Η απόφαση για τον μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ έχει μπει σε εφαρμογή εδώ και καιρό, πριν από την περίοδο της διακυβέρνησής του και εξελίχθηκε στη διάρκειά της με την ένταξή του στις δυνάμεις της επίθεσης ενάντια στην εργατική τάξη, τον λαό και τη νεολαία, στις δυνάμεις της υποταγής στις ιμπεριαλιστικές επιταγές και της έντασης των δεσμών της εξάρτησης. Αυτός είναι ο κύριος και βασικός μετασχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ, ενός μικροαστικού κόμματος από τον πολιτικό χώρο της ρεφορμιστικής αριστεράς και του λεγόμενου «ευρωκομουνισμού» σε καθεστωτική δύναμη με αντεργατικά-αντιλαϊκά χαρακτηριστικά, υποστηρικτή του ξένου και ντόπιου κεφαλαίου, της «υγιούς επιχειρηματικότητας», όπως την λένε, πλήρως προσαρμοσμένου στην ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα.
Αυτός ο μετασχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαιώνει για άλλη μία φορά, με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο, τη θέση ότι ο ρεφορμισμός και ο ρεβιζιονισμός σαν ιδεολογικό και πολιτικό ρεύμα μέσα στην αριστερά, το κομμουνιστικό και το εργατικό-λαϊκό κίνημα, εκφράζει την ιδεολογική και πολιτική υποταγή στο κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό και ενώ σαν αντιπολίτευση υπονομεύει την ανάπτυξη της ταξικής πάλης, σαν διακυβέρνηση παίρνει, χωρίς ενδοιασμούς, θέση ενάντια στα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα. Από την άποψη αυτή, ο ρεβιζιονισμός-ρεφορμισμός αποτελούν εχθρικά πολιτικά και ιδεολογικά ρεύματα μέσα στο εργατικό-λαϊκό κίνημα και σαν τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζονται, από την μεριά των αριστερών, επαναστατικών κομμουνιστικών δυνάμεων, ιδιαίτερα κάτω από το βάρος της εμπειρίας της πρόσφατης «αριστερής διακυβέρνησης». Ο στόχος είναι να μπει φραγμός στον αποπροσανατολισμό και την εύκολη χειραγώγηση του εργατικού-λαϊκού παράγοντα σε κάθε φάση ανάπτυξης της ταξικής πάλης, είτε με το κάλυμμα της «κυβερνώσας αριστεράς», είτε της «αντιδεξιάς» πολιτικής κατεύθυνσης.
Η πάλη ενάντια στον ρεφορμισμό και τον ρεβιζιονισμό αποτελεί «μονοκαλλιέργεια» και δεν φέρνει αποτελέσματα μέσα στο εργατικό-λαϊκό κίνημα, εάν δεν συνδυαστεί με την ανάπτυξη της επαναστατικής κομμουνιστικής κατεύθυνσης, πολιτικά, ιδεολογικά και οργανωτικά.
Ο μετασχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ από το 2010-2012 έως σήμερα έχει ήδη διαγράψει μία πορεία με βασικό της χαρακτηριστικό την προσαρμογή του στους μονόδρομους του συστήματος και στις κυρίαρχες δυνάμεις του μέσα και έξω από την χώρα. Από την περίοδο που οι «αριστερές συνιστώσες του» συνωστίζονταν για ένα καλό «πλασάρισμα» στα ψηφοδέλτιά του με στόχο την εκλογική εκπροσώπησή τους έως το καλοκαίρι του 2015 που «ανακάλυψαν» μαζί με άλλους, εκτός ΣΥΡΙΖΑ, ότι «πρόδωσε» τον εργαζόμενο λαό, τη νεολαία και την αριστερά, η βασική μορφή που έπαιρνε η προσαρμογή του ήταν ο ρεαλισμός, η υπευθυνότητα και οι κυβερνητικές αυταπάτες που σκορπούσε ανέξοδα. Το γκρέμισμα των αυταπατών το καλοκαίρι του 2015 μετά το κάλπικο δημοψήφισμα και τη μαζική αποχώρηση των «εξαπατημένων αριστερών», δηλαδή όλων όσων τα προηγούμενα χρόνια πρωτοστάτησαν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, στη δημιουργία αυτού του φορέα της «κυβερνώσας αριστεράς» των αυταπατών και του κοινοβουλευτικού κρετινισμού, ξεκαθάρισε το κομματικό τοπίο και έδωσε τη δυνατότητα στην ηγεσία του να κυριαρχήσει πλήρως. Εδώ είναι απαραίτητη μία σημείωση για τους «εξαπατημένους», οι οποίοι αποτέλεσαν τη «δύναμη πυρός» της συγκρότησης και της ανάπτυξης του ΣΥΡΙΖΑ πριν τη διακυβέρνηση. Ήταν αυτοί που χλεύαζαν και λοιδορούσαν κάθε κριτική και αντιπαράθεση με το «εγχείρημα» από την μεριά των επαναστατικών, κομμουνιστικών θέσεων και πρωταγωνιστούσαν στο σκόρπισμα των αυταπατών. Αυτός ο χώρος εκφράστηκε κυρίως από τη ΛΑΕ, η οποία «σαν να μη συνέβη τίποτα» προσπάθησε να αναμασήσει τη συνέχεια του ΣΥΡΙΖΑ, με τα γνωστά αποτελέσματα, τόσο στο κίνημα όσο και στις εκλογές για τις οποίες προετοιμαζόταν ήδη από την επόμενη αυτών του Σεπτέμβρη του 2015. Τους μόνους που μπόρεσε να πείσει το «μετωπικό σχήμα» της ΛΑΕ ήταν οι οργανώσεις της ΑΡΑΝ και της ΑΡΑΣ, που αποχώρησαν από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ για να ενταχθούν στο σχέδιο που θεωρούσαν ότι μπορεί πιο εύκολα να τους οδηγήσει στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Ένα άλλο κομμάτι, η επονομαζόμενη και «μεγαλύτερη συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ», η ΚΟΕ, αφού δεν μπόρεσε να πείσει μία σειρά στελέχη της να αποχωρήσουν από κοινοβούλιο, υπουργεία, περιφέρειες και κρατικούς οργανισμούς καθώς είχαν πλήρως ενσωματωθεί, κατήγγειλε τον ΣΥΡΙΖΑ και την πολιτική του και σήμερα «ανιχνεύει» σε άλλα πολιτικά και κοινωνικά πεδία που δεν υπακούουν σε πολιτικούς ή ταξικούς διαχωρισμούς αλλά εμπνέονται από την πατρίδα και το έθνος.
Η αναφορά στους «εξαπατημένους» και την πορεία τους προς δεξιά κατεύθυνση, δεν γίνεται μόνο για να επιβεβαιωθεί ότι τα «υλικά» συγκρότησης και ανάπτυξης του ΣΥΡΙΖΑ είχαν τις δοσμένες «προδιαγραφές» τους, αλλά και για να σημειώσουμε ότι δεν θα αιφνιδιαστούμε εάν το επόμενο διάστημα από κάποιους, είτε τους «εξαπατημένους» είτε άλλους, δούμε να ανακαλύπτουν νέες «ευκαιρίες» στη διαδικασία μετασχηματισμού του ΣΥΡΙΖΑ.
Η προσπάθεια της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να αποκαταστήσει μορφή με περιεχόμενο ξεκινάει με την πρόταση προς σοσιαλιστές και οικολόγους της ΕΕ για τη συγκρότηση μίας «προοδευτικής συμμαχίας» απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό και την ακροδεξιά. Η παρουσία του Α. Τσίπρα ως «παρατηρητή» στις συνόδους των «ευρω-σοσιαλιστών» ήταν ένα ακόμα βήμα στην καθεστωτική πορεία του σαν «υπεύθυνη» δύναμη στα πλαίσια της ΕΕ. Στο εσωτερικό της χώρας και με αφορμή τη «Συμφωνία των Πρεσπών», την οποία καθοδήγησαν οι ΗΠΑ-ΝΑΤΟ, εκμεταλλεύεται την ταύτιση του ΠΑΣΟΚ με τη ΝΔ και κατορθώνει να συγκεντρώσει γύρω του αλλά και στο εσωτερικό του ένα μεγάλο μέρος του σοσιαλδημοκρατικού στελεχικού δυναμικού που βλέπει στον ΣΥΡΙΖΑ την επανασύσταση του χώρου που είχε διαλυθεί από τις βάρβαρες μνημονιακές πολιτικές και τη συγκυβέρνηση με τη ΝΔ.
Σήμερα, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ φιλοδοξεί να ολοκληρώσει την πλήρη αλλαγή της φυσιογνωμίας του, εκμεταλλευόμενη το εκλογικό αποτέλεσμα της 7ης Ιούλη, που από την μία τον αναδεικνύει ως δεύτερο πυλώνα του συστήματος και από την άλλη του δίνει την αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία στον «κεντροαριστερό» χώρο απέναντι στο ΚΙΝΑΛ–ΠΑΣΟΚ.
Στις αποφάσεις της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ της 13ης Ιούλη για την εκτίμηση των εκλογικών αποτελεσμάτων και την προώθηση της κατεύθυνσης του μετασχηματισμού διαβάζουμε: « Πρέπει να αναλάβουμε ένα τεράστιο, ένα ιστορικής εμβέλειας εγχείρημα αναβάπτισης και μετασχηματισμού του κόμματός μας. Χωρίς να υποστείλουμε τις σημαίες των ιδεών και των αξιών μας, έχουμε υποχρέωση και εντολή να ανοίξουμε μία μεγάλη συζήτηση και να εκκινήσουμε τις διαδικασίες για ένα πραγματικό άνοιγμα στους πολίτες που μας στήριξαν, ώστε να μπορέσουμε να αντιστοιχίσουμε την πολιτική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ με τα οργανωμένα μέλη του».
Νομίζουμε και εμείς ότι δεν υπάρχει καμία ανάγκη ο ΣΥΡΙΖΑ να «υποστείλει τις σημαίες των ιδεών και των αξιών» του, καθώς είναι αυτές που τον έφεραν εδώ που βρίσκεται σήμερα, μία δύναμη καθεστωτική, ο δεύτερος πολιτικός πυλώνας του συστήματος της εκμετάλλευσης, της καταπίεσης και της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης. Από την άλλη, βέβαια, είναι γεγονός ότι πρέπει να διαφοροποιήσει μία σειρά θέσεις που δεν έχει κανένα νόημα να βρίσκονται σήμερα στην πλατφόρμα του, όπως οι θέσεις για το ΝΑΤΟ. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην πρόσφατη απόφαση της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ, δεν υπάρχει καμία αναφορά στα ζητήματα που έχουν να κάνουν με ΗΠΑ-ΝΑΤΟ, με τις εξελίξεις στο Αιγαίο, τα Βαλκάνια, τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και την Κύπρο. Και αυτή η έλλειψη δεν είναι τυχαία. Αποτελεί έκφραση της πλήρους ευθυγράμμισής του με τις ιμπεριαλιστικές επιταγές από την μία και με την ανάληψη της εκπροσώπησης των διεκδικήσεων της ντόπιας αστικής τάξης απέναντι στην ανταγωνίστρια τούρκικη αστική τάξη από την άλλη. Για τον ΣΥΡΙΖΑ, το δόγμα της ντόπιας άρχουσας τάξης ότι «ανήκομεν εις την Δύσιν» θεωρείται πλέον θέσφατο και θα καθορίσει την φυσιογνωμία του και την γενικότερη συμπεριφορά του. Η «αντιστοίχιση» της πολιτικής του με τις θέσεις του είναι αναγκαία και επιβεβλημένη, όχι μόνο για την αποκατάσταση της πραγματικότητας αλλά κυρίως σαν «διαβατήριο» προς τις κυρίαρχες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αλλά και την ντόπια άρχουσα τάξη. Αποτελεί την πιστοποίησή του σαν «υπεύθυνη» δύναμη, η οποία τόσο σήμερα όσο και αύριο είναι διαθέσιμη προς «πάσα χρήση».
Η προσπάθεια της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να δημιουργήσει ένα κόμμα που «θα χωρούν όλοι», όπως λέει στην απόφαση της ΚΕ, είναι φανερό ότι θα την οδηγήσει σε πολιτικές πρακτικές χειραγώγησης των αντιδράσεων απέναντι στην αντιλαϊκή διακυβέρνηση της ΝΔ, με κάλυμμα ένα «αντιδεξιό» και το «αντινεοφιλελεύθερο» προφίλ. Όμως, από την άλλη, αυτή η πρακτική έχει όρια και αυτά θα καθοριστούν από δύο παράγοντες. Από την μία, οι απαιτήσεις των δυνάμεων του συστήματος μέσα και έξω από τη χώρα για «υπεύθυνη» στάση και θέση και από την άλλη, η ίδια η ανάπτυξη του εργατικού-λαϊκού κινήματος, η πολιτικοποίηση των διεκδικήσεων και των αντιστάσεων είναι αυτοί οι παράγοντες. Η δημιουργία ενός αρχηγικού κόμματος, στα πρότυπα των άλλων αστικών κομμάτων, τα «ψηφιακά» μέλη και οι «ψηφιακές» ψηφοφορίες που προτείνονται σαν τρόπος οργάνωσης και εσωτερικής λειτουργίας είναι δείγμα των χειρισμών και της χειραγώγησης που θα υποστούν όσοι αποφασίσουν να ενταχθούν στο κόμμα της «μεγάλης δημοκρατικής προοδευτικής και αριστερής παράταξης».
Βέβαια, δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί η προσπάθεια να ενταχθεί ένα δυναμικό κυρίως από τον χώρο των εργαζομένων και της νεολαίας, έτσι ώστε να «αντιστοιχηθεί η πολιτική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ με τον αριθμό των μελών του». Οι δεσμεύσεις και οι «υποχρεώσεις» που θα δημιουργήσει μία τέτοια ένταξη είναι σίγουρο ότι θα εκφραστούν στα πλαίσια του κινήματος, στα σωματεία των εργαζομένων, στους φοιτητικούς συλλόγους, στις γειτονιές. Ταυτόχρονα, οι προσπάθειές του ΣΥΡΙΖΑ να αποκτήσει ερείσματα σε χώρους όπως ο εργατικός συνδικαλισμός και η τοπική αυτοδιοίκηση, από την μία θα τον οδηγήσουν σε κινήσεις προς την ξεπουλημένη συνδικαλιστική ηγεσία και τη σύνδεσή του με τοπικούς «παράγοντες», ενώ από την άλλη, δεν θα λείψουν και οι «πολύχρωμες» προσπάθειες, οι οποίες είναι πιθανόν να επηρεάσουν ένα δυναμικό κόσμου, πατώντας πάνω στην οπισθοχώρηση και την απογοήτευση στα πλαίσια του κινήματος.
Απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ και τον όποιο μετασχηματισμό του, η σταθερή αντιπαράθεση και η αποκάλυψη των θέσεων και του ρόλου του σαν καθεστωτικής δύναμης, θα είναι ένα από τα ζητήματα που θα καθορίσουν και το επίπεδο συγκρότησης του εργατικού-λαϊκού κινήματος την επόμενη περίοδο, όπου θα ξεδιπλωθεί η πολιτική της ΝΔ ενάντια στον εργαζόμενο λαό και τη νεολαία.