Η σύνοδος κορυφής του G7 πραγματοποιήθηκε φέτος, από τις 24 έως τις 26 Αυγούστου, στο γαλλικό θέρετρο Μπιαρίτζ. H σημασία αυτής της, άτυπης, συγκέντρωσης (όπως και των προηγούμενων) περιορίζεται πλέον σε ζητήματα επικοινωνιακών εντυπώσεων. Η έναρξή της συνέπεσε με τις φωτιές στον Αμαζόνιο, δίνοντας την αφορμή να αναμασηθούν οι γνωστές «ανησυχίες» (και ανοησίες) για το κλίμα. Ωστόσο, η έγνοια τους δεν είναι το καιγόμενο δάσος, αλλά οι αποψιλωμένες περιοχές, που η καύση είναι μια από τις τεχνικές δημιουργίας τους. Όπως λέγεται, κάποια μέλη του G7 θέλουν να παρακάμψουν την OTCA (Οργανισμός Συνθήκης Συνεργασίας του Αμαζονίου), για να εκμεταλλευτούν τον τεράστιο πλούτο της περιοχής σε ορυκτά και ξυλεία. Ο Μακρόν έχει ήδη εγκρίνει την εκμετάλλευση αρκετών ορυχείων χρυσού στη Γαλλική Γουιάνα, σε μια γαλλο-καναδική κοινοπραξία, γεγονός που δεν συνιστά και ιδιαίτερη φροντίδα για το δάσος και τους κατοίκους του. Ωστόσο, η φετινή σύνοδος απασχόλησε τα διεθνή ΜΜΕ με δύο έκτακτα περιστατικά.
Το ένα αφορά το αίτημα Γαλλίας και ΗΠΑ, για επανένταξη της Ρωσίας στους G7, που από το 2014 δεν είναι ενεργό μέλος. Όμως, τόσο η Γερμανία όσο και η Βρετανία εξέφρασαν τη δυσαρέσκειά τους σε αυτό το ενδεχόμενο, ισχυριζόμενοι πως δεν υπάρχει λόγος να αναθεωρηθεί η απόφαση. Πρακτικά αυτό θα σήμαινε αναγνώριση τετελεσμένων σε Συρία και Κριμαία. Ωστόσο, συμφώνησαν «να ενισχύσουν τον διάλογο και τον συντονισμό» για τις τρέχουσες κρίσεις που εμπλέκεται η Ρωσία. Από ό,τι φάνηκε, η Ρωσία αγνοούσε αυτή την κίνηση, για αυτό και ο Λαβρόφ απάντησε ευγενικά ότι θα εξετάσει αυτή την (περίεργη) πρόταση όταν διατυπωθεί επίσημα!
Για τη Ρωσία, ωστόσο, αυτό που ίσως μετράει πραγματικά δεν είναι η αποκατάστασή της στην ομάδα του G7, αλλά η οποιαδήποτε συζήτηση γύρω από αυτό, καθώς αμβλύνει το ιδιότυπο καθεστώς απομόνωσής της. Όμως ο Μακρόν το πάει πιο πέρα… Είναι βασικό (λέει) να προχωρήσουμε σε μια «βαθιά επανατοποθέτηση της σχέσης μας με τη Μόσχα, αφού χωρίς αυτή είναι αδύνατο να οικοδομηθεί μια νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας στην Ευρώπη»! Το ενδιαφέρον βρίσκεται στο πώς ορίζει την ασφάλεια της Ευρώπης, αφού στη συνέχεια προειδοποιεί ότι: αν Παρίσι και Μόσχα δεν κάνουν από κοινού «κάτι ωφέλιμο για τον κόσμο», η Ευρώπη θα παραμείνει «θέατρο της στρατηγικής σύγκρουσης ΗΠΑ-Ρωσίας»!
Το άλλο περιστατικό αφορά μια απρόσμενη επίσκεψη, με πρωτοβουλία Μακρόν, του Ιρανού ΥΠΕΞ Σαρίφ, που δήλωσε ότι η άφιξή του στο Μπιαρίτζ έγινε «σε συμφωνία» με τις ΗΠΑ. Αλλά η
αποστασιοποίηση του Τραμπ τον δείχνει να αγνοούσε αυτή την κίνηση κατά τη διάρκεια της συνόδου, αλλά και γενικότερα να αγνοεί (προσπερνά) τις προσπάθειες της Γαλλίας να αναλάβει ρόλο διαμεσολαβητή. Πάντως, δήλωσε ότι χαίρεται που το Παρίσι προσεγγίζει την Τεχεράνη με στόχο να αποκλιμακωθεί η ένταση, αλλά ο ίδιος θα ακολουθήσει τη δική του τακτική με «όλα τα ενδεχόμενα να παραμένουν ανοιχτά». Ακόμα και το ενδεχόμενο να συναντηθεί με τον Ιρανό πρόεδρο στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ τον επόμενο μήνα! Αλλά και από ιρανικής πλευράς υπήρξαν αντιρρήσεις, ότι αυτό το δεύτερο ταξίδι στη Γαλλία, μέσα σε λίγες μέρες, στέλνει μήνυμα αδυναμίας και στριμώγματος.
Κατά τα άλλα, στο φόντο της συνόδου προβλήθηκε έντονα ο γενικότερος «εμπορικός πόλεμος» που εξαπολύει ο Τραμπ προς όλες τις κατευθύνσεις, όσο και ο ειδικότερος ανάμεσα στις δύο ισχυρότερες οικονομίες του πλανήτη: ΗΠΑ και Κίνα. Τους τελευταίους μήνες έχουμε συνεχείς «ομοβροντίες» εκατέρωθεν, από επιβολές νέων δασμών για τα προϊόντα της άλλης πλευράς. Πριν λίγες μέρες, οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν επιπλέον δασμούς σε κινεζικά προϊόντα αξίας 300 δισ. δολαρίων, που πρόκειται να τεθούν σε ισχύ σε δύο φάσεις, την 1η Σεπτεμβρίου και τη 15η Δεκεμβρίου. Με τη σειρά της η Κίνα ανακοίνωσε την επιβολή δασμών επί αμερικανικών προϊόντων αξίας 75 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Και το γαϊτανάκι συνεχίζεται…
Το ερώτημα είναι αν οι ΗΠΑ, στο ζήτημα αυτό, μπορούν (και θέλουν) να τους έχουν όλους απέναντι. Άλλωστε, οι διαφωνίες είναι έντονες και από φίλους (όπως ο Τζόνσον) και από εχθρούς, και στο G7 και γενικότερα. Βέβαια ο Τραμπ, συχνά-πυκνά, ανακοινώνει «μεγάλες» εμπορικές συμφωνίες με πολλούς, όλες ωστόσο σε κάποιο μέλλον και, προπάντων, ενταγμένες στην προοπτική του «πρώτα οι ΗΠΑ». Ως προς αυτό, υπάρχουν διάφορες προσεγγίσεις. Είναι η αναθεώρηση των κανόνων του ΠΟΕ και η επιδίωξη να επιβάλουν τα δικά τους «μέτρα και σταθμά» ή ένα ακόμη μέσο πίεσης προς όλους, και μπροστά σε μείζονα ζητήματα που έχουν τεθεί;
Ένα τέτοιο ζήτημα, ίσως το κυρίαρχο, αφορά την εν δυνάμει στρατηγική διαφοροποίηση των ιμπεριαλιστών της Ευρώπης. Πολλοί αναλυτές των γεωπολιτικών δεδομένων έβλεπαν, και βλέπουν, ότι αυτή η διαφοροποίηση είναι τόσο μεγάλη που εξαλείφει κάθε περιθώριο μιας ενδεχόμενης ηπειρωτικής συμμαχίας, (που ένα αχνό πρόπλασμά της θεωρείται ο λεγόμενος «γαλλογερμανικός άξονας»), και που σήμερα κεντρικό πρόβλημα αποτελεί το Brexit. Για αυτό, η κρίσιμη στιγμή πλησιάζει και η Βρετανία, με την εκλογή Τζόνσον, δείχνει αποφασισμένη να ξεπεράσει τις παλινωδίες, μεταθέτοντας την αμηχανία στο άλλο στρατόπεδο.
Σε κάθε περίπτωση, το Brexit θα πρέπει να εξετάζεται συνδυαστικά. Τόσο σε ότι αφορά τις στρατηγικές του Λονδίνου όσο, και κύρια, σε αναφορά με τις στρατηγικές της Ουάσιγκτον. Στο ζήτημα αυτό, λογικά, πρέπει να συνεκτιμηθεί πως, μεταπολεμικά, η Βρετανία διατηρεί ισχύ, θέση και ρόλο πέραν των δυνάμεών της και αυτό οφείλεται στην «ειδική σχέση» με τις ΗΠΑ, η οποία αποτέλεσε και το υπόβαθρο των δυτικών στρατηγικών δομών. Το Brexit αναμφίβολα καθίσταται αφετηρία και αίτιο εξελίξεων παγκόσμιας εμβέλειας. Η υποστήριξη των ΗΠΑ σε μια τέτοια κατεύθυνση δεν κρύβεται. Οι ΗΠΑ συχνά και επανειλημμένα ενθάρρυναν ανοικτά τις βρετανικές επιλογές για Brexit, ενώ η στήριξη του Τραμπ στον Τζόνσον ισοδυναμεί με έμμεση, πλην εξόφθαλμη, παρέμβαση στα εσωτερικά της Βρετανίας. Το ίδιο ισχύει και για τις δηλώσεις αξιωματούχων του Λ. Οίκου, που ως κύριο μότο έχουν ότι «οι ΗΠΑ θα σταθούν στο πλευρό της Βρετανίας, μόλις συμβεί το Brexit». Με δεδομένο πως οι καθοριστικές κινήσεις μιας μεγάλης ιμπεριαλιστικής δύναμης, όπως οι ΗΠΑ, γίνονται φανερές μόνο όταν ωριμάσουν κάποιοι όροι, η διακήρυξή τους, όπως συμβαίνει τώρα, έχει και την έννοια της επιτάχυνσης εξελίξεων.
Περιληπτικά θα λέγαμε ότι βασικός στρατηγικός στόχος των ΗΠΑ είναι, μαζί με πολλά άλλα, η διαχείριση των εξελίξεων στο Δυτικό άκρο της περιμέτρου της Ευρασίας: από την Ευρώπη μέχρι τον Περσικό κόλπο. Αντίστοιχα και για το βρετανικό ιμπεριαλισμό, φαίνεται να είναι μικρότερης σημασίας η συμμετοχή σε μια ΕΕ (υπό απροσδιόριστη μετάβαση), από τα μεγαλύτερης σημασίας μακροχρόνια στρατηγικά ερείσματα, και τις σχέσεις που διασφαλίζουν αυτά, στην προοπτική μεγάλων ανακατατάξεων στις «κοντινές» περιφέρειες Ευρώπης και Μ. Ανατολής.
Βέβαια, στην περίπτωση αυτή μιλάμε για μονιμότερο χαρακτήρα των στρατηγικών αποφάσεων, πράγμα που με τη σειρά του ερμηνεύεται μόνο αν τα επιτελεία στρατηγικής στο Λονδίνο και στην Ουάσιγκτον κρίνουν (ενόψει μεγάλων ανακατατάξεων στην Ηπειρωτική Ευρώπη), ότι τα συμφέροντά τους επιτάσσουν το Λονδίνο να αποκτήσει μεγαλύτερη δυνατότητα στρατηγικών ελιγμών εκτός της ΕΕ, το μέλλον της οποίας γίνεται ολοένα και πιο αβέβαιο. Εάν αυτό ευσταθεί ως εκτίμηση, τότε και το Λονδίνο εκτιμά πως αξίζει να αναλάβει μεγάλα βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα ρίσκα και να υποστεί σημαντικές ζημιές, ελπίζοντας η Ουάσιγκτον να τις μετριάσει σύντομα, επειδή θα συμφέρει και τις ΗΠΑ. Το Brexit, όπως είπαμε, δεν είναι κάποιο τέλος, αλλά η στρατηγική αφετηρία μεγάλων ανατροπών που αφορούν τις πλανητικές και περιφερειακές ισορροπίες, με κρίσιμο ζήτημα τη θέση και το ρόλο της Γερμανίας στο στρατηγικό τρίγωνο Λονδίνο-Παρίσι-Μόσχα.
Από ένα γενικότερο πρίσμα, η στάση των ΗΠΑ σήμερα έχει βαθύτατα στρατηγικά αίτια που αφορούν:
- Ένα αναδυόμενο πολύπλοκο διεθνές ανταγωνιστικό πλαίσιο στον 21ο αιώνα, που συνδέεται με την ανάκαμψη του ρώσικου ιμπεριαλισμού. Κάτι που οι αμερικάνοι ιμπεριαλιστές, «δεν φαντάζονταν, ούτε στο χειρότερο όνειρό τους, ότι η Ρωσία θα καταφέρει ξανά να σταθεί στα πόδια της…»! Άλλωστε, για να μη συμβεί αυτό, πολιορκήθηκε με πολλές… έγχρωμες επαναστάσεις! Δεν κατάφεραν, όμως, μια τέτοια μέσα στην ίδια τη Ρωσία…..
- Τις Ευρωατλαντικές σχέσεις, στις οποίες μεταπολεμικά, αιχμή του δόρατος ήταν η Ατλαντική Συμμαχία, που συνεπικουρήθηκε από την ΕΟΚ, για να ελεγχθούν οι σύμμαχοι της Ουάσιγκτον.
-Τον έλεγχο της Γερμανίας σε διπλή κατεύθυνση: για να αποτραπούν επιλογές προσανατολισμού προς την ΕΣΣΔ (και στη συνέχεια της Ρωσίας) ή και όξυνσης της αντιπαράθεσης, που θα οδηγούσαν στη στρατιωτική και στρατηγική χειραφέτησή της.
Εδώ αξίζει να τονίσουμε ότι οι στρατηγικοί προσανατολισμοί μπορεί να αποφασίζονται με όρους μακροπρόθεσμων συμφερόντων και στόχων, αλλά δεν μπορούν να αγνοήσουν, και αναγκαστικά υπακούουν, σε πραγματικούς συσχετισμούς, που διασφαλίζουν ισχυρή θέση και ρόλο στις υπάρχουσες ισορροπίες. Η ανατροπή τους, όταν επιδιώκεται, ενέχει το σχετικά αστάθμητο δεδομένο, του ποιος θα είναι κάτω από την παλάντζα.
Τέλος, ένα ακόμα ενδιαφέρον στοιχείο που είναι ίσως και σημείο των καιρών! Ο μέχρι χθες θιασώτης μιας άλλης Ευρώπης, Μακρόν, αμέσως μετά τη λήξη της Συνόδου του G7, σε βαρυσήμαντη δημόσια ομιλία του στους πρέσβεις της χώρας του, και ως επιτάφιος λόγος, διαπιστώνει το τέλος της δυτικής ηγεμονίας στον κόσμο! Και εξηγεί: «η εποχή υπεροχής της Δύσης φθάνει στο τέλος της, λόγω των τεραστίων γεωπολιτικών ανακατατάξεων»…. σήμερα στην παγκόσμια σκηνή «ενδυναμώνουν νέες χώρες,… η Κίνα, αναδείχνεται στις πρώτες γραμμές, και η Ρωσία καταφέρνει όλο και μεγαλύτερες επιτυχίες στις στρατηγικές της πολιτικές». Συνειδητοποίηση ή προειδοποίηση ότι ο «Ατλαντικός» διευρύνεται και βαθαίνει, παγιοποιώντας το ρήγμα στους κόλπους του δυτικού κόσμου, με αιχμή τις μελλοντικές σχέσεις της ΕΕ με το Ηνωμένο Βασίλειο και συνακόλουθα των ΗΠΑ-ΕΕ;
ΧΒ