02 ΙΟΥΛΗ 2005

Το παραμύθι ενός λαού που δεν ήταν παραμύθι

Η τέχνη και οι υπηρέτες της δεν έλειψαν -εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων- από την αντιστασιακή δράση. Ο καθένας με τον τρόπο του, από το δικό του μετερίζι, χρησιμοποιώντας τα δικά του «όπλα», εμπλούτισε τον αγώνα του λαού με σύμβολα, με γέλιο και με δάκρυ. Ακόμα κι αυτοί που, ανήμποροι, λόγω ηλικίας ή ασθένειας, να συμμετέχουν ενεργά στον αγώνα, επιστράτευσαν το ίδιο αποτελεσματικά την πένα, το λόγο, τη μουσική νότα. Και όσοι διαφωνούσαν ή αμφέβαλαν για την αποτελεσματικότητα του αγώνα (υπήρχαν και τέτοιοι) αναγκάστηκαν να λουφάξουν σε μια γωνιά. Η ίδια η Ελλη Αλεξίου αναφέρει: «Κ” είναι προς τιμή της (σ.σ. της ελληνικής διανόησης) πως από τους κόλπους των λογοτεχνών δε βγήκε μήτε φανερός μήτε κρυφός προδότης. Κ” είναι προς τιμή του σώματος (σ.σ. της διανόησης) πως κανένας δεν πιάστηκε και δεν καταδιώχτηκε από προδοσιά συναδέλφου. Οσοι πιάστηκαν ή μόνο κυνηγήθηκαν, ή και εκτελέστηκαν -που δεν είναι λίγοι- υπήρξαν στη μεγάλη τους πλειοψηφία θύματα της μαθήτρας του χιτλερισμού μεταξικής θεομηνίας».
Οι υπόλοιποι, οι περισσότεροι, συμμετείχαν με τον τρόπο τους στον ηρωικό αγώνα του λαού. Πρόσφεραν όλοι ανεξαιρέτως ό,τι μπορούσαν, από όποιο πόστο μπορούσαν. Συμμετείχαν στις πανελλήνιες απεργίες και στις πατριωτικές διαδηλώσεις, υπέγραφαν ομαδικές εκκλήσεις και υπομνήματα στις διάφορες αρχές για την οργάνωση συσσιτίων, για την παροχή λαδιού, οσπρίων και ρουχισμού από την Ούνρα. Τροφοδοτούσαν τον παράνομο Τύπο με υλικό, γράφανε συνθήματα και κυκλοφορούσαν πόρτα-πόρτα τα παράνομα τρικ. Διατηρώντας παράνομα ραδιόφωνα παίρνανε τις ειδήσεις των συμμαχικών μετώπων και τις διέδιδαν, συντάσσοντας ειδικά δελτία ειδήσεων.
Οργανώνονταν έρανοι, καθώς και τα λεγόμενα «πάρτι», όπου οι καλεσμένοι με το πρόσχημα καταβολής εισιτηρίου συμμετοχής ενίσχυαν οικονομικά τον ένοπλο αγώνα.
Δεν θα πρέπει να λησμονήσουμε και την εμφάνιση των αντιστασιακών αφισών. Ηταν κάτι σαν ζωγραφική της εποχής και ήταν σημαντική η συμβολή των καλλιτεχνών να δοθεί χρώμα στις μαύρες μέρες της κατοχής. Οχι μόνο χάραζαν και εκτύπωναν έγχρωμες αφίσες, μα συμμετείχαν και σε συνεργεία που με ευρηματικό τρόπο κρεμούσαν ψηλά τα χαρτόνια στους δρόμους της Αθήνας. Αλλοι, πάλι, ζωγράφοι, φρουρούμενοι από ένοπλους, ζωγράφιζαν στους τείχους της πόλης μεγάλες παραστάσεις και συνθήματα. Πολλές συνοικίες της Αθήνας (όπως η Καισαριανή) στολίζονταν συχνά πυκνά με τέτοια αριστουργήματα, κάνοντας έξαλλους τους γερμανούς κατακτητές και τους συνεργάτες τους.
Αναφορά πρέπει να γίνει και στο θέατρο στην κατεχόμενη Ελλάδα, που συχνά λησμονείται, όπως και το θέατρο στο βουνό. Οι ηθοποιοί αντιμετώπισαν το πρόβλημα της επιβίωσης με την αλληλοβοήθεια. Ιδρύθηκε η Επιτροπή Συσσιτίου από τους ηθοποιούς του Εθνικού Θεάτρου και συγκροτήθηκε επιτροπή για τους άνεργους κυρίως ηθοποιούς, στους οποίους δίνονταν επιδόματα. Παράλληλα οι Ναζί αξιοποίησαν τους μεταξικούς νόμους για να λογοκρίνουν τα θεατρικά έργα. Απαγόρεψαν όλα τα έργα θεατρικών συγγραφέων από τις συμμαχικές χώρες (εκτός της Γαλλίας). Ομως, παρά τη λογοκρισία, τις απαγορεύσεις παραστάσεων και τον κίνδυνο βομβαρδισμών, το θέατρο στην κατεχόμενη Αθήνα έχει να επιδείξει πλούσιο και αξιόλογο ρεπερτόριο, σε ρήξη μάλιστα με τις πρακτικές του αστικού θεάτρου. Ανέβηκαν έργα συμμαχικών θεατρικών συγγραφέων, αλλά κυρίως αμερικανών και σοβιετικών συγγραφέων που «χρεώνονταν» σε ανύπαρκτους γάλλους θεατρικούς συγγραφείς. Μάλιστα το «Θέατρο Τέχνης» του Κάρολου Κουν κατάφερε να ανεβάσει Ιψεν, Ξενόπουλο, Πιραντέλο, Στρίντμπεργκ, Λόρκα, μέχρι και το «Βυθό» του Μαξίμ Γκόρκι! Αξιοσημείωτη και η συμβολή του θεάτρου στη Θεσσαλονίκη, όπου παίχτηκε η «Τρισεύγενη» του Παλαμά.

Ηταν κι αυτό ένα δύσκολο καθήκον των αγωνιστών: να πολεμήσουν τη βαρβαρότητα, το φόβο, το σκοτάδι που έφερνε μαζί του ο φασισμός. Και επέλεξαν τον τίμιο δρόμο, να φωτίσουν τα σκοτάδια με τραγούδι, με λόγο, με εικόνα. Να χαράξουν σε χαρτί το έπος του ’40, την κατοχή, την αντίσταση, τον εμφύλιο. Κάποιοι, για να τους ξεχωρίσουν από το λαό, τους ονομάζουν «πνευματικούς» ανθρώπους, τους παρουσιάζουν σαν να μην ήταν κι αυτοί κομμάτι του λαού. Αυτοί λοιπόν που γύρισαν σακατεμένοι από το μέτωπο, που δραπέτευσαν από τις φυλακές και τα ξερονήσια της εξορίας, συμμερίστηκαν την αγωνία του απλού ανθρώπου να επιβιώσει. Πήραν φωνή από την αντίσταση και έδωσαν φωνή στην αντίσταση του λαού ενάντια στον κατακτητή.
Το γεγονός ότι δεν έχει αναγνωριστεί ανοιχτά η μεγάλη σημασία της πνευματικής αντίστασης δεν έχει να κάνει με τη «φύση» ή τα χαρακτηριστικά της. Οφείλεται στην ήττα που υπέστη το λαϊκό κίνημα τότε και αργότερα. Είναι αυτό που μπορεί να φανερώσει το απόσπασμα της Ζωρζ Σαρρή από το βιβλίο της «Κόκκινη κλωστή δεμένη»: «Μια συναγωνίστρια μου είπε χαμηλώνοντας τη φωνή της: ”Εχω πολλές φωτογραφίες και ντοκουμέντα, αλλά τα “χω θάψει στο χωριό μου, σε μέρος ασφαλές, κανένας δεν μπορεί να τα βρει και να τα καταστρέψει… Βιάζεσαι; Το καλοκαίρι, όταν θα πάω…” (…) Με την «Κόκκινη κλωστή» μου, μοιάζω στρατιώτης που βγήκε στον πόλεμο με ξύλινο τουφέκι. Με καμιά εικοσιπενταριά φωτογραφίες, προσπαθώ να φωτίσω μια ολόκληρη Εποχή.
Το 1941 ήμουνα νέα, δεν είχα προβλέψει το 1974. Το μόνο που μπορώ να κάνω σήμερα είναι να πω, χωρίς να χαμηλώσω τη φωνή: Ημουν κι εγώ στην Αντίσταση. Καιρός να σηκώσουμε το κεφάλι».

Κι όμως, μόνο ξύλινο τουφέκι δεν κρατούσαν όλοι όσοι -γνωστοί και άγνωστοι- πολέμησαν τον κατακτητή και το σκοτάδι που έφερε μαζί του. Η τέχνη γονάτισε για να σηκώσει πιο ψηλά τα ιστορικά γεγονότα. Εγινε «ο πιστότερος και ο πιο αμερόληπτος καθρέφτης μιας ιστορικής περιόδου».
Στο θέατρο, στο κουκλοθέατρο και στον Καραγκιόζη της εποχής παρουσιάστηκε η καθημερινότητα, παινεύτηκε η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και στηλιτεύτηκε η μικροψυχία, η αναισθησία, η προδοσία.
Μέσα από τα διηγήματα και τα ποιήματα της εποχής ξεπηδούν μνήμες, βιώματα προσωπικά και συλλογικά. Γνωστές και άγνωστες πτυχές της ζωής, της καθημερινότητας του απλού ανθρώπου φωτίζονται μέσα στις σελίδες μια ατέλειωτης στρατιάς πολεμιστών του λόγου.
Η πρώτη απογοήτευση, η ελπίδα, η πείνα, η μάχη για τη ζωή. Τα πρώτα σημάδια αντίστασης και αγώνα στην πόλη, τα χωνιά όπως μας τα περιγράφει η Διδώ Σωτηρίου, τα συνθήματα στους τοίχους.
Η ζωή στην επαρχία, η ζωή στη λεύτερη Ελλάδα, η μάχη της σοδειάς, όπως αναβιώνει μέσα από τις σελίδες των διηγημάτων του Δημήτρη Χατζή, για παράδειγμα.
Η ζωή στο βουνό: οι αντάρτες, οι μάχες ενάντια στους καταχτητές, τα γλέντια, ο θάνατος, ο Γοργοπόταμος, ο Αρης. Το ΕΑΜ, όπως το τραγούδησε ο Βασίλης Ρώτας («ΕΑΜ»), ο Απόστολος Σπήλιος («Το παραμύθι του ΕΑΜ»). Ποιος δεν τραγούδησε ή δεν τραγουδά ακόμα το «Βροντάει ο Ολυμπος» του Νίκου Καρβούνη; Ή το «Εμπρός ΕΛΑΣ» και τα «Νιάτα» -τον ύμνο του ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ αντίστοιχα- που έγραψε η Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη;
Οι μαυραγορίτες, οι προδότες και οι συνεργάτες των καταχτητών, η ποταπή δράση τους αλλά και η τιμωρία τους. Μα και όσοι κοιτούσαν αδιάφορα παίζοντας σκάκι και χαρτιά το ελληνικό δράμα, όπως μας τους παρουσιάζει ο Αγγελος Τερζάκης και η Γαλάτεια Καζαντζάκη. Ολοι έχουν τη θέση τους στα ποιήματα και τα πεζογραφήματα…
Οι ήρωες, οι 10 της Καλλιθέας, οι 200 της Πρωτομαγιάς, οι εκτελέσεις, οι φυλακές, τα κρατητήρια, οι κλούβες, τα μπλόκα. Αμέτρητα γεγονότα όπως τα γνώρισαν ο Φώτος Γιοφύλλης, ο Αγγελος Δόξας, ο Μενέλαος Λουντέμης, ο Ασημάκης Πανσέληνος, ο Ζήσης Σκάρος, ο Σωτήρης Σκίπης.
Το Δίστομο, τα Καλάβρυτα, η απελευθέρωση, τα Δεκεμβριανά…
«Η πραγματικότητα είναι τόσο πλούσια, που μόνο μπροστά της φαίνεται πόσο φτωχός είναι ο ανθρώπινος λόγος να την εκφράσει. Βάζει τη σφραγίδα της κι από κει και πέρα αφήνει στη φαντασία το χρέος να τη συμπληρώσει».
Αμέτρητα τα γεγονότα, αμέτρητοι και όσοι κατάφεραν να τα σώσουν από τη λησμονιά αλλά και τον άνανδρο πόλεμο των νικητών μετά το δεύτερο αντάρτικο: Λιλίκα Νάκου, Τάκης Αδάμος, Στέργιος Βαγιούλης, Μανόλης Αναγνωστάκης, Γρηγόρης Θεοχάρης, Θέμος Κορνάρος, Κώστας Κουλουφάκος, Κλεαρέτη Μαλάμου, Γιάννης Μπενέκος, Μέλπω Αξιώτη…
Αθάνατοι όμως και όσοι δεν πρόλαβαν να ζήσουν τη λευτεριά που τραγούδησαν: Ο Νίκος Καρβούνης, ο Δημήτρης Γληνός, ο Τέλλος Αγρας, που σκοτώθηκε από αδέσποτη σφαίρα μια μέρα πριν από την αποχώρηση των Γερμανών. Η Ηλέκτρα Αποστόλου, για την οποία έγραψε ο Ασημάκης Πανσέληνος ένα εξαίσιο ποίημα και η Διδώ Σωτηρίου το γνωστό ομώνυμο διήγημα.
Αυτό το σημείωμα δεν έχει σκοπό να παρουσιάσει τη λογοτεχνία των αγώνων. Ούτε τους λογοτέχνες που επέλεξαν να αγωνιστούν στο πλευρό του λαού, με όποιον τρόπο μπορούσαν. Αλλωστε αυτό που μπορεί κανείς να παρατηρήσει ειδικά για την περίοδο που μιλάμε είναι ότι ο ίδιος ο λαός γέννησε και ανέδειξε τους τραγουδιστές του, τους στιχουργούς του, τους ποιητές του, τους πεζογράφους του, τους χρονογράφους του, τους ζωγράφους και τους φωτογράφους του. Πολλοί απ” αυτούς παραμένουν στην αφάνεια ακόμη και σήμερα. Κανείς δεν μπορεί ή δεν θέλει να τους αναζητήσει. Ακόμα και ο πιο καλόπιστος ερευνητής δυσκολεύεται να απαριθμήσει -πόσο μάλλον να παρουσιάσει όπως τους αξίζει- αυτούς που «έντυσαν» καλλιτεχνικά την πιο ηρωική και πιο φωτεινή δεκαετία της ελληνικής ιστορίας. Γιατί σ” ένα μεγάλο βαθμό ο ίδιος ο λαός, εκτός από αγωνιστής, ήταν και ο τροβαδούρος του αγώνα του…

ΥΓ.: Ο τίτλος είναι δανεισμένος από την ομώνυμη συλλογή διηγημάτων του Μπάμπη Κλάρα.

Βιβλιογραφία

Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας (1940-1944), Τάσος Βουρνάς, εκδόσεις Αδελφών Τολίδη
Ανθολογία Ελληνικής Αντιστασιακής Λογοτεχνίας 1941-1944, Τόμος Ι Πεζά, Ελλη Αλεξίου, κοινή έκδοση Ηριδανός – Γερμανική Ακαδημία Επιστημών
Ανθολογία Ελληνικής Αντιστασιακής Λογοτεχνίας 1941-1944, Τόμος ΙΙ Ποίηση, Ελλη Αλεξίου, κοινή έκδοση Ηριδανός – Γερμανική Ακαδημία Επιστημών
Ελληνική Αντιστασιακή Λογοτεχνία (Το μυθιστόρημα), εκδόσεις Σμυρνιώτη
Οι ρίζες του ποταμού, Ζήσης Σκάρος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή
Οι κλούβες, Ζήσης Σκάρος, εκδόσεις Δωρικός
Κρίσιμη Καμπή, Ζήσης Σκάρος, εκδόσεις Δωρικός
Οι νεκροί περιμένουν, Διδώ Σωτηρίου, εκδόσεις Κέδρος
Θητεία (αγωνιστικά κείμενα 1940-1950), Δημήτρης Χατζής, εκδόσεις Κείμενα
Φωτιά, Δημήτρης Χατζής, εκδόσεις Κείμενα
Κόκκινη Κλωστή δεμένη, Ζωρζ Σαρρή, εκδόσεις Πατάκη
Που “ναι η μάνα σου μωρή, Δήμητρα Σωτήρη Πέτρουλα, εκδόσεις Κέδρος
Το παραμύθι ενός λαού που δεν ήταν παραμύθι, Μπάμπης Κλάρας, εκδόσεις Δωρικός
Της νιότης και της λευτεριάς, ποιήματα, Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, εκδόσεις Θεμέλιο
Αυτός ήταν ο Δεκέμβρης – Η ένοπλη απάντηση του λαού στην αγγλική κατοχή, όπου περιλαμβάνονται τα κείμενα: Μεγάλος Δεκέμβρης (Μενέλαος Λουντέμης), Απάντηση σε πέντε ερωτήματα (Μέλπω Αξιώτη), Τριάντα τρεις μέρες («Ελεύθερη Ελλάδα»), εκδόσεις Φιλίστωρ
Απαντα, τόμος Γ” Χρονικά, Μέλπω Αξιώτη, εκδόσεις Κέδρος

φ.528, 02/07/05

Αναζήτηση
Κατηγορίες
Βιβλιοπωλείο-Καφέ

Γραβιάς 10-12 - Εξάρχεια
Τηλ. 210-3303348
E-mail: ett.books@yahoo.com
Site: ektostonteixon.gr