Μεγάλη κινητικότητα παρατηρείται το τελευταίο διάστημα για ένα από τα «εκκρεμή» ζητήματα που υπάρχουν στα Βαλκάνια. Αναφερόμαστε στο ζήτημα της ονομασίας της πΓΔΜ. Σ’ αυτό το πλαίσιο είχαμε την επανεμφάνιση του απεσταλμένου του ΟΗΕ για το θέμα του ονόματος, Μάθιου Νίμιτς. Μετά την αναβολή μιας συνάντησης με τους διαπραγματευτές της Ελλάδας και της πΓΔΜ, που επρόκειτο να διεξαχθεί στις 20 ή 21 Νοεμβρίου, πραγματοποιήθηκε συνάντηση στις 11 και 12 Δεκέμβρη στις Βρυξέλλες, για την οποία ο Νίμιτς δήλωσε ότι έγινε «σε πολύ θετικό κλίμα», ενώ προγραμματίζεται νέα συνάντηση στις 19 Γενάρη στη Ν. Υόρκη. Σχεδιάζεται ανταλλαγή επισκέψεων κυβερνητικών παραγόντων σε Αθήνα και Σκόπια, ενώ, αν όλα κυλήσουν ομαλά, μπορεί να συναντηθούν Τσίπρας – Ζάεφ στο Νταβός. Σημαντική θεωρείται η επίσκεψη του γραμματέα του ΝΑΤΟ στα Σκόπια στις 17 Γενάρη, όπου, σύμφωνα με τους σχεδιασμούς, θα συναντηθεί με το πολιτικό προσωπικό της χώρας, προσφέροντας τη «φιλική ενθάρρυνση» που επίμονα με δηλώσεις του αναζητά ο υπουργός Εξωτερικών της πΓΔΜ Νίκολας Ντιμιτρόφ.
Ενδεικτικό του κλίματος που προσπαθεί να δημιουργήσει η κυβέρνηση Ζάεφ στη γειτονική χώρα είναι η δήλωσή του ότι «δεν φοβάμαι να χάσω την εξουσία αν αυτό είναι το τίμημα της χώρας να προβεί σε γενναίες αποφάσεις» για το όνομα. Στο ίδιο μήκος βρίσκονται και οι δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών Ν. Ντιμιτρόφ ο οποίος, συμμετέχοντας –τέλος Νοέμβρη- σε συνέδριο του Atlantic Council (δεξαμενή σκέψης) για την αμερικανική πολιτική στα Δυτικά Βαλκάνια, δήλωσε ότι «κλειδί για μια βιώσιμη λύση στο ζήτημα της ονομασίας είναι να αντιμετωπιστούν οι φόβοι των δύο πλευρών, χωρίς νικητές και ηττημένους» και «δεν προσέρχεται στις διαπραγματεύσεις με κόκκινες γραμμές, αλλά προτιμά πράσινα φώτα», ενώ εκτίμησε ότι «μια φιλική ενθάρρυνση από τη διεθνή κοινότητα και τις ΗΠΑ θα βοηθούσε».
Στην πΓΔΜ μετά την κυβερνητική αλλαγή (Μάης 2017) που επέφερε η ενδοαστική σύγκρουση, η κυβέρνηση Ζάεφ, υλοποιώντας τον φιλοδυτικό προσανατολισμό της (ένταξη στο ΝΑΤΟ και έναρξη διαπραγματεύσεων με την ΕΕ), προσπαθεί να άρει τα εμπόδια που είχαν δημιουργηθεί με την πολιτική της προηγούμενης κυβέρνησης Γκρουέφσκι και την εθνικιστική σλαβοκεντρική ρητορική της. Γι’ αυτό βλέπουμε να αναδεικνύονται τα θέματα με την ονομασία του αεροδρομίου των Σκοπίων, τα αγάλματα και το σχέδιο «Σκόπια 2014», να ξαναπαίζεται το βίντεο με τις δηλώσεις Γκλιγκόροφ. Η ακύρωση του σλαβοκεντρικού-μακεδονικού αφηγήματος και η αντικατάστασή του με το ευρωπαϊκό-φιλοδυτικό όραμα στηρίζεται στις πλάτες του υπερατλαντικού προστάτη και επιχειρεί να δημιουργήσει τετελεσμένα. Οι αντιθέσεις και οι αντιφάσεις όμως παραμένουν ενεργές. Γιατί και οι πολιτικο-κοινωνικές δυνάμεις της προηγούμενης φάσης θα προσπαθήσουν να αντιδράσουν και το ενδιαφέρον του ρώσικου ιμπεριαλισμού που αξιοποιεί ιστορικά, εθνολογικά και θρησκευτικά δεδομένα είναι σημαντικός παράγοντας εξελίξεων. Αν σ’ όλα αυτά προσθέσουμε και την παρέμβαση του αλβανικού μεγαλοϊδεατισμού, έχουμε όλα τα δεδομένα που σηματοδοτούν μια πορεία δύσκολη, μακρά και με αρκετούς κινδύνους για τους λαούς της περιοχής. Η ενεργός ανάμειξη των ιμπεριαλιστών (ΗΠΑ, ΕΕ, Ρωσία), οι εξαρτημένες αστικές τάξεις, το πολιτικό προσωπικό που προσφέρεται στο ρόλο των ενεργούμενων και η αποσυγκρότηση των λαϊκών δυνάμεων είναι παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται πολύ σοβαρά υπόψη.
Το δέντρο και το δάσος
Οι εξελίξεις επιταχύνθηκαν και τρέχουν με την παρότρυνση και την άμεση παρέμβαση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Το καθοριστικό ζήτημα που διαμορφώνει τις εξελίξεις είναι οι στρατηγικές επιλογές των ΗΠΑ που επιδιώκουν να σφραγίσουν τα Βαλκάνια.
Οι αμερικάνοι ιμπεριαλιστές σ’ αυτή τη φάση με τη διοίκηση Τραμπ να βαλτώνουν στο μέτωπο της Συρίας, να δυσκολεύονται να συμμορφώσουν την Τουρκία του Ερντογάν, να διαπιστώνουν πως η Ρωσία παρεμβαίνει και επιχειρεί να καλύψει τα κενά που οι ίδιοι άφησαν στα Βαλκάνια φαίνεται ότι αναθεωρούν τις επιλογές τους και κινούνται στη βάση αυτού που ονομάζουν «επιστροφή στα Βαλκάνια». Στην ουσία πρόκειται για επιτάχυνση των πρωτοβουλιών και ένταση των παρεμβάσεών τους γιατί στην ουσία ποτέ δεν έφυγαν από την περιοχή. Ταυτόχρονα βάζουν σε εφαρμογή τη στρατηγική της εθνικής ασφάλειας, που παρουσίασε πρόσφατα η κυβέρνηση Τραμπ και που σε πρώτη προτεραιότητα θέτει την αντιμετώπιση των στρατηγικών ανταγωνιστών των ΗΠΑ (διάβαζε Ρωσία, Κίνα).
Η τελευταία παρέμβαση των ΗΠΑ στα Βαλκάνια ξεκινά στα τέλη Νοέμβρη στην Ουάσιγκτον. Οι υπουργοί Εξωτερικών των Δυτικών Βαλκανίων (Σερβίας, Μαυροβουνίου, Αλβανίας, Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, πΓΔΜ και Κοσσυφοπεδίου) είχαν σειρά επαφών στην αμερικανική πρωτεύουσα και την Πέμπτη 30 Νοέμβρη συναντήθηκαν στον Λευκό Οίκο με τον σύμβουλο Eθνικής Aσφαλείας, στρατηγό Χ. Ρ. Μακμάστερ. Ο κ. Μακμάστερ, αφού τόνισε ότι «η περιοχή και τα ζητήματα που αφορούν τα Δυτικά Βαλκάνια αποτελούν υψηλή προτεραιότητα για την αμερικανική κυβέρνηση», επανέλαβε «τη δέσμευση των ΗΠΑ απέναντι στις ευρωατλαντικές φιλοδοξίες της περιοχής και τις προσπάθειες για ευρωπαϊκή ολοκλήρωση».
Οι δηλώσεις κυβερνητικών παραγόντων των ΗΠΑ αναδεικνύουν το ενδιαφέρον τους. Ο αναπληρωτής υφυπουργός Εξωτερικών για την Ευρώπη Χόιτ Γι δήλωσε ότι «θέση των ΗΠΑ είναι πως υπάρχουν σοβαρές προκλήσεις στην περιοχή που πρέπει να αντιμετωπισθούν επειγόντως από κοινού με τους Ευρωπαίους». Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Ρεξ Τίλερσον σε συνάντηση με τον υπ. Εξωτερικών της πΓΔΜ τόνισε ότι «η πΓΔΜ βρίσκεται σε καλό δρόμο προκειμένου να αποτελέσει επιτυχές παράδειγμα για την περιοχή», «όπου οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να διαδραματίζουν θετικό ρόλο για τη σταθερότητα και την πρόοδο και αναζητούν τρόπους να συμβάλουν σ’ αυτό».
Οι στρατηγικές τους επιλογές στοχεύουν στην ολοκλήρωση της περικύκλωσης της Ρωσίας. Η ένταξη της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ αναδεικνύεται σε ψηλή προτεραιότητα και προσθέτει έναν ακόμη πολύτιμο κρίκο, που όχι μόνο έλειπε αλλά πήγαινε με την αντίπαλη πλευρά. Θέλουν να στριμώξουν περισσότερο τη Σερβία για να την αναγκάσουν να αποδεχτεί αυτό που ονομάζουν «ιστορική» επαναπροσέγγιση ΗΠΑ-Σερβίας. Επιδιώκουν με άμεσο τρόπο την ενίσχυση της θέσης και του ρόλου τους στην περιοχή, στέλνοντας και ένα μήνυμα στους ευρωπαίους συμμάχους ότι μπορούν αυτοί να πετύχουν εκεί που η ΕΕ απέτυχε να ανακόψει τη ρωσική επιρροή. Προωθούν τη μόνιμη στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στη Ν.Α. Ευρώπη, σαν απαραίτητη προϋπόθεση για τη σταθερότητα στην περιοχή, με ιδιαίτερη έμφαση στην ενίσχυση της στρατιωτικής βάσης Bondsteel στο Κοσσυφοπέδιο. Επιδιώκουν να αναβαπτίσουν το ρόλο τους σαν τον μοναδικό πολιτικό διαμεσολαβητή που μπορεί να επιβάλλει λύσεις σε διμερείς διενέξεις, όπως αυτές μεταξύ Ελλάδας–πΓΔΜ και Σερβίας–Αλβανίας, ή τον επικυρίαρχο που μπορεί να διευθετήσει με το «έτσι θέλω» ζητήματα όπως με την ένταξη του Μαυροβούνιου στο ΝΑΤΟ (δεν έγινε ποτέ το δημοψήφισμα που υποσχέθηκε η κυβέρνηση), την ανάδειξη της κυβέρνησης Ζάεφ στην πΓΔΜ (σε μία νύχτα ο αμερικάνος υφυπ. Χόιτ Γι επέβαλε τη «συνταγματική τάξη»), την παρέμβαση για να γίνουν οι εκλογές στην Αλβανία κ.λπ.
Με βάση αυτές τις επιλογές άνοιξαν και το ζήτημα του ονόματος της γειτονικής χώρας. Όσο και αν κομπάζει η ελληνική κυβέρνηση ότι «τολμά να λύσει» την εκκρεμότητα δεκαετιών, δεν μπορεί να αναιρέσει την υπαγόρευση που της βάζει αυτή η στρατηγική του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού.
Η πλευρά των λαών
Με βάση όλα αυτά τα δεδομένα –την ωμή παρέμβαση των ιμπεριαλιστών (ΗΠΑ, ΕΕ Ρωσία) στην περιοχή, την τυχοδιωκτική συμπεριφορά των αστικών τάξεων και του πολιτικού τους προσωπικού, τους μικρούς και μεγάλους εθνικισμούς που καλλιεργούνται– η κατεύθυνση ενάντια στην επαναχάραξη των συνόρων αποτελεί θεμελιακή αρχή για τις λαϊκές δυνάμεις. Η ιστορία των βαλκανικών λαών, αλλά και η πρόσφατη εμπειρία καταδείχνουν ότι είναι πολύ βαρύ το τίμημα που πληρώνουν οι λαοί που συγκρούονται και αιματοκυλιούνται για τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών.
Η αναγκαιότητα ανάπτυξης μαζικού αντιιμπεριαλιστικού-αντιπολεμικού κινήματος θα πρέπει να βρίσκεται στις πρώτες προτεραιότητες των επαναστατικών δυνάμεων. Στο έδαφος αυτής της πάλης οφείλουμε να δημιουργούμε δεσμούς φιλίας, συνεργασίας και αλληλεγγύης με τους λαούς της περιοχής ενάντια στους κοινούς εχθρούς, τους ιμπεριαλιστές και τις αστικές τάξεις των χωρών μας. Η πάλη ενάντια στον πολεμικό συνασπισμό του ΝΑΤΟ για να φύγουν οι βάσεις και τα πυρηνικά αποτελεί βασικό μέτωπο για τους λαούς της περιοχής.
Όσο για το ζήτημα του ονόματος, θεωρούμε ότι πρόκειται για μια λύση που θα αποδέχεται την πραγματικότητα η οποία διαμορφώθηκε από τις αντιδραστικές δυνάμεις με την απουσία του λαϊκού παράγοντα και στο έδαφος της ιστορικής ρεβάνς του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού κόσμου και επιχειρεί να αντιμετωπίσει το θέμα με βάση τα σημερινά δεδομένα. Η δρομολογούμενη λύση έχει στοιχεία συμβιβασμού ανάμεσα στα εμπλεκόμενα μέρη και πρέπει να γνωρίζουν οι λαοί ότι την υπαγορεύουν για τα δικά τους συμφέροντα οι υποκινητές του πολέμου (ΗΠΑ, ΝΑΤΟ) και οι υποτακτικοί τους στις δυο πλευρές των συνόρων. Δεν έχουμε αυταπάτες ότι μπορούν να λυθούν με αυτόματο τρόπο όλα τα θέματα που έχουν δημιουργηθεί. Γνωρίζουμε ότι απαιτείται πολλή δουλειά για τη συνεργασία και τη φιλία των λαών όταν ποτίζονται καθημερινά από το δηλητήριο του σοβινισμού και του εθνικισμού. Οι δύο προϋποθέσεις που αναφέραμε -όχι στην επαναχάραξη των συνόρων και η ανάπτυξη αντιιμπεριαλιστικού-αντιπολεμικού κινήματος– είναι και απαραίτητες και αναγκαίες για να μπορεί μια λύση στο όνομα να δημιουργήσει ελπίδες για τους γειτονικούς λαούς.