Με αφορμή την απεργία ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ στις 30 Μάη και άλλοθι την «Κοινωνική Συμμαχία» των εργατοπατέρων με εργοδοτικές ενώσεις διατυπώθηκαν αρκετές αντιλήψεις σχετικά με πολλά ζητήματα του εργατικού κινήματος. Αντιλήψεις που, ενώ έχουν συμβάλει μέχρι και καθοριστικά στη σημερινή τραγική κατάσταση για τους εργαζόμενους, πλασάρονται σαν καινούριες και μάλιστα τέτοιου χαρακτήρα που να μπορούν να ανατρέψουν το αρνητικό κλίμα. Λογικές που, ενώ έχουν εμπεδωθεί για χρόνια σε δυνάμεις που αναφέρονται στο κίνημα και αποτελούν το έδαφος για αντίστοιχες πρακτικές, βγαίνουν τώρα με καθαρό τρόπο στην επιφάνεια «απελευθερωμένες» από την απουσία μαζικών κινητοποιήσεων και τις προσαρμογές που αυτές απαιτούσαν μερικά χρόνια πριν.
Ακούσαμε και διαβάσαμε ότι το περιεχόμενο και ο χαρακτήρας μιας απεργίας είναι αμετάβλητος και ορίζεται από το όργανο που την αποφασίζει. Πρόκειται για μια άποψη που όχι μόνο δεν μπορεί να εμπνεύσει τη δράση όσων επιδιώκουν να υπηρετήσουν μια αγωνιστική λογική αλλά ντύνει με θεωρητικό μανδύα την απογοήτευση και την παραίτηση που κυριαρχούν στα πλαίσια της αριστεράς, όπως και συνολικά στους εργαζόμενους. Η πραγματικότητα είναι ότι κάθε κινητοποίηση (και ακόμα περισσότερο κάθε απεργία) παίρνει το χαρακτήρα που της δίνουν αυτοί που την υλοποιούν. Οπωσδήποτε προϋποθέτει ότι κάποιο όργανο θα την αποφασίσει και η πολιτική κατεύθυνση αυτού του οργάνου παίζει σημαντικό ρόλο για τα χαρακτηριστικά, την εξέλιξη και τις δυνατότητες που θα εμφανιστούν, αλλά τον αποφασιστικό ρόλο έχουν οι διαθέσεις και η συγκρότηση των ίδιων των εργαζόμενων που συμμετέχουν (ή δεν συμμετέχουν). Η ίδια η κινητοποίηση αποτελεί μια διαδικασία, η οποία σε καμία της φάση δεν είναι στατική αλλά εξελίσσεται σύμφωνα με τις δυνάμεις που δρουν στα πλαίσιά της και τις μεταβάλει και τις ίδιες. Η εμπειρία του κινήματος έχει καταγράψει τόσο περιπτώσεις στις οποίες οι διαθέσεις των εργαζόμενων προχώρησαν πέρα από τις διαθέσεις της συνδικαλιστικής ηγεσίας, αναγκάζοντάς την να συρθεί έστω και για μικρό διάστημα ή/και υπονομεύοντας τον αγώνα, όσο και το αντίθετο -αν και σπανιότερα. Οι τοποθετήσεις λοιπόν για «χαμένη υπόθεση» και ακόμα περισσότερο όταν γενικεύονται σε «θεωρία», συνδέονται με τις αντιλήψεις για το πώς διαμορφώνεται ο συσχετισμός.
Για όσους δεν βλέπουν στις κινητοποιήσεις πεδίο διαμόρφωσης και μεταβολής των εσωτερικών συσχετισμών του κινήματος, το μόνο πεδίο που μένει να τους επηρεάσει είναι αυτό των εκλογικών διαδικασιών και η εκπροσώπηση που προκύπτει μέσα από αυτές. Σε μια τέτοια θεώρηση των πραγμάτων, οι εκλογές των οργάνων αποτελούν το Α και το Ω της δραστηριότητας. Κάθε άλλη κίνηση υποτάσσεται σε αυτήν την κατεύθυνση, γεγονός που αφήνει κάποια περιθώρια κινητοποιήσεων που μοιάζουν να έχουν αγωνιστική κατεύθυνση σε πρωτοβάθμιο επίπεδο, στα ανώτερα όμως συνδικαλιστικά όργανα δικαιολογεί κάθε είδους ελαστικότητα σε «συμμαχίες» και τοποθετήσεις. Έτσι εξηγούνται φαινομενικά παράταιρες συνεργασίες ή γκρίνιες για αθέτηση συμφωνιών, χωρίς το παραμικρό αντίκρισμα στο επίπεδο της δράσης ή ακόμα και με αντιδραστικές ή φιλοκυβερνητικές δυνάμεις.
Έκφραση της ίδιας αντίληψης περί στατικών συσχετισμών αποτελεί και μια μόνιμη τάση «φυγής» από τις συνέπειές τους. Με την ίδια άνεση που το ένα σωματείο χαρακτηρίζεται για πάντα «εργοδοτικό», το άλλο σωματείο χαρακτηρίζεται για πάντα «ταξικό» και η τάση σπρώχνει στην αποχώρηση από το ένα και τη συγκέντρωση στο άλλο ή την ίδρυσή του αν δεν υπάρχει ήδη. Ο δε «ταξικός» χαρακτήρας θεωρείται τόσο δεδομένος που επιτρέπει κάθε μορφής λαθροχειρίες, όπως η ανυπαρξία γενικών συνελεύσεων, η περιφορά σφραγίδων σε «συντονισμούς» και «πρωτοβουλίες», η μεταμφίεση της δράσης πολιτικών οργανώσεων κ.ά. αδιαφορώντας για την απονέκρωση του ίδιου του σωματείου, όταν ο μόνος ρόλος που προβλέπεται για τα μέλη του είναι η ψήφος για ΔΣ και αντιπροσώπους σε Εργατικά Κέντρα και Ομοσπονδίες.
Κοινή συνισταμένη σε κάθε περίπτωση είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης στην εργατική τάξη και το λαό. Σε αυτό το σαθρό έδαφος κινούνται οι αγωνιώδεις αναζητήσεις για «κοινωνικές συμμαχίες», μέχρι και υλοποιήσεις από πχ. το ΚΚΕ που ελέγχει πολύ ευρύτερο κόσμο, που επιτρέπουν τη μία να αναγορεύονται οι «επιστημονικοί σύλλογοι» (επιμελητήρια κτλ.) σε -εν δυνάμει- πρωτοπορίες, όπως έγινε με αφορμή το ασφαλιστικό του Κατρούγκαλου ή όπως επαναλαμβάνεται τακτικά ως δυνατότητα στις εκλογικές τους διαδικασίες, και την επομένη σε διαταξικές οργανώσεις (που είναι πραγματικά). Αυτό το έδαφος αξιοποιεί η ΓΣΕΕ για τη δική της «κοινωνική συμμαχία», παρά τις οργισμένες αντιδράσεις περί λογοκλοπής από ΚΚΕ και ΠΑΜΕ. Γιατί είναι ακριβώς αυτή η δύναμη η οποία, από θέση ισχύος, που έφτασε μέχρι και στον έλεγχο του προεδρείου της ΓΣΕΕ σε προηγούμενες περιόδους, καλλιέργησε μαζικά και ειδικά σε κόσμο με αγωνιστικές αναζητήσεις τις διαλυτικές αντιλήψεις που με διάφορες αφορμές εκφράζονται ανοιχτά σήμερα. Είναι η μήτρα που συνεχίζει να παράγει μιμητές και οι οποίοι μόνιμα θαμπώνονται από τις «θεαματικές ενέργειες» και απελπίζονται όταν οι απευθύνσεις τους πέφτουν στο κενό.
Ο αγώνας για την ανασυγκρότηση της εργατικής τάξης και του κινήματός της είναι μακρύς και απαιτητικός. Προϋποθέτει όμως την αναγνώριση της δυνατότητας της εργατικής τάξης να αποτελέσει τον σταθερό πυρήνα και κορμό του λαϊκού κινήματος. Πρόκειται για μια διαδικασία με διαρκείς μεταβολές, που δεν χωράει ούτε απογειώσεις και εφησυχασμούς μπροστά σε νίκες που θα είναι πάντα υπό αίρεση σ’ αυτό το σύστημα, ούτε συντριπτικές απογοητεύσεις και παραίτηση μπροστά στις δυσκολίες. Το κύριο πεδίο αυτής της διαδικασίας είναι και θα είναι η ταξική πάλη, οι αντιστάσεις, οι απεργίες, οι κινητοποιήσεις ειδικού ή κεντρικού χαρακτήρα απέναντι στην πολιτική του κεφαλαίου, του ιμπεριαλισμού και των κυβερνήσεών τους. Σε αυτήν τη διαδικασία μπορεί να αποκαλυφτεί και ο αντιδραστικός ρόλος των κυρίαρχων συνδικαλιστικών δυνάμεων. Ο αναχωρητισμός από αυτό το πεδίο, με όση «θεωρία», όσους ακτιβισμούς και όση υπεροψία για «τους εργαζόμενους που δεν καταλαβαίνουν» κι αν ντυθεί, δεν μπορεί να αποτελέσει κανενός είδους διέξοδο για την εργατική τάξη και το λαό.