22 ΙΟΥΛΗ 2017

Τουρκία – ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ: Ένα χρόνο μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα

Ένας χρόνος κλείνει από το αποτυχημένο πραξικόπημα της 20ής Ιουλίου 2016 στην Τουρκία. Ένα πραξικόπημα «πρόωρο» και πρόχειρο στην εκτέλεσή του, όπως με μια δόση δυσαρέσκειας ανέφερε ο τότε αμερικανός ΥΠΕΞ Τζον Κέρι. Ένα πραξικόπημα ωστόσο που, όπως επισημάναμε εκείνες τις μέρες, αντανακλούσε δύο στενά συνδεδεμένες διαδικασίες: την αυξανόμενη αντίθεση τμημάτων της τούρκικης αστικής τάξης για τις ακολουθούμενες πολιτικές και τις κλιμακούμενες δυσαρέσκειες που είχαν δημιουργήσει στους δυτικούς ιμπεριαλιστές και πριν απ’ όλους στις ΗΠΑ οι αποκλίνουσες συμπεριφορές της ηγεσίας της τούρκικης ηγεσίας (Ρωσία, Κουρδικό). Ένα πραξικόπημα που απέτυχε γιατί τελικά δεν έτυχε της στήριξης που ευελπιστούσε τόσο στο εσωτερικό (το κεμαλικό πολιτικό κατεστημένο και μέρος του στρατιωτικού στάθηκε μακριά και ενάντια) όσο και κυρίως από το εξωτερικό (ένα κλείσιμο του ματιού μάλλον δεν έφτανε), γεγονός που με τη σειρά του, εκτός των άλλων, αντανακλούσε και την έλλειψη μιας ριζικά διαφορετικής και σχετικά ολοκληρωμένης πρότασης διεξόδου μπροστά σ΄ αυτά που αντιμετώπιζε η άρχουσα τάξη.

Ένα χρόνο μετά η Τουρκία βρίσκεται σε μια φάση ακόμα πιο έντονων διεργασιών και ανακατατάξεων και αναπροσαρμογών τόσο των εσωτερικών της δεδομένων όσο και των σχέσεων με τους ιμπεριαλιστές, σε συνάρτηση με τα μεγάλα ερωτηματικά που αφορούν τη θέση της και το ρόλο της στην περιοχή.

Από την επίπλαστη ενότητα στον πραγματικό κόσμο των βαθιών αντιθέσεων

Ποιος άραγε θυμάται σήμερα ότι το AKP πρωτοστάτησε, την επομένη του αποτυχημένου πραξικοπήματος, σε μια προσπάθεια «εθνικής συνεννόησης»; Η επίπλαστη ενότητα, ενάντια στα πραξικόπημα, είχε θρυμματιστεί μόλις λίγες εβδομάδες μετά. Οι αιτίες αρκετές. Η εγκαθίδρυση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, στην οποία συναίνεσαν αρχικά οι κεμαλιστές του CHP, έδωσε την ευκαιρία στον Ερντογάν και το AKP για το ξετύλιγμα μιας επιχείρησης μεγάλης κλίμακας ελέγχου των κρατικών μηχανισμών και καταστολής όλων των αντιφρονούντων.

Έτσι, ενώ το κύμα των διώξεων και της καταστολής φάνηκε προς στιγμήν να αφορά κύρια το δίκτυο του Γκιουλέν (Χισμέτ, όπως το λέει ο ιδρυτής του, ή FETO, όπως το ονομάζει ο Ερντογάν) και φυσικά το σύνηθες θύμα, δηλαδή τους Κούρδους (και τις πολιτικές και κοινωνικές οργανώσεις τους), γρήγορα αυτό επεκτεινόταν και έπνιγε ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα της κεμαλικής επιρροής στο κράτος. Έως σήμερα έχουν απολυθεί 150.000 υπάλληλοι είτε του κατεξοχήν κράτους (στρατιωτικοί, αστυνομικοί, δικαστές) είτε του ευρύτερου κρατικού τομέα (δάσκαλοι και καθηγητές πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, πανεπιστημιακοί). Επίσης έχουν κλείσει μια σειρά εκπαιδευτικά ιδρύματα (που άνηκαν στο δίκτυο Γκιουλέν και όχι μόνο) και δεκάδες ΜΜΕ (εφημερίδες, περιοδικά, ειδησεογραφικά πρακτορεία και τηλεοπτικοί σταθμοί) και απολυθεί εκατοντάδες δημοσιογράφοι. Πάνω από 50.000 συνεχίζουν να βρίσκονται στις φυλακές, ενώ οι διώξεις συνεχίζονται.

Παράλληλα, αφορμή αλλά και αιτία του παραπέρα θρυμματισμού της «ενότητας» ήταν η ανακοίνωση και η πραγματοποίηση του δημοψηφίσματος με το ερώτημα της προεδροποίησης του τούρκικου πολιτειακού συστήματος. Έτσι, από τα κόμματα της αντιπολίτευσης έμεινε μόνο το ακροδεξιό MHP, το οποίο επιλέχθηκε από το AKP να αποτελέσει τη σύμμαχο δύναμη σε μια σειρά επιλογές που αφορούν το εσωτερικό της χώρας, αλλά και σαν στήριγμα σε μια σειρά κινήσεις στην περιοχή.

Η οριακή νίκη του AKP στο δημοψήφισμα ήταν κι αυτή έκφραση των σοβαρών αντιθέσεων στη γειτονική χώρα. Από τη μια βρίσκονται σημαντικά τμήματα της άρχουσας τάξης που στηρίζουν την ισλαμοσυντηρητική ηγεσία του AKP και τη συμμαχία της με τους ακροδεξιούς εθνικιστές και φασίστες του MHP. Τμήματα που θεωρούν τη δημιουργία ενός ισχυρού πόλου εξουσίας και αναφοράς όλων των αστικών μερίδων απαραίτητο όρο για να διαβεί με επιτυχία η Τουρκία και η αστική της τάξη αυτή την, γεμάτη κινδύνους αλλά και ευκαιρίες, περίοδο.

Από την άλλη, μερίδες που θεωρούν πως αυτή η αναγκαιότητα (της δημιουργίας ενός ισχυρού κέντρου εξουσίας) πρέπει –για να είναι αποτελεσματική- να αποκαθιστά τις διαταραγμένες σχέσεις με τα ιμπεριαλιστικά κέντρα αλλά και να συνδυαστεί με έναν πιο συναινετικό τρόπο διακυβέρνησης. Το τελευταίο έδωσε τη δυνατότητα μέσα από το ΟΧΙ να εκφραστούν και δυσαρέσκειες των ανερχόμενων αστικών στρωμάτων στα δυτικά παράλια που στήριξαν τις ελπίδες τους στο AKP για μια πιο φιλελεύθερη πολιτικά Τουρκία και οι οποίες διαψεύστηκαν τα τελευταία χρόνια. Αυτό δείχνει η υπερίσχυση του ΟΧΙ στα τρία σημαντικά αστικά κέντρα της Τουρκίας: Άγκυρα, Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη. Η πρόσφατη «πορεία για τη δικαιοσύνη» του αρχηγού του CHP, Κιλιντσάρογλου, που κατέληξε σε μια μεγάλη συγκέντρωση στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης, σηματοδοτεί το γεγονός πως βρισκόμαστε μπροστά σε μια αλλαγή –αν και όχι ακόμη ανατροπή- των ενδοαστικών συσχετισμών.

Σε όσα αναφέρθηκαν για το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος πρέπει οπωσδήποτε να προστεθεί και η δυσαρέσκεια τόσο μεσαίων στρωμάτων όσο και φτωχών λαϊκών στρωμάτων που βίωναν ήδη τα αποτελέσματα του βαθέματος της οικονομικής κρίσης. Και η οποία δυσαρέσκεια, παρά τις κρατικές ενέσεις του τελευταίου διαστήματος, δεν μπορεί να τιθασευτεί. Ενδεικτικά και συνοπτικά αναφέρουμε πως μέσα σε μερικούς μήνες παραχωρήθηκαν σε 300.000 επιχειρήσεις δάνεια 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων με κρατικές εγγυήσεις. Ταυτόχρονα το τουρκικό Δημόσιο προέβη σε επενδύσεις και απέκτησε περιουσιακά στοιχεία τα οποία αγγίζουν σε αξία τα 200 δισεκατομμύρια δολάρια.

Οι ενέργειες αυτές, όπως ήταν αναμενόμενο, πέτυχαν μια βραχυπρόθεσμη ανάπτυξη, όμως το τίμημα του υπερδανεισμού για τα δημόσια ταμεία είναι βαρύ, καθώς το προβλεπόμενο έλλειμμα στον προϋπολογισμό της Τουρκίας για το 2017 θα είναι το υψηλότερο της εφταετίας (από το 2010). Ενώ η τούρκικη λίρα συνεχίζει τον κατήφορο της υποτίμησης, ο πληθωρισμός παραμένει διψήφιος 10,9%, όπως και η ανεργία, που τον περασμένο Μάρτιο διαμορφώθηκε στο 11,7%. Επίσης, παρ’ ότι εκ πρώτης όψεως τα ποσοστά οικονομικής μεγέθυνσης δίνουν την αίσθηση μιας «υγιούς οικονομίας» (ο μέσος όρος ανάπτυξης της τουρκικής οικονομίας από το 1999 μέχρι και φέτος είναι της τάξης του 4,7%), σε συνθήκες υψηλού πληθωρισμού η πραγματική οικονομική μεγέθυνση είναι πολύ μικρότερη από τα καταγεγραμμένα ποσοστά. Έτσι, από τα στοιχεία της τουρκικής Στατιστικής Υπηρεσίας, διαπιστώνεται μια συρρίκνωση της οικονομικής μεγέθυνση της χώρας. Από 934,2 δισ. δολάρια το 2014, το Α.Ε.Π. κατήλθε στα 857,7 δισ. δολάρια το 2016. Στην όλη κατάσταση σοβαρό ρόλο έχει παίξει η απόσυρση (από το 2008 και μετά) αμερικανικών επενδύσεων, ενώ τελευταία καταγράφονται και αποχωρήσεις σαουδαραβικών κεφαλαίων.

Σημαντικό ρόλο, «τέλος», στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος έπαιξε και η πλήρης μεταστροφή του AKP με την υιοθέτηση ξανά του μαστίγιου προς τον κουρδικό λαό (σφαγές και εμπρησμοί/καταστροφές χωριών) και την επέκταση αυτής της κατασταλτικής πολιτικής στους πολιτικούς του εκπροσώπους (φυλάκιση στελεχών και βουλευτών του HDP, κούρδων δημάρχων περιοχών της Ανατολίας κ.λπ.). Σημειωτέον ότι τμήματα των κουρδικών πληθυσμών που είχαν νιώσει στο πετσί τους την για δεκαετίες φασιστική πολιτική καταστολής των κεμαλιστών είχαν αποτελέσει σημαντική δεξαμενή ψήφων αλλά και κοινωνική βάση στήριξης του AKP σε όλη την περιοχή του ιστορικού τουρκικού Κουρδιστάν, αλλά και μέσα στα μεγάλα αστικά κέντρα που, λόγω των συνεχών διωγμών αλλά και της φτώχειας, είχαν μεταναστεύσει.

Σήμερα είμαστε πιο σίγουροι από πριν ένα χρόνο, όταν γράφαμε, σε πείσμα πολλών επιφανειακών αναλύσεων δήθεν σοβαρών αναλυτών, πως αυτή η μεταστροφή στο Κουρδικό έχει βαθύτερες, από την παρουσιαζόμενη, αιτίες. Διότι αυτή η μεταστροφή μπορεί να επηρεάστηκε από την καταγραφή μιας αξιόλογης εκλογικής επιρροής του HDP που στερούσε την πολυπόθητη αυτοδυναμία , απαραίτητη για την ψήφιση από την τούρκικη βουλή της αλλαγής στο πολιτειακό. Αλλά είχε ως βαθύτερες αιτίες τους μεγάλους φόβους της αστικής τάξης της Τουρκίας για αυτά που διαδραματίζονταν στον περίγυρό της. Αναφερόμαστε στις εξελίξεις τόσο στο ιρακινό Κουρδιστάν όσο και περισσότερο στο συριακό Κουρδιστάν και σε αναφορά με τις επιλογές των ΗΠΑ. Εξελίξεις που αντικειμενικά λειτουργούν σαν συγκοινωνούντα δοχεία με το κουρδικό ζήτημα στο εσωτερικό της Τουρκίας. Αυτοί οι φόβοι ήταν που έπαιξαν το βασικό ρόλο στη μεταστροφή (από το 2013 και δώθε) που αρχικά «πάγωσε» τη συνεννόηση με τους Κούρδους και το PKK και στη συνέχεια οδηγήθηκε στην κάθετη κλιμάκωση της βίας και της καταστολής των κουρδικών πληθυσμών. Που συνδυάστηκε με την επιβολή ζώνης ασφαλείας στη βόρεια Συρία, τις τελευταίες απειλές για εισβολή στο κούρδικο καντόνι Αφρίν και τις συνεχείς προειδοποιήσεις προς τον Μπαρζανί να μην προχωρήσει στο ανακοινωμένο για το Σεπτέμβριο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία του ιρακινού Κουρδιστάν.

Το μετέωρο βήμα… των αναπροσανατολισμών

Με δύο λόγια και αν θέλαμε να περιγράψουμε τη θέση στην οποία έχει βρεθεί η τούρκικη άρχουσα τάξη, θα λέγαμε πως οι υπάρχοντες προσανατολισμοί της και οι εξαρτήσεις που αυτοί υποδηλώνουν έχουν δημιουργήσει μια σειρά καίρια προβλήματα στην αστική τάξη της Τουρκίας έως και υπαρξιακά (π.χ. Κουρδικό). Από την άλλη, όχι μόνο κάποιοι άλλοι ενδεχόμενοι αναπροσανατολισμοί (π.χ. Ρωσία) έχουν τα ίδια ή και περισσότερα προβλήματα, αλλά το πέρασμα από τους μεν στους δε δεν μπορεί να είναι αναίμακτο και χωρίς σοβαρές συνέπειες ακόμα και για την υπόσταση της ίδιας της χώρας.

Εάν ο βασικός προσανατολισμός παραμένει ο δυτικός, μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο κυρίαρχη θέση κατέχει η σχέση εξάρτησης από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Η πρώτη –μετά το 1991- σοβαρή διατάραξη αυτής της σχέσης ξεκινά το 2003. Η τούρκικη αστική τάξη δεν επιτρέπει στις ΗΠΑ και την ονομαζόμενη «συμμαχία των προθύμων» να χρησιμοποιούν τη βάση του Ιντσιρλίκ. Αιτία αποτελεί το γεγονός πως οι ΗΠΑ στηρίζουν, δηλαδή χρησιμοποιούν, εκτός από το σιιτικό στοιχείο και τους Κούρδους Πεσμεργκά για να ανατρέψουν τον Σαντάμ Χουσεΐν αλλά και για να επιβάλουν, μετά την εισβολή, την κατοχική τους διακυβέρνηση στο Ιράκ. Οι σχέσεις που αργότερα συνάπτει η Τουρκία με την ημιαυτόνομη περιοχή του Ιρακινού Κουρδιστάν δεν είναι αποτέλεσμα έλλειψης μνήμης αλλά σχεδιασμών για δημιουργία καναλιών επιτήρησης, επηρεασμού και ελέγχου.

Όταν το 2011 ανοίγει το Συριακό, και ενώ στην αρχή παίρνει τη θέση του καθεστώτος, γρήγορα αλλάζει θέση, εκτιμώντας πως σύντομα η Συρία θα μεταβεί στη μετα-Άσαντ εποχή, όπως… πολιτισμένα ονόμαζαν οι Δυτικοί τις επεμβατικές τους κινήσεις στη Συρία. Και θέλει να έχει ρόλο και θέση σ΄ αυτήν τη μετάβαση. Πέρα από τις περιφερειακές φιλοδοξίες που αναπτύσσει στο έπακρο αυτό το διάστημα και που την κάνουν να σπάσει και τη σχέση με το Ισραήλ, έχει και έναν ακόμη άκρως σημαντικό λόγο για αυτή την αλλαγή στάσης. Δεν θέλει να βρεθεί μπροστά σε μια επανάληψη επί τα χείρω της ιστορίας με το Ιράκ.

Οι Κούρδοι που ζουν στα βόρεια της Συρίας έχουν ήδη αρπάξει την ευκαιρία του κενού εξουσίας που δημιουργείται στις περιοχές τους, εν μέρει αντικειμενικά λόγω του πολέμου, εν μέρει από τακτικές κινήσεις του καθεστώτος που θεωρεί τους κούρδικους πληθυσμούς ανάχωμα στην εξάπλωση των ισλαμοφασιστών του ΙΣΙΣ αλλά και άλλων ισλαμιστικών ομάδων. Η τούρκικη αστική τάξη διαβλέπει τον κίνδυνο να φτιαχτεί στα νότια σύνορά της μια δεύτερη αυτόνομη κουρδική περιοχή. Εκεί αρχίζουν και οι σοβαρές αντιθέσεις και κόντρες με τις ΗΠΑ. Οι Αμερικάνοι είναι αντίθετοι στις «αιτήσεις» της Τουρκίας που ζητά τη συγκατάθεσή τους για μια «περιορισμένη» εισβολή στη Συρία και με στόχο τη δημιουργία «ζώνης ασφαλείας» στη βόρεια Συρία. Μια «ζώνη ασφαλείας» που θα λειτουργούσε σαν σφήνα στα τρία κουρδικά καντόνια αλλά και σαν βάση ελέγχου και ορμητήριο πολέμου.

Το ίδιο αρνητικές ήταν οι ΗΠΑ στις συνεχείς «αιτήσεις» της Τουρκίας για συμμετοχή στη μάχη για την ανακατάληψη της Μοσούλης και στη συνέχεια και της Ράκα. Οι ΗΠΑ λειτουργούν έτσι γιατί διαβλέπουν πως η Τουρκία θα παίξει το δικό της παιχνίδι με κίνδυνο να διακυβευτούν ευρύτεροι δικοί τους σχεδιασμοί για την περιοχή. Επίσης οι ΗΠΑ, έχοντας ένα προηγούμενο διάστημα έστω και εν μέρει στηριχθεί –και «καεί»- στο συνονθύλευμα των σύρων αντικαθεστωτικών που καθοδηγούνταν από τη Γαλλία, την Τουρκία, τη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ, έψαχναν πιο αξιόπιστες δυνάμεις για να ανατρέψουν το πλεονέκτημα που είχε εν τω μεταξύ δημιουργήσει ο ρώσικος ιμπεριαλισμός με την άμεση επέμβασή του το Σεπτέμβριο του 2015 στο Συριακό. Έτσι, για την ανακατάληψη της Ράκα προσανατολίζονταν όλο και περισσότερο προς τη στήριξη των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF), μια αραβοκουρδική συμμαχία με κορμό την κούρδικη πολιτοφυλακή που ήλεγχε πια τα κούρδικα καντόνια της Βόρειας Συρίας, την YPG.

«Τέλος», προσπαθώντας να κρατήσουν ισορροπίες και με σκοπό να αποσπάσουν την κυβέρνηση του Ιράκ από την ιρανική επιρροή, είχαν δεχτεί το βέτο της στη συμμετοχή τούρκικων στρατευμάτων στην ανακατάληψη της Μοσούλης. Σημειωτέον, η Τουρκία είχε προκαλέσει οργή στην ιρακινή κυβέρνηση όταν έστελνε τμήμα των στρατευμάτων της στην πόλη Μπασίκα δίπλα στη Μοσούλη και σε άλλες περιοχές του Βόρειου Ιράκ για την προστασία τάχα των Τουρκμένων που ζουν εκεί.

Γυρίζοντας πίσω δεν μπορούμε λοιπόν να μη σημειώσουμε τη σειρά των γεγονότων. Το Σεπτέμβριο του 2015 η Ρωσία επεμβαίνει στη Συρία και «ανασταίνει» το καθεστώς Άσαντ, που έχει στριμωχτεί άγρια από την επέμβαση των ΗΠΑ μέσω του «Συνασπισμού ενάντια στον ΙΣΙΣ» (που βοηθάει ποικιλοτρόπως όλες τις αντικαθεστωτικές ομάδες, μεταξύ αυτών και την Αλ Κάιντα, ενώ δεν χτυπάει τον ΙΣΙΣ!) και τη συγχρονισμένη στήριξη των σύρων αντικαθεστωτικών από Τουρκία, Σαουδική Αραβία και Κατάρ (και φανερή και υπόγεια στήριξη του γαλλικού ιμπεριαλισμού).

Δύο μήνες μετά, στις 24 Νοεμβρίου του 2015, η Τουρκία καταρρίπτει το ρώσικο μαχητικό, προκαλώντας μια σοβαρή κρίση στις σχέσεις της με τη Ρωσία. Καθώς προχωράμε στο έτος 2016, τα ανταλλάγματα που η τούρκικη αστική τάξη προσδοκά όχι μόνο δεν έρχονται, αλλά πυκνώνουν τα σύννεφα για την ίδια σε μια σειρά μέτωπα (συριακό Κουρδιστάν, Μοσούλη, Ράκα). Τότε αποφασίζει και πραγματοποιεί μια θεαματική στροφή, ζητώντας συγνώμη από τη Ρωσία, ενώ επαναφέρει με ένταση την απαίτησή της για «ζώνη ασφαλείας» στη συροτουρκική μεθόριο. Παράλληλα επισπεύδονται για τον Αύγουστο του 2016 οι κρίσεις στον τούρκικο στρατό και διαρρέουν λίστες με προγραφές κεμαλιστών και γκιουλενικών, Έτσι, και ενώ το Μάρτιο ο στρατός διαψεύδει επικείμενο πραξικόπημα, αυτό πραγματοποιείται τον Ιούλιο με τα γνωστά αποτελέσματα.

Ο ίδιος ο Ερντογάν από τότε και μέχρι σήμερα απαιτεί από τις ΗΠΑ να εκδώσουν τον Γκιουλέν και να δικαστεί σαν υπαίτιος του αποτυχημένου πραξικοπήματος στην Τουρκία. Όσοι –και είναι πολλοί- γνωρίζουν τις σχέσεις του Γκιουλέν με το αμερικανικό κατεστημένο και τις υπηρεσίες του, αυτή η απαίτηση είναι μια έμμεση αναφορά του Ερντογάν στο ρόλο (ανοχή; κλείσιμο του ματιού;) που διαδραμάτισαν οι ΗΠΑ στο πραξικόπημα του Ιουλίου. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο πως ο ίδιος, επίσης προσωπικά, εξέφρασε από την πρώτη στιγμή την ανοιχτή δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τον Πούτιν, τόσο ο Ομπάμα όσο και μια σειρά ευρωπαϊκές ηγεσίες καθυστέρησαν να δώσουν στήριξη στην κυβέρνηση του AKP. Και πραγματικά την έδωσαν αφού είχαν πια βεβαιωθεί πως το εξελισσόμενο πραξικόπημα είχε αποτύχει.

Ακόμα πιο χαρακτηριστικές είναι οι κινήσεις της Τουρκίας αμέσως μετά. Στις 9 Αυγούστου 2016 η Τουρκία και η Ρωσία προχωρούν τη διαδικασία «συμφιλίωσης». Για τη συνάντηση Ερντογάν–Πούτιν πρώην Τούρκος διπλωμάτης δηλώνει λίγες μέρες πριν: «Η επικείμενη επίσκεψη του Ερντογάν στη Ρωσία είναι ένα μήνυμα προς τους εταίρους της Τουρκίας ότι η χώρα μπορεί να έχει και εναλλακτικές στρατηγικές επιλογές». Δύο εβδομάδες αργότερα η Τουρκία ξεκινά χερσαία επιχείρηση στη βόρεια Συρία και σε λίγους μήνες έχει φτιάξει τη «ζώνη ασφαλείας» που επιθυμούσε διακαώς και για την οποία δεν έπαιρνε την έγκριση των ΗΠΑ. Στη συνέχεια, η Τουρκία ήταν η μόνη χώρα μέλος του ΝΑΤΟ που συμμετείχε με τη Ρωσία και το Ιράν στη διαδικασία της Αστάνα, σε μια προσπάθεια διακανονισμών στην οποία οι Δυτικοί ήταν απρόσκλητοι (και ανεπιθύμητοι).

Με όλα αυτά ως δεδομένα και γνωρίζοντας ότι βαδίζουμε σε μια περίοδο που πολλά πρωτόγνωρα συμβαίνουν, μας είναι πολύ δύσκολο να φανταστούμε την ανατροπή της σχέσης εξάρτησης της Τουρκίας από τις ΗΠΑ, κατ’ αρχήν με πρωτοβουλία των ΗΠΑ. Η Τουρκία παραμένει το στρατηγικό ανάχωμα στη Ρωσία, ενώ διατηρεί προνομιακή θέση μεταξύ Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής. Αποτελεί άλλης τάξης ζήτημα πως οι αναγκαιότητες που προκύπτουν για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό έρχονται κάποιες φορές σε αντίθεση με τα επιμέρους συμφέροντα αστικών τάξεων όπως η τουρκική και άλλης τάξης ζήτημα η διαγραφή αυτής της σχέσης εξάρτησης. Οι τελευταίες δηλώσεις Τίλερσον δείχνουν ότι αναζητείται μια επαναπροσέγγιση μέσω ρόλου που μπορεί να δοθεί από τις ΗΠΑ στην Τουρκία στη βόρεια Συρία και στα ενεργειακά που έχουν ανοίξει σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο.

Πολύ περισσότερο δεν βλέπουμε την τουρκική αστική τάξη να αμφισβητεί στα σοβαρά την αμερικανική επικυριαρχία. Αν επιχειρήσει να το πράξει χωρίς να έχει υπολογίσει τις συνέπειες, πολύ γρήγορα θα δει και τα όριά της. Οι κινήσεις της τελευταία με τη Ρωσία, με τη συμμετοχή της στην Αστάνα, τη συμφωνία για τον αγωγό (για τον οποίο μένουν όμως πολλά μέχρι να αρχίσει να υλοποιείται), η κατ’ αρχήν συμφωνία για τον πυρηνικό σταθμό και η επίσης κατ’ αρχήν συμφωνία για την αγορά των S-400 είναι πράγματι σημαντικές, αλλά μένει να δούμε την εξέλιξη και την κατάληξή τους.

Από γενική άποψη θεωρούμε ωστόσο πως τα πράγματα είναι πιο πίσω. Δηλαδή πως η τουρκική αστική τάξη χρησιμοποιεί τη σχέση της με τη Ρωσία για να απαιτήσει από τις ΗΠΑ καλύτερη μεταχείριση, που θα παίρνει υπόψη τις ανησυχίες της αλλά και για έναν πιο αναβαθμισμένο ρόλο στην περιοχή. Αυτό απηχούν και οι αναφορές του Ερντογάν που αμφισβητούν τη Συνθήκη της Λωζάννης (την οποία έχουν ήδη κουρελιάσει οι ιμπεριαλιστές), που αγγίζουν μεταξύ άλλων και την αντίθεσή της/αντιδραστικό ανταγωνισμό με την ελληνική αστική τάξη. Από κει και πέρα, νομίζουμε πως χωρίς τη στήριξη ή έστω ανοχή των ΗΠΑ όλα τα φιλόδοξα τούρκικα σχέδια για ρόλο περιφερειακής δύναμης στη Μέση Ανατολή κινδυνεύουν όπως και τώρα να μετατραπούν στο αντίθετό τους (Συριακό, Κατάρ). Δηλαδή να εμπλέξουν την Τουρκία στη δίνη της Μέσης Ανατολής, μετατρέποντάς την ολοκληρωτικά (διότι εν μέρει με τις κινήσεις της έχει γίνει) σε μέρος του προβλήματος.

Αντίστοιχα οι σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση και πιο συγκεκριμένα με μια σειρά σημαντικές χώρες όπως η ηγεμονεύουσα στην ΕΕ Γερμανία είναι φανερό ότι διέρχονται κρίση. Η ΕΕ τις προηγούμενες δεκαετίες προώθησε εντατικά τις σχέσεις της με την Τουρκία. Ειδικά από το 2000 και έπειτα, τα λεγόμενα κεφάλαια των ενταξιακών διαπραγματεύσεων και η πίεση για ανταπόκριση από πλευράς Τουρκίας έγιναν παράλληλα μοχλός ελέγχου αλλά και προσεταιρισμού τμημάτων της τούρκικης άρχουσας τάξης από τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές.

Από κοντά και το δυτικοευρωπαϊκό κεφάλαιο επωφελήθηκε της σχέσης που οικοδομούνταν για να διεισδύσει στην τούρκικη οικονομία. Η αναπτυσσόμενη σχέση ΕΕ-Τουρκίας, στην οποία πρωτοστατούσε (αντιφατικό αλλά αληθινό) το ισλαμοσυντηρητικό κόμμα του Ερντογάν συνέβαλε στην άσκηση και μιας σειράς πολιτικών που δημιουργούσαν ελπίδες και αυταπάτες τόσο εθνικού (Κουρδικό) όσο και πολιτειακού (φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος) χαρακτήρα. Πράγμα που εκφραζόταν με την πλατιά στήριξη που απολάμβανε όλη τη δεκαπενταετία από το 2000 και δώθε το AKP και ο Ερντογάν προσωπικά.

Η ΕΕ με προεξάρχουσα τη Γερμανία προσεκτικά και σταδιακά οικοδομούσε δεσμούς και εξαρτήσεις χωρίς αυταπάτες ότι μπορεί να υπερκεράσει το υπερατλαντικό αφεντικό. Με φιλοδοξία όμως να αυξήσει σημαντικά το ρόλο της στη χώρα και την επιρροή της στην τούρκικη αστική τάξη και να τα χρησιμοποιήσει για να αποκτήσει πρόσβαση στη σημαντική αυτή περιοχή, μέρος της οποίας είναι η Τουρκία.

Γενικά οι σχέσεις διπλής εξάρτησης της Τουρκίας από ΗΠΑ και ΕΕ δημιουργούσαν μια σειρά τριγμούς στη χώρα και την άρχουσα τάξη, που όμως «χωνεύονταν» μέσα στα πλαίσια του δυτικού προσανατολισμού. Οι εξελίξεις της τελευταίας περιόδου άλλαξαν μια σειρά δεδομένα. Η ΕΕ δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων να αναπληρώσει το κενό ασφαλείας που αισθανόταν η τούρκικη αστική τάξη από τις αμερικανικές επιλογές. Σαν να μην έφτανε αυτό, ολοένα και περισσότερο αποκαλυπτόταν μέχρι να γίνει ολοφάνερο πως η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει σκοπό να εντάξει στους κόλπους της την Τουρκία. Οι έστω και μικρές ελπίδες που υπήρχαν στην τούρκικη αστική τάξη το 2000 κατέρρευσαν, και το «σχέδιο» που υλοποιούνταν de facto για μια αιώνια «υπό ένταξη» Τουρκία έπαψε να ικανοποιεί την τούρκικη πλευρά.

Η οικονομική κρίση αύξησε και αυτή τις ανασφάλειες. Τα επεισόδια της περασμένης άνοιξης με τους εκατέρωθεν βαρείς χαρακτηρισμούς ανάμεσα στις ευρωπαϊκές καγκελαρίες και την Άγκυρα, οι απαγορεύσεις συγκεντρώσεων και ομιλιών στελεχών του AKP σε πόλεις της Ευρώπης. Οι κατά διαστήματα απειλές της Τουρκίας για ακύρωση της συμφωνίας με την ΕΕ για τους πρόσφυγες. Οι πιο πρόσφατες απαγορεύσεις γερμανών αξιωματούχων να μεταβούν στη βάση του Ιντσιρλίκ και η διαδικασία αποχώρησης των γερμανικών στρατευμάτων που εδρεύουν εκεί. Όλα αυτά δεν είναι παρά αποτελέσματα των σοβαρών ζητημάτων που έχουν τεθεί στις σχέσεις Τουρκίας–ΕΕ.

Αν θα θέλαμε να διακινδυνεύσουμε μια εκτίμηση, είναι, πρώτον, πως, χωρίς να αποκλείουμε εκπλήξεις, η σχέση αυτή δεν συμφέρει κανένα εάν σπάσει και πιο πολύ απ’ όλους την Τουρκία. Και, δεύτερο, απότοκο του πρώτου, πως, μέσω και αυτών των αντεγκλήσεων, αυτό που ουσιαστικά αναζητείται είναι το είδος και το περιεχόμενο ενός συμβιβασμού τέτοιου που να ικανοποιεί κατ’ ελάχιστον κάποιες απαιτήσεις της κάθε πλευράς. Με άλλα λόγια, αυτό που λέγεται δεκαετίες τώρα στο παρασκήνιο, και που μ’ έναν τρόπο υλοποιείται στην πράξη, δηλαδή η διαμόρφωση μιας «ειδικής σχέσης» μεταξύ Τουρκίας – ΕΕ, πασχίζει να βρει νέους δρόμους για να προχωρήσει, σε μια περιοχή που συσσωρεύει σημαντικές αντιθέσεις και με μια διεθνή κατάσταση μεγάλης ρευστότητας και κλιμακούμενης έντασης.

Αντί επιλόγου

 Ένα χρόνο μετά, όλα τα ζητήματα που τέθηκαν τότε όχι απλώς μένουν ανοιχτά αλλά έχουν μετατρέψει την Τουρκία σε ένα μεγάλο ερωτηματικό. Γεγονός που προσθέτει κι άλλους βαθμούς ανησυχίας στην ήδη επιβαρυμένη από τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και τις αντιθέσεις των αστικών τάξεων πολύπαθη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής.

Αναζήτηση
Κατηγορίες
Βιβλιοπωλείο-Καφέ

Γραβιάς 10-12 - Εξάρχεια
Τηλ. 210-3303348
E-mail: ett.books@yahoo.com
Site: ektostonteixon.gr