Η εισβολή στο Αφρίν:
Δοκιμάζει σχέσεις και εντείνει τις αντιθέσεις ιμπεριαλιστών και περιφερειακών δυνάμεων
Πολλαπλασιάζει τους κινδύνους για τους λαούς της περιοχής
Την πέμπτη εβδομάδα διανύει η εισβολή του τούρκικου στρατού στο κούρδικο καντόνι Αφρίν της Συρίας. Αυτή η εισβολή, που φέρει το προκλητικά κυνικό όνομα «Κλάδος Ελαίας», έχει περιπλέξει πολύ περισσότερο την κατάσταση, τις σχέσεις και τις αντιθέσεις των ιμπεριαλιστικών αλλά και περιφερειακών δυνάμεων που ανταγωνίζονται και δρουν πάνω στο ματωμένο σώμα του συριακού λαού.
Η «ανοχή» της Ρωσίας
Όλα καταμαρτυρούν πως η τούρκικη εισβολή πραγματοποιήθηκε με την ανοχή τη Ρωσίας. Διότι η Ρωσία ναι μεν έσπευσε να καταδικάσει την εισβολή, ωστόσο ο τόνος της καταδίκης δόθηκε στις μονομερείς ενέργειες των ΗΠΑ, που προωθούν τον κατακερματισμό της Συρίας (και αποτέλεσαν την αφορμή της εισβολής), δηλαδή στη δήλωση των ΗΠΑ πως προχωρούν στη συγκρότηση μιας κουρδικής συνοριακής πολιτοφυλακής που θα ελέγχει τα «σύνορα» των κουρδικών περιοχών στη βορειοανατολική Συρία. Ακόμα και πρόσφατα ο ρώσος ΥΠΕΞ, Σεργκέι Λαβρόφ, αφού δήλωσε πως η κρίση στο Αφρίν –μετά και την αποστολή εκεί συριακών κυβερνητικών πολιτοφυλακών- μπορεί να λυθεί με συνομιλίες μεταξύ Δαμασκού και Άγκυρας με διαμεσολαβητή τη Ρωσία και με όρο το σεβασμό στην εδαφική ακεραιότητα της Συρίας, υπογράμμισε με νόημα πως ταυτόχρονα αναγνωρίζει τις ανησυχίες της Τουρκίας όσον αφορά την ασφάλεια στα νότια σύνορά της.
Με αυτή την ανοχή, η Ρωσία φανερά επενδύει στην παραπέρα όξυνση της κρίσης των αμερικανοτουρκικών σχέσεων. Επίσης πιθανό να πήρε σαν αντάλλαγμα μια αντίστοιχη ανοχή στην μεγάλης κλίμακας επίθεση των ρώσικων και των κυβερνητικών δυνάμεων με σκοπό την ανάκτηση του ελέγχου της επαρχίας Ιντλίμπ, που ξεκινούσε την ίδια μέρα της τούρκικης εισβολής. «Τέλος», το μέλλον θα δείξει πόσο ευσταθεί μια ερμηνεία που αναφέρεται σε ορισμένα δημοσιεύματα, ότι δηλαδή υπάρχει μια συμφωνία –κάτω από το τραπέζι- του καθεστώτος Άσαντ με την Τουρκία (και τη συμβολή της Μόσχας), για παράδοση του Αφρίν -σε δεύτερο χρόνο- στις κυβερνητικές δυνάμεις και με ηττημένο το YPG, ώστε και να αποτραπεί σε μεγάλο βάθος χρόνου η ένωση του καντονιού με τα άλλα δύο κούρδικα καντόνια και να παραμείνει το Αφρίν στη συριακή κυριαρχία. Το σίγουρο είναι, πάντως, πως ο ρώσικος ιμπεριαλισμός διακινδυνεύει και αυτός τη στερεότητα των τοπικών του συμμαχιών με σκοπό να χτυπήσει τον βασικό ανταγωνιστή του, τις ΗΠΑ.
Οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις στη δοκιμασία του Αφρίν
Οι Αμερικανοί από την πλευρά τους, αφού έριξαν τη «βόμβα» με τη συνοριακή πολιτοφυλακή, προσπάθησαν όπως και οι Γάλλοι να τσουβαλιάσουν την εισβολή στο Αφρίν με τις ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες για χρήση χημικών από τον Άσαντ εναντίον της Ανατολικής Γούτα, προαστίου της Δαμασκού που ελέγχεται από αντικαθεστωτικούς αντάρτες, ώστε να βάλουν ακόμη μία φορά στο στόχαστρο το καθεστώς της Δαμασκού, το Ιράν και φυσικά τη Ρωσία. Ωστόσο δεν μπόρεσαν και δεν ήταν δυνατόν να αποφύγουν τις συνέπειες της εισβολής στο τρίγωνο σχέσεων-αντιθέσεων ΗΠΑ-Τουρκία-Κούρδοι του YPG. Διότι μπορεί έως τώρα η Τουρκία να μην έχει πραγματοποιήσει τις απειλές της για επέκταση της εισβολής της στην περιοχή ανατολικά του Ευφράτη και στην πόλη Μανμπίτζ, πράγμα που θα μπορούσε να φέρει αντιμέτωπους τούρκους και αμερικάνους στρατιώτες. Όμως ήδη η εισβολή έχει δηλητηριάσει παραπέρα τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Μάλιστα, ενώ είναι φανερή η επιθυμία και των δύο να αποκατασταθεί η αναμεταξύ τους σχέση, όπως καταμαρτυρεί η πύκνωση των διμερών επαφών τους, αυτή μοιάζει αν όχι σαν τετραγωνισμός του κύκλου τουλάχιστον σαν μια δισεπίλυτη εξίσωση. Πώς, λοιπόν, και ως πού μπορεί να συμβιβαστεί από τη μια η έως και υπαρξιακή –όπως την αντιλαμβάνεται η τούρκικη άρχουσα τάξη- ανάγκη της να αποτρέψει με κάθε τρόπο τη δημιουργία κουρδικού κρατικού μορφώματος στα νότια σύνορά της. Και από την άλλη, η μέγιστη ανάγκη του αμερικανικού ιμπεριαλισμού να κατοχυρώσει τον έλεγχο και την κυριαρχία στη βορειοανατολική Συρία, ως μέσο για την προβολή της ισχύος του στη Συρία και το ξεδίπλωμα των αντιρωσικών του σχεδιασμών στην περιοχή. Πράγμα που περνάει μέσα από την τακτική στήριξη της αραβοκουρδικής συμμαχίας SDF και της ραχοκοκαλιάς της, τους Κούρδους του YPG.
Τα παραπάνω πιστοποίησαν με τον πιο εύγλωττο τρόπο οι επισκέψεις του Συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας του Λευκού Οίκου, Χ. Μακμάστερ, και λίγες μέρες μετά του αμερικανού ΥΠΕΞ, Ρεξ Τίλερσον, στην Άγκυρα, αλλά και η συνάντηση, στο περιθώριο της Συνόδου του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, των υπουργών Άμυνας των δύο χωρών. Στη συνάντηση του Μακμάστερ με τον σύμβουλο του Ερντογάν, Ιμπραήμ Καλίν, δόθηκε έμφαση, σύμφωνα με την ανακοίνωση της τούρκικης προεδρίας, στη «μακροπρόθεσμη στρατηγική σύμπραξη» των δύο χωρών, ενώ κατά τον Λευκό Οίκο συζητήθηκαν «λεπτομέρειες σε θέματα που επηρεάζουν τις διμερείς σχέσεις και εξερευνήθηκαν τρόποι επέκτασης του κοινού αγώνα εναντίον όλων των μορφών τρομοκρατίας».
Η διπλωματική αυτή γλώσσα λίγο μπορεί να κρύψει τα πενιχρά αποτελέσματα της συνάντησης. Γι” αυτό και στις λίγες μέρες που μεσολάβησαν από την επίσκεψη Τίλερσον στην Άγκυρα υπήρξε ένας «βομβαρδισμός» δηλώσεων τούρκων αξιωματούχων, που δεν έκρυβαν την ανησυχία αλλά και την οργή τους για τη «ΝΑΤΟϊκή σύμμαχο» και τη στάση της. Δηλώσεις όπως «οι σχέσεις με τις ΗΠΑ βρίσκονται σε κρίσιμο σημείο: είτε θα τις φτιάξουμε είτε θα καταρρεύσουν πλήρως» ή όπως αυτή για το «οθωμανικό χαστούκι» που θα δοθεί σε όσους (ΗΠΑ) απειλούν με σκληρή απάντηση την Τουρκία εάν εισβάλει και στη Μανπίτζ! Η πολύωρη συνάντηση του Τίλερσον με τον τούρκο ομόλογό του, συνάντηση για την οποία δεν δόθηκε τίποτε στη δημοσιότητα, μάλλον αναπαρήγαγε το αδιέξοδο.
Βέβαια την ίδια στιγμή και παρά τη σοβαρότητα της κρίσης των σχέσεών τους, οι δύο χώρες –ακριβώς αντιλαμβανόμενες τα στρατηγικά επίδικα- επιδίδονται σε μια ιδιότυπη διαπραγμάτευση των όρων ενός συμβιβασμού, μετρώντας τις αντοχές και τα όρια του «απέναντι». Έτσι, ενώ το Πεντάγωνο ενέγραψε στον προϋπολογισμό του κονδύλι ύψους 500 εκατ. δολαρίων για τον εξοπλισμό των SDF, δηλώσεις αμερικανών αξιωματούχων έκαναν λόγο για περιορισμό ή και σταμάτημα του εξοπλισμού των Κούρδων. Ή, ενώ ο Τίλερσον από το Κουβέιτ εκτοξεύει την κατηγορία πως η Τουρκία με την εισβολή στο Αφρίν υπονομεύει τη μάχη κατά του ΙΣΙΣ, άλλες δηλώσεις δείχνουν την «κατανόησή» τους στην τουρκική ηγεσία. Το ίδιο και από την πλευρά της Τουρκίας. Οι δηλώσεις για κλείσιμο συμφωνίας με τη Ρωσία για αγορά δεύτερης συστοιχίας πυραύλων S-400 (μετά όμως το… 2020, χρονιά που θα πραγματοποιηθεί -εάν πραγματοποιηθεί- η αποστολή της πρώτης συστοιχίας), έρχονται λίγες μέρες μετά τις δηλώσεις πως η Τουρκία δεν θα αγοράσει κανέναν εξοπλισμό από το εξωτερικό εκτός και αν παραστεί ανάγκη! Ή η επίσκεψη του πρωθυπουργού Γιλντιρίμ στο Βερολίνο με στόχο το ξεπάγωμα των γερμανοτουρκικών σχέσεων και το άνοιγμα της συζήτησης για αναβάθμιση των γερμανικών τανκς Λέοπαρντ του τούρκικου στρατού.
Το κουβάρι περιπλέκεται, οι κίνδυνοι μεγαλώνουν
Παράλληλα με αυτές τις εξελίξεις, είχαμε μια σειρά γεγονότα, πάντα στην κατεύθυνση της έντασης. Στις αρχές του μήνα καταρρίφθηκε ένα ρώσικο SU-25 στην επαρχία Ιντλίμπ. Οι ΗΠΑ βομβάρδισαν φιλοκυβερνητικά συριακά στρατεύματα στην περιοχή Ντερ Αλ Ζορ, με το πρόσχημα ότι πλησίαζαν επικίνδυνα την «περιοχή ευθύνης» του «Διεθνούς Συνασπισμού» και των SDF, με αποτέλεσμα το θάνατο 100 στρατιωτών, ενώ έχουν αναφερθεί και άλλοι δύο βομβαρδισμοί στην ίδια περιοχή, με τα θύματα να περιλαμβάνουν και ρώσους μισθοφόρους ιδιωτικής εταιρείας πολέμου! Επίσης με φανερή πριμοδότηση από τις ΗΠΑ, το τελευταίο διάστημα το κράτος-τρομοκράτης του Ισραήλ εγγράφει κι αυτό υποθήκες πάνω στο σώμα της ρημαγμένης Συρίας. Έτσι, με πυξίδα την μη αποδοχή «της στρατιωτικής παρουσίας του Ιράν στη Συρία» και με αφορμή ένα ιρανικό drone που το Ισραήλ κατέρριψε ισχυριζόμενο ότι παραβίασε τον εναέριο χώρο του, η ισραηλινή αεροπορία εξαπέλυσε στις 11 Φεβρουαρίου επίθεση με συμμετοχή δεκάδων μαχητικών αεροσκαφών σε περιοχές κοντά στη Δαμασκό «που ανήκουν στον ιρανικό στρατιωτικό μηχανισμό».
Τελευταίο δείγμα τής ακόμα μεγαλύτερης περιπλοκής που έχει υπάρξει αποτελεί η προώθηση προς το Αφρίν φιλοκυβερνητικών πολιτοφυλακών, μετά από πρόσκληση των Κούρδων, και η κατ’ αρχάς απώθησή τους με πυρά του τούρκικου πυροβολικού. Έτσι, η εισβολή στο Αφρίν αντικειμενικά αφήνει ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα, έως και τη μετατροπή του πολέμου για τον έλεγχο της Συρίας σε έναν μεγάλο περιφερειακό πόλεμο που θα πολλαπλασιάσει τα ήδη μεγάλα δεινά που βιώνουν οι λαοί της περιοχής.