Εκδόθηκε, στις 21 Δεκέμβρη 2016, η αναμενόμενη απόφαση του ευρωπαϊκού δικαστηρίου σχετικά με την υπόθεση της αίτησης ομαδικών απολύσεων που είχε κάνει το 2013 η ΑΓΕΤ (που ανήκει στον γαλλικό όμιλο Λαφάρζ). Ειδική βαρύτητα είχε δώσει η κυβέρνηση στην απόφαση αυτή, στα πλαίσια της τρέχουσας αξιολόγησης από την τρόικα, στο σκέλος που αφορά την αλλαγή του καθεστώτος για τις ομαδικές απολύσεις. Συγκεκριμένα, προκειμένου να μη δεσμευτεί με μια καθαρή πολιτική θέση, η κυβέρνηση, αρχικά δια στόματος Κατρούγκαλου και μετά μέσω Αχτσιόγλου, είχε δηλώσει πως είναι διατεθειμένη να αλλάξει τη νομοθεσία για τις ομαδικές απολύσεις, σύμφωνα με την απόφαση του ευρωπαϊκού δικαστηρίου για τη συγκεκριμένη υπόθεση. Η έκδοση, λοιπόν της απόφασης, ανοίγει διάπλατα τον δρόμο για πλήρη ανατροπή της νομοθεσίας σε αντεργατική κατεύθυνση, επιβεβαιώνοντας αυτό που είχε ήδη γίνει φανερό (και) με την εισήγηση του εισαγγελέα: ότι το μόνο «ευρωπαϊκό κεκτημένο» σχετικά με τις ομαδικές απολύσεις είναι η πλήρης ασυδοσία της εργοδοσίας. Ενταγμένο στο συνολικό «ευρωπαϊκό κεκτημένο» ανατροπής των κατακτήσεων που προστάτευαν στον όποιο βαθμό τους εργαζόμενους και προώθησης των πιο αντιδραστικών, αντεργατικών μέτρων σε κάθε χώρα της ΕΕ. Σε αυτή την κατεύθυνση ορίζεται η πραγματική «σύγκλιση» και αφορά τόσο τις κεντρικές όσο και τις χώρες της περιφέρειας.
Η υπόθεση κατέληξε στο ευρωπαϊκό δικαστήριο μέσω Συμβουλίου της Επικρατείας, στο οποίο προσέφυγε η ΑΓΕΤ-Ηρακλής, που ελέγχεται κατά 89% από τη γαλλική Λαφάρζ. Ο λόγος ήταν η μη έγκριση από τον τότε υπουργό Εργασίας του σχεδίου ομαδικής απόλυσης των 236 εργαζομένων στο εργοστάσιο τσιμέντου στη Χαλκίδα, το οποίο ο όμιλος είχε αποφασίσει να κλείσει το 2013, αυξάνοντας την παραγωγή των άλλων δύο εγκαταστάσεών του σε Αγριά Βόλου και Αλιβέρι. Παράλληλα με την προσφυγή στο ΣτΕ, η Λαφάρζ δεν χρειάστηκε πάνω από έξι μήνες για να απολύσει σταδιακά όλους τους εργαζόμενους με χρήση του ορίου του 5%. Το ΣτΕ λοιπόν απευθύνθηκε στο ευρωπαϊκό δικαστήριο για να ελέγξει κατά πόσο η ελληνική νομοθεσία για τις ομαδικές απολύσεις (ν. 1387/1983) είναι αντίθετη προς το ευρωπαϊκό δίκαιο, δηλαδή την οδηγία 98/59/ΕΚ για τις ομαδικές απολύσεις και τα άρθρα 49 και 63 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ (ΣΛΕΕ) σχετικά με την ελευθερία εγκατάστασης επιχειρήσεων και την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων εντός της ΕΕ αντίστοιχα.
Το ευρωπαϊκό δικαστήριο στην ουσία έκρινε ότι η υπάρχουσα νομοθεσία, που προβλέπει τη δυνατότητα ο εκάστοτε υπουργός Εργασίας να απορρίψει αίτημα για ομαδικές απολύσεις με κριτήρια α) τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, β) την κατάσταση της επιχείρησης και γ) το συμφέρον της εθνικής οικονομίας, δεν συνάδει με το ευρωπαϊκό δίκαιο και πρέπει να αλλάξει. Η αναλυτική αιτιολόγηση αυτής της απόφασης έχει αξία, γιατί είναι χαρακτηριστική και των επιχειρημάτων που χρησιμοποιεί γενικά το σύστημα για την επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα και της τοποθέτησης διάφορων μηχανισμών της ΕΕ, που προσπαθούν να κρύψουν μέσα σε φλυαρίες περί προστασίας των εργαζομένων την πραγματική αντιλαϊκή πολιτική που προωθείται.
Το βασικό επιχείρημα του ευρωδικαστηρίου είναι ότι η «επιχειρηματική ελευθερία», δηλαδή το «δικαίωμα» ενός κεφαλαιοκράτη να τοποθετεί τα κεφάλαια που κατέχει όπου, όπως και όποτε θέλει και, κατά συνέπεια, να αποφασίζει για τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες (και την παύση τους) χωρίς κανέναν περιορισμό, είναι θεμελιώδης αρχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Έχει μάλιστα καταγραφεί ως τέτοια στο άρθρο 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και είναι απολύτως αναγκαία για την πρόοδο της κοινωνίας (όπως την αντιλαμβάνεται). Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται ο περιορισμός του «ουσιαστικού περιεχομένου» αυτού του «δικαιώματος», για οποιοδήποτε λόγο, ακόμα κι αν αυτός θεωρείται λόγος «γενικού συμφέροντος». Αυτό το «ουσιαστικό περιεχόμενο» κρίνει το ευρωδικαστήριο ότι περιορίζεται από την ελληνική νομοθεσία. Προσθέτει δε ότι αυτός ο περιορισμός μπορεί να καταστήσει «λιγότερο ελκυστική» την πρόσβαση ξένων επενδύσεων στην ελληνική αγορά, να εξαλείψει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να ρυθμίζουν τη δραστηριότητά τους και να δυσχεραίνει την «αειφόρο ανάπτυξη» και την «πλήρη απασχόληση» για την οποία -μεταξύ άλλων- «εργάζεται» η ΕΕ. Για να συνοψίσουμε, το επιχείρημα λέει ότι η απρόσκοπτη παύση των δραστηριοτήτων μιας επιχείρησης βελτιώνει την ανάπτυξη της οικονομίας και ότι η απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων μειώνει την ανεργία! Τα εργατικά δικαιώματα οδηγούνται σε θυσία όχι μόνο στον βωμό της κρίσης αλλά και στον βωμό της ανάπτυξης.
Για να «στρογγυλέψει» την τοποθέτησή του, φροντίζει, πριν καταγράψει την ουσία της απόφασης, να επαναλάβει μια σειρά από ιδεολογήματα που καλλιεργούνται εδώ και χρόνια σχετικά με τον «κοινωνικό χαρακτήρα» της ΕΕ και αναπαράγονται τακτικά και από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Έτσι, στην ανάλυση της οδηγίας 98/59/ΕΚ, αναφέρει ότι αυτή προβλέπει μόνο την υποχρέωση ενημέρωσης των εργαζομένων και του κράτους για το σχέδιο ομαδικών απολύσεων ενός εργοδότη και τη διαβούλευση προκειμένου δήθεν να μετριαστούν οι επιπτώσεις από αυτές, ενώ δίνει περιθώριο για διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας που θα είναι ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους. Στην πραγματικότητα, η κοινοτική οδηγία ορίζει το στάνταρ για όλες τις χώρες της ΕΕ, με σκοπό να γίνει ενιαίο ένα καθεστώς όπου, σε περιπτώσεις ομαδικών απολύσεων, το μόνο δικαίωμα που αναγνωρίζεται στους εργαζόμενους είναι να μάθουν ότι πετιούνται στο δρόμο! Στη συνέχεια, περιγράφει την πάγια νομολογία της ΕΕ, που επιτρέπει ορισμένους περιορισμούς για λόγους «γενικού συμφέροντος» και σημειώνει ότι σε αυτούς μπορούν να συμπεριληφθούν τα δύο από τα τρία κριτήρια του ελληνικού νόμου: οι συνθήκες της αγοράς και η κατάσταση της επιχείρησης. Ενώ λοιπόν το ευρωπαϊκό δικαστήριο αναφέρει σε πέντε σημεία ότι η ελληνική νομοθεσία «καταρχήν» δεν είναι αντίθετη στο δίκαιο της ΕΕ, τελικά καταλήγει ότι είναι, γιατί τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται διατυπώνονται «υπέρμετρα γενικά και με ασάφεια»! Δεν επιτρέπουν στους εργοδότες να γνωρίζουν υπό ποιες συγκεκριμένες και αντικειμενικές περιστάσεις μπορεί να μην εγκριθεί το αίτημά τους για ομαδικές απολύσεις και να ελέγξουν τα κριτήρια που χρησιμοποίησε η όποια δημόσια αρχή προβλέπεται. Το μόνο που απασχολεί στην ουσία το ευρωπαϊκό δικαστήριο, που εκφράζει τις καταγεγραμμένες κατευθύνσεις της ΕΕ, είναι να υπάρχει πάντα η δυνατότητα να γίνουν ομαδικές απολύσεις, ακόμα κι αν πρέπει να εγκριθούν και από κάποιο κρατικό μηχανισμό.
Αποτελεί ένα ακόμα όπλο ενάντια στους εργαζόμενους η απόφαση αυτή, στην οποία αναφερόταν και το πόρισμα της επιτροπής «σοφών» για τα εργασιακά και η κυβέρνηση, στην προσπάθειά της από τη μια να μεθοδεύσει την αποδοχή ακόμα χειρότερων ρυθμίσεων για τις ομαδικές απολύσεις και από την άλλη να εμφανιστεί ότι «αντιστέκεται» στις επιταγές των τροϊκανών. Η εκ των προτέρων υιοθέτηση της συγκεκριμένης απόφασης την οποία η κυβέρνηση αποδέχεται ως «κοντά στις ελληνικές θέσεις», παρουσιάστηκε ως «διαπραγματευτικός ελιγμός» (και μάλιστα πετυχημένος!) προκειμένου να ικανοποιηθεί η τρόικα και να σταματήσει την πίεση για μεγαλύτερη απελευθέρωση. Παρόμοια παρουσιάστηκε η πρόταση της κυβέρνησης για πλήρη ελαστικοποίηση του ωραρίου μέχρι μηδενικών ωρών σε επιχειρήσεις που θέλουν να κάνουν ομαδικές απολύσεις και μάλιστα με επιδότηση της εργοδοσίας από τον ΟΑΕΔ. Όπως έδειξαν και οι πρόσφατες δηλώσεις της Αχτσιόγλου, η απαίτηση για αύξηση του ποσοστού ελεύθερων απολύσεων από 5% σε 10% παραμένει κι ας χρεώνεται στο ΔΝΤ, ενώ γίνονται αποδεκτές ως συμπληρωματικές και οι προτάσεις της κυβέρνησης.
Είναι φανερό ότι η πρόθεση τόσο των ιμπεριαλιστών-«δανειστών» συνολικά όσο και της κυβέρνησης είναι η παραπέρα διευκόλυνση των ομαδικών απολύσεων ταυτόχρονα με το παραπέρα χτύπημα του δικαιώματος σε πλήρη και σταθερή δουλειά. Η κατεύθυνση της απελευθέρωσης των ομαδικών απολύσεων έχει άμεσους στόχους σε μαζικούς χώρους δουλειάς όπως είναι οι τράπεζες και οι πρώην ΔΕΚΟ, είτε με σκοπό την «αναδιάρθρωση» (βλέπε συρρίκνωση) των πρώτων με βάση τις εξελίξεις στον κλάδο είτε με σκοπό την ευκολότερη προσέλκυση αγοραστών για τις συμφωνημένες ιδιωτικοποιήσεις στις δεύτερες, χωρίς το «βάρος» των εργαζομένων. Αφορά όμως και όλους τους εργαζόμενους, τους όρους δουλειάς τους και το συνολικό συσχετισμό με τις δυνάμεις του κεφαλαίου, καθώς προωθεί την πλήρη εργοδοτική αυθαιρεσία και αυξάνει τους εκβιασμούς που μπορεί να χρησιμοποιούν οι εργοδότες, ειδικά σε φάσεις όπου οι εργαζόμενοι αγωνίζονται. Για αυτό το λόγο, είναι αναγκαία η αντίσταση και στην απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, όπως και συνολικά απέναντι στο πακέτο αντεργατικών μέτρων που ετοιμάζεται.