Ποιος θα το περίμενε! Ούτε και στα πιο τρελά όνειρα των πιο ακραιφνών αντιδραστικών δεν θα μπορούσε να χωρέσει μια τέτοιας κλίμακας αρνητική εξέλιξη. Αυτό που διαχρονικά επεδίωκαν και επιχειρούσαν το εξαρτημένο ντόπιο σύστημα της εκμετάλλευσης, οι ξένοι «προστάτες» του και το αστικό πολιτικό προσωπικό, τρώγοντας τα μούτρα τους στις αντιστάσεις και τα άλλοτε οξυμένα αντανακλαστικά του εργατικού-λαϊκού κινήματος, με τίμημα τις κρατικές απαγορεύσεις, την άγρια καταστολή, μέχρι και τους νεκρούς αγωνιστές των επετείων, πήρε σάρκα και οστά από την «κατάληψη» που πραγματοποίησε η ομάδα των αναρχικών στον ιστορικό χώρο του Πολυτεχνείου.
Ματαιώθηκε ο εορτασμός της εξέγερσης του Νοέμβρη! Αυτό είναι το ουσιαστικό ζήτημα, που δεν αναιρείται από την εξέλιξη της τελευταίας στιγμής, όσο και αν έσπευσαν κάποιοι υπερφίαλα να ισχυριστούν το αντίθετο. Αποκλείστηκαν βίαια, με τρόπο που θα ζήλευαν και οι πιο φανατικοί οπαδοί του δόγματος «νόμος και τάξη», οι αριστερές οργανώσεις και οι φοιτητικοί σύλλογοι από τον χώρο του Πολυτεχνείου. Απαγορεύτηκε φασιστικά μια διαδικασία κινήματος, που ανήκει στην εργατική τάξη, τον λαό και τη νεολαία. Το Άσυλο καταπατήθηκε και κουρελιάστηκε, ακόμα και αν η πρωτοβουλία δεν πάρθηκε αυτή τη φορά από αμιγώς κρατικές δυνάμεις αλλά από το εξαμβλωματικό προβοκατόρικο μόρφωμα με τις κουκούλες.
Επί δύο ημέρες στήθηκε από την παρακρατική δράση των τραμπούκων ένα σκηνικό τρομοκρατίας, προκλήσεων επίδειξης ισχύος και θρασύδειλων επιθέσεων- πίσω από την ασφάλεια που τους παρείχαν τα κάγκελα. Έτσι, άλλωστε, έχουν συνηθίσει να… «πολεμούν» το «Κράτος», με ολιγόλεπτο κλεφτοπόλεμο από απόσταση και σταθερή κατάληξη την άτακτη φυγή. Με τα φασιστικής εμπνεύσεως ανακοινωθέντα τους και τα συνθήματά τους, καθιστούσαν σαφές ποιον έχουν αναγορεύσει ως βασικό εχθρό: τις «κομματικές οργανώσεις» και το «πανηγύρι» τους, δηλαδή τις δυνάμεις με αριστερή και κομμουνιστική αναφορά, καθώς και κάθε διαδικασία που απευθύνεται στον λαό και δεν ικανοποιεί τις προδιαγραφές του ατομικού μικροαστικού εξεγερτισμού της υποταγής. Με την ωμότητα και τον κυνισμό τους, τις απειλές που εκτόξευαν προς κάθε κατεύθυνση και τον δολοφονικό εξοπλισμό που κράδαιναν, έδειχναν το πόσο αδιάφοροι για την ανθρώπινη ζωή και αδίστακτοι είναι, το πόσο ξένο και εχθρικό σώμα σε σχέση με το κίνημα αποτελούν. Τα όποια «αιτήματα» πρόβαλλαν και τα ψήγματα ενός ακατάληπτου «πολιτικού» λόγου που άρθρωναν οι -πολιτικά- εγκεφαλικά νεκροί, δίχως βέβαια να θίγουν ούτε στο ελάχιστο τους πραγματικούς εκμεταλλευτές του λαού, δεν ήταν παρά το κάλυμμα της μαφιόζικης αλητείας τους.
Πάνω στο τραυματισμένο σώμα του Πολυτεχνείου ρίχτηκε αμέσως όλος ο αντιδραστικός εσμός των παραγόντων του συστήματος, των αστικών κομμάτων και των αναλυτών των ΜΜΕ, χαμογελώντας χαιρέκακα και με ικανοποίηση για το «τέλος της γραφικής επετείου». Ταυτόχρονα, κλιμακώνοντας τις κραυγές όλης της προηγούμενης περιόδου περί «ανομίας», έσπρωχνε προς ακόμα πιο δεξιές και αντιδραστικές εξελίξεις. Για άλλη μια φορά, διαμορφώθηκε κλίμα ενάντια στο Άσυλο και τις λαϊκές ελευθερίες, που δεν θα μείνει ανεκμετάλλευτο από τις δυνάμεις του συστήματος την επόμενη περίοδο, ενώ εκείνες τις μέρες διατάχθηκε και προκαταρκτική εισαγγελική έρευνα. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αφού παρέταξε τα ΜΑΤ σε όλα τα γύρω στενά, συμμετείχε ενεργητικά σε όλη αυτή την επιχείρηση τρομοκράτησης και περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να χτυπήσει, όπως φάνηκε μετά το τέλος της πορείας προς την αμερικάνικη πρεσβεία.
Τα προειδοποιητικά σημάδια για αυτές τις εξελίξεις είχαν υπάρξει από τα πριν και προμήνυαν τα χειρότερα, γεγονός που επισήμανε και υπενθύμισε έγκαιρα η οργάνωσή μας σε σύσκεψη συλλογικοτήτων του κινήματος, που πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία της τη Δευτέρα 13/11. Κανείς, φυσικά, δεν μπορούσε να ξεχάσει τη βάναυση επίθεση που δέχτηκαν αριστερές οργανώσεις και συλλογικότητες πριν από δύο χρόνια από κομμάτια του χώρου της αναρχίας στην είσοδο του Πολυτεχνείου, αλλά και την «κατάληψη» του κτηρίου Γκίνη κατά τη διάρκεια του εορτασμού του περυσινού έτους, η οποία είχε από τότε περάσει στα «ψιλά» από τις δυνάμεις της αριστεράς «μας» και είχε μείνει πολιτικά αναπάντητη. Κανείς, όμως, δεν αναλάμβανε την παραμικρή ευθύνη για να συζητηθεί έστω η πιθανότητα να αντιμετωπίσουμε ένα γεγονός πολύ πιο σοβαρό, πέρα από τη δέσμευση για κοινή πορεία οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς για την είσοδο στον χώρο. Το ζήτημα αποφεύχθηκε και κάθε νύξη για αυτό βαφτίστηκε… «σεναριολογία». Το τι ίσχυε τελικά το έδειξαν οι επόμενες μέρες…
Ποιο καθήκον έβαλε μπροστά στις δυνάμεις που αναφέρονται στην αριστερά η αντιδραστική τροπή των γεγονότων; Κατά πόσο ανταποκρίθηκαν σε αυτό; Και αν όχι, γιατί και σε ποιους παράγοντες πρέπει να το αποδώσουμε; Και έχουμε πλήρη επίγνωση ότι αυτά τα ερωτήματα και οι αντίστοιχες απαντήσεις δεν διατυπώνονται εν κενώ, αλλά πάνω στο συγκεκριμένο έδαφος της υποχώρησης του κινήματος και της απουσίας του λαϊκού παράγοντα από το προσκήνιο.
Το ΚΚΕ(μ-λ), χωρίς καμία ψευδαίσθηση επάρκειας, από την πρώτη στιγμή, στα καλέσματα και τις τοποθετήσεις του, στις συναντήσεις και τις συσκέψεις, σε όλες τις συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις που έγιναν αυτές τις μέρες και στις οποίες συμμετείχε αποφασιστικά και μαχητικά, έθεσε στην πρώτη γραμμή το ζήτημα της αναγκαιότητας ανάληψης ευθυνών από κάθε δύναμη με αναφορά στην αριστερά και με στόχο την ανατροπή της εξαιρετικά αρνητικής κατάστασης που διαμορφωνόταν. Η απάντηση στην προβοκατόρικη πρόκληση, το κάλεσμα «να ανοίξει το Πολυτεχνείο στον λαό και τη νεολαία», δεν αντιμετωπίστηκε από εμάς διαφορετικά παρά σαν ένα κορυφαίο επίδικο του εργατικού-λαϊκού κινήματος που αναδεικνυόταν τη δοσμένη στιγμή. Αυτό που απαιτούνταν δεν ήταν άλλο από τη μαζική πολιτική-κινηματική καταδίκη της φασιστικού τύπου απαγόρευσης, ως όρος για την υπεράσπιση και περιφρούρηση του τριήμερου εορτασμού και ως βάση για όλες τις κινήσεις που θα προέκυπταν σαν συνέπεια μιας πλατιάς λαϊκής κινητοποίησης.
Στον αντίποδα αυτής της λογικής πιστεύουμε ότι κινήθηκε στην πράξη, πέρα από τα ηχηρά λόγια, η πλειονότητα των οργανώσεων που αναφέρονται στην αριστερά. Για άλλη μια φορά, αυτές αποδείχτηκαν τραγικά «λίγες» μπροστά στις απαιτήσεις, απρόθυμες να αναμετρηθούν πολιτικά με το ζήτημα που έμπαινε, δέσμιες των αντιλήψεων και των πρακτικών που γέννησε η ήττα, χωρίς κανένα ίχνος εμπιστοσύνης στις δυνάμεις του λαού και της νεολαίας. Στην πραγματικότητα, ούτε ήθελαν ούτε μπορούσαν.
Αναφορικά με τη στάση του ΚΚΕ, μπορούμε να πούμε χωρίς περιστροφές τα εξής: συντρίφτηκαν με πάταγο στον στίβο της πραγματικής ζωής όλες του οι κούφιες «ταξικές» ρητορείες. Με την αποχώρησή του και την «αμαχητί» παράδοση της υπόθεσης της υπεράσπισης του Πολυτεχνείου, ως αποκορύφωμα μιας πορείας απαγκίστρωσής του από αυτό όλα τα προηγούμενα χρόνια, αποκαλύφτηκε ξανά, εν μέσω μια κρίσιμης κατάστασης, ο πραγματικός ηττοπαθής και υποταγμένος στην αστική νομιμότητα χαρακτήρας αυτού του κόμματος. Ο παλμός του αντιιμπεριαλιστικού Νοέμβρη, άλλωστε, επιμένει να χτυπά σταθερά κόντρα στη γραμμή όλων εκείνων που συμμορφώνονται στο πλαίσιο της εξαρτημένης άρχουσας τάξης και αρνούνται την αναμέτρηση με την ιμπεριαλιστική επικυριαρχία, παρά τις όποιες αναπροσαρμογές στη φρασεολογία τους παράγει η πίεση της πραγματικότητας.
Όποιος περίμενε, όμως, ότι θα μπορούσε να είναι και αλλιώς, όποιος ανέμενε με δέος την «εκκαθαριστική επιχείρηση» του μηχανισμού του «κόμματος», αν δεν είναι το λιγότερο αφελής, είναι φορέας μιας αντίληψης που αποτελεί μέρος του προβλήματος που εξετάζουμε. Στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, μεταξύ άλλων, γίναμε μάρτυρες μιας άκρατης ιδιοκτησιακής αντίληψης, που εν προκειμένω εκφραζόταν με την αξίωση της συγκεκριμένης ομάδας να έχει τον αποκλειστικό έλεγχο για το ποιος έχει το δικαίωμα εισόδου στον χώρο. Αυτή η λογική δεν έπεσε από τον ουρανό. Το ΚΚΕ φέρει την πρωταρχική ευθύνη για την εισαγωγή και καθιέρωσή της στο εσωτερικό των διαδικασιών του κινήματος, αντιμετωπίζοντας ουκ ολίγες φορές άλλες αριστερές δυνάμεις και αγωνιστές με μεθόδους οργανωτικής βίας. Και όλα τα τελευταία χρόνια, με χαρακτηριστική τη σύγκρουση της απεργίας του Οκτώβρη του ’11, θερίζει τις θύελλες των πρακτικών που έσπειρε, αντιμετωπίζοντας έναν νέο «νταβατζή» στο πρόσωπο της αναρχίας, που διεκδικεί τη θέση του παλιού.
Όσο για την πλειοψηφία των δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς; Αυτές, βαθιά ρεφορμιστικές και βυθισμένες στη δίνη των πολιτικών τους αδιεξόδων, γοητεύονται και ενσωματώνουν στη συγκρότησή τους αυτόν τον τρόπο δράσης, επιδίδονται σε αναμεταξύ τους οργανωτικά ξεκαθαρίσματα λογαριασμών για το ποιος θα «ηγεμονεύσει στον χώρο», τροφοδοτούν με τη σειρά τους σταθερά αυτό το πολιτικό τερατούργημα, το οποίο δεν είναι τίποτε διαφορετικό από τη φασιστικοποίηση του συστήματος εισηγμένη στους κόλπους του κινήματος και του οποίου τώρα βιώνουμε μόνο κάποιες από τις συνέπειες. Δεν είναι τυχαίο ότι στην απροθυμία τους να συγκρουστούν πολιτικά με αυτό που ανέκυψε και τον χώρο που βρίσκεται από πίσω, χωρίς να έχουν ρίξει καμιά πραγματική δύναμη για τη μαζικοποίηση και ισχυροποίηση του πολιτικού στίγματος των διαδηλώσεων που καλέστηκαν, πρόκριναν την ύστατη στιγμή μια κατεύθυνση «στρατιωτικής» αντιμετώπισης, διαιωνίζοντας το πρόβλημα και μεταθέτοντας την απάντηση μακριά από το πεδίο των μαζών και της ενεργοποίησής τους.
Ακόμα και αυτό, βέβαια, εκ του ασφαλούς! Γιατί ήταν φανερή -σε όποιον ήθελε να τη δει- η εναπόθεση ελπίδων, που έφτανε μέχρι και σε υπόγειες επαφές, από την πλευρά του ΝΑΡ και άλλων οργανώσεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά και κομματιών της ΛΑΕ και του υπόλοιπου εξωκοινοβουλίου που στοιχήθηκαν από πίσω, στην απόφαση της Ταξικής Αντεπίθεσης και κάποιων ακόμα ομάδων του αναρχικού χώρου να προχωρήσουν οι ίδιες στο «άνοιγμα» του Πολυτεχνείου, εκμεταλλευόμενες και την πολιτική πίεση που είχε ασκηθεί όλες τις προηγούμενες μέρες από τις δυνάμεις του συστήματος στους «μέσα». Κάτι που έγινε τελικά, με όρους συνεννόησης και διαπραγμάτευσης, αποδεικνύοντας τους ανοιχτούς διαύλους που έχουν μεταξύ τους όλες αυτές οι ομάδες, παρά τη διαπάλη στο εσωτερικό της αναρχίας για το ποιος θα έχει «το πάνω χέρι» που εκφράστηκε και συνεχίζεται οξυνόμενη.
Το γεγονός, μάλιστα, ότι η είσοδος στον χώρο των οργανώσεων της αριστεράς που ακολούθησε έγινε υπό καθεστώς τρομοκρατίας και προπηλακισμών ενάντια σε ό, τι θυμίζει αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα (σύμβολα, συνθήματα, σημαίες), με την ανοχή όλων των τάσεων της αναρχίας που παρευρίσκονταν, αλλά και την υποταγή σε αυτό πολλών αριστερών δυνάμεων που συμμορφώθηκαν πλήρως στους όρους που έθετε η άλλη πλευρά για να μας «επιτρέψει» να μπούμε, καταδεικνύει από τη μια πόσο επίπλαστα είναι τα δίπολα περί «υγιούς-αντικοινωνικής αναρχίας», και από την άλλη πόσο ανέξοδοι είναι όλοι αυτοί οι βερμπαλισμοί οργανώσεων της αριστεράς, που τώρα θέλουν να παρουσιάζονται ως αυτοί που «εγγυήθηκαν» τον εορτασμό. Για να μην αναφέρουμε τις αυταπάτες που έτρεφαν κάποιοι από αυτούς για την απόφαση που μπορούσε να πάρει η Σύγκλητος του ΕΜΠ την πρώτη ημέρα και την αμήχανη στάση αναμονής που τήρησαν!
Τα γεγονότα ανέδειξαν σε όλη τους την έκταση την άρνηση της αριστεράς «μας» να διαχωριστεί πολιτικά και να ορθώσει μέτωπο αντιπαράθεσης με την αναρχία ως χώρο, που έτσι και αλλιώς βρίσκεται εκτός της υπόθεσης των μαζών και σε αντιδιαστολή με το επαναστατικό-κομμουνιστικό κίνημα από τον 19ο αιώνα. Η ανακοίνωση που φορέθηκε «καπέλο» στους συλλόγους, που δεν «είδε» ποιος έκανε την «κατάληψη» και χρησιμοποιούσε το «αντικυβερνητικό» για να διαφύγει από τα ζητήματα, δεν είναι παρά η τραγελαφική πλευρά αυτής της άρνησης. Το θέμα είναι ότι μπορεί να γίνει λόγος για μια ολόκληρη πορεία χρόνων, από τον Δεκέμβρη του ’08 και το χάιδεμα της «άγριας νεολαίας», τις πλατείες του ’10 και την υποταγή στο αντικομμουνιστικό-αντικομματικό κλίμα που επιβλήθηκε, μέχρι και τα σημερινά. Αν τη συνδέσουμε, μάλιστα, με την όλο και πιο δεξιά μετατόπιση αυτής της αριστεράς που προχωράει αμείωτη, αντιλαμβανόμαστε ότι θα έχει και συνέχεια.
Το ζήτημα δεν μπορεί να θεωρηθεί «λήξαν». Θα μας συνοδεύει για μια ολόκληρη περίοδο και θα αποκτά όλο και πιο άγριες εκφράσεις. Η απάντηση δεν μπορεί να δοθεί παρά στο πεδίο εκείνο που περικλείει μέσα του και όλες τις υπόλοιπες: σε αυτό της πάλης για την ανασυγκρότηση του κινήματος και την είσοδο των μαζών στο προσκήνιο. Αρκεί αυτοί που πιστεύουν πραγματικά στην υπόθεσή τους, να είναι έτοιμοι και εξοπλισμένοι για να φέρουν αυτό το καθήκον σε πέρας.