Με βροχή υποτιθέμενων φιλεργατικών τροπολογιών και υπουργικών αποφάσεων λούστηκε ο λαός της χώρας μας από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται για μια ύστατη προσπάθεια ενίσχυσης του προσωπείου που θέλει να παρουσιάζει ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση «για τους πολλούς», προκειμένου να θέσει τους δικούς του εκβιασμούς μπροστά στις εκλογές αλλά και να διαμορφωθεί ως σταθερός πυλώνας στήριξης του συστήματος. Γι’ αυτό και στην ουσία τους, μόνο φιλεργατικό χαρακτήρα δεν έχουν αυτές οι κινήσεις.
Ανάμεσά τους, περίοπτη θέση πήρε η τροπολογία και η σχετική ΚΥΑ για παράταση των προγραμμάτων «κοινωφελούς» εργασίας του ΟΑΕΔ. Πέρα από όσους δουλεύουν στην αντιπυρική προστασία των δασών και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης προσφύγων και μεταναστών, αποφασίστηκε η χρονική επέκταση μέχρι τέλη Σεπτέμβρη (δηλαδή για κάτι λιγότερο από 4 μήνες) και των συμβάσεων περίπου 30.000 εργαζόμενων σε δήμους, περιφέρειες και λοιπά ΝΠΔΔ, με τους ίδιους φυσικά όρους, που βαφτίζουν τους εργαζόμενους «ωφελούμενους» με τις γνωστές συνέπειες. Και μπορεί κάποιες χιλιάδες άνθρωποι που για χρόνια βρίσκονται μεταξύ ανεργίας και υποαπασχόλησης να ανακουφίζονται προσωρινά, το τίμημα, όμως, είναι η διατήρηση του άθλιου καθεστώτος που διαμόρφωσε και διεύρυνε μια ολόκληρη κατηγορία εργαζόμενων όχι απλά διαφορετικής ταχύτητας αλλά με τους χείριστους όρους δουλειάς για λίγους μήνες και στο οποίο πρωταγωνιστούν ο ΟΑΕΔ, η τοπική αυτοδιοίκηση και το κεντρικό κράτος. Με τις «ανάγκες των δήμων» (και λοιπών) σε πρώτο πλάνο και τις ανάγκες των εργαζόμενων σε κανένα πλάνο. Με ανοιχτό το ενδεχόμενο κωλυμάτων στην πληρωμή των μισθών, όπως έχει δείξει το πρόσφατο παρελθόν για άλλους «παρατασιούχους». Και με το γνωστό ιδεολόγημα που παρουσιάζει τη δουλειά σαν χάρη, ώστε οι εργαζόμενοι να πάψουν να την αντιμετωπίζουν ως δικαίωμα προς κατάκτηση, ώστε να «ξεχάσουν» ότι ο μισθός δεν είναι δώρο (κι ας μοιάζει τέτοιο με βάση το πενιχρό του μέγεθος) αλλά αμοιβή για την εργατική δύναμη που διαθέτουν στον –κρατικό– εργοδότη.
Δημοσιότητα πήραν και αποφάσεις εφάπαξ ενίσχυσης από τον ΟΑΕΔ με 1.000 ευρώ διαφόρων απολυμένων από πτωχευμένες ή προβληματικές επιχειρήσεις, στα πλαίσια του προγράμματος «εγκλωβισμένων εργαζόμενων». Χαρακτηριστική του πόσο μικρή ενίσχυση είναι αυτή (ειδικά βάζοντας στον υπολογισμό ότι γίνεται με σκοπό την εκτόνωση των διεκδικήσεων των εργαζόμενων) είναι η περίπτωση της Raxevsky. Από τους περισσότερους από 250 εργαζόμενους που δούλευαν στην εταιρία προ δεκαετίας, οι 101 πρώην εργαζόμενοι που απολύθηκαν πιο πρόσφατα θα πάρουν από 1.000 ευρώ, την ώρα που τα χρωστούμενα είναι κατά μέσο όρο 14 μισθοί και ολόκληρη η αποζημίωση απόλυσης. Οι εργαζόμενοι αυτοί κατέληξαν σ’ αυτό το σημείο παρά τις διαβεβαιώσεις που πήραν από όλες τις μεριές το 2016, οπότε και υποτίθεται πως συμφωνήθηκε μεταξύ εργοδοσίας και τραπεζών ένα σχέδιο «εξυγίανσης» το οποίο δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Αυτό είναι και το πραγματικό όριο μιας κυβέρνησης που δηλώνει ότι κατανοεί και στηρίζει τους εργαζόμενους που πετιούνται στο δρόμο, όπως δήλωσε ο γ.γ. του υπουργείου Εργασίας Α. Νεφελούδης για τους εργάτες της Χαλυβουργικής, στους οποίους υποσχέθηκε ένταξη στο πρόγραμμα «εγκλωβισμένων».
Τις τελευταίες μέρες, επίσης, υπογράφτηκε η επέκταση τεσσάρων ακόμα κλαδικών συλλογικών συμβάσεων: για τους εργαζόμενους σε ναυτιλιακές επιχειρήσεις και πρακτορεία (πλην των ναυτικών), σε καπνοβιομηχανίες, στα ξενοδοχεία του νομού Ηρακλείου και για τους οδηγούς τουριστικών λεωφορείων Κρήτης. Ακόμα κι αν παραβλέψουμε ότι πρόκειται για ΣΣΕ που προβλέπουν στην καλύτερη περίπτωση αυξήσεις όχι περισσότερο από 1-2%, κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει ότι θα έχουν την τύχη που είχαν και οι προηγούμενες 18 κλαδικές ΣΣΕ που επεκτάθηκαν από τον Αύγουστο του 2018, όταν η κυβέρνηση προσπαθούσε να πείσει ότι οι συλλογικές συμβάσεις «επαναφέρονται». Στην πράξη, είναι η εργοδοσία εκείνη που εξακολουθεί να αποφασίζει αν και τι θα εφαρμόσει. Η δήλωση του προέδρου του σωματείου ξενοδοχοϋπαλλήλων Ν. Ηρακλείου ότι οι εργοδότες «ξεχνούν» τις συλλογικές συμβάσεις «παρά την εντατικοποίηση των ελέγχων» αναδεικνύει τόσο τη μη εφαρμογή των ΣΣΕ (και της βασικής εργατικής νομοθεσίας γενικότερα) όσο και την αδυναμία των ίδιων των εργαζόμενων των αντίστοιχων κλάδων να τις υπερασπιστούν -με δεδομένη την απροθυμία των συνδικαλιστικών τους ηγεσιών, οι οποίες περιμένουν τον κρατικό μηχανισμό σαν «προστάτη των εργαζόμενων».
Όπως και να παρουσιάζονται οι κινήσεις της, το γεγονός παραμένει ότι και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχει ταχθεί ξεκάθαρα στην υπηρέτηση του συστήματος της εκμετάλλευσης και της εξάρτησης. Ακόμα και σ’ αυτές τις τελευταίες της μέρες, σκοπός της είναι η καλλιέργεια αυταπατών, η ένταση των δικών της εκβιασμών μπροστά στις εκλογές, η εμπέδωση ακόμα περισσότερο του μονόδρομου της υποταγής των εργαζομένων και του λαού στις κεντρικές πολιτικές κατευθύνσεις του συστήματος. Αυτό το πετσόκομμα ακόμα και των προσδοκιών εντάσσεται στο συνολικό στόχο του ΣΥΡΙΖΑ να αποτελέσει για χρόνια το δεύτερο πυλώνα, στον οποίο θα μπορεί να στηρίζεται το σύστημα για όποια κυβερνητική «λύση» χρειαστεί, είτε άμεσα είτε σε μια επόμενη φάση. Γι’ αυτό και το κεφάλαιο στη χώρα νιώθει την άνεση, πέρα από αυτά που κάνει στην καθημερινή πρακτική του, να εκφράζει και επίσημα κι ανοιχτά τις διαθέσεις του: από τη «μελέτη» του ΣΕΒ ενάντια στην πρόσφατη υποχρέωση για καταγραφή «βάσιμου λόγου απόλυσης», την οποία θεωρεί εναλλακτική της καταβολής αποζημίωσης απόλυσης και, σε κάθε περίπτωση, εμπόδιο για τις προσλήψεις (που ανυπομονούν να απελευθερωθούν!), μέχρι το αίτημα επιχειρηματία στην Κω σε συζήτηση με το Μητσοτάκη για απελευθέρωση της εφταήμερης εργασίας.
Για τον ίδιο λόγο, οι εργαζόμενοι κι ο λαός δεν έχουν τίποτα να περιμένουν από τους κυβερνητικούς σωτήρες, των οποίων οι υποσχέσεις για «καλές» ή «ποιοτικές» θέσεις εργασίας δεν είναι παρά προπέτασμα για τη συνέχιση της αντεργατικής πολιτικής την επομένη των εκλογών. Και αυτή η πολιτική πρέπει να βρει απέναντί της τους αγώνες των εργαζομένων και του λαού.