Έχουν πολλαπλασιαστεί το τελευταίο διάστημα οι αναλύσεις που θέλουν τον Ερντογάν και την τούρκικη ηγεσία να συμπεριφέρονται «αψυχολόγητα», «νευρικά», ενώ δεν λείπουν οι εγχώριοι αστοί αναλυτές -ίσως κάνοντας την επιθυμία τους πραγματικότητα- που φτάνουν να μιλούν έως και για αναίρεση της στρατηγικής σχέσης Δύσης-Τουρκίας. Ωστόσο, όχι μόνο οι υψηλών τόνων δηλώσεις των τούρκων αξιωματούχων αλλά και οι ριψοκίνδυνες κινήσεις και σχέσεις που διαμορφώνει η Τουρκία με δυνάμεις όπως η Ρωσία δεν είναι παρά ενταγμένα σε μια οπωσδήποτε σκληρή διαπραγμάτευσή της με τη Δύση και δεν θέτουν στο ορατό μέλλον υπό αμφισβήτηση αυτή τη στρατηγική σχέση εξάρτησής της από τη Δύση.
Ιδιαίτερη και βαρύνουσα σημασία έχουν οι σχέσεις της Τουρκίας με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Σχέσεις που, όπως ομολογεί μια πρόσφατη Έκθεση του Αμερικανικού Κογκρέσου, έχουν «περίπλοκο ιστορικό» και με την «εναρμόνιση των προτεραιοτήτων (σ.δ. των δύο χωρών) να είναι δύσκολη… ενώ μερικές φορές μπορεί και να αποκλίνουν με βάση τις αντιθέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας στη γεωγραφία, τις αντιλήψεις απειλών και τους περιφερειακούς ρόλους». Σχέση όμως ισχυρή, αφού από τη μια μεριά βασίζεται στην υψηλή γεωστρατηγική και πολιτικοστρατιωτική εξάρτηση της Τουρκίας από τις ΗΠΑ και από την άλλη στην κρίσιμη γεωστρατηγική θέση της Τουρκίας ως ανάχωμα στη Ρωσία και ευρύτερα εξαιτίας της γειτνίασής της με κρίσιμα πεδία ανταγωνισμού.
Δευτερεύουσα στη σημερινή φάση, αλλά μπορεί να αποδειχθεί εξίσου κρίσιμη σε ορισμένες στροφές των εξελίξεων, είναι η πλευρά της οικονομικής αλλά και πολιτικής εξάρτησης της Τουρκίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σχέση όχι μόνο συμπληρωματική αλλά και ανταγωνιστική με τη σχέση της Τουρκίας με τις ΗΠΑ. Είναι καταρχάς γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι σε μεγάλο βαθμό η καπιταλιστική ανάπτυξη των δύο τελευταίων δεκαετιών στην Τουρκία βασίστηκε στη διείσδυση του δυτικοευρωπαϊκού κεφαλαίου (μεγάλη η παρουσία του γερμανικού) που κατέχει έτσι ισχυρές θέσεις στη βιομηχανία των δυτικών παραλίων, της Πόλης και της Άγκυρας, ενώ σημαντική είναι και η δανειακή εξάρτηση της χώρας από τη Δύση συνολικά.
Μπορεί η ΕΕ να μην επιδιώκει παρά μια ειδική σχέση με την Τουρκία και όχι την ένταξή της, ωστόσο κάθε άλλο παρά αμελητέα για την ίδια μπορεί να θεωρηθεί μια αγορά 80 εκατομμυρίων αλλά και μια χώρα με τέτοια γεωστρατηγική θέση. Όπως επίσης διαχρονικό ρόλο στη σχέση ΕΕ-Τουρκίας παίζει η παρουσία εκατομμυρίων τούρκων μεταναστών στην Ευρώπη (κύρια Γερμανία).
Τι συμβαίνει λοιπόν το τελευταίο διάστημα;
Αυτό που συμβαίνει είναι μια διαπραγμάτευση σκληρή που κάνει για λογαριασμό της τουρκικής αστικής τάξης ο Ερντογάν και το AKP, κύρια προς τις ΗΠΑ για το ρόλο της Τουρκίας στην περιοχή αλλά και τη σχετική θέση της στη σχέση εξάρτησής της από αυτές. Και πάντα με φόντο τις σημαντικές εξελίξεις σε μια περιοχή που με επίκεντρο τη Συρία περιλαμβάνει όλη τη Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική και μέσω της Ανατολικής Μεσογείου φτάνει ως τη βαλκανική χερσόνησο και τη Μαύρη Θάλασσα. Διαπραγμάτευση λοιπόν που αφορά τόσο αυτό που η τούρκικη αστική τάξη αντιλαμβάνεται ως απειλές για τα συμφέροντά της όσο και αυτό που θεωρεί ότι της αναλογεί στη βάση του μεγέθους της και της γεωστρατηγικής της θέσης.
Για τους προσεκτικούς παρατηρητές των σχέσεων ΗΠΑ–Τουρκίας δεν μπορεί να περνά απαρατήρητο το γεγονός πως η τούρκικη αστική τάξη δεν μπορεί να συναινέσει σε κάτι που θεωρεί απειλή στην ακεραιότητα τους κράτους της, δηλαδή στην ύπαρξη κουρδικού κρατικού μορφώματος στα νότια σύνορά της. Επιδιώκει σαν μάξιμουμ στόχο την αναίρεση της τακτικής χρησιμοποίησης των Κούρδων της Συρίας από τις ΗΠΑ και μίνιμουμ τον περιορισμό τους ανατολικά του Ευφράτη, ώστε να καταστούν ακίνδυνοι για το τούρκικο καθεστώς. Η διαπραγμάτευση αφορά σε σημαντικό βαθμό αυτό το ζήτημα.
Για να μην πάμε πιο πίσω στο χρόνο (2003–Ιντσιρλίκ), η Τουρκία από την πρώτη στιγμή της συριακής κρίσης στεκόταν δίπλα στις ΗΠΑ, αν και εξέφραζε τις ανησυχίες της και τις διαφοροποιήσεις της, όπως φυσικά και τις ιδιαίτερες επιδιώξεις της (στην εκδήλωση των οποίων βοηθούσε και η αμφίσημη στάση τής τότε διοίκησης Ομπάμα). Μάλιστα ήταν αυτή που αντέδρασε για λογαριασμό της Δύσης στη ρώσικη επέμβαση το φθινόπωρο του 2015 με την κατάρριψη του ρώσικου μαχητικού.
Από την άνοιξη του 2016 όμως και μετά «όλα αλλάζουν»! Η ολοένα και μεγαλύτερη χρησιμοποίηση της αραβοκουρδικής συμμαχίας των SDF (η ραχοκοκαλιά των οποίων είναι η κουρδική πολιτοφυλακή YPG) και το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου με την έμμεση εμπλοκή των ΗΠΑ βρίσκουν απάντηση στην τούρκικη επιχείρηση εισβολής στη βόρεια Συρία με την επωνυμία «Ασπίδα του Ευφράτη» και στις τριμερείς με Ρωσία και Ιράν. Το Μάιο του 2017, και αφού έχουν πραγματοποιήσει τη ρίψη των Τόμαχοκ ενάντια στο συριακό στρατό, σηματοδοτώντας έτσι την κλιμάκωση της επεμβατικής τους πολιτικής στη Συρία, οι ΗΠΑ ανακοινώνουν την άμεση τροφοδοσία των SDF με όπλα και εξοπλισμό. Η Τουρκία την ίδια περίοδο πυκνώνει τις τριμερείς, συμφωνεί στις «ζώνες αποκλιμάκωσης» και ανακοινώνει την αγορά των S-400. Και το πιο πρόσφατο γεγονός, λίγες μέρες μετά την ανακοίνωση των ΗΠΑ πως θα δημιουργήσουν κουρδική συνοριακή πολιτοφυλακή στα ελεγχόμενα από τις ίδιες και τις δυνάμεις των SDF περιοχές, η Τουρκία ξεκινά την εισβολή στο Αφρίν. Μ΄ άλλα λόγια, η Τουρκία θεωρεί πως όχι μόνο διακυβεύεται όλη η στρατηγική της να καταχτήσει ένα σημαντικό ρόλο στη Μέση Ανατολή, αλλά, τουναντίον, έχει τεθεί θέμα ενότητας του κράτους της! Και έτσι κινείται διαπραγματευόμενη και διαπραγματεύεται κινούμενη!
Στο άλλο πεδίο, αυτό της Ανατολικής Μεσογείου, η Τουρκία αισθάνεται ότι «πετιέται» έξω από τους ιμπεριαλιστικούς, κύρια αμερικανικούς, διακανονισμούς για τις ΑΟΖ και τη συνακόλουθη εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων, ενώ και ευρύτερα νιώθει πως επιχειρείται μια γεωπολιτική απομόνωσή της/στρίμωγμά της μέσω των τριμερών/τετραμερών Ισραήλ-Αιγύπτου-Κύπρου–Ελλάδας για να συναινέσει τόσο στους σχεδιασμούς των ΗΠΑ στη Συρία όσο και γενικότερα. Φυσικά, από την πλευρά των ΗΠΑ αυτό το στρίμωγμα δεν έχει παρά τη στόχευση της ευθυγράμμισης της Τουρκίας, όμως αναπόφευκτα δημιουργεί γεωπολιτική «ανασφάλεια» και ερωτήματα στην τούρκικη αστική τάξη για το μέλλον που της επιφυλάσσεται. Οι αναφορές του Ερντογάν στο ότι η Δύση τώρα, όπως και τη δεκαετία του 1920, στήριξε την Ελλάδα εναντίον της Τουρκίας δεν είναι γραφικές αλλά έκφραση φόβων και διατύπωση κόκκινων γραμμών από την πλευρά της.
Δεν είναι άσχετη με τα προηγούμενα η ένταση στην Κύπρο και το Αιγαίο, αν και οφείλουμε να υπογραμμίσουμε πως αυτή (η ένταση) αφορά κύρια υπαρκτές αντιθέσεις και τον αντιδραστικό ανταγωνισμό των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας, πάντα κάτω από το ιμπεριαλιστικό πλαίσιο εξάρτησης και ενδοϊμπεριαλιστικών αντιπαραθέσεων. Ωστόσο, είναι φανερό πως από την πλευρά της Τουρκίας χρησιμοποιείται η αντιπαράθεση με την ελληνική αστική τάξη και σαν τμήμα της διαπραγμάτευσης με τις ΗΠΑ και τη Δύση συνολικά. Αντίστοιχα μπορούμε να πούμε πως εκδηλώνεται η δυσφορία της Τουρκίας για τα τεκταινόμενα στα Βαλκάνια στα οποία όλο το προηγούμενο διάστημα είχε κατορθώσει να δημιουργήσει (με τη συγκατάθεση, αν όχι στήριξη των ΗΠΑ) σχέσεις με μια σειρά χώρες (Αλβανία, ΠΓΔΜ, Βοσνία-Ερζεγοβίνη), χρησιμοποιώντας την κοινή θρησκευτική συνείδηση. Έτσι θεωρεί πως η προώθηση από τις ΗΠΑ ενός συμβιβασμού ΠΓΔΜ–Ελλάδας με άμεσο στόχο την είσοδο της πρώτης στο ΝΑΤΟ και ευρύτερο το σφράγισμα των Βαλκανίων από τη ρώσικη επιρροή όχι μόνο γίνεται ερήμην της αλλά προσφέρει και πόντους στην ανταγωνίστρια ελληνική αστική τάξη.
Σε δεύτερο, όπως γράψαμε και προηγουμένως, πλάνο υπάρχει και η σχέση ΕΕ-Τουρκίας, η οποία και αυτή βρίσκεται σε μια φάση αναταράξεων και αναζήτησης νέων ισορροπιών. Έτσι, από τη φάση της «ομολογίας» πως οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές δεν επιθυμούν την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ έχουμε περάσει στο «χώνεμα» αυτού του δεδομένου από την τούρκικη αστική τάξη και προχωρούμε στην αναζήτηση των χαρακτηριστικών της ειδικής σχέσης ΕΕ- Τουρκίας. Τελευταία έχει προστεθεί στο παζλ η τραγωδία των προσφύγων, με την Τουρκία να χρησιμοποιεί τη θέση της για την απόσπαση ανταλλαγμάτων -όχι μόνο οικονομικών- από την ΕΕ.
Η πρόσφατη σύνοδος στη Βάρνα, παρά τα πενιχρά της αποτελέσματα, πιστοποίησε και το πόση ανάγκη έχει η Τουρκία την ΕΕ αλλά και πόση ανάγκη έχει η ΕΕ να έχει ρόλο και επιρροή στη γειτονική χώρα. Πιστοποίησε φυσικά και τη δύσκολη φάση που διέρχεται αυτή η σχέση, γεγονός που περιπλέκει περισσότερο την εξέλιξη των σχέσεων Τουρκίας-Δύσης, χωρίς όμως και αυτό το γεγονός να αμφισβητεί τη στρατηγική διάσταση των σχέσεων αυτών.