«Ξέρετε πώς έλεγαν τη φρουρά του Ναπολέοντα; Γκρινιάρηδες. Ψέματα, δεν είναι αλήθεια. Την έλεγαν Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτό επειδή γκρινιάζουμε για το παραμικρό». Η φράση ανήκει στον πρώην Γραμματέα της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ Δ. Βίτσα και μαζί με τη ρήση του Ν. Φίλη «…κινδυνεύουμε να χαρακτηριστούμε συμπολιτευόμενη αντιπολίτευση», αποτελούν ενδεικτικά αλλά χαρακτηριστικά δείγματα της κατάστασης του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Γιατί η βασική πλευρά της «γκρίνιας» εδράζεται στην αδυναμία του να ξεχωρίσει από την κυβέρνηση και την πολιτική της. Αυτή η αδυναμία επιχειρείται να αντιμετωπιστεί με διγλωσσία, συγκάλυψη και φτηνή δημαγωγία.
Τόσο η συνέντευξη του Τσίπρα στον τηλεοπτικό σταθμό Alpha, όσο και οι συνεδριάσεις των κομματικών οργάνων που κατέληξαν στη διοργάνωση του 3ου συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ, απηχούν την προσπάθεια αναζήτησης ισορροπίας ανάμεσα στην υπεύθυνη δύναμη, δεύτερο πυλώνα του αστικού πολιτικού συστήματος, που προτάσσει τα «εθνικά» συμφέροντα, με τον στόχο να πάρει προαγωγή και να γίνει ξανά κυβερνητικός διαχειριστής.
Η σύμπλευση με την κυβερνητική πολιτική δεν κρύβεται, αλλά ομολογείται από τον ίδιο τον Τσίπρα ότι «έβαλε πλάτη στην πανδημία» και «δεν βγήκε στα κεραμίδια όταν καιγόταν η χώρα». Είναι τα γεωπολιτικά και οικονομικά ζόρια που αντιμετωπίζει το ντόπιο σύστημα της εξάρτησης και εκμετάλλευσης, που πιεστικά σπρώχνουν για σύγκλιση με τον Μητσοτάκη. Έτσι, η προσπάθεια διαφοροποίησης με την κυβέρνηση για τη νέα συμφωνία για τις βάσεις, προκάλεσε την έκπληξη του Αμερικάνου πρέσβη, που αποκάλεσε τον ΣΥΡΙΖΑ «αναγεννητή» των σχέσεων Ελλάδας-ΗΠΑ. Έτσι, οι ενστάσεις για την ελληνογαλλική συμφωνία καταλήγουν στη διεκδίκηση «σαφούς διευκρίνισης ότι θα σταθεί δίπλα μας»(!).
Το ίδιο νήμα «υπευθυνότητας» συνδέει την πρότασή του για υπουργό Υγείας κοινής αποδοχής, με την υπερψήφιση των μισών άρθρων του αντεργατικού εκτρώματος Χατζηδάκη και την κατεύθυνση κατάπνιξης κάθε αγωνιστικής απόπειρας των εργαζομένων. Η υπονόμευση των αγώνων -πρόσφατο παράδειγμα η στάση των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ στους εκπαιδευτικούς συγκροτώντας δίδυμο ξεπουλήματος με τις δυνάμεις της ΝΔ- αποτελεί κύριο στοιχείο της πολιτικής του, ότι δηλαδή μπορεί να διαχειρίζεται τη λαϊκή οργή, ώστε να προτιμηθεί από τα ξένα και ντόπια αφεντικά. Προβάλλονται ως αδιέξοδοι οι αγώνες, οπότε μόνη λύση είναι για τον λαό η ανάθεση στον ΣΥΡΙΖΑ του σχηματισμού μιας «προοδευτικής διακυβέρνησης».
Άλλωστε, ο ΣΥΡΙΖΑ βλέπει ότι …έξω πάει καλά. Η καλύτερη διαφήμιση για την επιστροφή της «προοδευτικής διακυβέρνησης» αποτελούν οι νίκες της σοσιαλδημοκρατίας σε ΗΠΑ, Γερμανία, Πορτογαλία και Ισπανία. Αυτός είναι και ο αέρας που περιμένει ο Τσίπρας να τον σπρώξει, για να αντικαταστήσει τον Βαλκάνιο Κουρτς -έτσι αποκάλεσε τον Μητσοτάκη- και να απαλλαγεί η χώρα «από το καθεστώς της ακραίας κοινωνικής ανισότητας και της ακραίας φαυλότητας». Γιατί από την άλλη, όλες οι προεκλογικές εξαγγελίες, από τη ΔΕΘ μέχρι τη συνεδρίαση της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ, αποτελούν μια «ηπιότερη» εκδοχή της επίθεσης, ένα άλλο μείγμα πολιτικής, που θεωρεί ότι απευθύνεται σε μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας.
Ουσιαστικά κοινός τόπος όλων αυτών των εξαγγελιών που αποτυπώθηκαν και σε 21 σημεία -κυβερνητικές δεσμεύσεις- από τον Τσακαλώτο είναι η …κενότητα. Λέγονται και ξαναλέγονται η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800€, η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων, η ρύθμιση των χρεών και άλλα αντίστοιχα. Μόνο που είναι πρόσφατη η διακυβέρνησή του και είναι δύσκολο να ξεχαστούν τα δικά του επιτεύγματα σε βάρος των εργαζομένων, τα δικά του νομοθετήματα-χτυπήματα στα δικαιώματα, το εισόδημα, την εργασία, τον συνδικαλισμό, την υγεία, την εκπαίδευση, το ιδιώνυμο για την αντίσταση στους πλειστηριασμούς κ.ο.κ. Τα καμώματα του ΣΥΡΙΖΑ ότι αντιδρά στο ξεπούλημα της ΔΕΗ δεν μπορούν να κρύψουν την πραγματικότητα των ιδιωτικοποιήσεων, όχι μόνο της ΔΕΗ αλλά και της ΕΥΔΑΠ, ΕΥΑΘ κ.λπ. με την υπαγωγή τους στο γνωστό «υπερταμείο».
Όσο για την καμπάνια ενάντια στην ακρίβεια που ξεκινά, ουσιαστικά έρχεται να ενσωματώσει τη λαϊκή οργή στα ακίνδυνα για το σύστημα εκλογικά μονοπάτια. Το πολύ πολύ να συνοδεύεται και με καμιά «αγωνιστική» φασαρία, η οποία θα αντιστρατεύεται κάθε προσπάθεια οργανωμένης πάλης και διεκδίκησης του λαού. Επιχειρεί, δηλαδή, να αποσπάσει τη συναίνεση των εργαζομένων, προτείνοντας τάχα μια άλλη διαχείριση του «Ταμείου Ανάπτυξης», κρύβοντας όσα αντιλαϊκά μέτρα το συνοδεύουν.
Με το βλέμμα στραμμένο στις εκλογές προγραμματίστηκε και το 3ο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ για 24-27/2/2022. Πρόκειται για συνέδριο εκλογικής ετοιμότητας, κομματικής διεύρυνσης και ολοκλήρωσης μιας φυσιογνωμίας που χωρίς τα βαρίδια του παρελθόντος θα μπορεί να αποσπάσει ξανά το κυβερνητικό χρίσμα από τα κέντρα έξω και μέσα στη χώρα. Η δηλωμένη ανάγκη ο «πολιτικός» ΣΥΡΙΖΑ του 32% να βρει τον αντίστοιχό του στην κοινωνία (συλλόγους, συνδικαλισμό, θεσμούς κ.ά.) γεννά γκρίνια και διαφωνίες ανάμεσα στις διάφορες «φυλές» του. Αυτή η αντιπαράθεση εκδηλώθηκε τόσο στη συνεδρίαση του πολιτικού συμβουλίου, όσο και της Κεντρικής Επιτροπής, όπου με πλειοψηφία (διαφώνησε η τάση «Ομπρέλα») πέρασε η πρόταση Τσίπρα για ποσοστώσεις συμμετοχής στην ΚΕ των προερχομένων από ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ (Γέφυρα). Να σημειωθεί, επίσης, και η νέα παρέμβαση Κούλογλου που μετά την «ισοπαλία» στη ΔΕΘ και ενόψει ΓΑΠ στο ΚΙΝΑΛ ζητά αυτοκριτική για τις «υπερβολές» του 1ου μνημονίου.
Οι φωνές για «αριστερόμετρο» και τα διλήμματα περί «διεύρυνσης και όχι μετάλλαξης» δεν μπορούν να κρύψουν τη δεξιά «μετάλλαξη» του ΣΥΡΙΖΑ. Όλο αυτό το δεξιό φορτίο που έχει ολοκληρωτικά καλύψει το σώμα θέσεων και την πρακτική του είναι και το αναγκαίο -μένει να αποδειχτεί αν είναι και ικανό- διαβατήριο για την επιστροφή στην κυβέρνηση.