Ισως είναι η πρώτη φορά που οι ευρωεκλογές αποτυπώνουν με τον πιο καθαρό τρόπο κοινωνικές πολιτικές τάσεις, διεργασίες και διαθέσεις. Η όλη κατάσταση θα μπορούσε να συνοψιστεί σε λίγες φράσεις. Ο λαός είναι οργισμένος και σε τροχιά αντίθεσης με τις δυνάμεις του συστήματος. Από την άλλη μεριά, δεν βρίσκει συγκεκριμένη και ορατή πολιτική διέξοδο ώστε να μπορεί να προσδώσει «υλική» πολιτική υπόσταση στις διαθέσεις του. Από την άποψη αυτή, το σύστημα, παρά το πλήγμα που δέχτηκε, συνεχίζει να διαθέτει τα μέσα, τους μηχανισμούς και την πρωτοβουλία κινήσεων. Το μεγάλο ζητούμενο παραμένει: η συγκρότηση των λαϊκών δυνάμεων και σε επίπεδο που να είναι ικανές να αντισταθούν αποτελεσματικά ή και να αντιπαρατεθούν με τις δυνάμεις του συστήματος.
Το «πρώτο κόμμα»
Για πρώτη φορά στην Ελλάδα, μια χώρα όπου ο κόσμος κατά κανόνα συμμετέχει ενεργά στις εκλογικές διαδικασίες, εμφανίζεται μια αποχή της τάξης του 50%. Πολλά λέχτηκαν και λέγονται για το αν και κατά πόσο είχε πολιτικό χαρακτήρα, αν εξέφραζε άρνηση ή αδιαφορία κ.λπ. Εχουμε την άποψη ότι κάποιοι αριθμοί βοηθούν να φωτιστεί καλύτερα αυτό που συνέβη. Η Ν.Δ πήρε 1.400.000 ψήφους λιγότερες απ’ ό,τι στις προηγούμενες εκλογές. Το ΠΑΣΟΚ, που θριαμβολογεί για «μεγάλη νίκη», πήρε 800.000 λιγότερες. Το ΚΚΕ 150.000. Ο ΣΥΡΙΖΑ 120.000. Αυτοί που ανέβηκαν ήταν το ΛΑΟΣ και οι Οικολόγοι. Οσο για την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, έμεινε στα ρηχά.
-Τι σημαίνουν αυτά με απλά λόγια
Ο λαός αρνήθηκε την ψήφο του και αποδοκίμασε τα κόμματα εξουσίας. Περισσότερο τη Ν.Δ., μια και αυτή βρίσκεται στην κυβέρνηση και μέσω αυτής γεύεται την πολιτική του συστήματος. Στο ΠΑΣΟΚ «πανηγυρίζουν». Μάλλον προσπαθούν να πειστούν και οι ίδιοι ότι «νικήσανε». Ακόμη και απέναντι στη Ν.Δ. Οι 220.000 ψήφοι είναι μια διαφορά που στο επίπεδο αυτών των κομμάτων και ανάλογα με τις συγκυρίες μπορεί να καλυφθεί.
Το ΛΑΟΣ επωφελήθηκε της δυσαρέσκειας ενός τμήματος ψηφοφόρων της Ν.Δ. Ταυτόχρονα αξιοποίησε την προβολή του από τα ΜΜΕ για να προσελκύσει δημαγωγώντας ένα μέρος των ψήφων διαμαρτυρίας. Από την άποψη αυτή, στο εκλογικό του αποτέλεσμα αποτυπώνονται τόσο η διάθεση αποδοκιμασίας της κυρίαρχης πολιτικής όσο και η παγίδευση ενός κόσμου σε μια αντιδραστική κατεύθυνση.
-Από την άλλη μεριά. Το ΚΚΕ όχι μόνο δεν κατόρθωσε να προσελκύσει, εκφράσει τη δυσαρέσκεια του κόσμου, αλλά δεν μπόρεσε να πείσει ούτε και εκείνους που το ψήφισαν στις προηγούμενες εκλογές. Τα ίδια και χειρότερα ο ΣΥΡΙΖΑ. Το πράγμα είχε αρχίσει να διαφαίνεται εδώ και ένα διάστημα. Οι ούριοι άνεμοι είχαν αρχίσει να αντιστρέφονται. Κι όταν βασίζεται κανείς στον αέρα…
Οι οικολόγοι με τη μεθοδευμένη πριμοδότηση μέσω κυρίως των «δημοσκοπήσεων» και της προβολής από τα ΜΜΕ κατόρθωσαν να προσελκύσουν ένα τμήμα δυσαρεστημένων από πολλά κόμματα ψηφοφόρων. Οσο για τις δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς που συμμετείχαν, θα “μασταν πολύ αισιόδοξοι αν ελπίζαμε ότι απ’ αυτό το μάθημα θα πάρουν τα διδάγματα που δεν θέλησαν να πάρουν απ’ αυτά που προηγήθηκαν.
Αυτά που έρχονται
Οπως ήδη αναφέρθηκε, οι δυνάμεις του συστήματος δέχτηκαν πλήγματα, αλλά είναι αυτές που συνεχίζουν να έχουν το πάνω χέρι και να προωθούν την πολιτική τους. Είναι βέβαιο ότι η επίθεση ενάντια στο λαό και τη νεολαία, ενάντια στα δικαιώματα και τις καταχτήσεις τους θα ενταθεί. Οχι μόνο επειδή το λέει ο Αλμούνια και όχι μόνο επειδή στην κυβέρνηση θα είναι η Ν.Δ., αλλά επειδή αυτή είναι η πολιτική που έχει επιλεγεί από το σύστημα. Ηδη ο Καραμανλής στο μετεκλογικό του διάγγελμα επέμεινε στην «υπεύθυνη» πολιτική για την αντιμετώπιση, λέει, της κρίσης και στη συνέχιση των αντι-«μεταρρυθμίσεων». Δηλαδή στην πολιτική που υπαγορεύει το κεφάλαιο, ντόπιο και ξένο.
Ο Γ. Παπανδρέου μίλησε επί μισή περίπου ώρα, κατορθώνοντας να μην πει απολύτως τίποτα. Είναι και αυτός ένας τρόπος να περάσει στα μουλωχτά το ότι η πολιτική του δεν διαφέρει σε τίποτα απολύτως από αυτήν της Ν.Δ. Αλλωστε το κεφάλαιο δείχνει «κατανόηση» για τις ανάγκες και την περίπτωσή του. Το ΛΑΟΣ αναβαθμίστηκε σε πιθανή εφεδρεία του συστήματος.
Σε σχέση πάντως με τα όσα λέγονται, θα θέλαμε να διευκρινίσουμε την άποψη και τις εκτιμήσεις μας. Θεωρούμε ότι τέτοιου είδους παρα-πολιτικοί σχηματισμοί αποκτούν -κατά κύριο λόγο- τόση υπόσταση όση (και όταν) τους προσφέρουν οι δυνάμεις του συστήματος. Εδώ ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα. Στο ότι, έτσι όπως διαμορφώνεται η κατάσταση με την κρίση, την όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, τη γενικότερη αντιδραστική στροφή, είναι πιθανό δυνάμεις του συστήματος (εντός και εκτός Ελλάδας) να ποντάρουν και σ’ αυτό το «άλογο». Οπωσδήποτε είναι αναγκαίο το ξεσκέπασμα του ρόλου και του «προορισμού» αυτής της αντιδραστικής δύναμης και η πάλη ενάντια στις αντιδραστικές απόψεις που εκπορεύονται απ’ αυτήν.
Για εφεδρεία του συστήματος (άλλου τύπου) προορίζονται και οι «οικολόγοι». Το πιστοποιεί η ιστορία τους σε πανευρωπαϊκή κλίμακα, οι διασυνδέσεις και η στήριξή τους από διεθνή κέντρα, η απροκάλυπτη πριμοδότησή τους το τελευταίο διάστημα. Αλλωστε φρόντισαν να ξεκαθαρίσουν με δήλωσή τους ότι «δεν έχουν προκαταλήψεις» για κανενός είδους «συνεργασίες» εφόσον υπάρξουν και πράσινες προγραμματικές δεσμεύσεις. Τόσο «πράσινες» όσο και τα άλογα.
Το σύστημα συνεπώς διαθέτει ακόμη πολλά και αποτελεσματικά μέσα και εργαλεία για να προωθήσει την πολιτική του ενάντια στο λαό και τη νεολαία. Από εκεί και πέρα, το αν και πώς θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τις πιέσεις που ήδη ασκούνται πάνω του από ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στο πλαίσιο του ανταγωνισμού τους και πόσο αλώβητο ή με πόσα τραύματα θα βγει από την κρίση είναι άλλης τάξης ζήτημα. Οσο για το πόσο αποτελεσματικά θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τη λαϊκή αγανάκτηση και την αντίσταση που έτσι ή αλλιώς θα υπάρξει, αυτό έχει δυο βασικές συναρτήσεις. Η μια αφορά τις δεδομένες προθέσεις του συστήματος. Την πολιτική που ήδη προωθεί.Την οποία ταυτόχρονα θωρακίζει με κάθε μέσο. Με την ενίσχυση των δυνάμεων καταστολής. Με τη διαμόρφωση ενός νομικού πλαισίου που θα καθιστά «παράνομη» κάθε μορφή λαϊκής αντίστασης και πάλης. Η δεύτερη αφορά το κατά πόσο ο λαός θα μπορέσει να συγκροτήσει τις δυνάμεις του και σε ποιο επίπεδο. Ενα ζήτημα που για το άμεσο τουλάχιστον διάστημα συναρτάται και με την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι πολιτικές δυνάμεις που αναφέρονται στην Αριστερά. Και η οποία μόνο ενθαρρυντική δεν είναι. Ας δούμε λοιπόν κι αυτή την πλευρά.
Είναι στραβός ο γιαλός
Στο «Ριζοσπάστη» στις 9-6-09 διαβάζουμε: «Συμβαίνει κάποιες φορές να μην πιστεύεις στα αυτιά σου και τα μάτια σου για όσα ακούς ή διαβάζεις». Αναφέρεται σε απόψεις του ΣΥΡΙΖΑ. Θα θέλαμε ωστόσο να τους πούμε ότι το ίδιο ακριβώς «παθαίνουμε» και εμείς όταν διαβάζουμε απόψεις του Κ.Κ.Ε. Ας δούμε. Η ηγεσία του Κ.Κ.Ε. τόσο στις δηλώσεις της κας Παπαρήγα όσο και στην ανακοίνωση της ΚΕ αναλώνεται σε μεγάλο μέρος τους για να «εξηγήσει» ότι η αποχή από τις ευρωεκλογές (σε τέτοια μάλιστα έκταση) ναι μεν εκφράζει την αγανάκτηση και τη διάθεση καταδίκης του συστήματος από το λαό, δεν συνιστά ωστόσο «ολοκληρωμένη διέξοδο». Εκόμισε γλαύκαν εις Αθήνας! Δεν μας είπε, ωστόσο, συνιστά μήπως «διέξοδο» η συμμετοχή στο εκλογικό παιχνίδι γύρω από το οποίο έχει αρθρώσει όλη την πολιτική και δράση του το Κ.Κ.Ε.; Αν δηλαδή το Κ.Κ.Ε δεν έπαιρνε οκτώ αλλά δεκαοκτώ τοις εκατό, αυτό θα αποτελούσε διέξοδο;
Για την ηγεσία του Κ.Κ.Ε. ίσως. Για το λαό και το κίνημα σίγουρα όχι. Στην αμηχανία και το άγχος της μάλιστα η ηγεσία του Κ.Κ.Ε. θυμήθηκε και τους αγώνες. Ποιους μωρέ; Αυτούς που η κα Παπαρήγα διακήρυξε ότι δεν μπορούν να οδηγήσουν σε αποτέλεσμα; Ή μήπως τους αγώνες που απέφυγε, που κατήγγειλε, που υπονόμευσε;
Εχουμε εδώ ένα φαινόμενο. Σε συνθήκες μεγάλης λαϊκής αγανάκτησης, με μια νεολαία εξεγερμένη, με τις πολιτικές δυνάμεις του συστήματος σε κρίση, με το βασικό ανταγωνιστή στο πεδίο που κινείται (ΣΥΡΙΖΑ) να μην μπορεί να μαζέψει τα κομμάτια του, το υποτιθέμενο κομμουνιστικό κόμμα αδυνατεί να πείσει έως και αυτούς που το έχουν ήδη ψηφίσει. Η ηγεσία λοιπόν αυτού του κόμματος, αντί να «ψαχτεί», αναζητάει τις ευθύνες στο λαό που «παρασύρεται». Δεν είναι η πρώτη φορά που η ηγεσία του Κ.Κ.Ε., διά στόματος μάλιστα της γραμματέως του, καθιστά υπεύθυνο το λαό για το τι θα «πάθει» με το να μην ψηφίζει Κ.Κ.Ε. Η ηγεσία του Κ.Κ.Ε. έχει πρόβλημα. Ενα πρόβλημα που θα ήταν πολύ μεγαλύτερο αν δεν κατέρρεε εκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ. Ενα πρόβλημα που βρίσκεται στην ίδια την πολιτική της. Μόνο που αρνείται να το δει. Και είναι «αξιοθρήνητη» μια πολιτική ηγεσία που μονίμως στα προβλήματα πολιτικής απαντάει με το «φταίει ο γιαλός». Πρόκειται για τυπικό χαρακτηριστικό του οπορτουνισμού. Μια λογική που του επιτρέπει να μην αναλαμβάνει τις ευθύνες των πεπραγμένων του. Πάνω απ’ όλα, για να μπορεί να συνεχίσει να μην αναλαμβάνει την ευθύνη απέναντι σ’ αυτά που έρχονται.
Ναι, η αποχή δεν αρκεί. Είναι μόνο ένα βήμα. Σημαντικό, αλλά πάντα ένα βήμα που ανοίγει δρόμο στα επόμενα. Μόνο που η ηγεσία του Κ.Κ.Ε., καθώς το έχει αποδείξει, βαδίζει σε άλλους δρόμους.
Και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ
Θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε με μια ερώτηση. Πού πήγε αλήθεια εκείνο το δεκαοκτώ τοις εκατό που οι δημοσκοπήσεις έδιναν στον ΣΥΡΙΖΑ; Θα λέγαμε εκεί που πήγε και το οκτώ τοις εκατό που έδιναν στους πράσινους. Ο αέρας έτσι όπως έρχεται, έτσι και φεύγει. Θα ήταν όμως αυτό ένα μόνο μέρος της απάντησης και ίσως το πιο εύκολο. Η απάντηση πιο ολοκληρωμένα μπορεί να αναζητηθεί στην ίδια την πολιτική του ΣΥΝ και τις αντιφάσεις της. Κατά τους «ανανεωτικούς» του ΣΥΝ, «φταίει», λέει, το ότι «νοθεύτηκε ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός του». Ας ξεκινήσουμε απ’ αυτό.
Θεμελιώδες στοιχείο του ρεύματος στο οποίο ανήκει ο ΣΥΝ, η στήριξη στο ευρωπαϊκό κεφάλαιο. Αυτή η επιλογή γνώρισε αρκετές καμπές στη διάρκεια των δεκαετιών της ύπαρξής της. Ας σταθούμε στην πιο πρόσφατη. Η επέκταση της επίθεσης του συστήματος στους μικρομεσαίους αύξησε τις πιέσεις στην κοινωνική βάση του ρεύματος. Η όξυνση των αντιθέσεων ανάμεσα σε ευρωπαίους και αμερικάνους ιμπεριαλιστές τής έδωσε πολιτική μορφή και διέξοδο. Αρχικά με το ΦΟΡΟΥΜ. Στη συνέχεια με την αντίθεση με το «νεοφιλελευθερισμό», για να αποκρυσταλλωθεί στη γραμμή της «ανάληψης κυβερνητικών ευθυνών με κινηματική στήριξη». Το σχήμα με Αλαβάνο-Τσίπρα φαινόταν να λειτουργεί. Το πρόβλημα είναι ότι με βάση και την κρίση τα περιθώρια και οι ανοχές του συστήματος έχουν περιοριστεί δραστικά.
Ετσι, εδώ και καιρό έχουν αυξηθεί οι πιέσεις στο ρεφορμιστικό χώρο (τόσο στον ΣΥΝ όσο και στο Κ.Κ.Ε.) για ακόμη περισσότερη προσαρμογή, για ακόμη μεγαλύτερη συμμόρφωση. Πολύ περισσότερο όταν βλέπει ότι με βάση τις εξελίξεις είναι πιθανό να χρειαστεί και «αριστερές» στηρίξεις. Οι «πειραματισμοί» με τη νεολαία και ιδιαίτερα μετά το Δεκέμβρη έδωσαν την αφορμή για ακόμη μεγαλύτερες και απροκάλυπτες πιέσεις. Οι ανανεωτικοί αναθάρρησαν και άρχισαν να «μιλούν». Οι «αριστεροί του ΣΥΝ» άρχισαν να τα «μασάνε» και ο Αλαβάνος να ανακαλύπτει «πεδίο συνεννόησης με το ΠΑΣΟΚ». Και ο κόσμος, η νεολαία άρχισε να καταλαβαίνει τι είδους σούπα ήταν αυτή που του σέρβιραν. Το εκλογικό αποτέλεσμα απλά επισφράγισε το ασυμβίβαστο, το να θέλεις και το σκύλο χορτάτο και την πίτα ολόκληρη.
Το τι θα γίνει από δω και πέρα, το αν θα διασπαστεί ο ΣΥΝ ή θα υπάρξει νέος συμβιβασμός, μένει να το δούμε. Αυτό που είναι πάντως σαφές είναι πως η «ανανεωτική» πτέρυγα έχει ισχυροποιηθεί και βρίσκεται στην επίθεση. Οσο για τους σαλταδόρους της πολιτικής που αναζήτησαν απάντηση στο υπαρξιακό τους πρόβλημα με το να σκαρφαλώσουν στο καράβι του ΣΥΝ, θα συνεχίσουν να το έχουν. Ασε που μπορεί να βρεθούν στη θάλασσα.
Οσο για τις δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς που συμμετέχουν. Ισως είναι καιρός να αντιληφθούν ότι το πρόβλημα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε δεν απαντιέται με φαεινές και συνταγές ταχύρρυθμης ανάπτυξης. Οι δυνάμεις αυτές διαθέτουν ένα κεφάλαιο. Τις αποδεδειγμένα αγωνιστικές διαθέσεις ενός κόσμου (ιδιαίτερα νεολαίας) που κινείται στο πλαίσιό τους. Αν συνεχίσουν να τον σπαταλούν στο βωμό θεαματικών κινήσεων και ενεργειών, το μόνο που θα κατορθώσουν θα είναι να λειτουργήσουν σαν κάδος ανακύκλωσης.
Η πάλη και η ευθύνη μας
Σε σχέση, τέλος, με τη δική μας στάση και δράση. Το Κ.Κ.Ε. (μ-λ) ήταν η πολιτική δύναμη που πρόβαλε και πάλεψε ανοιχτά, συνειδητά, πολιτικά: Για ΑΠΟΧΗ από τις ευρωεκλογές – για ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ στους αγώνες. Αλλωστε, πρόκειται για θέση που την έχουμε και την παλεύουμε από τις πρώτες ευρωεκλογές, έτσι ώστε να αποτελεί πλέον στοιχείο της φυσιογνωμίας μας. Δεν έχουμε καμιά αυταπάτη ότι η δική μας στάση και πάλη ήταν αυτή που ώθησε όλον αυτό τον κόσμο στην αποχή. Ηταν οι ίδιες οι διεργασίες που συντελούνται σε λαό και νεολαία που διαμόρφωσαν και ισχυροποίησαν μια τέτοια τάση. Αυτό που κάναμε εμείς ήταν να ταχθούμε συνειδητά με αυτό που θεωρούσαμε σωστό και που ήδη καταλήγουν σ’ αυτό με βάση τις εμπειρίες τους λαός και νεολαία.
Να προσπαθήσουμε να προσδώσουμε σ’ αυτήν την τάση ένα πιο συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο, να τη σηματοδοτήσουμε πολιτικά. Να υπερασπίσουμε αυτήν την επιλογή του κόσμου από τις επιθέσεις που δέχτηκε για «απολιτική» επιλογή, για «παραίτηση», για «αδιαφορία». Να αναδείξουμε τον ουσιαστικό πολιτικό χαρακτήρα. Νομίζουμε μάλιστα ότι ο αγώνας μας δεν ήταν μόνο δίκαιος και σωστός αλλά και σε σημαντικό βαθμό αποτελεσματικός.
Βεβαίως έχουμε πλήρη επίγνωση ότι το ζήτημα παραμένει κατά βάση ανοιχτό. Αυτό που μας έδειξαν και αυτές οι ευρωεκλογές είναι το ίδιο με αυτό που χρόνια τώρα θέτουν οι εξελίξεις ως ζητούμενο. Τη συγκρότηση των λαϊκών δυνάμεων και σε επίπεδο ώστε να είναι ικανές να αντιμετωπίσουν την επίθεση του συστήματος και προοπτικά να θέσουν ευρύτερους στόχους. Σε πλήρη συνάρτηση με αυτό, το ζήτημα της Αριστεράς. Πρόκειται βέβαια για ένα ολάκερο κεφάλαιο που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί σ’ αυτές τις γραμμές.
Πολύ σύντομα και επιγραμματικά εδώ ορισμένες επισημάνσεις. Δεν είναι ένα ζήτημα που μπορούν να το απαντήσουν οι δυνάμεις που σήμερα αναφέρονται στην Αριστερά, όσο κι αν διακηρύσσουν την «ετοιμότητά» τους. Δεν είναι ένα πρόβλημα που μπορεί να λυθεί με προτάσεις και εκκλήσεις «ενότητας». Δεν είναι ένα ζήτημα που επιδέχεται λύσεις ευκολίας και ταχύρρυθμες συνταγές. Η απάντησή του αφορά μια σύνθετη διαδικασία πάλης και θα πραγματοποιείται μέσα σε μια πορεία πάλης. Θα υλοποιείται και θα διαμορφώνει τους όρους της μέσα στα μέτωπα αντίστασης και πάλης τα οποία πρέπει να ανοίξουμε. Αυτή είναι η ευθύνη μας.
Να αναδείξουμε και να ανοίξουμε δρόμους υλοποίησης και μεταμόρφωσής του σε πολιτική δυναμική, σ’ αυτό που ήδη μας υποδεικνύουν οι εξελίξεις και οι διαθέσεις των λαϊκών μαζών και της νεολαίας.
ΥΓ.: Α, ναι! Δεν αναφερθήκαμε στα της Ευρωβουλής και τα συναφή. Το «ξεχάσαμε» κι εμείς, όπως άλλωστε όλοι οι άλλοι.
φ.621, 13/6/09