Όσο κι αν ακούγεται απογοητευτικό και παρά την εκ των υστέρων απόδοση ευθυνών που «δικαιώνει όλους», οι διάφορες προτάσεις που κατά καιρούς διατυπώνονται για κοινή συμπόρευση, κοινό βηματισμό, κοινή δράση της Αριστεράς, στη βάση ενός κοινού σχεδίου ή πολύ περισσότερο για «λαϊκές συμμαχίες», είναι εκ των προτέρων καταδικασμένες. Κι αυτό ανεξάρτητα από τις ειλικρινείς ή μη προθέσεις αυτών που κατά καιρούς τις διατυπώνουν. Δεν είναι μόνο ότι κινούνται, λιγότερο ή περισσότερο, σε τελείως διαφορετική κατεύθυνση μεταξύ τους. Ούτε ότι ανακυκλώνουν τον εαυτό τους παράγοντας «φανατικούς» υποστηρικτές και «παθιασμένους» επικριτές, χωρίς καμία προοπτική συνεύρεσης στο ορατό μέλλον. Είναι κυρίως το γεγονός ότι αυτές οι «προτάσεις για ενότητα» αγνοούν έναν βασικό διαχωρισμό. Την αναγκαία ενότητα της εργατικής τάξης και του λαού από την μια και την επίσης αναγκαία ενότητα- κοινή δράση μεταξύ κομμάτων και πολιτικών οργανώσεων, από την άλλη. Αδυνατούν δηλαδή να ξεχωρίσουν την ταξική και λαϊκή ενότητα «από τα κάτω» στη βάση της αντίστασης, διεκδίκησης και αντιμετώπισης των άμεσων λαϊκών προβλημάτων από τις «προγραμματικές συμφωνίες» των οργανώσεων «από τα πάνω». Στην κατεύθυνση πάντα προώθησης της ταξικής πάλης, μοναδικό πεδίο «ελέγχου» άλλωστε των αντικειμενικά διαφορετικών «σχεδίων». Μπλέκοντας το ένα με το άλλο, δεν καταφέρνουν τελικά να κάνουν ουσιαστικά ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Αυτή η αδυναμία διαχωρισμού φαίνεται να χαρακτηρίζει σχεδόν το σύνολο των δυνάμεων που αναφέρονται στο κίνημα και στην αριστερά, γεγονός που αποδεικνύουν και οι διάφορες προτάσεις «κοινής δράσης» που κατατίθενται. Προτάσεις που καταλήγουν τελικά να περιστρέφονται γύρω από τον εαυτό τους. Η κατάσταση αυτή δυσχεραίνει αφάνταστα την ανασυγκρότηση του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος, που δέχεται τις πολύμορφες επιθέσεις του εργοδοτικού-κρατικού συνδικαλισμού κι εμφανίζει εικόνα οριακής διάλυσης και εκφυλισμού. Η ζωή έχει δείξει ότι η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με υποκατάστατα «ενότητας και κοινής δράσης» μεταξύ οργανώσεων ή με την ισχυροποίηση της μίας και «αυθεντικής» παράταξης, όποια κι αν είναι αυτή, όσο κι αν κυκλοφορεί ανάμεσα στους εργαζόμενους με τον μανδύα του συνδικάτου. Πρέπει να γίνει ο αναγκαίος διαχωρισμός για τον ρόλο των εργαζομένων, τον ρόλο των συνδικάτων, τον ρόλο των κομμάτων και οργανώσεων.
Κόμματα και οργανώσεις, με περιβολή «πρωτοβάθμιων σωματείων» ή «πανεργατικού μετώπου σωματείων», καλούν σε συντονισμό άλλα κόμματα και οργανώσεις, που επίσης υποδύονται το σωματείο, για την από κοινού προκήρυξη αγώνων και απεργίας. Αλληλοπροσκαλούνται, δηλαδή, τα κόμματα. Φαίνεται ότι στη σημερινή μεταμοντέρνα εποχή μονάχα τα κόμματα μπορούν να προκηρύσσουν απεργίες! Με τη δικαιολογία βεβαίως για ξεπουλημένη ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, ότι τα σωματεία είναι διαλυμένα ή γραφειοκρατικά, ενώ τα αριστερά κόμματα και οι οργανώσεις βιώνουν την… ανάπτυξη.
Αντίστοιχα, σωματεία ζητούν συστράτευση στη βάση πολυσέλιδων κομματικών προγραμμάτων για «μεταβάσεις» και «λαϊκή εξουσία», μοιράζουν σε απεργούς επερωτήσεις κομμάτων στη βουλή για «το ζήτημά τους», διακινούν «βελτιωτικές προτάσεις» επί παντός επιστητού, που, πέρα από τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό και τη λογική ανάθεσης, επιβεβαιώνουν τον ρόλο που επιφυλάσσουν στα σωματεία (σαν συνδιαχειριστικό μηχανισμό του κράτους). Πρόκειται για τον απόλυτο εκφυλισμό κάθε έννοιας οικονομικού και πολιτικού συνδικαλιστικού αγώνα για τα μεροκάματα, τα εργασιακά δικαιώματα και τις δημοκρατικές ελευθερίες. Επόμενο είναι η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων να έχει γυρίσει την πλάτη σε αυτόν τον κατ’ όνομα μόνο συνδικαλισμό. Είναι άλλωστε ένας συνδικαλισμός που αφορά τους «εργατοπατέρες», τους «ειδικούς».
Όσο φανερό είναι ότι τα καλέσματα για συμμετοχή και ενότητα στο σωματείο πρέπει να αφορούν όλους τους εργαζόμενους, ανεξάρτητα από ιδεολογικοπολιτική τοποθέτηση, άλλο τόσο είναι φανερό ότι η κοινή δράση μεταξύ πολιτικών δυνάμεων δεν μπορεί να αφορά, στον ίδιο βαθμό, όλες τις πολιτικές δυνάμεις. Ιδίως μετά τις καταστροφικές προτάσεις για «παναριστερό αντιμνημονιακό μέτωπο» (που συμπεριλάμβανε και τον ΣΥΡΙΖΑ), που «έβαζαν στόχο» να πέσει η μνημονιακή κυβέρνηση «εδώ και τώρα» και… κάθε κυβέρνηση του κεφαλαίου-ΕΕ-ΔΝΤ. Έριχναν, δηλαδή, κυβερνήσεις στο διηνεκές! Απόψεις που, αντί να φέρουν, όπως ισχυρίζονταν οι εμπνευστές τους, μια εκρηκτική άνοδο του εργατικού και λαϊκού κινήματος, μια ανατροπή των συσχετισμών μεταξύ κεφαλαίου-εργασίας, προς όφελος όλων(!) των αριστερών δυνάμεων και άλλα ηχηρά και φαντασμαγορικά, έφεραν το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Κατέληξαν προς… όφελος των ιμπεριαλιστών δανειστών και των μνημονίων που ανέλαβε πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ να εφαρμόσει. Κανείς (;) όμως δεν προβληματίζεται σοβαρά μήπως φταίει και η «συγγένεια των προγραμμάτων… ελπίδας» της αριστεράς για αυτήν τη συλλογική αυταπάτη, που ενώ κατέρρευσε δεν οδήγησε στην «εκρηκτική άνοδο του κινήματος» που ανέμεναν. Και γι’ αυτό δεν φταίει ότι δεν προχώρησαν οι «προτάσεις τους» αλλά το ακριβώς αντίθετο.
Παρά τους μακροσκελέστατους προσδιορισμούς του αποδέκτη αυτών των προτάσεων κοινού βηματισμού (των αντικαπιταλιστικών, αντιιμπεριαλιστικών, αντι-ΕΕ δυνάμεων και των δυνάμεων της ανατροπής), δεν κρύβεται ο κατά βάση ρεφορμιστικός, οπορτουνιστικός και συνδιαχειριστικός χαρακτήρας τους. Αρκεί για αυτό μια απλή ανάγνωση των «μεταβατικών προγραμμάτων» που οραματίζονται την… άμεση λαϊκή ή ακόμη και εργατική εξουσία της «επόμενης μέρας». Με τον εργοστασιάρχη «να χτυπάει ελαφρά την πόρτα» για να περάσει, αν και εφόσον του επιτραπεί η είσοδος από τους εργαζόμενους του «εργατικού ελέγχου», με το κεφάλαιο να σηκώνει «δειλά το χέρι», ζητώντας άδεια κατάθεσης του επόμενου αντεργατικού νόμου, με τον ιμπεριαλισμό να ζητά «ευγενικά και δημοκρατικά» τη γνώμη του λαού πριν εφαρμόσει νέα μνημόνια. Αλλά και με αντιλήψεις που ζητούν διαρκώς και επιτακτικά συνάντηση με τον, κατά τα άλλα ψεύτη και κλέφτη, υπουργό. Που καταθέτουν σχέδια νόμου στη βουλή, που ζητάνε «αντίσταση και ανατροπή» με συστημική ανοχή και χρηματοδότηση, με συμμετοχή στα όργανα του κράτους, με «κομμουνιστές» να υπερθεματίζουν υπέρ της υποχρεωτικής εισφοράς-παρακράτησης των συντάξεων για τη χρηματοδότηση των σωματείων, όπως ορίζει το κατάπτυστο ασφαλιστικό του «κομμουνιστή» Κατρούγκαλου, γιατί… πρόκειται για λεφτά που θα επιστρέψουν στους ίδιους του συνταξιούχους και συμβάλλουν στον αγώνα τους!
Συμπόρευση με αυτά δεν μπορεί να γίνει ούτε σε επίπεδο κινήματος ούτε σε επίπεδο «πολιτικής συμφωνίας». Οπότε τι; Ο καθένας χώρια; Όχι. Στη βάση του κινήματος και τις ταξικής πάλης μπορεί και πρέπει να χτιστεί μια σχέση ενότητας, αντιπαράθεσης και πάλης. Αυτό σημαίνει και χώρια και μαζί, ανάλογα με τις συνθήκες και το επίπεδο συμφωνίας που έχει κατακτηθεί. Αυτό σημαίνει ενότητα στην αντιμετώπιση των άμεσων λαϊκών προβλημάτων και ανοιχτός δίαυλος επικοινωνίας για όλα τα μεγάλα ζητήματα που αφορούν την κοινωνική χειραφέτηση και απελευθέρωση. Οτιδήποτε διαφορετικό είναι ψεύτικος «γάμος από συμφέρον», μακριά από το συμφέρον και τις ανάγκες των εργαζομένων και του λαού.