Αντίσταση-Διεκδίκηση-Αναμέτρηση, η γραμμή της συγκρότησης της μαζικής πάλης!
Το διεθνές τοπίο γίνεται όλο και πιο βαρύ και ανησυχητικό για τους λαούς και τους εργάτες. Από τη μια, η οικονομική κρίση του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος όχι μόνο δεν ξεπερνιέται αλλά σέρνεται και απειλεί διαρκώς με απότομα φουντώματα, ακόμα και με ένα γιγάντιο κραχ. Η «λύση» που όλες οι δυνάμεις του συστήματος προωθούν απέναντί της, είναι ξανά και ξανά η μεγαλύτερη εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, το γδάρσιμο των λαϊκών μαζών. Από την άλλη –και σε σχέση αλληλοτροφοδότησης με τα αδιέξοδα της οικονομίας του συστήματος της εκμετάλλευσης και του παρασιτισμού- στα πηγαινέλα και στα φόρα των ιμπεριαλιστών καταγράφεται το αδιέξοδο των «ειρηνικών ισορροπιών» τους. Όλες οι προσωρινές επιλογές τους που ονομάζονται «παγωμένες συγκρούσεις», «εκεχειρίες», «συνομιλίες ειρηνικής διευθέτησης», με τις οποίες διαχειρίζονται τις πολεμικές κρίσεις και εντάσεις σε μια σειρά χώρες και περιοχές του πλανήτη, δείχνουν να μην στέκονται, να μην αντέχουν στις ολοένα ισχυρότερες τάσεις πολιτικοποίησης και στρατιωτικοποίησης που εγγενώς προκύπτουν ως απαντήσεις στην κρίση και στον ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό. Από τον Ειρηνικό ως τη Μεσόγειο, από τη Β. Αφρική ως τον Καύκασο και από τη Μ. Ανατολή ως την Ουκρανία, οι κάθε είδους εκβιασμοί, οι «περιορισμένες» σφαγές λαών και οι «τακτικές διευθετήσεις» που τις ακολουθούν, πιάνουν ξανά και ξανά τα όριά τους και φέρνουν τα ερωτήματα του ανταγωνισμού, το ερώτημα «ποιοι-ποιους», σε όλο και πιο ψηλό επίπεδο.
Αυτό είναι το φόντο και η ροπή των εξελίξεων για τις οποίες χρειάζεται να κάνουν τους λογαριασμούς τους οι λαοί. Αυτό είναι και το πλαίσιο μέσα στο οποίο βρίσκεται, καταληστεύεται και απειλείται η χώρα μας και ο λαός μας. Αυτές είναι και οι ράγες στις οποίες με πολύ μεγάλη ταχύτητα εξελίσσεται ο ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνησή του, ως υπηρέτης των ιμπεριαλιστών πατρώνων, ως φορέας της επίθεσης. Σε αυτό το πλαίσιο είναι που ο λαός μας καλείται να κάνει τους λογαριασμούς που δεν έκανε –για μια σειρά λόγους- το 2010-12, να σταθεί «απέναντι στον εαυτό του», για να μπορέσει να σταθεί απέναντι στην κυβερνητική επέλαση, που για λογαριασμό των ντόπιων και ξένων αφεντικών ρημάζει το παρόν και κλέβει το μέλλον της κοινωνικής πλειοψηφίας. Αυτή η συλλογική του ανάγκη, από τη μια ενισχύεται και ωριμάζει από τους αντικειμενικούς όρους και από την άλλη συναντά τα μεγάλα εμπόδια της αποσυγκρότησης και της ήττας, με όσα αυτή κληροδότησε στο κίνημα αλλά και με τους σημερινούς φορείς της. Αυτή η κατάσταση προσδιορίζει και τα καθήκοντα των αγωνιστικών, επαναστατικών δυνάμεων, την κατεύθυνση πάλης που χρειάζεται να παλεύουν και να αναδεικνύουν στον λαό και τη νεολαία.
Η ατσαλάκωτη σκληρότητα του ΣΥΡΙΖΑ
Μοιάζει περίεργο, αλλά έχει βέβαια τις συγκεκριμένες πολιτικές εξηγήσεις του! Ο ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα «των κινημάτων και του πλουραλισμού» (λέμε τώρα…), βαδίζει από μέτρο σε μέτρο, από χτύπημα σε χτύπημα, ενάντια στον λαό, από ξεπούλημα σε ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου, με όλο και πιο σκληρό πρόσωπο, με τα πιο χυδαία συστημικά επιχειρήματα. «Διαλέγουμε ανάμεσα στο κακό και το χειρότερο», δηλώνει ο Δραγασάκης για να «εξηγήσει» τη ραγδαία προώθηση του 3ου Μνημονίου, την προκαταβολική ψήφιση του «4ου», τα μέτρα που «αιφνίδια» υπάγουν στους ιμπεριαλιστές τη διαχείριση και την ύπαρξη κάθε στοιχείου του δημόσιου πλούτου. Ταυτόχρονα, με χαμηλό προφίλ αλλά μεγάλο βάθος, προωθούνται επιθέσεις σε υγεία–παιδεία, ενώ η Ειδομένη εκκενώνεται με στρατιωτική επιχείρηση και πλήρη απαγόρευση πρόσβασης σε δημοσιογράφους και οποιονδήποτε άλλον! Με όλα αυτά –και ενώ σε παράλληλο επίπεδο βάζουν τη χώρα μέσα στα πολεμικά σχέδια των ΗΠΑ- μοιάζει σαν μακρινό παραμύθι η ευφορία των πρώτων μετεκλογικών δηλώσεων των υπουργών του ΣΥΡΙΖΑ, τον Γενάρη του 2015, όταν εξαγγελλόταν, από την αποκατάσταση των συλλογικών συμβάσεων, μέχρι το «δεν θέλουμε άλλες δόσεις»! Σε αυτή όμως την αφετηρία, και στην ταχεία και αναπόφευκτη -όπως έχουμε πολλές φορές εξηγήσει- εξέλιξή της, βρίσκεται και η εξήγηση της σκληρότητας που σήμερα εμφανίζει ο ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνηση. Πρόκειται για τη σκληράδα που απορρέει από την ανάγκη να υποστηριχτεί με απόλυτο τρόπο η μόνη πραγματική πολιτική που η κυβέρνηση θα μπορούσε να υπηρετήσει και να προωθήσει. Η κυβέρνηση και μαζί της το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι γαντζωμένοι με όλες τους τις δυνάμεις σε αυτή την πολιτική χωρίς ούτε τακτικού χαραχτήρα βαθμούς ελευθερίας. Δεν αντέχουν καμιά απόκλιση, γιατί αντιλαμβάνονται ότι ο μύθος τους κάηκε πλήρως και μόνο στο δρόμο της απόλυτης συμμόρφωσης μπορούν να υπάρξουν και να βαδίσουν. Τα κυβερνητικά στελέχη αλλά και οι βουλευτές του δεν έχουν καν την άνεση επιμέρους διαφοροποιήσεων, όπως την είχαν στο παρελθόν οι αντίστοιχοι της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Γιατί οι παλιοί, οι κλασικοί του συστήματος δεν χρεαζόταν να διαβεβαιώσουν πως διαφοροποιούμενοι παραμένουν στις υπηρεσίες των ξένων και ντόπιων αφεντικών. Ενώ οι νέοι του ΣΥΡΙΖΑ είναι χρεωμένοι με τις αυταπάτες από τις οποίες ξεκίνησαν και οφείλουν διαρκώς να τις αρνούνται με πλήρη τρόπο.
Παρόλα αυτά, συνεχίζουν βέβαια να ισχυρίζονται ότι «με τους άλλους θα ήταν χειρότερα», όταν στην πραγματικότητα βρέθηκαν να συνεχίζουν το έργο που οι άλλοι δεν μπορούσαν. Και δεν διστάζει η κυβέρνηση και οι βουλευτές της, μέσα στον αδίστακτο κυνισμό τους, να εμφανίζουν ως επιχείρημα ότι αυτοί… δεν πρόλαβαν ακόμα να κάνουν ίδιου μεγέθους καταστροφή με αυτή που ΝΔ-ΠΑΣΟΚ έκαναν στο διάστημα 2010-15, με την εφαρμογή των δύο πρώτων Μνημονίων και της αντεργατικής επίθεσης!
Είτε λοιπόν η κυβέρνηση συνεχίσει ως έχει, είτε ανασχηματιστεί ή διευρυνθεί με δυνάμεις και ρετάλια της λεγόμενης κεντροαριστεράς, πρέπει να θεωρηθεί δεδομένο ότι θα συνεχίσει το ίδιο και πιο σκληρά στο δρόμο της βαρβαρότητας ενάντια στο λαό. Η συνοχή της και η αντοχή της εξαρτώνται απόλυτα από την αποφασιστικότητά της και την ολόπλευρη συνέπειά της στην πολιτική αυτή. Μια πολιτική, που όπως φάνηκε και στο Γιουρογκρουπ της 24/5, δεν έχει τέλος, πάντα βρίσκονται και θα βρίσκονται νέα μέτρα, νέες απαιτήσεις ενάντια στον λαό, ενώ ταυτόχρονα ο συμβιβασμός και οι ισορροπίες ΔΝΤ- Γερμανών αναπαράγονται με τριγμούς και με κρίσιμες αβεβαιότητες.
Σε αυτό το πλαίσιο είναι που η ΝΔ του Μητσοτάκη αποφάσισε να κρατήσει αποστάσεις από την κυβέρνηση και να μιλήσει «για τα προβλήματα του λαού», επιχειρώντας να υπερασπιστεί τη δικιά της εναλλακτική προοπτική. Επιλογή βέβαια –που εκτός από τα προφανή ζητήματα που υπάρχουν στο κόμμα αυτό- προσθέτει προβλήματα, για λογαριασμό του συστήματος, για το πώς θα επιστρέψει κάποια στιγμή στην κυβερνητική εξουσία…
Μπροστά στα πραγματικά ερωτήματα ο λαός
Η ραγδαία κλιμάκωση της επίθεσης και όπως αυτή εκφράστηκε από το 2010 και μετά βρήκε το λαό μας και την εργατική τάξη της χώρας, πολιτικά, ιδεολογικά και οργανωτικά, ανέτοιμους να απαντήσουν με ένα συνολικό τρόπο και στο επίπεδο που η επίθεση αυτή απαιτούσε και απαιτεί. Τα γιατί και πώς αυτής της κατάστασης του κινήματος δεν αποτελούν βέβαια ελληνική ιδιαιτερότητα και αφορούν στο σύνολο των εξελίξεων που υπήρξαν στο λαϊκό-εργατικό κίνημα, στην ήττα του κομμουνιστικού κινήματος, και όπως αυτή εξελίχθηκε τις προηγούμενες δεκαετίες.
Οι μάχες και οι αγώνες της περιόδου 2010-12 θεωρήθηκαν και ήταν –για τα δεδομένα των προηγούμενων χρόνων- πρωτόγνωρες σε έκταση και ένταση. Βασικό πολιτικό τους ζητούμενο ήταν -κατά τη γνώμη μας- η αναγνώριση των πραγματικών πολιτικών και ταξικών δεδομένων της αντιπαράθεσης, η αναγνώριση των εχθρών του λαού και η συγκρότηση των λαϊκών-νεολαιίστικών μαζών σε βάση αντιπαράθεσης με αυτούς. Αυτή ωστόσο η κατεύθυνση ήταν απολύτως μειοψηφική πολιτικά και στην πραγματικότητα συναντούσε απέναντι της όχι μόνο το σύστημα αλλά και τη μεγάλη πλειοψηφία των δυνάμεων που αναφέρονται στην Αριστερά. Αυτές συνέδραμαν αποφασιστικά και καθοριστικά μέσα στο κίνημα και στους αγώνες την πολιτική κατεύθυνση της διαμαρτυρίας, που θα έδινε ως «διέξοδο» για το λαό την κυβερνητική αλλαγή. Αυτής της κατεύθυνσης ηγήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, αυτό το κύμα «καβάλησε», για να διεκδικήσει κυβερνητικό ρόλο σε συνθήκες πολιτικής αστάθειας και κρίσης. Ενώ η άλλη και ισχυρότερη τότε πλευρά του ρεφορμισμού (ΚΚΕ) όχι μόνο δεν επεδίωξε την πολιτικοποίηση και το άπλωμα των αγώνων αλλά στάθηκε στην «άκρη» τους ή και εχθρικά απέναντι τους, με βάση τη συνολικότερη ιδεολογικοπολιτική συγκρότησή του και φυσιογνωμία του.
Στη βάση αυτών των δεδομένων, κυριάρχησε και επικράτησε η γραμμή της κοινοβουλευτικής –κυβερνητικής διεξόδου και μάλιστα (αυτό ίσως είναι που βαραίνει περισσότερο από όλα αρνητικά σήμερα) χωρίς ο λαός να έχει τη δυνατότητα να κάνει κάποιους «πρώτους λογαριασμούς», να διαμορφώσει κάποιες «ενστάσεις» έστω, σχετικά με αυτή την κατεύθυνση. Οπωσδήποτε ρόλο σε αυτό έπαιξε και το γεγονός ότι ήταν σχετικά περιορισμένη η συμμετοχή των πληβειακών-εργατικών μαζών και τον τόνο στους αγώνες αυτούς έδιναν τα μικρά και μεσαία λαϊκά τμήματα. Στα χρόνια που ακολούθησαν –από τις εκλογές του 2012 ως το 2015- και στη βάση αυτής της κατεύθυνσης, επιβλήθηκε η αποχώρηση των μαζών από την πάλη και η αναμονή της κυβερνητικής αλλαγής.
Σήμερα λοιπόν και παρόλο που έχει καταρρεύσει η γραμμή της κοινοβουλευτικής-κυβερνητικής διεξόδου, σήμερα που αποκαλύπτεται με δραματικό και βάρβαρο για το λαό τρόπο ο ΣΥΡΙΖΑ και οι (αυτ)άπατες του, από τη μια παραμένει βέβαια το συνολικότερο ζήτημα της συγκρότησης της εργατικής τάξης και του λαού σε δύναμη πάλης. Από την άλλη, ωστόσο και πάνω σε αυτό το έτσι κι αλλιώς θεμελιώδες ζήτημα, έχει επικαθήσει ένα ειδικότερο αλλά κρίσιμο πολιτικό ζήτημα που βέβαια συνδέεται με το συνολικό αλλά έχει και τη σχετική αυτοτέλειά του. Να ξεπεραστεί –πολιτικά- η επιλογή ΣΥΡΙΖΑ από έναν ολόκληρο κόσμο, ή όπως προηγούμενα αναφέραμε, να έρθει ένας κόσμος «απέναντι στον εαυτό του», απέναντι στην επιλογή και την προσδοκία που διαμόρφωσε και με τους όρους που τη διαμόρφωσε.
Προφανώς ο ΣΥΡΙΖΑ και από τη θέση που σήμερα βρίσκεται επιδιώκει και θα επιδιώκει με κάθε τρόπο να καθυστερεί αυτό το ξεπέρασμα, να συντηρεί την καθυστέρησή του, να υπονομεύει την πολιτική χειραφέτηση ενός κόσμου. Δίπλα στο πραγματικό και σκληρό του πρόσωπο, σε κάθε ευκαιρία, βάζει και θα βάζει γκρίνιες για την πολιτική που ο ίδιος ασκεί, σαν τις διαπιστώσεις ή ανησυχίες για την «αντισυνταγματικότητα» των μέτρων που ψήφισε –τα οποία ωστόσο είναι «αναγκαία»! Πρόκειται για γκρίνιες που όχι μόνο δεν αποκαλύπτουν και δεν απελευθερώνουν πολιτικά έναν κόσμο, αλλά αντίθετα επιχειρούν να τον βουλιάξουν ακόμα περισσότερο στους αστικούς πολιτικαντισμούς και χειρισμούς. Να βασανίζουν έναν ολόκληρο κόσμο με το «βαθυστόχαστο» ερώτημα «συμπληρωμένο ή συμπληρωματικό» όσον αφορά τα μέτρα εισαγωγής του «4ου Μνημονίου», έτσι ώστε να υπαινίσσονται πως αυτό «ήταν και τελείωσε», «δεν θα υπάρξουν άλλα μέτρα», την ίδια ώρα που ετοιμάζουν τα επόμενα. Να μεταθέσουν την «ελπίδα» ακύρωσης ή άμβλυνσης των μέτρων λεηλασίας στο πεδίο των αστικών θεσμών και μάλιστα με το ενδεχόμενο να είναι η ίδια η κυβέρνηση που έφερε τα μέτρα αυτή που θα τα θέσει στην κρίση αυτών των θεσμών. Εξάλλου αυτή την πρακτική –της προσφυγής στα δικαστήρια για να μας «σώσουν» από την επίθεση του ιμπεριαλισμού και του κεφαλαίου- τη χρησιμοποίησε επανειλημμένα ο ΣΥΡΙΖΑ για να καταστείλει πολιτικά το κίνημα και τους αγώνες των προηγούμενων χρόνων.
Στα πραγματικά αυτά ζητήματα και ζητούμενα για το λαό, οι απαντήσεις βρίσκονται στη γραμμή της Αντίστασης-Διεκδίκησης- Αναμέτρησης. Αυτή είναι η γραμμή και πολιτική κατεύθυνση που συνοψίζει τη θέση ότι υπάρχει χάσμα ανάμεσα στους ιμπεριαλιστές και την άρχουσα τάξη από τη μια και το λαό και τους εργάτες από την άλλη. Η γραμμή που αναδεικνύει ότι δεν μπορούμε να υπερασπιστούμε και να κατακτήσουμε ούτε έναν πόντο από τα δικαιώματά μας, έξω από τη μαζική αντίσταση και πάλη. Η γραμμή που παράγει και εκφράζεται από ταξικούς στόχους πάλης για τον κόσμο της δουλειάς, για τα κοινωνικά και δημοκρατικά δικαιώματα των μαζών και από αγωνιστικούς αντιιμπεριαλιστικούς πολιτικούς στόχους συνολικά για το λαό και τη νεολαία. Η γραμμή που θέτει το ζήτημα της απόλυτα αναγκαίας Αντίστασης και Διεκδίκησης σήμερα, ως την ταυτόχρονα αναγκαία βάση για να δημιουργούνται οι όροι της Αναμέτρησης με το σύστημα της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και εκμετάλλευσης, για να συγκροτείται η εργατική τάξη και ο λαός στην κατεύθυνση της επαναστατικής προοπτικής τους.