Δύο καλέσματα υπήρξαν τις δύο τελευταίες βδομάδες για να κατέβει ο κόσμος στο Σύνταγμα. Καλέσματα που ξεκινούσαν με τον τίτλο «οι Αγανακτισμένοι επιστρέφουν» το ένα και «Ανάσα αξιοπρέπειας» το άλλο. Και τα δύο έγιναν για να υποστηριχθεί η κυβέρνηση στον «αγώνα αξιοπρέπειας» που δίνει προς χάρη της χώρας και του λαού «κόντρα στους εκβιασμούς της ΤΡΟΙΚΑ και των υποστηρικτών τους στην Ελλάδα, ολιγαρχία, καναλάρχες» και κατέληγαν σε κάλεσμα «σε όλους τους λαούς της Ευρώπης να δείξουν έμπρακτα την υποστήριξή τους στον αγώνα του ελληνικού λαού και της ελληνικής κυβέρνησης για μια Ευρώπη της δημοκρατίας και της αλληλεγγύης».
Από την πρώτη συγκέντρωση ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να κρατήσει αποστάσεις, τη δεύτερη, αν και πάλι όχι επίσημα, την υποστήριξε πιο ξεκάθαρα μέσα από τα μέσα ενημέρωσης που διαθέτει. Αυτή έγινε με αφορμή τη συνεδρίαση του Eurogroup όπου ο υπουργός οικονομικών θα παρουσίαζε για πρώτη φορά στην Ε.Ε. τις θέσεις της Ελλάδας στα πλαίσια της διαπραγμάτευσης μιας νέας συμφωνίας συνέχισης της πολιτικής των μνημονίων.
Οι διοργανωτές θέλησαν με αυτές τις συγκεντρώσεις να δείξουν ότι υπάρχει σύμπνοια του λαού και της κυβέρνησης σε μια «μάχη» αξιοπρέπειας κόντρα στους εκβιασμούς και τις επεμβάσεις από τη πλευρά των ιμπεριαλιστών και ιδιαίτερα των Γερμανών.
Τα χαρακτηριστικά αυτών των συγκεντρώσεων
Είναι αλήθεια ότι το αποτέλεσμα των εκλογών δημιούργησε στο λαό ένα κλίμα ανακούφισης και ευφορίας γιατί απαλλάχτηκε από την πιο μισητή ίσως κυβέρνηση που υπήρξε τα τελευταία 40 χρόνια. Δημιούργησε προσδοκίες ότι τουλάχιστον δεν θα γίνουν τα πράγματα χειρότερα, ότι η επίθεση θα ανακοπεί και ότι σε ορισμένες περιπτώσεις θα υπάρξει μια κάποια ανάσα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πιο δημοφιλείς εξαγγελίες της κυβέρνησης είναι αυτές που αφορούν τους μισθούς, τις συντάξεις, τον ΕΝΦΙΑ αλλά και τις επαναπροσλήψεις απολυμένων μέσω της διαθεσιμότητας που όμως όλο αυτό τον καιρό δεν σταμάτησαν να αγωνίζονται για το δικαίωμά τους στη δουλειά. Η άλλη πλευρά έχει να κάνει με την περηφάνια αυτού του λαού που τόσα χρόνια ζούσε μια κατάσταση απόλυτης υποταγής στους ιμπεριαλιστές από την πολιτική ηγεσία, ενώ τώρα, όπως λέγεται, ακούγεται και ένα «όχι»! Με αυτή την έννοια κατέβηκε κόσμος σε αυτές, όχι τόσο στη πρώτη όσο στη δεύτερη που ήταν πολύ πιο μαζική. Μια μαζικότητα όμως που όσοι τώρα την έβλεπαν συγκλονιστική και παλλαϊκή, όταν αφορά για παράδειγμα απεργίες, θεωρούν ότι ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται και ότι «κάθεται στον καναπέ του». Αναδεικνύει επίσης τις δυσκολίες και τα αδιέξοδα του ρεφορμισμού, που ενώ από τη μια φροντίζει ο λαός να μην κινητοποιείται, όταν έρχεται η ώρα να το χρειαστεί δυσκολεύεται ιδιαίτερα.
Όσο όμως περνάει ο καιρός και οι εξαγγελίες της κυβέρνησης γίνονται πιο συγκεκριμένες και στο ζήτημα της ικανοποίησης κάποιων λαϊκών αιτημάτων, αλλά και στο ζήτημα της κόντρας με τους ιμπεριαλιστές, το κλίμα προβληματισμού για το αν αυτή η κυβέρνηση εννοεί και αν θα κάνει πράξη αυτά που εξήγγειλε εντείνεται. Ανησυχεί ο λαός και καλά κάνει! Οι συγκεντρώσεις αυτές, παρά τις όποιες προσδοκίες των φανερών και κρυφών διοργανωτών τους, χαρακτηρίζονταν και από αυτό το κλίμα. Για να μην πούμε ότι κυριαρχούσε.
Για όποιον δε θέλει να κρύβεται πίσω από το δάχτυλό του η πραγματικότητα αυτών των συγκεντρώσεων δεν έχει καμιά σχέση με αυτές των κινητοποιήσεων όπου ο λαός και η νεολαία αντιστέκονται, διεκδικούν και παλεύουν να ανατρέψουν τις σε βάρος τους πολιτικές. Δεν έχουν ούτε καν τα χαρακτηριστικά των κινητοποιήσεων του καλοκαιριού του 2011 στις πλατείες και τους δρόμους της χώρας, όπου ο λαός ξεσηκώθηκε έχοντας συγκεκριμένα αιτήματα αντίστασης. Πολύ περισσότερο δεν είχαν τα χαρακτηριστικά λαϊκών κινητοποιήσεων κόντρα στους ιμπεριαλιστές και διεκδίκησης της ανεξαρτησίας της χώρας.
Να το πούμε αλλιώς; Εκτός από το κλίμα ανησυχίας και προβληματισμού που κυριαρχούσε στα πηγαδάκια, κυριαρχούσε και αυτό που «εκπαιδεύτηκε» ο λαός να κάνει τα τελευταία χρόνια. Να έχει χαμηλές προσδοκίες σε όλα τα ζητήματα, από το άμεσα οικονομικό μέχρι το ζήτημα της σχέσης με τους ιμπεριαλιστές της Ευρώπης και της Αμερικής. Κυριαρχούσε ο ρεαλισμός του εφικτού που επέβαλε και επιβάλει το σύστημα της εξάρτησης και υπηρετεί με τον τρόπο της η κυβέρνηση «κοινωνικής σωτηρίας» των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Να αναθέτει και όχι να διεκδικεί τα δικαιώματά του, να περιμένει άλλους να του τα παραχωρήσουν, αν και όποτε μπορούν, και όχι να τα απαιτεί. Και φυσικά όλα αυτά «αυθόρμητα», μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, χωρίς οργανώσεις, κόμματα, σωματεία και άλλες «παρωχημένες» μορφές λαϊκής οργάνωσης.
Ρεαλισμός λοιπόν και στήριξη σε αυτούς που του τον επιβάλουν. Έτσι θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ και η συγκυβέρνησή του το λαό στο δρόμο. Σα «χαρτί» απόλυτα ελεγχόμενο στη διαπραγμάτευσή του με τους ιμπεριαλιστές και το ντόπιο κατεστημένο στη προσπάθειά του να αναγνωριστεί ως αξιόπιστος πυλώνας του συστήματος.
Η αριστερά;
Το ζητούμενο εδώ είναι ποια η στάση των δυνάμεων της αριστεράς. Τα ερωτήματα που τίθενται είναι αρκετά.
Καταρχήν πράγματι εκφράζει αυτή η κυβέρνηση τους πόθους του λαού; Αυτούς εκφράζει η λεγόμενη διαπραγμάτευση ή κάτι άλλο; Είναι η άνοδος αυτών των κομμάτων στην κυβέρνηση αποτέλεσμα ενός λαϊκού κινήματος αντίστασης, διεκδίκησης και ανατροπής ή αποτέλεσμα της απαξίωσης καταρχήν του έως τώρα κυρίαρχου αστικού πολιτικού συστήματος και κατ’ ανάγκην υπερψήφισης κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ;
Θέλει η κυβέρνηση και οι κομματικοί φορείς που τη στηρίζουν τον κόσμο στο δρόμο σε μια κατεύθυνση σύγκρουσης με το ντόπιο κατεστημένο και τους ιμπεριαλιστές; Ή τον θέλει, όπως ήδη έχουμε πει, απόλυτα ελεγχόμενο, με χαμηλές προσδοκίες και απλά χειροκροτητή; Γιατί τα κυβερνητικά κόμματα φρόντισαν λίγο ως πολύ να κρατήσουν αποστάσεις από αυτές τις συγκεντρώσεις; Και ακόμη περισσότερο, αν πράγματι αυτά τα κόμματα είχαν μια διάθεση σύγκρουσης , ιδιαίτερα ο ΣΥΡΙΖΑ, γιατί φρόντισε με όλους τους τρόπους τα δύο τελευταία χρόνια να θέσει στην άκρη το κίνημα της διετίας 2010 – 2012;
Είναι αυτές οι συγκεντρώσεις πραγματικά συνέχεια του μεγαλειώδους κινήματος αντίστασης που υπήρξε τη διετία 2010 – 2012, μέρος του οποίου ήταν και οι «πλατείες», αλλά και των σποραδικών αγώνων που πραγματοποιήθηκαν μετά τις εκλογές του ’12;
Όταν ο κόσμος διαδήλωνε και συγκρουόταν με τις δυνάμεις καταστολής, τότε που κυριολεκτικά καιγόταν η Αθήνα, το έκανε ενάντια στη Τρόικα, την Ε.Ε., το Δ.Ν.Τ., την Ε.Κ.Τ., στηλιτεύοντας τις κυβερνήσεις για την υποταγή τους στους ιμπεριαλιστές ή το έκανε για να απαιτήσει διαπραγμάτευση συνέχισης της ίδιας πολιτικής με κάποιους καλύτερους όρους – ψίχουλα για τον ίδιο;
Η αριστερά που αυτοπροσδιορίζεται ως αγωνιστική, επαναστατική, του εξωκοινοβουλίου ή όπως αλλιώς θέλει να αυτοπροσδιορίζεται, τι ρόλο μπορεί και πρέπει να παίξει σε αυτές τις συγκεντρώσεις; Της απαθούς παρακολούθησης των γεγονότων και κουνώντας το δάχτυλο σε μια λογική «σας τα λέγαμε εμείς» ή της στήριξης – συμπληρωματικής αγωνιστικής δήθεν απάντησης απέναντι στους εκβιασμούς της Μέρκελ στη κυβέρνηση (και όχι στο λαό, που έτσι κι αλλιώς σε καθεστώς εκβιασμού και επίθεσης ζούσε πριν, ζει και τώρα) και πίεσης στη κυβέρνηση να εφαρμόσει αυτά που υποσχέθηκε αλλά να πάει και τη σύγκρουση παραπέρα μέχρι την έξοδο από το ευρώ, την Ε.Ε. ή και τα δύο μαζί; Εντείνοντας και στις δύο περιπτώσεις τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες ότι με μια άλλη κυβέρνηση, πιο αριστερή και συνεπή, μπορεί να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις είτε μετάβασης στη «λαϊκή εξουσία» είτε για την εφαρμογή του μεταβατικού προγράμματος που θα μας οδηγήσει σε μια άλλη «εργατική εξουσία».
Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα, η εκτίμηση για το αν αυτές οι συγκεντρώσεις αποτελούν «ανάσα αξιοπρέπειας» ή «πνίξιμο των προσδοκιών» καθορίζουν και τη στάση του καθενός μας, της κάθε οργάνωσης.
Το ΚΚΕ (μ-λ) εκτιμώντας ότι αυτές οι συγκεντρώσεις δεν είναι κομμάτι κάποιας κινηματικής διαδικασίας, ότι στη πραγματικότητα γίνονται για να εκφραστεί μια ήρεμη και βουβή στήριξη της κυβέρνησης με ακόμη περισσότερη, μείωση των λαϊκών προσδοκιών σε όλα τα ζητήματα, από το άμεσα οικονομικό μέχρι αυτό της ανεξαρτησίας. Θεωρώντας ότι αυτός ο κόσμος που κατεβαίνει σε αυτές τις συγκεντρώσεις είναι λαός που κατεβαίνει όχι μόνο για να στηρίξει αλλά κυρίως γιατί ανησυχεί, θέλει να δει προς τα «πού πάει το πράγμα», αποφάσισε να παρέμβει όχι με κάλεσμα και οργανωμένο μπλοκ στις συγκεντρώσεις αλλά με μοίρασμα προκήρυξης και ντουντούκα. Προκαλώντας συζητήσεις, καλώντας το λαό να απαιτήσει αυτά που πραγματικά δικαιούται και όχι συνέχιση της επίθεσης με κάποιους αμφίβολους καλύτερους όρους για τον εαυτό του. Διακηρύττοντας πως η διαπραγμάτευση είναι υποταγή! Βεβαίως και δεν θέλαμε σε καμιά περίπτωση να συμψηφιστούμε ως συμμετέχοντες σε μια συγκέντρωση στήριξης της κυβέρνησης από αυτούς, από τα κόκκινα παπαγαλάκια, που παρά τους ύμνους στο αυθόρμητο και το ακομμάτιστο την επόμενη μέρα των συγκεντρώσεων δεν δυσκολεύτηκαν να σημειώσουν, απαντώντας στην αρθρογραφία του αστικού τύπου, ότι εκεί δεν ήταν μόνο ΣΥΡΙΖαίοι αλλά και άλλες οργανώσεις. Όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ!
Για μας δεν είναι αντικαπιταλιστικός αγώνας η αποδοχή των ψίχουλων που θέλει να πετάξει στο λαό η κυβέρνηση μήπως και πετύχει την διακηρυγμένη από μεριάς της κοινωνική ειρήνη.
Δεν είναι αντιιμπεριαλιστικός αγώνας η επιλογή ιμπεριαλιστή προστάτη μέσα και έξω από την Ε.Ε. όπως και δεν μπορεί να επιτευχθεί ανεξαρτησία χωρίς την έξοδο από την Ε.Ε. αλλά και το ΝΑΤΟ που πολλοί τώρα τελευταία το ξεχνούν. Ούτε μπορεί να διεξάγεται αποκλειστικά και μόνο όποτε συνεδριάζουν τα όργανα των ιμπεριαλιστικών οργανισμών και πολύ περισσότερο δεν μπορεί να έχει καμιά σχέση με καμιά κυβέρνηση που αποδέχεται το πλαίσιο της εξάρτησης. Ακόμη και αν λέγεται παραπλανητικά «της Αριστεράς». Και τέλος είναι άλλο οι συγκεντρώσεις ενάντια στην επίσκεψη ενός εκπροσώπου των ιμπεριαλιστών (π.χ. Μέρκελ) και άλλο οι συγκεντρώσεις που ως επίδικο έχουν τη διαπραγμάτευση με αυτούς.
Για μας, όπως λέει και ένας σύντροφος αλλού (http://aristerastikarditsa.blogspot.gr):
«Ναι, πρέπει ο λαός να βγει στους δρόμους και στις πλατείες αρνούμενος να υποταχθεί στους ιμπεριαλιστικούς εκβιασμούς.
Ναι, πρέπει ο λαός να διαδηλώσει, αγωνιζόμενος όμως κάτω από τις δικές του σημαίες, προτάσσοντας τα δικά του συμφέροντα.
Ούτε θεατής, ούτε όμως και κομπάρσος ή αποτελώντας το ντεκόρ στο κυβερνητικό έργο «η διαπραγμάτευση ξεκίνησε -η συμφωνία έρχεται».
Ο λαός μας δε πρέπει να γίνει συνιστώσα (έστω και «αριστερή») της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αλλά πρέπει να χαράξει τη δική του ανεξάρτητη πορεία.»