Άρθρο από την Προλεταριακή Σημαία (φύλλο 894)
Ο χαμαιλεοντισμός του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι κάτι καινούργιο. Είναι ο τρόπος με τον οποίο το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης κάνει πολιτική, μιμούμενο τους πρώτους διδάξαντες στο «άθλημα» αυτό, τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Θα μπορούσαμε απλά να πούμε ότι κάθε επιχείρημα ή τοποθέτηση του ΣΥΡΙΖΑ και των στελεχών του, που θέλει να πείσει ότι αυτό το μόρφωμα είναι με τη λαϊκή πάλη και τα δικαιώματα των εργαζομένων, είναι κάλπική και ψεύτικη, από τη στιγμή που επί των ημερών της διακυβέρνησής του ψηφίστηκε το 3ο μνημόνιο και όλοι οι εφαρμοστικοί νόμοι που το συνόδευαν. Επίσης ο ΣΥΡΙΖΑ, με νόμο της τότε υπουργού Εργασίας Αχτσιόγλου, άλλαξε το συνδικαλιστικό πλαίσιο και πλέον για να απεργήσει ένα σωματείο χρειάζεται το 50% + 1 των μελών του πρωτοβάθμιου σωματείου να συμμετέχει στην λήψη απόφασης της συνέλευσης. Επίσης από τότε η διαδικασία κρίσης για το αν μια απεργία είναι νόμιμη έχει γίνει fast track, ενώ επανήλθε το lockout των εργοδοτών.
Άνοιξε λοιπόν ξανά με το τερατούργημα που παρουσίασε ο Κ. Χατζηδάκης το ζήτημα του εργάσιμου χρόνου. Μάλιστα η έννοια της συνολικής διευθέτησης του χρόνου εργασίας επιτρέπει στον εργοδότη να διαχειριστεί όπως θέλει αυτός τις εργάσιμες ώρες του εργαζόμενου. Έτσι λοιπόν γίνεται σαφές ότι ο πολιτικός χαρακτήρας της επίθεσης σχετίζεται με την πλέρια ευχέρεια, την απόλυτη εξουσία που έχει το κεφάλαιο (βάσει νόμου) να διαχειρίζεται τον εργαζόμενο, όχι μόνο κατά την ώρα της εργασίας, αλλά συνολικότερα, με το να του αλλάζει τις συνήθειες, τις σχέσεις, τις στοιχειώδεις ανάγκες και τα ανθρώπινα δικαιώματα που χρειάστηκαν σκληροί και αιματηροί αγώνες για να μετατραπούν σε κατακτήσεις.
Από τη μία λοιπόν είναι ο νόμος της ΝΔ, ο οποίος διαλύει κάθε έννοια ωραρίου και δικαιωμάτων, από την άλλη υπάρχει και ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος δεν μπορεί να συμβαδίσει με το λαϊκό προφίλ που θέλει να περάσει. Έτσι λοιπόν εμφανίζεται πανελλαδικά στην απεργία στις 6 Μάη, κάνει μαζικές αφισοκολλήσεις, στελέχη του ξεσπαθώνουν για τον εργάσιμο χρόνο και το 8ωρο που καταργείται από την ΝΔ και κρύβει τη δικιά του συνεισφορά στον εργασιακό και συνδικαλιστικό μεσαίωνα. Επειδή δεν μπορεί να κρύψει ότι είναι κόμμα του κεφαλαίου που θέλει να εκφράσει την αστική τάξη, αμέσως μετά την απεργία «απαιτεί» από την κυβέρνηση να εφαρμόσει την Κλαδική Σύμβαση Εργασίας των Ξενοδοχοϋπαλλήλων, που προβλέπει εργασία πέραν του πενθήμερου, ακόμα και Κυριακές και αργίες, αν η πληρότητα των ξενοδοχείων που δουλεύουν είναι πάνω από 70%. Επίσης η σύμβαση προβλέπει και εργασία μέχρι μια ώρα πέραν του ωραρίου κάθε μέρα, με την προϋπόθεση ότι οι υπερωριακές αυτές ώρες θα είναι έως 40 μέσα σε διάστημα 8 εβδομάδων, προφανώς αμισθί. Η κατάπτυστη αυτή σύμβαση, επί της ουσίας, έχει ήδη αποδεχτεί την κατάργηση του σταθερού ωραρίου και της Κυριακάτικης αργίας προς όφελος της «διευθέτησης» των εργοδοτών και των κερδών τους. Έτσι παλεύει λοιπόν η «σύγχρονη» πρώην κυβερνώσα «αριστερά» για το 8ωρο. Με συμβάσεις που κάνουν πλάτες στους εργοδότες και έχουν τρέξει να καταργήσουν το 8ωρο πριν το κάνει η επάρατη δεξιά. Όχι σαν κάτι μονολιθικούς αναχρονιστές, που εμμένουν στις απεργίες και την ταξική πάλη. Όλα κι όλα.
Είναι όμως απορίας άξιο πώς καταφέρνει αυτό το κόμμα να κάνει τόσες πολλές και συχνές κωλοτούμπες, νιώθοντας μάλιστα και την άνεση να τις κάνει. Στο πνεύμα του σύγχρονου και προωθημένου στόχου, που πέρα από το εξωκοινοβούλιο και το ΚΚΕ είχε σαν λογική και ο ΣΥΡΙΖΑ, ήταν και η προτασεολογία του για 35ωρο και γενικότερα σταθερό ωράριο κάτω του 8ωρου. Προσπερνώντας και αυτός, όπως και όλοι οι άλλοι που το πρότειναν και το προτείνουν, ότι για να μειωθεί ο ημερήσιος εργάσιμος χρόνος είναι προϋπόθεση να κατοχυρωθεί ξανά εκ νέου το 8ωρο. Όπως επίσης ότι το αίτημα για μείωση του εργάσιμου χρόνου πρέπει απαρέγκλιτα να συνοδεύεται με το αίτημα για σταθερή πενθήμερη απασχόληση, χωρίς αφαίρεση των ασφαλιστικών κατακτήσεων, με την προσπάθεια για αύξηση των μισθών και αντίσταση στον νόμο Χατζηδάκη, αλλιώς τότε το αίτημα από μόνο του ανοίγει το δρόμο για παραπέρα ελαστικοποίηση της εργασίας και του εργάσιμου χρόνου, για χάσιμο των δώρων κ.λπ.
Σε αυτή τη λογική όμως κινήθηκε και το προηγούμενο διάστημα που ήταν και κυβέρνηση. Αυτή της ελαστικοποιήσης των σχέσεων εργασίας και του βαθέματος της εκμετάλλευσης των εργαζομένων από την εργοδοσία. Για αυτό και ευδοκίμησαν τα ΚΟΧ και τα προγράμματα ΕΣΠΑ επί διακυβέρνησής του, όπως και για αυτό τα ίδια τα στοιχεία της ΕΡΓΑΝΗ λένε ότι εκείνη την περίοδο πάνω από τις μισές συμβάσεις εργασίας που υπογράφονταν ήταν μερικής απασχόλησης ή εκ περιτροπής εργασίας (χωρίς να υπολογίζονται σε αυτές οι αυτοαπασχολούμενοι με μπλοκάκια). Μάλιστα ήταν τόσο μεγάλο το άγχος τους να «φτιάξουν» τους δείκτες απασχόλησης και να μειώσουν φαινομενικά την ανεργία, που προχώρησαν στην παραπέρα διάλυση των εργασιακών δικαιωμάτων και της σταθερότητας της εργασίας. Εκεί οδήγησαν τα προωθημένα -τάχα- αιτήματα για το ωράριο, εκεί οδήγησε ο αποπροσανατολισμός που απομάκρυνε τους εργαζόμενους από το να υπερασπίζονται αυτά που χάνουν και να αντιστέκονται στα μέτρα που περνάνε. Δεν υπάρχει πιο τρανή απόδειξη της κατάρρευσης των αυταπατών κάθε αριστερής δύναμης, που επιμένει ότι η σημερινή φάση και ο σημερινός συσχετισμός είναι περίοδος αντεπίθεσης και όχι αντίστασης στην επίθεση. Αυτό όμως ακόμα και σήμερα, μετα από όλη αυτή την περίοδο, δεν γίνεται ούτε κατανοητό, πόσο μάλλον αποδεκτό, από την πλειοψηφία της Αριστεράς.
Σήμερα λοιπόν έρχεται ο ΣΥΡΙΖΑ να υπερασπιστεί το 8ωρο, αυτός ο οποίος έβαλε πλάτη όχι μόνο στην κατάργησή του, αλλά και στην διάλυση των εργασιακών σχέσεων και στο χτύπημα της ασφάλισης. Και η «υπεράσπιση» του 8ώρου είναι αυτή που αρμόζει σε ένα κόμμα προσδεμένο στο άρμα της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Επιχειρηματολογώντας για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, προτείνοντας συμβάσεις σαν αυτή των ξενοδοχοϋπαλλήλων, που είναι πιο «προωθημένη» από το νομοσχέδιο, και συντελώντας στη διάλυση των σωματείων και των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων. Οι εργαζόμενοι, απαντώντας στον νέο νόμο της ΝΔ, πρέπει παράλληλα να γυρίσουν την πλάτη και στους διαχειριστές της πολιτικής αυτής, που φορούν προοδευτικό -υποτίθεται- μανδύα.