Με ωμό και προκλητικό τρόπο εκδηλώνεται πλέον η κυβερνητική επίθεση στα συνδικαλιστικά δικαιώματα και τις συνδικαλιστικές ελευθερίες. Σε καθημερινή σχεδόν βάση αποδεικνύεται ότι οι προ πολλού ανακοινωμένες «αναγκαίες παρεμβάσεις» στην εργατική νομοθεσία, δηλαδή στο συνολικό νομικό πλαίσιο που αφορά τα εργατικά δικαιώματα και τη συνδικαλιστική δράση, έχουν ατύπως -αλλά με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο- μπει σε εφαρμογή στην πράξη.
Αυτές οι «αναγκαίες παρεμβάσεις» αφορούν τα πάντα, όμως αυτό που ενδιαφέρει τις δυνάμεις του συστήματος πρώτα και κύρια είναι το νομοθετικό πλαίσιο που αφορά τις απεργίες. Η πρόσφατη επικαιρότητα βρίθει από τις κυβερνητικές παρεμβάσεις που άμεσα ή έμμεσα περιστέλλουν το δικαίωμα στην απεργία:
- Η απεργιακή κινητοποίηση της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ κρίθηκε παράνομη και καταχρηστική από τα αστικά δικαστήρια και η κυβέρνηση ενεργοποίησε άμεσα τη φασιστικής έμπνευσης επιστράτευση.
- Η απεργία-αποχή από τις δραστηριότητες που σχετίζονται με την «αξιολόγηση» και το νόμο 4250/2014 στην οποία κάλεσε η ΑΔΕΔΥ τους δημοσίους υπαλλήλους κρίθηκε παράνομη από τα δικαστήρια μετά από την προσφυγή του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης (Εσωτερικών).
- Η πρωτόδικη απόφαση που δικαίωνε τις καθαρίστριες του Υπουργείου Οικονομικών ανατράπηκε από την επόμενη απόφαση του Αρείου Πάγου. Το σκεπτικό του Αρείου Πάγου είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό για τον τρόπο με τον οποίο σκοπεύει να σταθεί η κυβέρνηση απέναντι στους αγώνες που ξεδιπλώνονται.
- Η απεργοί καθηγητές επιστρατεύτηκαν προκειμένου να σταματήσουν την απεργία τους το Μάη του 2013.
- Οι απεργοί ναυτεργάτες μετά από μόλις 6 μέρες απεργίας μπήκαν και αυτοί σε καθεστώς επιστράτευσης το Φλεβάρη του 2013.
- Οι εργαζόμενοι σε Μετρό, ΗΣΑΠ και Τραμ εξακολουθούν να είναι σε καθεστώς επιστράτευσης από το Γενάρη του 2013.
- Η μεγαλειώδης απεργία των χαλυβουργών έληξε με τη βίαιη επέμβαση των ΜΑΤ ύστερα από προσωπική παρέμβαση του ίδιου του Σαμαρά, αμέσως μόλις αυτός αναδείχτηκε στην πρωθυπουργία.
Αυτός ο μακρύς κατάλογος των «πεπραγμένων» της τωρινής αλλά και των προηγούμενων κυβερνήσεων αποτελεί μία τρανή απόδειξη για το μένος των δυνάμεων του συστήματος απέναντι στο όπλο της απεργίας. Πρόκειται για μένος απόλυτα δικαιολογημένο, πολιτικά και ιδεολογικά. Πολιτικά, γιατί δημιουργεί όρους πραγματικής πίεσης, με συλλογικό και μαζικό τρόπο των εργαζομένων απέναντι στο κράτος και το κεφάλαιο. Μπορεί να μπλοκάρει μηχανισμούς, να καθυστερήσει την παραγωγή και να «στριμώξει» σε πραγματική, υλική βάση τις δυνάμεις του συστήματος. Ιδεολογικά, γιατί αναδεικνύει την πραγματική ουσία της εκμετάλλευσης σε αυτήν την κοινωνία. Αναδεικνύει ποιος παράγει τον πλούτο, ποιες είναι οι πραγματικές, ζωντανές, παραγωγικές δυνάμεις και ποιοι παρασιτοζωούν σε βάρος τους. Γι’ αυτό και όσοι λοιδορούσαν και λοιδορούν την απεργία ως «παρωχημένη μορφή» υπηρετούν τη συνθηκολόγηση και την υποταγή.
Αυτό το μένος δεν μπορεί να κρυφτεί. Από τη μια, οι πιέσεις των ιμπεριαλιστών για ταχεία εφαρμογή όλο και πιο αντιδραστικών μέτρων και, από την άλλη, η διευρυνόμενη αγανάκτηση στις εργαζόμενες μάζες που βιώνουν τη βίαιη περιστολή των δικαιωμάτων και του εισοδήματός τους, αναγκάζουν τα ντόπια κυβερνητικά επιτελεία να καταφεύγουν ολοένα και περισσότερο στη βίαιη καταστολή των εργατικών αγώνων και των απεργιών. Είναι και αυτή μία από τις εκφράσεις της συνεχούς και εντεινόμενης φασιστικοποίησης της δημόσιας ζωής. Είναι και αυτή μία απόδειξη της αυξανόμενης αδυναμίας του συστήματος να πείσει τις μάζες και να αποσπάσει τη συναίνεσή τους.
Επομένως, η επιλογή τους να ενεργοποιήσουν ένα πιο ασφυχτικό πλαίσιο γύρω από τις απεργίες είναι μια πραγματική ανάγκη για το σύστημα αυτό. Το πρόσχημα περί προσαρμογής με την ευρωπαϊκή εμπειρία αποτελεί απλώς ένα κακόγουστο ανέκδοτο που δεν πείθει κανέναν. Ωστόσο, δεν θα πτοηθούν από το εάν δεν καταφέρουν να πείσουν. Γιατί γνωρίζουν ότι ο ταξικός συσχετισμός τους επιτρέπει να λειτουργούν με αυτόν τον τρόπο. Στη βάση αυτού του συσχετισμού εφορμούν με τέτοια μανία στις εργατικές κατακτήσεις.
Στοιχείο αυτού του αρνητικού ταξικού συσχετισμού είναι και η κατάσταση των συνδικάτων. Στην περίοδο της συνολικής επίθεσης που έχουν εξαπολύσει το κεφάλαιο και ο ιμπεριαλισμός ενάντια στην εργατική τάξη, η απαίτηση για συνδικάτα σε θέση μάχης, ικανά να σηκώσουν το βάρος της σύγκρουσης και να οργανώσουν την πάλη των εργαζομένων δεν μπορεί να ικανοποιηθεί από τα σημερινά συνδικάτα, από τις σημερινές συνδικαλιστικές ηγεσίες. Η πολλαπλά καταγραμμένη αδυναμία τους να απαντήσουν στην επίθεση αυτή δεν αφορά μόνο την οργανωτική τους αποσυγκρότηση. Αφορά το σύνολο της πολιτικής και ιδεολογικής βάσης στην οποία κινούνταν τις προηγούμενες δεκαετίες: τη βάση της συνδιαλλαγής των λεγόμενων «κοινωνικών εταίρων», τη βάση της ανάθεσης από τους εργαζόμενους προς τους συνδικαλιστές, τη βάση των μικροπαραχωρήσεων που είχε τη δυνατότητα να κάνει το σύστημα. Σε αυτή τη βάση αναδείχτηκαν τα στρώματα του εργατοπατερισμού τα οποία συνεχίζουν να κάθονται στο σβέρκο των εργαζομένων και τα οποία καλούνται -τρομάρα τους!- να οργανώσουν τις σημερινές αντιστάσεις.
Οι συλλογικές συμβάσεις είναι ουσιαστικά καταργημένες και ο αγώνας για την επαναδιεκδίκησή τους αποδεικνύεται πολύ δύσκολος. Τώρα, σειρά έχουν οι απεργίες. Και το ερώτημα που τίθεται είναι ποιος θα είναι πλέον ο ρόλος που προορίζει το σύστημα για αυτά τα συνδικάτα και τα στρώματα των εργατοπατέρων. Μέχρι σήμερα, για παράδειγμα, η ΓΣΕΕ αν είχε κάτι να κομπάζει, αυτό ήταν ότι υπέγραφε τη Γενική Συλλογική Σύμβαση (αυτό πλέον ουσιαστικά μας τελείωσε) και ότι κήρυττε γενικές απεργίες. Εάν και αυτό το δικαίωμα της συρρικνωθεί-αποστερηθεί, τότε τι θα της απομείνει; Και το ερώτημα αυτό δεν αφορά μόνο τη ΓΣΕΕ.
Ίσως η απάντηση να βρίσκεται σε αυτό που συμβαίνει αυτόν τον καιρό στο Υπουργείο Παιδείας, όπου το σωματείο των εργαζομένων πρωτοστατεί στο να καμφθούν οι διαθέσεις των εργαζομένων για αντίσταση στην αξιολόγηση. Ή στο ρόλο που παίζουν τα εργοδοτικά σωματεία στον ιδιωτικό τομέα, ως εμπόδια στη συγκρότηση πραγματικά ταξικών εργατικών σωματείων. Όπως και να ’χει το πράγμα, η αστική τάξη και το κεφάλαιο θα κάνουν αυτά που τους συμφέρουν και προς τα εκεί θα επιχειρήσουν να διατάξουν και τους εργατοπατέρες.
Για τα συμφέροντα όμως των εργαζομένων, στην πραγματικότητα, αυτού του τύπου ο συνδικαλισμός έχει ήδη κριθεί και πνέει τα λοίσθια. Η ανακοίνωση της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ όταν «τα μάζεψε» κρύβοντας την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια ότι «η απόφαση της κυβέρνησης για επιστράτευση των απεργών ξεπερνάει τους εργαζόμενους της ΔΕΗ» είναι ενδεικτική. Η δικαιολογία της ΟΛΜΕ ότι δεν επαρκούν οι «όροι και οι προϋποθέσεις» για συνέχιση της απεργίας κόντρα στην επιστράτευση θα μείνει στην Ιστορία. Το ότι οι καθαρίστριες του Υπ. Οικονομικών κάνουν αυτόν το αγώνα μόνες τους, χωρίς τα σωματεία τους να είναι μπροστάρηδες είναι χαρακτηριστικό. Το ότι σωματεία του ιδιωτικού τομέα αποδέχονται και συνυπογράφουν μειώσεις μισθών και δικαιωμάτων είναι μία οδυνηρή πραγματικότητα.
Με αυτόν το συνδικαλισμό η εργατική τάξη δεν μπορεί να κάνει ούτε βήμα μπροστά. Αντίθετα, έχει κάνει πολλά βήματα πίσω. Και θα κάνει πολλά ακόμη, αν οι εργαζόμενοι δεν πάρουν την υπόθεση στα δικά τους χέρια.