Άρθρο από την Προλεταριακή Σημαία (φύλλο 872)
Την Παρασκευή 29/5 κατατέθηκε από την κυβέρνηση η τροπολογία που προβλέπει, μεταξύ άλλων, την εφαρμογή του προγράμματος «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ», το οποίο επιδοτεί την ημιαπασχόληση και χρηματοδοτείται από το ευρωπαϊκό πρόγραμμα «SURE». Επί της ουσίας, πρόκειται για κλιμάκωση της αντεργατικής πολιτικής που ακολούθησε όλο το προηγούμενο διάστημα η κυβέρνηση, μέσα από την πληθώρα μέτρων που έλαβε με τις ΠΝΠ, τα οποία στόχο είχαν τη γενναία ενίσχυση των δυνάμεων του κεφαλαίου και της εργοδοσίας και την ισοπέδωση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, με πρόσχημα μάλιστα τη διατήρηση των θέσεων εργασίας τους.
Μόνη προϋπόθεση για να ενταχθεί μια επιχείρηση στο πρόγραμμα είναι η εμφάνιση μείωσης του τζίρου της τουλάχιστον κατά 20%, γεγονός που κάνει κατανοητό το εύρος των επιχειρήσεων που αφορά το πρόγραμμα και κατ’ επέκταση το τεράστιο κομμάτι εργαζομένων που θα πλήξει. Επίσης, θα συμπεριληφθούν επιχειρήσεις που λειτουργούν για πρώτη φορά και δεν έχουν καταγράψει έσοδα τους προηγούμενους μήνες. Οι εργοδότες που θα εντάσσονται στο «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ» θα μπορούν μονομερώς να μειώσουν το χρόνο εργασίας κατά 50% ακόμη και για το σύνολο του προσωπικού πλήρους απασχόλησης που απασχολούν και να καταβάλλουν το μισό μισθό, ενώ το 60% του υπόλοιπου εισοδήματος θα καταβάλλεται από το κράτος. Οι εργαζόμενοι δηλαδή, θα έχουν μείωση των αποδοχών τους κατά 20% και θα εργάζονται εκ περιτροπής.
Το πρόγραμμα θα διαρκέσει από τις 15 Ιούνη μέχρι τις 15 Οκτώβρη, ωστόσο η κυβέρνηση δεν έχει αποκλείσει «την επέκταση της χρονικής ισχύος του εάν και εφόσον χρειαστεί». Ούτως ή άλλως, η ΕΕ έχει θέσει σαν ορίζοντα για το πρόγραμμα «SURE» το τέλος του 2022, ξεκαθαρίζοντας την κατεύθυνση για το επόμενο διάστημα. Ήδη για το χώρο των αερομεταφορών οι παραπάνω ρυθμίσεις έχουν πάρει παράταση μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου. Άλλο ένα «έκτακτο» μέτρο που ήρθε για να μείνει και, πάνω απ’ όλα, να διαμορφώσει το κατάλληλο κλίμα για να προχωρήσει το τσάκισμα των εργασιακών σχέσεων. Είναι προφανές ότι ακόμη και μετά την λήξη του προγράμματος, η εφαρμογή της ημιαπασχόλησης θα έχει γίνει καθεστώς για μια σειρά εργοδότες, ενώ στόχος είναι το ιδεολογικό χτύπημα των εργαζομένων και η εμπέδωση αυτού του καθεστώτος στις συνειδήσεις τους ως φυσιολογικό.
Πολύ κοντά πόδια έχουν και οι όποιες «δεσμεύσεις» αναλαμβάνει ο κάθε εργοδότης που εντάσσεται στο πρόγραμμα, με βάση τις οποίες όσο διαρκεί αυτό δεν έχει το δικαίωμα να αλλάξει την ισχύουσα σύμβαση που έχει με τον εργαζόμενο, ούτε να προβεί σε απολύσεις όσων υπαλλήλων έχουν ενταχθεί σε αυτό. Τους υπόλοιπους φυσικά μπορεί ελεύθερα να τους απολύσει(!), αλλά και για τους πρώτους είναι δεδομένο πως μετά το τέλος του προγράμματος το σενάριο της μετατροπής των συμβάσεων τους από πλήρους σε μερικής απασχόλησης, ακόμη και της απόλυσης (πόσο μάλλον αν δεν συμβιβαστούν σ’ αυτό το νέο καθεστώς) είναι ορθάνοιχτα για την εργοδοσία. Τόσο γερές βάσεις έχει η πολιτική της κυβέρνησης για τη δήθεν διάσωση των θέσεων εργασίας, την οποία επικαλείται!
Τα χτυπήματα που θα επιφέρει το πρόγραμμα στο εισόδημα των εργαζομένων θα είναι πολλαπλά. Πέρα από τη μείωση του 20% του μισθού τους, που είναι η επίσημη εκδοχή, πολλοί εργαζόμενοι στους οποίους εφαρμοζόταν η διαδεδομένη τακτική των εργοδοτών να δίνουν ένα μέρος του μισθού «μαύρα» θα βρεθούν αντιμέτωποι με πολύ μεγαλύτερη μείωση του εισοδήματός τους. Ακόμη, οι εργαζόμενοι θα δουν αναλογική μείωση στο επίδομα αδείας και στο δώρο Χριστουγέννων, αφού, σύμφωνα με τις δηλώσεις Βρούτση, «η προσαρμογή θα γίνει στη βάση του μισθού που παίρνει ο εργαζόμενος στην τσέπη του». Μένει να διευκρινιστεί από τις σχετικές υπουργικές αποφάσεις το ζήτημα αυτό, αλλά η τοποθέτηση του υπ. Εργασίας δεν αφήνει περιθώρια εφησυχασμού.
Είναι φανερό πως η εφαρμογή του προγράμματος «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ» αποτελεί επένδυση από την πλευρά του κεφαλαίου και της κυβέρνησης για το νέο αντεργατικό τοπίο που θέλουν να διαμορφώσουν, αξιοποιώντας την περίοδο της πανδημίας. Η δραματική αύξηση των ανέργων θα αποτελέσει ακόμη ένα μοχλό πίεσης που θα εκμεταλλευτούν οι εργοδότες για να αυθαιρετήσουν σε βάρος των εργαζομένων που απασχολούν με μερική απασχόληση, επιβάλλοντας παράταση του νόμιμου ωραρίου (προφανώς απλήρωτη) και εντατικοποίηση του ρυθμού δουλειάς. Έχουν τεθεί οι βάσεις από το σύστημα για το περαιτέρω ξεδόντιασμα κάθε έννοιας εργασιακού δικαιώματος και την πλήρη ελαστικοποίηση των όρων δουλειάς. Στη νέα αντεργατική «κανονικότητα» που ετοιμάζουν, η διάλυση των εργασιακών σχέσεων θέλουν να γίνει καθεστώς και μάλιστα να εμπεδωθεί από τον κόσμο της εργασίας σαν «αντικειμενική» απόρροια της ύφεσης που επέφερε η πανδημία. Το εργατικό κίνημα πρέπει συγκροτημένα να απαντήσει και να υπερασπιστεί το ΔΙΚΑΙΩΜΑ στη δουλειά και στη ζωή με αξιοπρέπεια.