Η Κίνα –παρά την κρίση του 2015- εξακολουθούσε να είναι μέχρι πρόσφατα ο μεγαλύτερος εισαγωγέας των βασικών παγκόσμιων εμπορευμάτων και ο μεγαλύτερος εισαγωγέας-καταναλωτής πρώτων υλών. Οι εισαγωγές πρώτων υλών ήταν 366 δισ. δολάρια το 2015 από 116 δισ. μόλις μία δεκαετία νωρίτερα!
Αυτό παρόλο που η Moody’s, πρώτη φορά μετά από 30 χρόνια, υποβάθμισε φέτος την πιστοληπτική αξιολόγηση της Κίνας από «Α1» σε «Αα3», αναμένοντας αποδυνάμωση της οικονομίας της τα επόμενα χρόνια λόγω της επιβράδυνσης των ρυθμών ανάπτυξης και αύξησης του χρέους.
Ίσως και γι” αυτόν τον επιπρόσθετο λόγο οι ιθύνοντες της οικονομικής πολιτικής της Κίνας αποφάσισαν ότι θα πρέπει να αγοράζουν τις πρώτες ύλες στην καλύτερη τιμή. Για να γίνει αυτό θα πρέπει οι τιμές των εμπορευμάτων που εισάγει να μην καθορίζονται από παγκόσμιους δείκτες αποτιμημένους σε δολάρια στα χρηματιστήρια άλλων χωρών που έχουν αυτό που λέμε «ανοιχτές αγορές». Ανοιχτές υπό την έννοια ότι επιτρέπεται σε επενδυτές να προπληρώνουν -έναντι συμβολαίων παράδοσης που γίνονται σε μελλοντικό χρόνο- για να αγοράζουν μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων, καθορίζοντας τα περιθώρια διακύμανσης των τιμών. Φυσικά, επειδή οι επενδυτές δεν βλέπουν και δεν ελέγχουν τα εμπορεύματα (δεν μπορούν δηλαδή να αγοράζουν άρρωστα βοοειδή ή σαρακιασμένη ξυλεία), οι συμφωνίες μελλοντικής εκπλήρωσης πραγματοποιούνται με βάση κάποια πρότυπα προδιαγραφών.
Συνεπώς, για να πραγματοποιηθεί αυτή η μετατροπή των κινέζικων commodities –όπως ονομάζεται η αγορά εμπορευμάτων- σε διεθνείς απαιτούνται να «ανοίξουν» τα κινέζικα χρηματιστήρια στους ξένους επενδυτές. Οι επενδυτές τώρα που ασχολούνται με τις συμφωνίες μελλοντικής εκπλήρωσης εμπορευμάτων χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: στους σταθερούς κατασκευαστές και διακινητές-μεταπράτες που κατά βάση διαμορφώνουν τις τιμές και στους κερδοσκόπους που «βλέπουν φως και μπαίνουν», δηλαδή κέρδη, την τελευταία στιγμή.
Δεν μπορεί να υπάρξει σαφής διαχωρισμός και προστασία ανάμεσα στις δύο κατηγορίες επενδυτών. Και αυτό είναι που ανησυχεί κυρίως τις κινέζικες νομισματικές αρχές που εφαρμόζουν ένα πολύ αυστηρό πρόγραμμα συναλλαγματικών ελέγχων, ειδικά από τότε που ανακόπηκε το αμερικάνικο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης». Είναι χαρακτηριστικό ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς της Κίνας δεν έχει εγκρίνει ακόμα νέες θέσεις επενδυτών στη σόγια και στη ζάχαρη (θηριώδεις παραγωγικούς τομείς της κινέζικης βιομηχανίας τροφίμων). Το χρηματιστήριο της Σανγκάης –πάντα πιο τολμηρό στα καπιταλιστικά ανοίγματα- εξετάζει, από την άλλη, εισαγωγή θέσεων στην αγορά χαρτοπολτού, ενώ μία από τις θυγατρικές του εξετάζει το ενδεχόμενο να ξεκινήσει τη διαπραγμάτευση με ξένους επενδυτές των παραγώγων του πετρελαίου στην Κίνα.
Όπως δήλωσε κινέζος αναπληρωτής καθηγητής σε ινστιτούτο οικονομικών μελετών του Πανεπιστημίου της Xiamen, αυτό θα βοηθήσει την Κίνα να «γίνει παράγοντας καθορισμού των τιμών αντί για αποδέκτης», εντάσσεται «στη στρατηγική της Κίνας για την προώθηση της παγκόσμιας χρήσης του γιουάν» και «απαλλάσσει εγχώριους παραγωγούς από συναλλαγματικούς κινδύνους».
Φυσικά, ο κατά μέτωπο ανταγωνιστής σε αυτή την πορεία είναι το χρηματιστήριο εμπορευμάτων του Σικάγου και της Νέας Υόρκης που κανονίζουν παγκόσμια τις τιμές των εμπορευμάτων. Χρηματιστήρια εμπορευμάτων που έχουν και αυτά στο ενεργητικό τους μία πορεία συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης: Στις ΗΠΑ, οι πιο δημοφιλείς χρηματιστηριακές συναλλαγές περιλαμβάνουν τις μετοχές του Ομίλου CME , οι οποίες προέκυψαν μετά τη συγχώνευση του Chicago Mercantile Exchange και του Chicago Board of Trade το 2006 (το Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων της Νέας Υόρκης), το Intercontinental Exchange στην Ατλάντα και το Κάνσας Δημοτικό Συμβούλιο Εμπορίου.
Το Χονγκ Κονγκ θα παίξει έναν ενδιάμεσο ρόλο σε αυτή την κινέζικη μετατροπή στο βάθος της οποίας μπορεί κανείς να διακρίνει και τους… Βρετανούς: Ένα μεγάλο επενδυτικό σχήμα αυτής -πια- της κινέζικης επικράτειας που κατέχει στο χαρτοφυλάκιό του το επενδυτικό σχήμα του London Metals Exchange (δηλαδή τις συναλλαγές στο χρηματιστήριο του μετάλλου του Λονδίνου) έχει ανακοινώσει ότι ετοιμάζει μια τέτοια «πλατφόρμα» αγορών εμπορευμάτων για την Κίνα. Όμως δεν είναι το μοναδικό.
Το Zhenghou Commodities Exchange ανακοίνωσε ότι ετοιμάζει προσχέδιο futures –δηλαδή θέσεις προς πώληση- μήλων, που θα αποτελεί το μοναδικό συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης στον κόσμο με βάση τα φρέσκα φρούτα! Στην ίδια κατεύθυνση το Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων Dalian εισήγαγε έναν δείκτη τιμών χοίρων το Μάρτιο, οδηγώντας τα κινέζικα γουρουνάκια στο διεθνές trading center! Δεν έχει ανακοινωθεί κάτι ακόμα για την… πάπια Πεκίνου.