Τέλος τα μνημόνια! Στο εξής η κυβέρνηση θα είναι ελεύθερη να εφαρμόζει την πολιτική που θέλει, χωρίς καμιά επέμβαση, παρέμβαση ή επιβολή πολιτικής από άλλους. Αυτά τα ωραία προσπαθούν να περάσουν η κυβέρνηση και οι μηχανισμοί της το τελευταίο διάστημα. Και αυτό συμβαίνει την ίδια στιγμή που οι «δανειστές», σε όλους τους τόνους και με όλους τους τρόπους, επιμένουν ότι τώρα είναι τα δύσκολα, ότι η πορεία της οικονομίας θα παρακολουθείται στενά και θα πρέπει απαρέγκλιτα να εφαρμοστούν όλα όσα επιβλήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια. Με εύσχημο τρόπο μας ενημερώνουν, δηλαδή, ότι η πολιτική της κάθε κυβέρνησης θα είναι υπό την έγκρισή τους και θα εξακολουθούν να παρεμβαίνουν, όταν κρίνουν με βάση τα στοιχεία τους ότι πρέπει να ενταθεί η επίθεση στα δικαιώματα και τις κατακτήσεις των εργαζόμενων. Η κυβέρνηση και οι κολαούζοι της προσπαθούν με κάθε τρόπο να κάνουν το άσπρο μαύρο και να παρουσιάσουν μια εικονική πραγματικότητα, που όμως ο λαός τη βιώνει με πολύ διαφορετικό τρόπο.
Η κυβέρνηση πανηγυρίζει ήδη για την «πρώτη ελεύθερη απόφαση ελληνικής κυβέρνησης», όπως είπε ο πρωθυπουργός. Πρόκειται για την απόφαση να αυξηθεί ο κατώτατος μισθός (586 ευρώ) και να επεκταθούν ορισμένες κλαδικές συμβάσεις. Η Αχτσιόγλου επίσης μας ενημερώνει για την πρόθεση της κυβέρνησης να καταργήσει τον υποκατώτατο μισθό (511 ευρώ) για όσους είναι κάτω των 25 ετών. Οι «δανειστές» από την άλλη αποδέχονται αυξήσεις της τάξης του 3%-5% στον κατώτατο αλλά όχι την κατάργηση του υποκατώτατου, με πρόσχημα την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Κατά τ’ άλλα, η κυβέρνηση νιώθει την ελευθερία να αποφασίζει για την πολιτική της χωρίς παρεμβάσεις.
Μέχρι τώρα, η κυβέρνηση δεν έχει δεσμευτεί σε κάποιο ποσοστό αύξησης. Σίγουρα, αυτό θα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ανάπτυξη της οικονομίας, με την πορεία των δεικτών της αλλά και με τα ποσοστά ανεργίας. Οι όποιες αυξήσεις κι αν γίνουν λοιπόν, θα παζαρευτούν με βάση τα στοιχεία που θέλουν η κυβέρνηση και οι ιμπεριαλιστές και πάντα προς όφελος της «εθνικής» οικονομίας, δηλαδή του ντόπιου αλλά και ξένου κεφαλαίου. Η κυβέρνηση προσπαθεί να πείσει τους εργαζόμενους και το λαό ότι τώρα έρχονται καλύτερες μέρες. Κάνει πως ξεχνάει ότι τα μέτρα που ψήφισε και η ίδια από το 2015 και μετά έχουν βάλει σε υποθήκη τη χώρα για πολλές δεκαετίες, ενώ στα εργασιακά τίποτε δεν μπορεί να αλλάξει από το μαύρο τοπίο που έχουν διαμορφώσει, παρά μόνο αν αυτό το τοπίο το ανατρέψει με την πάλη του ο λαός, χωρίς βέβαια τη «συγκατάθεση των δανειστών».
Αυτό το γνωρίζει καλά η κυβέρνηση και γι’ αυτό κάνει ό,τι μπορεί για να διατηρήσει τις αυταπάτες για το ρόλο της. Ποια άλλη κυβέρνηση, άλλωστε, πέρασε τέτοια αντιδραστικά μέτρα χωρίς να υπάρχει αντίδραση από τα κάτω; Με το λαό στο περιθώριο και απογοητευμένο; Με το κίνημα σε… ακινησία, με τη βοήθεια βέβαια κι άλλων καλοθελητών; Αυτό το στόχο εξυπηρετεί η επιλογή της διατήρησης του (μνημονιακού) καθεστώτος που προβλέπει τη νομοθετική ρύθμιση του κατώτατου μισθού από την κυβέρνηση και όχι από την εθνική γενική συλλογική σύμβαση που υπογράφεται μεταξύ ΓΣΕΕ και εργοδοτικών ενώσεων, ακριβώς για να παραμείνουν οι εργαζόμενοι μακριά από τη λογική του αγώνα για τη διεκδίκηση των μισθών και των δικαιωμάτων τους, εγκλωβισμένοι στην αυταπάτη της «φιλεργατικής» κυβέρνησης.
Είναι, όμως, μια κυβέρνηση αδίστακτη, στην υπηρεσία του κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστών, που δεν χάνει ευκαιρία να δηλώνει την πίστη της στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους. Τα συχνά-πυκνά συγχαρητήρια που παίρνει από ΗΠΑ και ΕΕ δείχνουν ότι για την ώρα, τούς κάνει τη βρόμικη δουλειά. Πρόκειται για μια κυβέρνηση ξενόδουλη και υποτελή, με τις βάσεις να αυξάνονται και να αναβαθμίζονται και τον Πάιατ σε ρόλο Πιουριφόι. Μια κυβέρνηση που στηρίζει και προωθεί τις αντεργατικές πολιτικές που οδηγούν σε αύξηση των ομαδικών απολύσεων, μείωση μισθών και συντάξεων, φορομπηξία, επικράτηση των ελαστικών σχέσεων εργασίας, χτύπημα του δικαιώματος στην απεργία, την ασφάλιση και την περίθαλψη. Στην κατάργηση πολιτικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών. Στην επιβολή κλίματος τρομοκρατίας και ασυδοσίας της εργοδοσίας στους χώρους δουλειάς. Στο ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας και στην εντατικοποίηση των πλειστηριασμών. Στην ένταση της φασιστικοποίησης.
Μια κυβέρνηση που προωθεί αυτή την αντιλαϊκή πολιτική πρέπει να έχει απύθμενο θράσος για να υπόσχεται αυξήσεις. Όταν έχει παγιωθεί ένα τέτοιο αντιδραστικό σκηνικό προς όφελος του ντόπιου και ξένου κεφαλαίου, οι όποιες αυξήσεις (στον κατώτατο μισθό) γίνουν και στο ποσοστό που θα επιτρέψουν οι έξω, είναι αμφίβολο αν θα καταλήξουν πραγματικά στους εργαζόμενους. Ακόμα και αν οι εργοδότες δεν χρησιμοποιήσουν κάποιο από τα πολλά εργαλεία που τους έχει δώσει η αποσάθρωση της εργατικής νομοθεσίας και, κυρίως, ο αρνητικός συσχετισμός για να τις αποφύγουν στην πράξη, η κυβέρνηση θα βρει τον τρόπο να τις πάρει πίσω (μείωση αφορολόγητου, επιδομάτων κ.ά). Μπορεί βέβαια και το ίδιο το κεφάλαιο να μην έχει πρόβλημα σε μια μικρή αύξηση στους πιο χαμηλόμισθους, όταν έχει πάρει όλα τα υπόλοιπα, για να δείξει τόσο αυτό όσο και η κυβέρνησή του γενναιοδωρία. Οι εργοδοτικές ενώσεις της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων για παράδειγμα, δια στόματος Μίχαλου, συμφωνούν με μια τέτοια αύξηση. Άλλωστε πρέπει να εφεύρουν τρόπους ώστε να περάσουν το μήνυμα της ανάκαμψης, την ψευδαίσθηση ότι τα χειρότερα είναι πίσω μας. Μόνο που αυτά είναι μπροστά μας.
Οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να πιστέψουν τις ψεύτικες υποσχέσεις και τα επικοινωνιακά τερτίπια της κυβέρνησης για να συγκαλύψει την πολιτική της. Αυτά τα τερτίπια αποτελούν προσπάθεια να χρυσώσει το χάπι της επίθεσης που θα συνεχιστεί, γιατί οι μόνες υποσχέσεις (αληθινές αυτές) που μπορεί να δώσει η κυβέρνηση είναι στους ιμπεριαλιστές, ότι θα συνεχίσει δηλαδή με ακόμη μεγαλύτερη ένταση την επίθεσή της στον εχθρό λαό, στα δικαιώματα και τις κατακτήσεις του. Θα συνεχίσει να δίνει στο κεφάλαιο ό,τι χρειάζεται για να ισχυροποιείται. Απέναντι σ’ αυτή την πολιτική, οι εργαζόμενοι θα πρέπει να πιστέψουν στις δικές τους δυνάμεις. Θα πρέπει να πάρουν την τύχη τους στα δικά τους χέρια. Είναι επιτακτική η ανάγκη οι εργαζόμενοι και ο λαός να αντισταθούν, να αγωνιστούν για την ανατροπή της πολιτικής κυβέρνησης-κεφαλαίου-ιμπεριαλιστών. Ενάντια σε εκλογικές αυταπάτες και κοινοβουλευτικές διεξόδους. Ενάντια σε λογικές ανάθεσης, για μας χωρίς εμάς. Να συγκροτήσουν στους χώρους δουλειάς εστίες αντίστασης στον εργασιακό μεσαίωνα που ζούμε. Να διεκδικήσουν πραγματικές αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις που θα ανταποκρίνονται στο αυξημένο κόστος ζωής. Είναι ο μόνος δρόμος που πρέπει να διαβούν οι εργαζόμενοι. Δύσκολος, αλλά ο μόνος.