάλαιο θα έχει σημαντικό μερίδιο και θα είναι βασικός φορέας πάνω στον οποίο θα στηριχτεί το «μεγάλωμα της πίτας» είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Επί πλέον η διαβεβαίωση προς την ντόπια αστική τάξη ότι δεν θα υπάρξει στρατηγική σύγκρουσης με τους εταίρους –δανειστές αποτελεί το αναγκαίο πλαίσιο για να οικοδομηθούν αυτές οι γέφυρες. Είναι πράγματι ένας τρόπος να «εξαφανίζεις» τους πραγματικούς εχθρούς του εργαζόμενου λαού, ιμπεριαλιστές και κεφάλαιο, έτσι ώστε η προοπτική που…απομένει να είναι ο «έντιμος συμβιβασμός» και όχι η σύγκρουση ενάντιά τους.
Πώς (δεν) θα διαγραφεί το χρέος
«Ενώ ταυτόχρονα γίνεται εξ αντικειμένου και παραδοχή για την ανάγκη αναδιάρθρωσης του χρέους, καθώς η ανάλυση της βιωσιμότητάς του εξαρτάται άμεσα από το ύψος αυτών των πρωτογενών πλεονασμάτων» (ομιλία Αλ. Τσίπρα). Απέναντι στις «παγίδες» που είχαν στήσει οι πιστωτές και η τρόικα εσωτερικού στη νέα κυβέρνηση, έχει και αυτή τις απαντήσεις της στην «εξ αντικειμένου παραδοχή» από τους πιστωτές της «ανάγκης αναδιάρθρωσης του χρέους». Η «τεχνοκρατική» αντίληψη του Αλ. Τσίπρα για την αντιμετώπιση του βρόγχου που έχουν περάσει οι εταίροι-δανειστές στην χώρα και τον λαό, για να απαιτούν την συνεχή απόσπαση πραγματικών αξιών από τον λαό και την χώρα προς το κεφάλαιο και τους ιμπεριαλιστές, αποκαλύπτει την λογική υποταγής σε αυτό το πλαίσιο, και το μόνο που αναζητάει είναι μία «χαλάρωση». Κατά την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, όσοι βλέπουν «μη βιωσιμότητα χρέους» κατατάσσονται στις «λογικές» δυνάμεις του συστήματος παρά την εμπειρία του PSI που ρήμαξε τα αποθεματικά ασφαλιστικών ταμείων, νοσοκομείων κ.α. Τώρα, βέβαια, πώς γίνεται το ΔΝΤ που αντιλαμβάνεται την μη βιωσιμότητα του χρέους να αποτελεί και τον «θεσμό» που επιδιώκει τις πιο σκληρές αντεργατικές πολιτικές – όπως διαρρέουν κυβερνητικοί και διεθνείς παράγοντες – αυτό είναι αναγκασμένος ο Αλ. Τσίπρας να το εξηγήσει με πολιτικούς και όχι «τεχνοκρατικούς» όρους. Οι ιμπεριαλιστές ανταγωνίζονται για το ποιος θα πληρώσει την «χασούρα» από μία αναδιάρθρωση του χρέους που θα κάνει «βιώσιμη» την διαιώνιση της εξάρτησης της χώρας και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, ανοικτά, αποδέχεται και αυτή την κατεύθυνση.
Ο απολογισμός της συγκυβέρνησης
Όση σημασία έχουν αυτά που είπε στην ομιλία του ο Αλ. Τσίπρας κάνοντας έναν απολογισμό της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, άλλη τόση σημασία έχουν όσα δεν ανέφερε. Καμία αναφορά στην εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης και τις «δραστηριότητες» των υπουργών εξωτερικών και άμυνας Κοτζιά και Καμένου όλο αυτό το διάστημα και φυσικά η έλλειψη αυτή δεν αφορά το γεγονός ότι οι δύο παραπάνω δεν είναι του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά κυρίως έχει να κάνει με το γεγονός ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν θέλει να απολογηθεί για μία σειρά ενέργειες που σφίγγουν ακόμη περισσότερο τα δεσμά της εξάρτησης και ιδιαίτερα αυτά με τους αμερικανο-νατοϊκούς ιμπεριαλιστές. Από τα 500 εκατομμύρια για τα αεροπλάνα μέχρι τον αμερικάνικης κατεύθυνσης άξονα με Ισραήλ- Αίγυπτο-Κύπρο και από τις σχέσεις με Τουρκία και τις εξελίξεις στο Κυπριακό μέχρι τις σοβαρές εξελίξεις στα Βαλκάνια, δεν νιώθουν την ανάγκη να «δώσουν λογαριασμό», καθώς από ότι φαίνεται όλα τα παραπάνω είναι μέσα στα πλαίσια που «παρέλαβαν» από την προηγούμενη κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου. Μάλιστα «αναβαθμίζονται», τόσο με τις προτάσεις για ξεπούλημα του Αιγαίου στους Αμερικάνους όσο και με το στήσιμο νέων αμερικανο-νατοϊκών βάσεων, ενώ ο Κοτζιάς… τραγουδάει «we are the world, we are the children».
Στα πεπραγμένα της κυβέρνησης και σε πρώτη θέση, η αντιμετώπιση της «ανθρωπιστικής κρίσης» και η «επανεκκίνηση της οικονομίας» μέσα από τις ρυθμίσεις των 100 δόσεων σε εφορία και ασφαλιστικά ταμεία. Καθώς η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ δεν μπορεί να αναφέρεται και σε άλλες «επιτυχίες της». Καθώς από την επαναλειτουργία της ΕΡΤ μέχρι το νομοσχέδιο για τις συλλογικές συμβάσεις που καρκινοβατεί στις διαπραγματεύσεις με τους ιμπεριαλιστές, είναι εκτεθειμένη. Και ιδιαίτερα για το ζήτημα των συλλογικών συμβάσεων, είναι σημαντικό να ακούσουμε τον Αλ. Τσίπρα να λέει ότι «Έχουμε επίσης καταφέρει μέσα από επίπονες διαπραγματεύσεις να ξεκαθαρίσουμε ότι πρώτον δεν συζητάμε, σε καμία περίπτωση, όχι μόνο την περαιτέρω απορύθμιση της αγοράς εργασίας, αλλά αντίθετα ότι είμαστε έτοιμοι να επαναφέρουμε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και την διαιτησία που αποτελούν θεμέλιους λίθους του ευρωπαϊκού κεκτημένου». Γιατί αυτό ακριβώς το «ευρωπαϊκό κεκτημένο» δεν είναι τίποτα άλλο από την ολομέτωπη επίθεση στην εργατική τάξη και τους λαούς της Ευρώπης με πετσόκομμα μισθών, μαζικές απολύσεις, ελαστικές σχέσεις εργασίας, «μίνι δουλειές» και «έξυπνες συμβάσεις» που επιβάλουν τον εργατικό μεσαίωνα και την μετατροπή των εργαζόμενων σε σύγχρονους δούλους. Εξάλλου η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων και της διαιτησίας, όποτε και όπως, κινδυνεύουν να παραμείνουν ένα «άδειο πουκάμισο» με την υποχώρηση του εργατικού κινήματος για την οποία σημαντική ευθύνη έχουν οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς η εφαρμογή τους θα κριθεί στους χώρους δουλειάς.
Οι «φωνασκίες» της κομματικής αντιπολίτευσης
«Θέλω να στείλω ένα καθαρό μήνυμα. Αυτές τις τελευταίες μέρες πριν την συμφωνία, όσοι μπορούν να συμβάλλουν ας το κάνουν. Όσοι δεν το επιθυμούν ας σιωπήσουν» (από την ομιλία στην ΚΕ).
Το «μήνυμα» αυτό του Αλ. Τσίπρα μάλλον εκ παραδρομής μπήκε σε άλλο σημείο της ομιλίας του –σε αυτό που αναφέρεται στην «στάση ορισμένων αξιωματούχων στην Ευρώπη» – καθώς για τις αντιδράσεις στο εσωτερικό του κόμματός του δεν έχει καμία αναφορά, παρά μόνο διαβεβαιώσεις ότι οι «όροι της συμφωνίας δεν θα είναι εξευτελιστικοί».
Η απάντηση της εσωκομματικής αντιπολίτευσης έρχεται με μία τροπολογία, που υπογράφουν 9 μέλη της ΚΕ και στο τέλος της αναφέρει: «Είναι σημαντικό το επόμενο διάστημα η κυβέρνηση να απευθυνθεί ανοιχτά στο λαό, περιγράφοντας όλα τα δεδομένα, με στόχο αφενός τον απεγκλωβισμό της κοινωνίας από λογικές μονόδρομων και αφετέρου για να διαμορφώσει αποφασιστικά τους όρους ενός πολιτικού κινήματος διεξόδου, το οποίο θα αγωνιστεί για μια άλλη πορεία από αυτήν που επιχειρούν να διαμορφώσουν με τετελεσμένα οι δανειστές».
Είναι φανερό ότι η απεύθυνση στον λαό δεν αποτελεί προτεραιότητα της «αριστερής αντιπολίτευσης» αλλά αναθέτει την ευθύνη της στην κυβέρνηση αποκαλύπτοντας έτσι τόσο τα όριά της εντός ΣΥΡΙΖΑ όσο και το «βάρος» της μέσα στην κοινωνία. Στην πραγματικότητα, η «φασαρία» που ξεσηκώνουν δεν αφορά μία άλλη κατεύθυνση μέσα στο εργατικό-λαϊκό κίνημα, καθώς δεν την θέτουν ανοικτά, παρά μόνο σε δικές τους συγκεντρώσεις – συζητήσεις, αλλά τον φόβο τους ότι μπορεί να πεταχτούν εκτός ΣΥΡΙΖΑ. Η λογική της «αριστερή πίεσης» προς την κυβέρνηση, που αποτελεί κατεύθυνση όχι μόνο της εσωκομματικής αντιπολίτευσης αλλά και κομματιών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ καθώς και άλλων, αποτελεί μία αδιέξοδη για το κίνημα προοπτική που το εγκλωβίζει στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς.
Η πάλη ενάντια στη επικείμενη συμφωνία-υποταγή με τους ιμπεριαλιστές της ΕΕ και του ΔΝΤ κάτω από την παρέμβαση των Αμερικάνων ιμπεριαλιστών, αποτελεί ζωτικής σημασίας υπόθεση για τους εργαζόμενους και τη νεολαία. Η οπισθοχώρηση και η αναμονή αποτελούν τα καλύτερα «δώρα» προς τις δυνάμεις του συστήματος μέσα και έξω από την χώρα, που τα αξιοποιούν κλιμακώνοντας την επίθεση στα συμφέροντα και τα δικαιώματα του λαού.