18 ΙΟΥΝΗ 2017

Σύνοδοι ΝΑΤΟ και G7. Επιβεβαίωση τάσεων που καταγράφει η άνοδος Τραμπ

Οι σύνοδοι του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλες και των G7 στην Ταορμίνα της Σικελίας, στις 25 και 26- 27 Μαΐου αντίστοιχα, αλλά και οι σχετικές διμερείς συναντήσεις, έδειξαν ότι το διατλαντικό ρήγμα και οι προκλήσεις για την Ευρώπη είναι πλέον δεδομένα.

Κατά την πρώτη του επίσκεψη στην Ευρώπη, ως Πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Τραμπ επιβεβαιώνει με τον πιο επίσημο τρόπο ότι η αμφισβήτηση των ιστορικών συμμαχιών από τις ΗΠΑ δεν είναι ρητορικές υπερβολές ενός «εκκεντρικού» προέδρου. Γιατί είναι κάτι άλλο το Twitter και κάτι εντελώς διαφορετικό οι Σύνοδοι κορυφής. Κατά συνέπεια, το ουσιαστικότερο αποτέλεσμα αυτών των Συνόδων πρέπει να αναζητηθεί στο γεγονός ότι τίθεται – σε αντίθεση ίσως με τις ελπίδες που έτρεφαν κάποιοι Ευρωπαίοι ηγέτες και αξιωματούχοι (δηλώσεις Τουσκ) – φανερά πλέον προς κάποιες χώρες (πχ. Γερμανία), πως μπροστά τους έχουν έναν εχθρικό Αμερικανό πρόεδρο. Έναν πρόεδρο που δεν θεωρεί αναγκαίο να επαναβεβαιώσει τις εγγυήσεις του άρθρου 5 του Βορειοατλαντικού Συμφώνου περί «συλλογικής άμυνας», που αμφισβητεί τις βασικές αρχές του διεθνούς εμπορίου αλλά και όλα τα αφηγήματα για την κλιματική αλλαγή.

Σε ότι αφορά τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, ήταν σημαντική, κυρίως διότι καταγράφηκαν (όχι με πολλή σαφήνεια, είναι αλήθεια) οι προθέσεις των Αμερικανών για το μέλλον της Ατλαντικής Συμμαχίας. Για αρκετούς αναλυτές, η 25η Μαΐου 2017 θα μείνει στην ιστορία της Ευρώπης ως η ημερομηνία κατά την οποία ένας Αμερικανός πρόεδρος σκόπιμα απέφυγε τη ρητή δέσμευση για την αρχή της αμοιβαίας άμυνας, που αποτελεί την πεμπτουσία της Ατλαντικής Συμμαχίας. Άσχετα αν οι σύμβουλοί του το δικαιολόγησαν λέγοντας ότι αυτό βρίσκεται στη σφαίρα του αυτονόητου. Είναι αλήθεια ότι το άρθρο 5 της Συνθήκης του ΝΑΤΟ (πέρα από το διακηρυχτικό του πράγματος) είναι κάπως ασαφές. Επιπλέον, η συνεχώς μεταβαλλόμενη φύση του σημερινού ανταγωνιστικού περιβάλλοντος και οι νέοι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί έχουν κάνει τη Συνθήκη ακόμη περισσότερο ασαφή.

Τυπικά, δύο ήταν τα βασικά θέματα που συζήτησαν οι 28 αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων κατά τις εργασίες της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ. Το πρώτο ήταν η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και το δεύτερο το κόστος λειτουργίας του ΝΑΤΟ. Για το θέμα της τρομοκρατίας, συμφώνησαν ότι «πρόκειται για πολύπλοκο ζήτημα», που συνιστά σοβαρή απειλή. Για το δεύτερο, δεν συμφώνησαν τίποτα, ίσως γιατί δεν είναι το βασικό επίδικο!

Επί της ουσίας, ωστόσο, η πρόκληση για τους ηγέτες της ΕΕ (ειδικότερα για τη Γερμανία) είναι πώς να υπερβούν εαυτούς ώστε να αντισταθμίσουν τα πλεονεκτήματα που τους παρείχε η νατοϊκή ομπρέλα. Γιατί το «πού» και το «πώς» θα αξιοποιηθεί η τερατώδης στρατιωτική δύναμη του ΝΑΤΟ, αυτό αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο των ΗΠΑ.

Ένα από τα βασικά ερωτήματα που προκύπτουν είναι το εξής: Εάν ο Τραμπ υλοποιήσει τις απειλές του, κατά πόσο θα μπορούσε η Ευρώπη να εγγυηθεί η ίδια την ασφάλειά της, χωρίς την πυρηνική «ομπρέλα» και τη γενικότερη στρατιωτική στήριξη των ΗΠΑ, απέναντι σε άλλους παίκτες και βασικά τους Ρώσους; Ο Μπίσκοπ, διευθυντής του Βασιλικού Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Βελγίου, αποφαίνεται «Όταν έχουμε να κάνουμε με την προβολή ισχύος έξω από την περιοχή μας (Ευρώπη), δεν μπορούμε να το κάνουμε χωρίς τις ΗΠΑ, επειδή δεν έχουμε επενδύσει στα στρατηγικά μέσα»… υπογραμμίζοντας πως προτεραιότητα της Ευρώπης θα έπρεπε να είναι «η ανάπτυξη τέτοιων δυνατοτήτων» και εκφράζοντας την ελπίδα για κάτι τέτοιο. Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα! Με τις σχέσεις Βρετανίας- ΕΕ να βρίσκονται σε ασταθές έδαφος λόγω Brexit, το βάρος της ευρωπαϊκής πυρηνικής αποτροπής θα έπεφτε στη Γαλλία. Η επέκταση της γαλλικής πυρηνικής αποτροπής και στην υπόλοιπη Ευρώπη δεν θα απαιτούσε μόνο βήματα τεχνολογικής φύσης, αλλά και αλλαγή ρόλου και στάσης όχι μόνο από τους Γάλλους, που δεν ήταν ποτέ πρόθυμοι να μοιραστούν ένα δικό τους πλεονέκτημα, εκτός και αν έπαιρναν τον «αέρα» των «υπερασπιστών της Ευρώπης». Αλλά και από τους Γερμανούς, στους οποίους δεν θα άρεσε να βρίσκονται κάτω από την πυρηνική ομπρέλα κανενός, αλλά αν πρέπει να είναι, δεν είναι βέβαιο ότι θα προτιμούσαν τους Γάλλους από τους Αμερικανούς. Ο Μπίσκοπ θεωρεί ότι αυτά είναι που πρέπει να τα ξεπεραστούν και όχι τα… «κόστη»!

Όπως και να έχει, μια προσεκτική ανάλυση της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ αποδεικνύει ότι η Συμμαχία που γνωρίζαμε μέχρι σήμερα περνάει σε «δυναμική» αποσύνθεση με πρωτοβουλία των ΗΠΑ. Η Γερμανία, εκτός από τα υλικά απαιτούμενα για να απαντήσει σε αυτή τη πρόσκληση, δεν είναι βέβαιο ότι θα έχει την υποστήριξη μιας σειράς ευρωπαϊκών χωρών σε αυτό το εγχείρημα. Για παράδειγμα, η Πολωνία, που αντέδρασε στην ανανέωση της θητείας Τουσκ (ενός εκ των υπαλλήλων), που είναι και Πολωνός, πώς είναι δυνατόν να εμπιστευτεί το Βερολίνο για την άμυνα και ασφάλειά της; Για να μην αναφέρουμε το βάρος της Ιστορίας στην όλη υπόθεση…

Σοβαρή διάσταση σημειώθηκε και στη Σύνοδο των G7 στην Σικελία, όταν ο Τραμπ απέφυγε να δεσμευθεί στη Συνθήκη των Παρισίων για το Κλίμα, που είχαν καταλήξει 195 χώρες το 2015. Δύο μέρες μετά, ανακοίνωσε από την Ουάσιγκτον την αποχώρηση από τη συμφωνία λέγοντας ότι «Αυτή η συμφωνία έχει λιγότερο να κάνει με το κλίμα και περισσότερο με το να κερδίζουν άλλες χώρες εις βάρος των ΗΠΑ». Και γενικότερα προβάλλει τη νέα θέση των ΗΠΑ, ότι τα σχετικά με το κλίμα είναι απάτη και φούσκα. Ως γνωστόν, η αποχώρηση των ΗΠΑ από την Συμφωνία του Παρισιού αποτελούσε δέσμευση των 100 ημερών από την επίσημη ανάληψη των προεδρικών καθηκόντων του.

Το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής το ξεκινούν οι ΗΠΑ την περίοδο Ρέιγκαν – Θάτσερ. Από τότε «κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι» μέχρι να φτάσουμε στις συμφωνίες του Κιότο και του Παρισιού. Σήμερα, το χρηματιστήριο εμπορίας ρύπων – κύριος κορμός της λεγόμενης «πράσινης ανάπτυξης» – αποτελεί ένα ισχυρό πολιτικό και οικονομικό εργαλείο στο πλαίσιο των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Ο «τζόγος» του CO2 στο χρηματιστήριο ρύπων των διακινούμενων κεφαλαίων ξεπερνά σε ετήσια βάση τα 200 δις δολάρια.

Τελικά πόσο πραγματικά χαλάει το «κλίμα», στα πλαίσια της δυτικής συμμαχίας, με τις τελευταίες κινήσεις της η κυβέρνηση Τραμπ;  Γιατί ότι το χαλάει γενικώς είναι βέβαιο. Οι ειδικότερες συνέπειες αναμένεται να εμφανιστούν σύντομα.

Η Μέρκελ, 17 εβδομάδες πριν τις γερμανικές εκλογές και μετά από δυο εικοσιτετράωρα επαφών στο ΝΑΤΟ και στους G7, σε ομιλία της στο Μόναχο, προειδοποιεί τις ΗΠΑ και τη Βρετανία ότι δεν είναι πλέον αξιόπιστοι εταίροι! «Η εποχή που θα μπορούσαμε να υπολογίζουμε σε άλλους έχει τελειώσει, όπως διαπίστωσα μετά την εμπειρία των τελευταίων ημερών» είπε. Μένει να αποδειχθεί αν αυτή η ρευστότητα και αβεβαιότητα που τροφοδοτείται από τις ΗΠΑ σήμερα, μπορεί να πυροδοτήσει μια «αυτονόμηση της Γερμανίας». Βέβαια, η Μέρκελ αναφέρεται στην Ευρώπη αλλά όλοι αντιλαμβάνονται ότι διεκδικεί την ενίσχυση του γερμανικού ηγεμονικού ρόλου στην ΕΕ. Η Καγκελάριος με τις τελευταίες δηλώσεις της έδειξε ότι το μήνυμα το έλαβε και ίσως το εμπέδωσε. Ωστόσο, πίσω από αυτές τις δηλώσεις προβάλει μια απλή ερώτηση: Μπορεί σήμερα αλλά και στο μέλλον το γερμανικό κεφάλαιο να αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις, στην προσπάθειά του να οικοδομήσει μια ισχυρότερη Γερμανία, μέσω μιας ελεγχόμενης απ’ αυτήν Ευρώπης;

Παρατηρούμε μια τεράστια αλλαγή της πολιτικής ρητορικής, η οποία αντανακλά με χαρακτηριστικό τρόπο τη σημερινή απεικόνιση των σχέσεων τόσο εντός των δυτικών δομών όσο και των κρατών μεταξύ τους. Η Δύση, εντός των δύο πιο σημαντικών οργανισμών (ΝΑΤΟ και Ε.Ε), εμφανίζεται κατακερματισμένη. Στο κέντρο αυτού του κατακερματισμού αναδύεται ο άγριος ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός, που κάποιοι τον περιγράφουν ως πορεία κρατών προς εθνική αναδίπλωση. Η Ρωσία, για δεκαετίες, ευχόταν να υπάρξει μια διάσπαση μεταξύ των Ευρωπαίων και των Αμερικανών, και η μέρα αυτή μοιάζει να έφτασε. Ωστόσο, η αυτοσυγκράτησή της αυτή τη στιγμή δεν είναι μόνο στοιχείο ικανοποίησης αλλά και προβληματισμού.

Τελικά, φαίνεται να εμπεδώνεται πως οι σημερινές θέσεις των ΗΠΑ στο διεθνές σκηνικό δεν αφορούν μόνο τον Πρόεδρο Τραμπ. Δείχνουν να έχουν στοιχεία υπερκομματικής πολιτικής. Είτε ο Τραμπ εξαντλήσει την τετραετία του είτε όχι, οι ΗΠΑ δείχνουν να μετατοπίζονται σε μια περισσότερο επιθετική πολιτική και στρατηγική σε σχέση με αυτήν που ακολουθούσαν τις τελευταίες δεκαετίες. Από την άποψη αυτή, οι τελευταίες εξελίξεις αποτελούν μια προκαταρτική φάση. Και ίσως σύντομα θα αρχίζει να γίνεται κατανοητό το μέγεθος των ανατροπών που επιχειρούν οι ΗΠΑ.
Το κρίσιμο ζήτημα πρέπει να εντοπίζεται στο ότι η «Ιστορία» (που κάποιοι έφεραν το τέλος της, πατώντας πάνω σε μια ασυνάρτητη «παγκοσμιοποίηση»), όταν τη διαμορφώνουν οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί και όχι η πάλη των λαών, δείχνει να επιστρέφει δριμύτερη απειλώντας να δείξει πόσο ακόμα πιο αιματηρή μπορεί να γίνει.

Χ.Β.

Αναζήτηση
10η Συνδιάσκεψη
Κατηγορίες
Βιβλιοπωλείο-Καφέ

Γραβιάς 10-12 - Εξάρχεια
Τηλ. 210-3303348
E-mail: ett.books@yahoo.com
Site: ektostonteixon.gr