Οι κυβερνήσεις Σουηδίας και Φιλανδίας εκφράζουν τη βούληση να αποτελέσουν το 31ο και 32ο μέλος του ΝΑΤΟ το συντομότερο δυνατό, δίνοντας τέλος στη μακροχρόνια «ουδετερότητά» τους. Πρόθεσή τους, στο άτυπο Συμβούλιο ΥΠΕΞ του ΝΑΤΟ στο Βερολίνο στις 14 και 15 Μαΐου (είναι προσκεκλημένες), να ανακοινώσουν επίσημα το αίτημά τους. Άλλως, θα το μεταφέρουν στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ που θα γίνει τέλος Ιουνίου στη Μαδρίτη.
Είναι δύο διαφορετικές περιπτώσεις σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση της σχέσης τους με τη Δύση (Ευρώπη, ΗΠΑ, ΝΑΤΟ) από τη μία και τη Ρωσία από την άλλη. Πάντως η ιστορική παράμετρος (που δεν μπορούμε να αναπτύξουμε εδώ) έχει τη σημασία της. Η Φιλανδία, για παράδειγμα, υπήρξε μέρος και της Σουηδικής και της Ρωσικής αυτοκρατορίας για αιώνες, μέχρι το 1918 που η κυβέρνηση των Μπολσεβίκων αναγνώρισε τη Φιλανδία ως ανεξάρτητη. Από τότε ξεκινούν οι «ακροβασίες» των Φιλανδών.
Πέρα από τις ομοιότητες των σκανδιναβικών χωρών, οι επιλογές τους σε ό,τι αφορά τις «πολιτικές ασφαλείας» είναι αρκετά διαφορετικές από τον Β' ΠΠ και μετά. Σε ένα βαθμό, αυτές οι διαφορές αντικατοπτρίζουν τις διαφορετικές επιλογές κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου. Νορβηγία και Δανία είναι ιδρυτικά μέλη του ΝΑΤΟ, αλλά με «αστερίσκους» σε ό,τι αφορά τα πυρηνικά όπλα. Φιλανδία η Σουηδία, μέρος της Δύσης και οι δύο, αλλά με ιδιομορφίες. Μετά το ΄89, και ενώ η επίσημη πολιτική τους ήταν η «στρατιωτική ουδετερότητα», η γενικότερη στάση τους θεωρούνταν ευνοϊκή για τα δυτικά (Νατοϊκά) συμφέροντα στην περιοχή. Από το 2014 και μετά,έχουν επεκτείνει τη στρατιωτική τους συνεργασία με ΗΠΑ, ΗΒ και ΝΑΤΟ, δημιουργώντας θεμέλια για περαιτέρω εναρμόνιση. Επίσης και η ένταξή τους στην ΕΕ (τη δεκαετία ‘90) θα πρέπει να προσμετρηθεί ως κίνηση ενισχυτική της προσπάθειας εγκατάλειψης της «παραδοσιακής» ουδετερότητας.
Η «ουδετερότητα» της Φιλανδίας απέναντι στο γίγαντα γείτονα, ως βασικός όρος της πολιτικής «ασφάλειας», στο πλαίσιο των τότε γεωπολιτικών ισορροπιών διαμόρφωσε και ένα πλέγμα οικονομικών συμφερόντων που πλέον διακυβεύονται. Η ΕΣΣΔ, και στη συνέχεια η Ρωσία, ήταν ο κυριότερος εξαγωγικός εταίρος της Φιλανδίας. Η Φιλανδία μέχρι σήμερα προμηθεύεται το 66,8% τού (απολύτως αναγκαίου) πετρελαίου της από τη Ρωσία. Το 2016 ανακοίνωσε την κατασκευή ενός σταθμού πυρηνικής ενέργειας στο Πιχαγιόκι, στις δυτικές ακτές της χώρας, με 34% συμμετοχή της Rosatom, της κρατικής ρωσικής εταιρείας ατομικής ενέργειας. Συνεργάζεται επίσης με τη Γερμανία για την κατασκευή του περιβόητου πλέον αγωγού Nord Stream 2. Για τη Σουηδία η επιλογή ουδετερότητας είναι πιο συνειδητή (λιγότερο αναγκαστική από αυτήν της Φιλανδίας), που την κράτησε μακριά από τους μεγάλους πολέμους της ηπείρου και συνέβαλε σε εξοικονόμηση πόρων σε καιρούς ειρήνης.
Ο δημόσιος διάλογος σε Σουηδία και Φιλανδία σχετικά με την επανεξέταση του «ουδέτερου»
δεν φαίνεται να ανοίγει επί της ουσίας. Η φιλανδή πρωθυπουργός Μάριν εμφανίζεται βιαστική. Ο πρόεδρος της χώρας, Νιινίστο, έχει πιο «συντηρητική» προσέγγιση σχετικά με το πώς θα αξιολογηθεί «ο αντίκτυπος της ουκρανικής κρίσης». Πάντως οι... δημοσκοπήσεις δείχνουν εκτίναξη του «ναι στο ΝΑΤΟ» από το 24% στο 62%. Στη Σουηδία η διατυπωμένη πρόθεση της κυβέρνησης Σοσιαλδημοκρατών της Άντερσον για ένταξη στο ΝΑΤΟ προκαλεί διαφωνίες στο εσωτερικό του κόμματος. Σημαντικά στελέχη διαφοροποιούνται πλέον δημόσια και οι βουλευτικές εκλογές το φθινόπωρο ίσως διεξαχθούν στον αστερισμό αυτών των διαφωνιών.
Αν και τα πράγματα τρέχουν με γρήγορους ρυθμούς, είναι δύσκολο να προδικάσει κανείς ανάλογη ταχύτητα και σε αποφάσεις. Ωστόσο, το τι θα σήμαινε μια μη αναστρέψιμη αλλαγή, που εισηγούνται οι κυβερνήσεις Σουηδίας και Φιλανδίας, τι ανατροπές συνεπάγεται και σε ποια επίπεδα μπορεί να μεταφερθεί η εσωτερική αντιπαράθεση, δεν αφορά μόνο τις προειδοποιήσεις της Μόσχας για «σοβαρές συνέπειες»!
Η ένταξη Φιλανδίας και Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, αν και όταν ολοκληρωθεί, εκτιμάται ότι θα μεταβάλει όλη την «αρχιτεκτονική ασφαλείας» της Βόρειας Ευρώπης. Ολόκληρη η Σκανδιναβία στο ΝΑΤΟ σημαίνει όχι μόνο ολοκληρωτικό στρατιωτικό έλεγχο της περιοχής από τις ΗΠΑ, αλλά, ακόμη σημαντικότερο, την αύξηση της πολιτικής επιρροής των ΗΠΑ μέσω της συμμαχίας. Το εύρος της πρόκλησης και των συνεπειών για τις χώρες αυτές (αλλά και όλης της Ευρώπης) από την εναρμόνιση στα συμφέροντα των ΗΠΑ δείχνει να είναι τεράστιο.
Σήμερα η στρατιωτική εναρμόνιση με το ΝΑΤΟ με μια πολιτική καθησυχασμού προς τη Ρωσία είναι μάλλον αδύνατη. Τα παλιά «ψυχροπολεμικά πρότυπα» δεν μπορεί να ισχύσουν. Η αναφορά γίνεται για τη Δανία και τη Νορβηγία και την άρνησή τους να φιλοξενήσουν πυρηνικά όπλα όταν εντάχθηκαν στην συμμαχία. Τα δεδομένα σήμερα έχουν διαφοροποιηθεί δραστικά και δεν είναι καθόλου εύκολο να επιδιώξουν κάτι τέτοιο, ούτε η Φιλανδία ούτε η Σουηδία. Επίσης δεν είναι φανερό το ποιοι «ακροβατισμοί» απαιτούνται για τη διαφύλαξη προνομιακών σχέσεων με τη Ρωσία.
Το «τρένο» κινείται και απαιτεί οι προθέσεις των Σουηδών και Φιλανδών να γίνουν γρήγορα αποφάσεις και ανεξάρτητα από την κατάληξη του πολέμου, που σε μεγάλο βαθμό παραμένει απροσδιόριστη. Η ένταξή τους στο ΝΑΤΟ, ως συνέπεια της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, αυξάνει δραματικά τις εντάσεις σε όλη την περιοχή, συνιστώντας μια βαθιά ανατροπή στις γεωπολιτικές ισορροπίες των διεθνών σχέσεων γενικότερα. Όλα δείχνουν πως ανοίγει ο δρόμος μιας μακράς ενδοϊμπεριαλιστικής σύγκρουσης χωρίς προοπτική ελέγχου της, καθώς οι ΗΠΑ δείχνουν να διαμορφώνουν ένα «νέο αμυντικό δόγμα» πάνω στον καμβά του παλιού που αφορούσε τη σοβιετική ανάσχεση.
ΧΒ