Η Τουρκία βρίσκεται μπροστά σε μια νέα πολιτική κρίση. Ο πρωθυπουργός της Νταβούτογλου αναγκάστηκε σε παραίτηση στις 5 του Μάη, αφού είχε προηγηθεί συνάντηση με τον Ερντογάν την προηγούμενη μέρα. Η συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του κυβερνώντος κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP), επικυρώνει αυτή την εξέλιξη. Αυτά συμβαίνουν λίγες ώρες μετά το «πράσινο φως» που έδινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην απελευθέρωση της βίζας για τους Τούρκους. Ήδη το AKP κινείται προς έκτακτο Συνέδριο, στις 22 του Μάη, για την προεδρία του κόμματος, άρα και για τη θέση του πρωθυπουργού. Σε ότι αφορά τους συσχετισμούς στο AKP, δείχνουν να διαμορφώνονται πλέον συντριπτικά υπέρ του Ερντογάν, αφού οι καρατομημένοι, σε διάφορες φάσεις και με διάφορες αφορμές, Γκιουλ, Αρίντς, και τώρα Νταβούτογλου, δεν μπορούν να επηρεάσουν άμεσα καταστάσεις. Ήταν η βασική ομάδα που πριν από 14 χρόνια ξεκίνησαν με τον Ερντογάν να «εκσυγχρονίσουν» μαζί την Τουρκία.
Η απομάκρυνση Νταβούτογλου μόνο ως «κεραυνός εν αιθρία» δεν θα πρέπει να θεωρηθεί. Σύμφωνα με πολιτικούς αναλυτές, οι σχέσεις των δύο ανδρών δεν ήταν ποτέ αρμονικές. Πλην όμως, οι όποιες αποκλίσεις θεωρούνταν ότι αφορούσαν περισσότερο την πολιτική ιδιοσυγκρασία του καθενός, παρά ουσιαστικές πολιτικές διαφωνίες. Από ότι φαίνεται, οι δεύτερες – ιδιαίτερα από την άνοδο Νταβούτογλου στην πρωθυπουργία – αποτελούν και τη βασική αιτία που οδήγησαν την, κατά τεκμήριο, στενή πολιτική σχέση στο οριακό σημείο της ρήξης.
Το γαϊτανάκι των διαφωνιών των δύο ανδρών ξεκινά πριν ένα χρόνο περίπου και μπορούμε να πούμε ότι από τότε το ποτήρι ήταν σχεδόν γεμάτο. Η σταγόνα που το ξεχείλισε ήταν δημοσιεύματα και κινήσεις παλιών υποστηρικτών του Ερντογάν πέραν του Ατλαντικού, που απαξίωναν τον ίδιο και έδειχναν ότι πρόκριναν ως τον επόμενο αξιόπιστο συνομιλητή τους τον Νταβούτογλου.
Η πρώτη σοβαρή διαφωνία αφορά τη «Κοινή Διακήρυξη του Ντολμάμπαχτσε», στις 28 Φεβρουαρίου 2015, που υπέγραψε η κυβέρνηση Νταβούτογλου με αντιπροσωπία Κούρδων βουλευτών του Κόμματος της Δημοκρατίας των Λαών (HDP). Στην ανακοίνωση δηλωνόταν η πρόθεση της τουρκικής κυβέρνησης να παραχωρήσει δικαιώματα στους Κούρδους και να κινηθεί προς την κατεύθυνση της πολιτικής λύσης του Κουρδικού. Λίγο αργότερα, στις 20 Μαρτίου, ο Ερντογάν δήλωνε στα τουρκικά ΜΜΕ ότι στην ουσία δεν αναγνωρίζει την Κοινή Διακήρυξη, πυροδοτώντας ταυτόχρονα την αναζωπύρωση του πολέμου στο Τουρκικό Κουρδιστάν.
Για το ίδιο ζήτημα δημιουργήθηκε σοβαρό πρόβλημα με την άρνηση Νταβούτογλου να επιβάλει την άρση ασυλίας των Κούρδων βουλευτών του ΗDP, την ώρα που ο Ερντογάν την προανήγγειλε δημοσίως. Στη συνέχεια και μετά τις εκλογές της 7ης Ιουνίου 2015, προέκυψε το ζήτημα σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας. Ο Νταβούτογλου ήταν υπέρ, ο Ερντογάν κατά, γιατί αυτό θα απομάκρυνε τον στόχο της ψήφισης συντάγματος, που θα επέτρεπε τη μετεξέλιξη του πολιτεύματος σε προεδρική δημοκρατία.
Σε όλο αυτό το διάστημα της πρωθυπουργίας Νταβούτογλου, ανακύπτουν πολλές διαφωνίες με τον Ερντογάν, όπως το νομοσχέδιο περί διαφάνειας και «πόθεν έσχες» πολιτικών, δημάρχων και αξιωματούχων του κράτους που κατέθεσε ο Νταβούτογλου, αλλά αντέδρασε ο Ερντογάν και το νομοσχέδιο αποσύρθηκε. Ο Νταβούτογλου μιλούσε επίσης ανοιχτά υπέρ της στήριξης εκατοντάδων ακαδημαϊκών, οι οποίοι συνελήφθησαν υπό τον «αντιτρομοκρατικό νόμο» επειδή συνέταξαν μια δημόσια επιστολή που ασκούσε κριτική στις πολιτικές του Ερντογάν στο κουρδικό. Το κερασάκι στην τούρτα φαίνεται πως ήταν η πρωταγωνιστική κίνηση Νταβούτογλου να διαπραγματευτεί μια συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση για το προσφυγικό και την ελεύθερη μετακίνηση των Τούρκων στη ζώνη Σένγκεν. Και σε αυτή τη περίπτωση η ΕΕ ήταν σαφώς πιο πρόθυμη να συνεργαστεί με τον Νταβούτογλου παρά με τον Ερντογάν. Σταδιακά, λοιπόν, ο Νταβούτογλου, και ιδιαίτερα ως πρωθυπουργός, γίνεται ένα αξιόπιστο αντίβαρο στη πολιτική Ερντογάν, για τους δυτικούς.
Η βασική συμβολή του Νταβούτογλου στο «καθεστώς Ερντογάν» αφορά τη διαμόρφωση μιας επιθετικής εξωτερικής πολιτικής. Ήταν ένα σχήμα του οποίου η εφαρμογή στην πράξη απέτυχε με τρόπο κραυγαλέο και έμπλεξε την Τουρκία σε περιπέτειες. Η βασική του ιδέα ήταν να αποκαταστήσει την ισορροπία στις εξωτερικές σχέσεις της Τουρκίας, από την εστίαση και την εξάρτηση από τη Δύση, με άνοιγμα προς τις πρώην οθωμανικές κτήσεις της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή, τον Καύκασο και τα Βαλκάνια. Αυτή η βασική ιδέα, απ’ ότι φαίνεται, «διασκευάστηκε» από τον Ερντογάν ο οποίος ριζοσπαστικοποιείται ολοένα και περισσότερο κατά των «δυτικών αξιών» και στόχων. Οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στη Συρία αποτελούν τον καταλύτη για τη διολίσθηση του Ερντογάν σε φανερές και κρυφές «συμμαχίες»(Σ. Αραβία, Κατάρ, ISIS), που βάζουν σοβαρό πρόβλημα στους σχεδιασμούς των δυτικών ιμπεριαλιστών και βασικά των ΗΠΑ. Η πρόσφατη δήλωση του Ερντογάν, «Θα ακολουθήσουμε τον δικό μας δρόμο και εσείς τον δικό σας», απαντώντας στους Ευρωπαίους για αλλαγή της «αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας», προϊδεάζει για μια σκληρή συνέχεια. Η διεκδίκηση αυξημένου ρόλου περιφερειακής δύναμης αλλά και οι ιδιαίτερες φιλοδοξίες του σε αυτή τη κατεύθυνση, είναι η βασική αιτία της κόντρας με τη Δύση. Πάντως η Τουρκία, για πρώτη φορά μετά το 1950, από τότε που πέρασε στην επιρροή της Ουάσινγκτον, έχει έναν ηγέτη που δεν απολαμβάνει της εμπιστοσύνης των ΗΠΑ. Και αυτό είναι ίσως το σοβαρότερο ζήτημα, γιατί από τον παράγοντα αυτόν θα κριθεί η τύχη του Ερντογάν το επόμενο διάστημα. Σε κάθε περίπτωση η πολιτική κρίση στην Τουρκία έρχεται σε μια στιγμή που η Τουρκία αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα και έχει ανοιχτά μέτωπα και από πολλές πλευρές.
Ωστόσο, χρειάζεται μια εξήγηση, τόσο για την αυξανόμενη επιθετικότητα της Τουρκίας εναντίον γειτόνων της, όσο και για τη δυνατότητα του Ερντογάν να συμπεριφέρεται δικτατορικά στο εσωτερικό, αψηφώντας ακόμα και την ίδια την ηγετική ομάδα του κόμματός του. Η λιγότερο εντυπωσιακή απάντηση είναι και η προφανής. Σε επίπεδο διεθνών σχέσεων, η Τουρκία γνωρίζει ότι η Δύση την έχει μεγάλη ανάγκη. Στο εσωτερικό επίπεδο, εκτός από τη στήριξη σημαντικών μερίδων της αστικής τάξης μέχρι σήμερα, μπορεί να επικαλεστεί ένα τεράστιο εκλογικό ποσοστό στήριξης. Αυτά τα δεδομένα αποτελούν ισχυρό όπλο του Ερντογάν αλλά ταυτόχρονα και την «αχίλλειο πτέρνα» του, εάν και όταν ξεπεράσει κάποια όρια.
Η σημερινή κατάσταση φαίνεται να έχει όριο τις 22 του Μάη, όταν και αναμένεται να ξεκαθαρίσει η εικόνα όχι μόνο σε επίπεδο προσώπων αλλά και για το πώς σκέφτεται ο Ερντογάν να οδηγήσει τα πράγματα, στη προσπάθειά του να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο όχι μόνο της εκτελεστικής εξουσίας αλλά και της νομοθετικής. Σίγουρα παίζει το σενάριο των πρόωρων εκλογών. Στόχος του Ερντογάν να αφήσει εκτός Βουλής όχι μόνο τους Κούρδους του HDP αλλά και τους εθνικιστές του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (MHP), οι οποίοι οδεύουν στο συνέδριό τους αρκετά διχασμένοι. Από την άλλη, η δυναμική των κεμαλιστών του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (CHP), ακόμα και με βάση τις πιο ευοίωνες προβλέψεις, δεν μπορούν να ξεπεράσουν το 30%. Κατά συνέπεια, διαμορφώνεται μια ευρεία αντίληψη στη Τουρκία ότι οι εκλογές είναι χωρίς νόημα καθώς αυτές είναι εντός ελέγχου από τον Ερντογάν.
Όλα αυτά δίνουν τροφή σε διάφορα σενάρια πραξικοπήματος. Από καιρό, πολλά think tank («δεξαμενές σκέψης») σε ΗΠΑ-Ισραήλ αναλύουν τέτοια σενάρια. Τα σενάρια αυτά σήμερα εντείνονται και ιδιαίτερα μετά και την δολοφονική απόπειρα του Ντουντάρ, διευθυντή της εφημερίδας Cumhuriyet, η οποία με πρωτοσέλιδο της μιλά για «πραξικόπημα Ερντογάν», μετά την «καρατόμηση» Νταβούτογλου (Η Cumhuriyet είχε πρόσφατα αποκαλύψει ηχογραφημένες τηλεφωνικές συνομιλίες μεταξύ ηγετικού στελέχους του ISIS και πολλών αξιωματικών του τουρκικού Στρατού και της Αστυνομίας). Μάλιστα, επισημαίνεται πως, αν μια τέτοια εξέλιξη είναι επιλογή κέντρων μέσα και έξω από τη Τουρκία, αυτό θα γίνει σύντομα.
Ωστόσο σε μια τέτοια εξέλιξη ανακύπτουν διάφορα ερωτήματα. Το σημαντικότερο αφορά τη «νομιμοποίησή» του. Και όσο δεδομένο δείχνει κάτι τέτοιο από πλευράς ΗΠΑ και ΕΕ, άλλο τόσο δύσκολο είναι για το εσωτερικό της Τουρκίας. Μπορεί ο Ερντογάν να έχει χάσει ισχυρά στηρίγματα μέσα και έξω από την Τουρκία, αλλά – και αυτό αναγνωρίζεται από πολλές πλευρές – είναι αυτός που εξασφαλίζει ακόμα εντυπωσιακές πλειοψηφίες.
Είναι αρκετά καθαρό ότι ο Ερντογάν επείγεται να περάσει στα χέρια του όλες τις εξουσίες, είτε πετύχει τη συνταγματική αλλαγή που θα κατοχυρώνει ότι τις ασκεί νομότυπα, είτε και χωρίς αυτή, ασκώντας τις με πληρεξουσίους στο κόμμα και την κυβέρνηση. Και μάλλον και ο ίδιος γνωρίζει ότι η «παρτίδα» έχει φτάσει σε ένα σημείο: «ή όλα ή τίποτα». Το ότι οι αντίπαλοί του έχουν αυξηθεί προστιθέμενοι στο πλευρό αυτών που, την εποχή του κεμαλισμού, συγκροτούσαν το «βαθύ κράτος», είναι γεγονός. Από την άλλη ωστόσο πρέπει να διατηρεί σημαντικά ερείσματα στο τουρκικό αστικό κατεστημένο.
Αν δεν καταφέρει να ελέγξει τις πολιτικές εξελίξεις, ακόμα και με μια σειρά παρεκκλίσεων στον «εύπλαστο συνταγματικό κορμό» της Τουρκίας, θα είναι δύσκολο να κρατήσει αυτά τα ερείσματα. Και σε αυτή την περίπτωση, οι πραγματικοί αντίπαλοί του δεν είναι μόνο ο Νταβούτογλου, ο Γκιουλ και ο Γκιουλέν…
Χ.Β