Σε δύο πράγματα είχαν σίγουρα λάθος αρκετοί αναλυτές , όσον αφορά την προκήρυξη από τον Ερντογάν των προεδρικών και βουλευτικών εκλογών της 24ης Ιουνίου, εκλογών που στην βάση του περσινού οριακού «ΝΑΙ» του δημοψηφίσματος, θα γίνουν για τελευταία φορά υπό το σύστημα της προεδρικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Το πρώτο αφορά το γεγονός ότι η αιτιολόγηση που επιχείρησε να κάνει ο αντιπρόεδρος της τούρκικης κυβέρνησης, Μπεκίρι Μποζντάγ, ότι δηλαδή «η προκήρυξη πρόωρων εκλογών ματαιώνει τα σχέδια εκείνων που έκαναν βρώμικους υπολογισμούς σε βάρος της Τουρκίας» ήταν απλά ένα αφήγημα για εσωτερική κατανάλωση και απηχούσε απλά και μόνο μικροπολιτικές σκοπιμότητες (που σίγουρα υπήρχαν πίσω από την κίνηση). Το δεύτερο, σε πλήρη «επικοινωνία» με το πρώτο, ότι ο Ερντογάν επείγεται να γίνει «σουλτάνος», άρα σαν απόλυτος κυρίαρχος σήμερα θέλει να επικυρώσει με ένα περίπατο αυτή του την υπεροχή.
Φυσικά και ο Ερντογάν μέτρησε το timing, θέλοντας να εκμεταλλευτεί την αναζωπύρωση του εθνικισμού στο εσωτερικό της Τουρκίας και τις επιτυχίες στο Αφρίν, πριν πιάσουν τα όριά τους ή και του γυρίσουν μπούμερανγκ. Κατά τη γνώμη μας, όμως, οι εξελίξεις στην Τουρκία δεν είναι ούτε τόσο απλές ούτε έχουν μονοσήμαντες ερμηνείες.
Πριν ακόμη από το πραξικόπημα, η Τουρκία βρισκόταν σε μια φάση σοβαρών ανακατατάξεων. Η σχετική ενδυνάμωση του Ερντογάν, μετά και από το αποτυχημένο πραξικόπημα και τα κύματα των διώξεων, δεν αναίρεσε τα ζητήματα που είχαν βγει στην επιφάνεια και που δοκίμαζαν αλλά και προβλημάτιζαν την τούρκικη άρχουσα τάξη και τις διάφορες μερίδες της. Το οριακό υπέρ της πολιτειακής αλλαγής περσινό δημοψήφισμα πιστοποίησε τα παραπάνω με τον ευκρινέστερο τρόπο.
Εμφανίστηκε μια κοινωνία βαθιά διχασμένη, με τον Ερντογάν να έχει απολέσει ή μικρύνει πολύ την κυριαρχία στα μεγάλα αστικά κέντρα και σημειολογικά και στην Πόλη της οποίας είχε αποτελέσει δήμαρχος, ως αποτέλεσμα της στροφής του σε πιο συντηρητικές κοινωνικές θέσεις αλλά και των επιπτώσεων της κρίσης που χτυπούσε την πόρτα της τούρκικης οικονομίας.
Σημαντικό ρόλο έπαιξε η στροφή στο κουρδικό, που είχε ως αποτέλεσμα να διαρρήξει τους σημαντικούς δεσμούς που είχε φτιάξει σε μια προηγούμενη φάση (κατά βάση στην δεκαετία του 2000) με τους κουρδικούς πληθυσμούς της Ανατολίας.
Και όλα αυτά σε μια σύμπλεξη με έναν καθοριστικό παράγοντα: την αποτυχία του δόγματος Νταβούτογλου, που συνδυαζόταν με μια συνεχώς επιδεινούμενη σχέση με τη Δύση. Πρώτα και κύρια με τις ΗΠΑ και σε συνάρτηση με το κουρδικό/ συριακή σύρραξη και σε αναφορά με τις τακτικές συμμαχίες που η ίδια επιχειρεί με τη Ρωσία (και το Ιράν). Αλλά και ευρύτερα τις κινήσεις του AKP (και των μερίδων της άρχουσας τάξης που εκπροσωπεί) με τη Ρωσία (S-400, πυρηνικό εργοστάσιο, Turkish stream στη Βαλκανική). Δευτερευόντως, τις ολοένα και μεγαλύτερες «σκιές» στις οικονομικές και πολιτικές σχέσεις της με Γερμανία, Γαλλία («φιλελληνικές» δηλώσεις Μακρόν, κίνηση με φρεγάτες άσχετα με την κατάληξη), από τις οποίες εξαρτάται ισχυρά η τούρκικη οικονομία και ενώ το «όνειρο» της ένταξης στην ΕΕ σβηνόταν από τα χαρτιά.
Για να γυρίσουμε στη δήλωση του αντιπροέδρου, νομίζουμε, λοιπόν, πως απηχεί και πραγματικούς προβληματισμούς και φόβους του Ερντογάν και του AKP. Ο Ερντογάν επιδίδεται, όπως έχουμε ξαναγράψει, σε μια διαπραγμάτευση με τη Δύση και γνωρίζει πως αυτή πραγματοποιείται και με διάφορους τρόπους. Με τακτικές κινήσεις, εκβιασμούς, χτυπήματα «κάτω από τη μέση».
Θα ήταν απίθανο να θεωρήθηκε πως η πυραυλική επίθεση των ΗΠΑ στη Συρία, που ανάγκασε την τούρκικη ηγεσία σε μια φανερή δήλωση στήριξης/ στοίχισης, ήταν η πρώτη από μια σειρά άλλες κινήσεις που θα τη στρίμωχναν, απαιτώντας ή την υποταγή της ή τον παραμερισμό της; Οπότε να ήθελε το βάπτισμα με την λαϊκή εντολή για να δυσκολέψει τέτοιες πλαγιοκοπήσεις;
Πόσο αθώα ήταν η έκκληση της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης (PACE) προς τον Ερντογάν να αναβάλλει τις διπλές εκλογές της 24ης Ιουνίου, αμφισβητώντας ευθέως τον δημοκρατικό τους χαρακτήρα, μιας και όπως τόνισε σε ανακοίνωσή της, αυτές πραγματοποιούνται σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης και με συνεχιζόμενες στρατιωτικές επιχειρήσεις;
Ή πόσο οικονομικού μόνο χαρακτήρα και πόσο τελικά απροσδόκητη ήταν η κίνηση του αμερικανικού οίκου αξιολόγησης Standard & Poor’s να υποβαθμίσει την πιστοληπτική ικανότητα και να υποβαθμίσει, την Τρίτη 1 Μαΐου, το αξιόχρεο των κρατικών ομολόγων της Τουρκίας, στέλνοντάς τα ακόμη πιο βαθιά στο πεδίο των «σκουπιδιών»;
Διότι, εντάξει, το ότι η ανάπτυξη της τούρκικης οικονομίας βασιζόταν στην αθρόα (και με το αζημίωτο) διείσδυση του δυτικοευρωπαϊκού κεφαλαίου αλλά και των Σαουδαράβων και ότι απείχε πολύ από «αναλύσεις» του συρμού, που την ήθελαν «ισχυρή» έως και οικονομία «μικρο-» ή σκέτα ιμπεριαλιστικής χώρας, οι … ιμπεριαλιστές δεν το έμαθαν προχθές.
Οι πρόσφατες καταγγελίες του ίδιου του Ερντογάν, ότι η Δύση χρησιμοποιεί τα «οικονομικά» ζητήματα για να τον ευθυγραμμίσει, ήταν εκτός τόπου και χρόνου ή μια σωστή εκτίμηση από την οποία απέρρεε η τακτική της πρόωρης προκήρυξης εκλογών, ώστε έτσι να προλάβει (όσο μπορεί να προλάβει) και άλλα και ίσως και πιο μεγάλα χτυπήματα;
Ή, τέλος, τι σημαίνει για τον ίδιο τον Ερντογάν αλλά και για την ίδια την πορεία μέχρι την 24η Ιουνίου, η ανακίνηση, με το που προκηρύχθηκαν οι εκλογές, ενός ζητήματος που κρατάει τέσσερα χρόνια, όσον αφορά τη γνησιότητα ή μη του πτυχίου που κατέχει (για να είναι κανείς υποψήφιος στην Τουρκία, πρέπει να έχει πτυχίο);
Τα προηγούμενα ακυρώνουν φυσικά και την εκτίμηση για έναν «περίπατο» του Ερντογάν ως την κατάχτηση του προεδρικού αξιώματος, με τις υπερεξουσίες που το περιβάλλει το τροποποιημένο Σύνταγμα.
Καταρχήν και πριν δούμε λίγο πιο αναλυτικά το πολιτικό περιβάλλον όπως διαμορφώνεται στη γειτονική χώρα, να θυμίσουμε πως τη μετεξέλιξη της προεδρικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας (λέμε τώρα!) σε ένα προεδρικό σύστημα την ευνόησαν όλα ανεξαιρέτως τα τούρκικα καθεστωτικά κόμματα, με πρώτους τους κεμαλιστές. Η διαμάχη του AKP με το κεμαλικό CHP αφορά εκτός από ορισμένα επιμέρους σημεία της τωρινής μεταρρύθμισης (για το εύρος των προεδρικών εξουσιών κ.λπ.) το γεγονός πως το AKP ηγείται αυτής της διαδικασίας, διεκδικώντας τη διαμόρφωσή του στον βασικό πυλώνα του τούρκικου πολιτικού συστήματος, θέση που ιστορικά θεωρούν πως ανήκει στους ίδιους.
Από κει και πέρα, οι ίδιες οι εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις δεν δείχνουν «περίπατο» Ερντογάν. Με το ξεκίνημα της προεκλογικής περιόδου, στο τραπέζι έπεσε το όνομα του Αμπντουλάχ Γκιουλ, πρώην προέδρου, συνιδρυτή με τον Ερντογάν του AKP και φερόμενου ως διαφωνούντος με την επιδείνωση των σχέσεων με τις ΗΠΑ αλλά και την αλλαγή της τακτικής έναντι των Κούρδων της Τουρκίας. Μάλιστα, τις προηγούμενες μέρες, καταγγέλθηκε ότι ο αρχηγός του τουρκικού γενικού επιτελείου, στρατηγός Χουλουσί Ακάρ, και ο εκπρόσωπος της τουρκικής προεδρίας, Ιμπραήμ Καλίν, τον επισκέφτηκαν για να τον πείσουν να μη θέσει υποψηφιότητα για το ανώτατο κρατικό αξίωμα. Η αντιπολίτευση έλεγε ότι η επίσκεψη αυτή «ισοδυναμεί με επέμβαση του στρατού στα πολιτικά πράγματα», όπως έγραψε η εφημερίδα Hurriyet. Το ζήτημα της υποψηφιότητας Γκιουλ παραμένει πάντως ανοιχτό μέχρι τώρα.
Επίσης οι δημοσκοπήσεις, ενώ δίνουν την πρώτη θέση στον Ερντογάν, που στηρίζεται από την συμμαχία AKP με το ακροδεξιό MHP, δεν του δίνουν αυτοδυναμία από τον πρώτο γύρο. Παράλληλα, έχουν πυκνώσει οι διεργασίες σε όλο τα φάσμα της αντιπολίτευσης. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, έχει βγει στο φως της δημοσιότητας πως υπάρχει συμφωνία που θα ανακοινωθεί την Πέμπτη 3 Μαΐου μεταξύ της σημερινής αξιωματικής αντιπολίτευσης, δηλαδή του κεμαλικού «Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος» (CHP) με άλλα τρία κόμματα, με το πιο σημαντικό από αυτά να είναι το IYI Parti («Καλό Κόμμα»). Το IYI Parti, στο οποίο ηγείται η ακροδεξιά εθνικίστρια Μεράλ Ακσενέρ και για την οποία η Ουάσιγκτον Ποστ έγραφε το πόσο χαρισματική είναι, προήλθε από διάσπαση του MHP. Μάλιστα το CHP δάνεισε 10 βουλευτές για να μπορεί το IYI Parti να έχει υποψήφιο! Μένει να διευκρινιστεί εάν η συμφωνία αφορά το κατέβασμα κοινού υποψηφίου ή την υποστήριξη όποιου υποψηφίου από τα τέσσερα κόμματα πάρει το μεγαλύτερο ποσοστό στον πρώτο γύρο. Το αξιοσημείωτο είναι πως δημοσκοπήσεις διαφόρων εταιρειών πριμοδοτούσαν το κοινό κατέβασμα κομμάτων της αντιπολίτευσης, προεξοφλώντας μάχη «στήθος με στήθος» με την συμμαχία AKP – MHP. Ενώ και το φιλοκουρδικό HDP φαίνεται πως στον πρώτο γύρο θα πάρει ένα όχι ευκαταφρόνητο ποσοστό ψήφων παρά τις ανηλεείς διώξεις που υφίσταται.
Κλείνοντας, τρία ακόμα ζητήματα. Το ένα είναι «εσωτερικό» : παρά τις διαφοροποιήσεις της αντιπολίτευσης, που και εμείς επιγραμματικά επισημάναμε, είναι γεγονός πως, έως τώρα, καμιά εκδοχή της αντιπολίτευσης δεν έχει παρουσιάσει μια διαφορετική και συνεκτική στρατηγική, ενώ και η συμμαχία της εμπεριέχει τουλάχιστον τις ίδιες δυσκολίες και «ανορθογραφίες» σε σχέση με τη συμμαχία Ερντογάν- Μπαχτσελί, πράγμα που επιτείνει τους προβληματισμούς στους κόλπους της τούρκικης αστικής τάξης. Το δεύτερο αφορά την Ελλάδα: νομίζουμε πως μάλλον δεν συμφέρει προεκλογικά τον Ερντογάν μια παραπέρα όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, χωρίς αυτό να σημαίνει πως οι αντιθέσεις των δύο -εξαρτημένων από τον ιμπεριαλισμό- αστικών τάξεων δεν είναι ενεργές και πάντα παρούσες και επικίνδυνες για τους δύο λαούς. Τρίτο και πιο σημαντικό είναι πως η ανάμειξη φόβων, αδιεξόδων και φιλοδοξιών στις κινήσεις της τούρκικης άρχουσας τάξης σε ένα περιβάλλον που αναταράσσεται από τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, κρύβει πολλούς και απρόβλεπτους κινδύνους , πριν απ’ όλα για τον ίδιο τον τούρκικο λαό και τα έθνη της Τουρκίας.