Όλο και πιο καθαρά φαίνεται στον ορίζοντα πως η Τουρκία έχει για τα καλά εισέλθει σε μια περίοδο σοβαρών εσωτερικών πολιτικών και κοινωνικών ανακατατάξεων, που συνδυάζονται με την εμφάνιση έντονων κρισιακών οικονομικών φαινομένων και αλληλοτροφοδοτούνται από μια έντονη ρευστότητα στην εξωτερική της πολιτική. Και το πιο κρίσιμο, έχουν θέσει σε αναδιαμόρφωση τις σχέσεις της άρχουσας τάξης της με όλους ανεξαιρέτως τους ιμπεριαλιστές. Όλα αυτά με την Τουρκία να… εξακολουθεί να βρίσκεται σε μια σημαντική γεωστρατηγική θέση μιας σπουδαίας γεωστρατηγικά περιοχής, η οποία ήδη φλέγεται και σπαράσσεται εξαιτίας ακριβώς της όξυνσης των αντιθέσεων και των ανταγωνισμών των Αμερικάνων, Ρώσων και Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών.
Στο εσωτερικό της γειτονικής χώρας εξακολουθεί να βαραίνει πολύ το αποτυχημένο πραξικόπημα και οι εκτεταμένες διώξεις που το ακολούθησαν σε όλο το πλάτος και βάθος των κρατικών μηχανισμών. Στις 30 Ιανουαρίου, ξεκινούσε στη Σμύρνη η «μεγάλη δίκη» 270 ατόμων, στην πλειονότητά τους ανώτερων και ανώτατων αξιωματικών, ενώ θα δικαστεί «ερήμην» και ο φερόμενος από την τούρκικη ηγεσία ως «εγκέφαλος» του πραξικοπήματος, Φετουλάχ Γκιουλέν, που τα τελευταία 18 χρόνια ζει στις ΗΠΑ. Επίσης, στις συνεχιζόμενες δολοφονικές στρατιωτικές επιχειρήσεις του τούρκικου στρατού ενάντια στο κουρδικό κίνημα, προστέθηκαν τους προηγούμενους μήνες και οι κλιμακούμενοι φασιστικοί περιορισμοί της δράσης του HDP, που βλέπει ένα-ένα τα στελέχη του και τους βουλευτές του να οδεύουν στη φυλακή. Ενώ σε άμεση συνάρτηση με τους τακτικούς αναπροσανατολισμούς της τούρκικης εξωτερικής πολιτικής στη Συρία, ο Ερντογάν έχει εκ των πραγμάτων (και εκ των… βομβών) να αντιμετωπίσει και τους μέχρι πρότινος προστατευόμενούς του, τους εξτρεμιστές του ISIS και την επιρροή τους στην τούρκικη κοινωνία, στο κράτος, ίσως και στο ίδιο του το κόμμα…
Μέσα σ’ αυτή τη κατάσταση, με πρωτοβουλία του AKP και του Ερντογάν και σε συνεργασία με τους ακροδεξιούς εθνικιστές του MHP, άνοιξε και το ζήτημα της αναθεώρησης του συντάγματος. Έτσι, η Τουρκία οδεύει προς το δημοψήφισμα του Απριλίου, με κεντρικό στοιχείο της υπό έγκριση συνταγματικής αναθεώρησης την προεδροποίηση του πολιτειακού συστήματος. Προεδροποίηση που έχει ως απώτερο σκοπό όχι μόνο τη διαιώνιση της κυριαρχίας του AKP και προσωπικά του Ερντογάν στην πολιτική σκηνή της Τουρκίας αλλά ένα ακόμη ισχυρό χτύπημα στο κεμαλικό παρελθόν και τη δημιουργία ενός νέου πλαισίου για την πολιτική ελίτ της γειτονικής χώρας. Με την κίνηση αυτή εκτός των άλλων, «άδειασε» τους κεμαλιστές του CHP -που διαφωνούν κάθετα με αυτή την πολιτειακή αλλαγή- τερματίζοντας έτσι την τακτική συμμαχία που είχε συνάψει με αυτούς μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα και οξύνοντας παραπέρα τις αντιθέσεις στο πολιτικό προσωπικό της χώρας.
Εκ παραλλήλου και σε διασύνδεση με την πολιτική κρίση, η γειτονική χώρα αντιμετωπίζει από την αρχή της χρονιάς την καταβύθιση κατά 8% της τούρκικης λίρας, που υποβαθμίζεται συνεχώς έναντι του αμερικανικού δολαρίου. Το τραπεζικό της σύστημα δέχεται ισχυρές πιέσεις, κινούμενο σε ένα «αβέβαιο και απρόβλεπτο περιβάλλον», όπως επισημαίνουν μια σειρά παρατηρητές των εξελίξεων στην Τουρκία, και με τον περιβόητο «οίκο αξιολόγησης» Fitch να υποβαθμίζει το κρατικό αξιόχρεο της στην κατηγορία «σκουπίδια». Ενώ για πρώτη φορά μετά από εφτά χρόνια, στο Γ’ τρίμηνο του 2016 καταγράφηκε συρρίκνωση της οικονομίας της κατά 1,8%. Όλα αυτά μεταφράζονται σε εκτίναξη της ακρίβειας, που πια επηρεάζει και συμπιέζει και τα μεσαία στρώματα που είχαν αναπτυχθεί τις προηγούμενες δύο δεκαετίες.
Τα προηγούμενα αλληλοτροφοδοτούνται από την έντονη ρευστότητα που χαρακτηρίζει μια σειρά τακτικές επιλογές της τούρκικης ηγεσίας στην εξωτερική της πολιτική, που το προηγούμενο διάστημα έβλεπε όλο και πιο καχύποπτα και με όλο και με μεγαλύτερη ανησυχία τις κινήσεις των ιμπεριαλιστών με τις οποίες έχουν, εδώ και δεκαετίες, διαμορφωθεί σχέσεις εξάρτησης. Έτσι είναι φανερή –τουλάχιστον σε μας- πως η αιτία της τακτικής προσέγγισης με τη Ρωσία το τελευταίο διάστημα και όσον αφορά το συριακό, απηχεί τη σοβαρή αντίθεση της τούρκικης ηγεσίας στη χρησιμοποίηση των Κούρδων της Συρίας από τις ΗΠΑ. Ή ότι οι αναθεωρητικές αναφορές της στη Συνθήκη της Λοζάνης αποτελούν ταυτόχρονη εκδήλωση των επεκτατικών φιλοδοξιών (που κάθε αστική τάξη έχει) και των φόβων της για το τι της επιφυλάσσουν οι ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί και πιο πολύ αυτοί των ΗΠΑ. Φυσικά, στο «κάδρο» που αφορά την πολιτική της σε όλη την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, «φωτίζονται» με έναν ιδιαίτερα ανησυχητικό τρόπο οι αντιθέσεις της και ο ανταγωνισμός της με την ελληνική αστική τάξη (πάντα μέσα στο πλαίσιο που δημιουργεί η ιμπεριαλιστική εξάρτηση αλλά και οι ανταγωνισμοί των ιμπεριαλιστών), όπως και η επίμονη προσπάθεια ιμπεριαλιστικής «διευθέτησης» του κυπριακού, διαδικασία που την αφορά καίρια και άμεσα. Μένει να δούμε πως θα «μεταφραστεί» η έκφραση «στρατηγικός εταίρος» που χρησιμοποίησε ο Τραμπ στην τηλεφωνική του συνομιλία με τον Ερντογάν, μιας και παρόμοιες εκφράσεις δεν έχουν λείψει όλα τα προηγούμενα χρόνια από τα χείλη της αμερικανικής ηγεσίας, χωρίς ωστόσο να αποτρέψουν τη ψύχρανση των σχέσεων των δύο πλευρών εξαιτίας μιας σειράς επιλογών.
Ταυτόχρονα, τόσο η επίσκεψη της βρετανίδας πρωθυπουργού Τερέζα Μέι όσο και της γερμανίδας καγκελαρίου Μέρκελ αναδεικνύουν τα μεγάλα ανοιχτά ζητήματα που υπάρχουν στις σχέσεις της Τουρκίας με τους Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές. Όσον αφορά την πρώτη, είναι φανερή η προσπάθεια της Βρετανίας, ενώ ξεκινά την –μακρόσυρτη και σε «αχαρτογράφητα νερά», όπως λέγεται- διαδικασία του Brexit, να ρίξει μια από τις άγκυρες της ιμπεριαλιστικής της νέας πορείας στην… Άγκυρα. Και της τούρκικης ηγεσίας να αναβαθμίσει τις οικονομικές της (και όχι μόνο- γι’ αυτό και η παραγγελία αεροσκαφών από τη Βρετανία) σχέσεις με το Λονδίνο και να χρησιμοποιήσει αυτή τη σχέση για να πιέσει εμμέσως πλην σαφώς την ΕΕ. Όσον αφορά τη δεύτερη επίσκεψη, πολύ λόγος γίνεται για τις «άκομψες» αναφορές της Μέρκελ στην «ισλαμική τρομοκρατία» και την «ανάγκη σεβασμού της ελευθερίας και της διάκρισης των εξουσιών», που εξόργισαν τον Ερντογάν, ο οποίος απάντησε αμέσως. Πίσω από αυτό το δημόσιο επεισόδιο δεν κρύβεται παρά η εναγώνια πρόθεση της Γερμανίας να έχει ρόλο στις εξελίξεις στην Τουρκία (έχοντας επίγνωση του στρατιωτικού της «νανισμού») αλλά και η ανάγκη της να «απαντήσει» στους συνεχείς εκβιασμούς της τουρκικής ηγεσίας, πως θα τινάξει στον αέρα την αντιπροσφυγική συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, εάν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματά της σχετικά με τη βίζα. Από την άλλη, ο Ερντογάν και η τούρκικη ηγεσία, ουσιαστικά, εδώ και καιρό έχουν θέσει στο τραπέζι το είδος των ανταλλαγμάτων που πρέπει να προσφερθούν στην τούρκικη αστική τάξη από την πλευρά της ΕΕ, ώστε αυτή να αποδεχθεί το κοινό μυστικό μιας συνεχώς ανολοκλήρωτης ενταξιακής πορείας, να αποδεχθεί εν τέλει την «ειδική σχέση» που η ΕΕ θέλει να έχει με την Τουρκία.