«Πρώτα σε αγνοούν, μετά σε κοροϊδεύουν, μετά σε πολεμούν και μετά τους νικάς». Αυτή η διάσημη ρήση του Γκάντι (χωρίς τα ιδεολογικά και πολιτικά ιδανικά που περιέκλειε) ταιριάζει απόλυτα στη πορεία του Τραμπ προς το Λ. Οίκο! Μόνο που το «νικάς», στην περίπτωση αυτή, επιδέχεται και εισαγωγικά. Πάντως το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της εξέλιξης αφορά τις ανησυχίες συμμάχων και αντιπάλων από την αδυναμία πρόβλεψης της συνέχειας. Ιδιαίτερα για την Ευρώπη, όπου η αβεβαιότητα εντείνεται και από το Brexit, και από μια σειρά εκλογικές αναμετρήσεις σε κράτη-μέλη της.
Παρά το ότι συνεχίζονται οι προκλητικές δηλώσεις του (ιδιαίτερα αυτές που έγιναν σε κοινή συνέντευξη στη γερμανική Bild και τους βρετανικούς Times), παραμένουν σοβαρά ερωτήματα όχι μόνο ως προς τη συνολική πολιτική του ατζέντα, αλλά και το «τι» και «πώς» θα εφαρμοστεί στη πράξη. Με άλλα λόγια, σε ποιο βαθμό οι δεσμεύσεις και οι χρεώσεις που κληρονομεί η νέα διοίκηση του Λ. Οίκου θα αμβλύνουν ή και θα ανατρέψουν αυτή τη ρητορική. Αξιοσημείωτο και το γεγονός πως, και μετά την ορκωμοσία του, κρίσιμες κυβερνητικές θέσεις παρέμεναν κενές.
Μπορεί, για παράδειγμα, να αποκάλεσε και πάλι το ΝΑΤΟ «ξεπερασμένο» και με «παρωχημένο προσανατολισμό», ωστόσο πριν λίγες μέρες είχαμε μια σημαντική ανάπτυξη αμερικανικών στρατευμάτων στην Πολωνία και την ευρύτερη περιοχή, με την ομπρέλα του ΝΑΤΟ. Παρότι αυτό είχε αποφασιστεί το καλοκαίρι του 2016, η θεαματική πορεία αμερικανικών αρμάτων μάχης σε τόσο μικρή απόσταση από τη Ρωσία είναι ένα σαφές μήνυμα όχι μόνο στον Πούτιν αλλά και στον Τραμπ. Ταυτόχρονα, έχουμε αναδιάταξη και των ρωσικών δυνάμεων στις ίδιες περιοχές. Το ουσιαστικό ερώτημα, λοιπόν, βρίσκεται στο κατά πόσο οι δυνητικές εξελίξεις μπορούν να αγνοήσουν μια πραγματικότητα που εδράζεται, σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο, πάνω στην ύπαρξη των βασικότερων αντίπαλων στρατοπέδων.
Από την άλλη, μπορεί οι διάφορες δηλώσεις του Τραμπ να είναι αντιφατικές και συγκεχυμένες, αλλά σε ότι αφορά τη Ρωσία υπάρχει μια συνέπεια! Πέρα από το θαυμασμό του για τον Πούτιν, θέλει και σημαντική βελτίωση στις σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας. Μέχρι και ότι σκέπτεται να άρει κάποιες από τις κυρώσεις εις βάρος της Ρωσίας αν… με την σειρά του ο Πούτιν δεχτεί συμφωνία για μείωση των πυρηνικών όπλων! Η Αμερική του Τραμπ παρουσιάζεται αποφασισμένη να κλείσει μια συμφωνία με τη Ρωσία του Πούτιν. Αλλά ποια θα είναι αυτή; Κανείς δεν ξέρει. Ίσως ούτε ο ίδιος…
Για πολλούς αναλυτές, είναι βέβαιο πως υπάρχουν ισχυρά κέντρα στις ΗΠΑ που υποστηρίζουν ότι ένα «deal» με τη Ρωσία είναι εφικτό με αμοιβαίο όφελος. Μια συμφωνία με στοιχεία προσέγγισης των διεθνών ισορροπιών ανάλογα με αυτά που χαρακτήριζαν τη «τριγωνική Διπλωματία» των ΗΠΑ της περιόδου Νίξον, στη βάση ότι: «τα συμφέροντά μας να διαμορφώνουν τις δεσμεύσεις μας και όχι το αντίστροφο». Σε αυτή τη θεώρηση συμβάλλει και η παρασκηνιακή ενεργοποίηση του 93χρονου Κίσινγκερ, ο οποίος ήταν υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Νίξον. Το ζήτημα ωστόσο βρίσκεται στο κατά πόσο οι επιταγές των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών που δείχνουν να καθορίζουν την ενδεχόμενη σύγκλιση Τραμπ και Πούτιν, και την αναγωγή της Κίνας σε κύριο αντίπαλο των ΗΠΑ, έχουν πραγματική βάση.
Πάντως η πρώτη κίνηση του Λ. Οίκου ήταν να ανακοινώσει τη δέσμευση του Τραμπ ότι οι ΗΠΑ θα αποσυρθούν από τη Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου του Ειρηνικού (TPP), που η κυβέρνηση Ομπάμα δεν κατάφερε, παρ’ όλες τις προσπάθειές της, να πείσει το Κογκρέσο να επικυρώσει. Οι υποστηρικτές αυτής της συνθήκης ανησυχούν για τον αντίθετο λόγο από αυτό που επικαλείται ο Τραμπ: πιστεύουν ότι έτσι θα ισχυροποιηθεί η θέση της Κίνας στην περιοχή σε βάρος των ΗΠΑ. Όσο για τη Κίνα, το ενδεχόμενο σύγκρουσης με τις ΗΠΑ, σε συνδυασμό με (φημολογούμενα) εσωτερικά πολιτικά προβλήματα, προκαλούν έκδηλη αμηχανία και πραγματική ανησυχία. Βέβαια, η ανακοίνωση του Λ. Οίκου αναφέρεται και σε γενικότερες «εμπορικές συμφωνίες και βλάπτουν τους Αμερικανούς εργαζομένους», όπως η NAFTA, που υπέγραψαν το 1994 οι ΗΠΑ, το Μεξικό και ο Καναδάς.
Σε Ευρώπη και Μ. Ανατολή, η αναστάτωση είναι το ίδιο έντονη. (Κανένας Αμερικανός πρόεδρος, στη σύγχρονη ιστορία, δεν χαρακτηριζόταν από τέτοια αμφιθυμία πάνω σε βασικά θέματα που συνδέουν τις ΗΠΑ και τους Ευρωπαίους συμμάχους της.) Δεν είναι μόνο ότι χαιρέτησε, για ακόμη μια φορά, την απόφαση των Βρετανών να αποχωρήσουν από την ΕΕ προβλέποντας ότι και άλλες χώρες θα ακολουθήσουν το παράδειγμα της Βρετανίας, ή ότι χαρακτήρισε την ΕΕ «όχημα για τη Γερμανία». Είναι και το ότι η Ευρώπη βρίσκεται πλέον σε ένα κρίσιμο σημείο καμπής.
Σε ότι αφορά τη Μ. Ανατολή, φαίνεται ότι ο Τραμπ τοποθετείται θετικά προς το Ισραήλ. Ωστόσο, υπάρχουν πολύ μεγάλα ερωτήματα σχετικά με την πολιτική που θα ακολουθήσει η κυβέρνησή του για τα βασικά ζητήματα που αφορούν την περιοχή. Μπορεί, σε συμβολικό επίπεδο, να δούμε τον πρέσβη των ΗΠΑ να εργάζεται στο αμερικανικό προξενείο στην Ιερουσαλήμ (όπως ανακοινώθηκε), αλλά αυτό δεν απαντά στις μεγάλες ανησυχίες του Ισραήλ. Και η μεγαλύτερη αφορά το θέμα της διαχείρισης του Ιράν, μια και η διαφαινόμενη εξομάλυνση των σχέσεων με τη Ρωσία δεν το καθιστούν άμεσο στόχο. Επιπλέον η ενίσχυση της Ρωσίας στη Συρία λογικά ενισχύει και το Ιράν, δίνοντας στην Τεχεράνη μεγαλύτερα περιθώρια δράσης.
Πάντως, από μια γενική άποψη, τα αποτελέσματα της διοίκησης Ομπάμα για τις ΗΠΑ (σε επίπεδο διατήρησης των διεθνών συσχετισμών ισχύος υπέρ της) δεν ήταν τόσο καλά. Η Ρωσία εδραιώθηκε στη Συρία, στήριξε το Ιράν στην αντιπαράθεση με τη Δύση, «ανοίχθηκε» σε Αίγυπτο, υπέγραψε στρατηγικού χαρακτήρα συμφωνίες με την Κίνα και έχει ουσιαστικό λόγο σε Ουκρανία. Στα ενεργειακά, παρά τις κυρώσεις, «πατά» γερά την Ε.Ε. Γενικότερα ήρθε σε μια θέση που είναι η καλύτερη δυνατή των τελευταίων δεκαετιών. Όλα αυτά κάνουν τους αντιπάλους του Τραμπ να θεωρούν πως μια προσπάθεια μείωσης των εντάσεων με τον «επιθετικό και ριψοκίνδυνο» Πούτιν, είναι ένα πολύ τολμηρό και επικίνδυνο εγχείρημα. Τέλος, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι η Ρωσία θα είναι για τις ΗΠΑ ένας «κατ’ ανάγκην» εταίρος, ο οποίος αντιλαμβάνεται πως η Κίνα οφείλει να περιοριστεί, αυτό δεν συνεπάγεται ότι είμαστε μπροστά σε μια «ιστορική» ευθυγράμμιση. Και επειδή συμβαίνει να θέλουν ακριβώς τα ίδια, ο ανταγωνισμός τους είναι δεδομένος. Μόνο τα όρια και οι προτεραιότητές τους περνούν από διακυμάνσεις.
Σήμερα, προβάλλεται ως γεγονός ότι θα έχουμε ένα άλλο είδος άσκησης της πολιτικής απ’ αυτό που ίσχυε μέχρι τώρα. Άλλο όμως η ρητορική προς τη προεδρία και άλλο η εξάσκησή της. Η απόσταση είναι μεγάλη. Με άλλα λόγια και επειδή το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ μόνο για «ηγετόμορφο» δεν μπορεί να κατηγορηθεί, οι λήψεις κρίσιμων αποφάσεων περιορίζονται όχι μόνο από τη δυναμική του αθροίσματος των διεθνών εξελίξεων, αλλά και από τα πάγια και παγιωμένα συμφέροντα που τις διαμορφώνουν. Σήμερα, ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ είναι η ηγεμονική δύναμη του διεθνούς status, κατέχει την πρωτοκαθεδρία στην παγκόσμια ιεραρχία ισχύος και επιθυμεί να τη διατηρήσει. Ταυτόχρονα, ωστόσο, πρέπει να αντιλαμβάνεται πως δεν μπορεί να είναι το ίδιο αποτελεσματικός σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης.
Η εμφάνιση και η άνοδος του Τραμπ συνδέθηκε με την ανατροπή κάποιων «εμμονών» της διεθνούς πολιτικής των ΗΠΑ. Αυτές ωστόσο υποχωρούν ή ανατρέπονται, μόνο όταν υπάρχει κίνητρο στην στρατηγική και το οποίο ορίζεται από τον βασικό τους στόχο. Η πολιτική Τραμπ προτάσσει νέες «εμμονές» πατώντας στις παλιές, γιατί καθώς φαίνεται η φάση της αμερικανικής ανασυγκρότησης, εντός και εκτός συνόρων, είναι αναπόφευκτη. Οι ΗΠΑ δεν παρακμάζουν ούτε ζουν το τέλος της ηγεμονίας τους (υπάρχουν τέτοιες απόψεις)! Απλά ανασυγκροτούνται, και ενόσω συνιστούν υπερδύναμη, προετοιμάζουν ακόμη μεγαλύτερη σύγκρουση με τους ανταγωνιστές τους.
Χ.Β